(α μέρος ) η συνεισφορά του μαρξισμού
«Οι ιδέες έχουν μια γενεαλογία που, αν αποκαλυφθεί, φέρνει συχνά σ’ αμηχανία τους υποστηρικτές τους». R. Tawney
«Η Ιστορία των Ιδεών είναι ένα πλούσιο αλλά από τη φύση του ακαθόριστο πεδίο, που αντιμετωπίζεται με εύλογη καχυποψία από τους ειδικούς άλλων επιστημονικών κλάδων μεγαλύτερης ακριβείας, έχει όμως και τις εκπλήξεις και τις απολαβές της. Μεταξύ αυτών είναι και η ανακάλυψη ότι μερικές από τις πιο οικείες αξίες της κουλτούρας μας είναι περισσότερο πρόσφατες απ’ όσο θα υπέθετε κανείς αρχικά».
Isaiah Berlin
Η λέξη «ιδεολογία» σήμερα είναι ως επί το πλείστον φορτισμένη με αρνητικό σημασιολογικό περιεχόμενο, φέρνοντας στον νου μας τη διανοητική προκατάληψη, αν όχι και τη συνειδητή απόπειρα εξαπάτησης του κόσμου από επιτήδειους συμφεροντολόγους. Στον χώρο των πολιτικών συζητήσεων, ο όρος «ιδεολογία» είναι ίσως από τους πιο πολυχρησιμοποιημένους και πολυσυζητημένους. Τι είναι όμως ιδεολογία; Είναι η ύπαρξή της ευεργετική ή αρνητική για τις κοινωνίες; Μπορεί να μελετηθεί επιστημονικά ή κάθε απόπειρα κατανόησής της μαρτυρεί τις υποκειμενικές προτιμήσεις του εκάστοτε ερευνητή; Αρχικά, ως ιδεολογία, με την ευρύτερη σημασία του όρου, θεωρείται σύμφωνα με τον John Plamenatz, κάθε θεωρητική νομιμοποίηση των συμφερόντων μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, μέσα σε μια κοινωνία. Για παράδειγμα, τα θρησκευτικά συστήματα στην αρχαία Αίγυπτο και Ινδία ή στη μεσαιωνική Ευρώπη στήριζαν τα οικονομικά συμφέροντα μιας ιερατικής τάξης, που είχε ιδιαζόντως προνομιακή θέση μέσα στις κοινωνίες τους. Φυσικά, η ιδεολογία δεν είναι αναγκαστικά κάτι το ψευδές, αλλά κάτι που χρησιμοποιείται ως μέσο δικαίωσης ορισμένων συμφερόντων, ανεξάρτητα από το αν τελικά είναι αληθές ή ψευδές. Ούτε είναι απαραίτητο να ταυτίζεται η ιδεολογία με τη συνειδητή εξαπάτηση. Είναι όμως απαραίτητο να χρησιμοποιείται για να στηρίξει τα συμφέροντα κάποιων. Όπως θα φανεί παρακάτω, η αρνητική σημασία της λέξης από το ευρύ κοινό δεν απέχει πολύ από τον τρόπο που προσεγγίζεται κατά κανόνα η ιδεολογία από τους διάφορους κοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες.
Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα ιδεολογίας, αποτελούν οι μύθοι. Σύμφωνα με τον Joseph Campbell (1904-1987), μια από τις τέσσερεις βασικές λειτουργίες του μύθου, είναι η «κοινωνιολογική», δηλαδή η ισχυροποίηση της (υπάρχουσας) κοινωνικής τάξης. Είναι γνωστό ότι, στον αρχαίο κόσμο, οι μύθοι δεν είχαν μονάχα θρησκευτικό και ψυχαγωγικό ρόλο, παρά διέθεταν και νομιμοποιητική λειτουργία, καθώς δικαιολογούσαν και αντιπροσώπευαν τη νομιμότητα της εξουσίας των κυρίαρχων τάξεων έναντι των κατώτερων. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι οι αριστοκρατικές οικογένειες στην αρχαία Ελλάδα προέβαλαν αξιώσεις κύρους προβάλλοντας τον ηρωικό ρόλο κάποιου μυθικού προγόνου-γενάρχη, από τον οποίο ισχυρίζονταν ότι η οικογένειά τους καταγόταν. Ιδιαίτερη έμφαση στην ιδεολογία δόθηκε κατά τους Νεώτερους Χρόνους.
Αρχικά, η ιδεολογία προσεγγιζόταν με την προσδοκία να γίνει κατανοητή δια της επιστημονικής γνώσης και αντικειμενικότητας. Συγκεκριμένα, ο Γάλλος φιλόσοφος Antoine Destutt De Tracy (1754-1836) μεταχειρίστηκε τον όρο, με σκοπό να δηλώσει τη φιλοδοξία του να θεμελιώσει την επιστημονική γνώση των ιδεών, στα πρότυπα των φυσικών επιστημών. Η σύγχρονη και απαξιωτική σημασία του όρου, δόθηκε αρχικά από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στους αισθησιοκράτες οπαδούς του Condillac και επικράτησε μετά τη χρήση του όρου από τον Marx και τον Engels. Ωστόσο, σημαντικότατο ρόλο στην αναγνώριση του ρόλου των ιδεολογιών γενικότερα, έπαιξε ο μαρξισμός. Στα μέσα του 19ου αιώνα, η σοσιαλιστική σκέψη είχε αποκρυσταλλωθεί σε δύο κύριες τάσεις: αφενός η ιδεαλιστική και ουτοπική κατεύθυνση (κυρίως οι Proudhon, Owen και Fourier), που στηριζόταν στον ελεύθερο συνεταιρισμό των ανθρώπων, ενώ από την άλλη η απολυταρχική και συγκεντρωτική κατεύθυνση, με επιφανέστερο θεωρητικό τον Karl Marx (1818-1883), που μαζί με τον Friedrich Engels (1820-1895), επεδίωκε τη δέσμευση και την κοινωνική αναδιανομή της ιδιοκτησίας. Η πρώτη ομάδα εξέφραζε περισσότερο ηθικές διαμαρτυρίες για τα αρνητικά της εκβιομηχάνισης, στην τότε υπάρχουσα μορφή της, εισηγούμενη νέες κοινωνικές δομές που θα την αντικαταστήσουν, ενώ η δεύτερη προέβαλε επιστημονικές αξιώσεις για την κατανόηση του καπιταλισμού και τη συνακόλουθη υπέρβασή του. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Marx: «οι φιλόσοφοι έχουν απλώς εξηγήσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους, αυτό που έχει σημασία είναι να τον αλλάξουμε». Για τον σκοπό αυτόν, πρώτοι οι Marx και Engels κατέδειξαν το πώς ένα ιδεολογικό σύστημα παρουσιάζει ως καθολικά τα επιμέρους συμφέροντα κάποιων συγκεκριμένων ομάδων, εξαγιάζοντας τον κοινωνικό ρόλο τους. Ας δούμε λοιπόν αναλυτικότερα τη μαρξική ανάγνωση της ιδεολογίας.
Αρχικά, ο όρος «ιδεολογία» χρησιμοποιείται από τους Marx και Engels απαξιωτικά, για να υποβαθμίσει τους στοχαστές της εγελιανής Αριστεράς στη Γερμανία των μέσων του 19ου αιώνα (Feuerbach, αδελφοί Bauer κ.α.), οι οποίοι στηριγμένοι στον Hegel, ερμήνευαν την παγκόσμια ιστορία ως τη διαλεκτική (δηλ. μέσω αντιθέσεων και υπέρβασής τους) πορεία του πνεύματος προς όλο και μεγαλύτερη πρόοδο. Οι δύο συγγραφείς αντιστρέφουν αυτή τη συλλογιστική, θέτοντας ως πρώτο παράγοντα το υλικό στοιχείο και ειδικότερα, την οικονομία, μέσα από τη θεωρία τους που ονομάζεται ιστορικός υλισμός. Σύμφωνα με τους Marx και Engels, ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία είναι έκφραση της πάλης των τάξεων, χαρακτηρίζεται δηλαδή από συγκρούσεις χάριν των ανταγωνιστικών οικονομικών συμφερόντων. Οι άνθρωποι, υποστηρίζουν, δεν είναι υπόδουλοι των θρησκευτικών και φιλοσοφικών ιδεών, ούτε καν των πολιτικών θεσμών, αφού όλα αυτά δεν είναι παρά η αντανάκλαση της ιδιοκτησίας στον χώρο των ιδεών. Βάση κάθε κοινωνίας είναι η οικονομικές συνθήκες. Συγκεκριμένα, η ιστορία χαρακτηρίζεται από τέσσερεις μεγάλες φάσεις ιδιοκτησίας: πρωτόγονος κομουνισμός, δουλοκτησία, φεουδαρχία, καπιταλισμός και τέλος, σοσιαλισμός (ο οποίος πρόκειται να διαδεχθεί μελλοντικά τον καπιταλισμό). Μετά την αρχική και πρώιμη φάση κοινοκτημοσύνης στις πρωτόγονες κοινωνίες, ήρθε η «φυλετική ιδιοκτησία», καθώς υπήρχε ελάχιστος καταμερισμός εργασίας. Αργότερα, αφού ενώθηκαν πολλές επί μέρους φυλές, προέκυψαν οι αρχαίες κοινωνίες, στις οποίες χρησιμοποιήθηκε πλέον η «κοινοτική ιδιοκτησία». Μετά την καταστροφή της τεχνολογίας μέσα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, έκανε την εμφάνισή του ο Μεσαίωνας, στον οποίο κυριαρχούσε η φεουδαρχία και η οικονομία βασίστηκε στους δουλοπάροικους (κατ’ αναλογία με τους δούλους άλλων εποχών). Οι δουλοπάροικοι του Μεσαίωνα αντικαταστάθηκαν σταδιακά από τη μεσαία τάξη των βιοτεχνών, από την οποία, εξαιτίας της περαιτέρω ανάπτυξης των τεχνών και της βιομηχανίας, προήλθαν τελικά οι αστοί. Για να κυκλοφορεί ταχύτερα το χρήμα, συνέβη η ανάπτυξη του νομισματικού συστήματος και άρχισε να εμφανίζεται ο ανταγωνισμός των εθνών: η αρχή της παγκόσμιας αγοράς είναι ήδη γεγονός.
Πρόκειται για την τέταρτη φάση ιδιοκτησίας, την αστική ιδιοκτησία (καπιταλισμός). Κατά τη σύγχρονη εποχή, που ήλθε στο ιστορικό προσκήνιο η αστική τάξη, οι ταξικοί αγώνες απλουστεύτηκαν, με αποτέλεσμα το σχηματισμό δύο αντιμέτωπων τάξεων: των αστών και των προλετάριων. Έτσι φτάσαμε να υπάρχουν δύο μεγάλες τάξεις, με ανταγωνιστικά συμφέροντα: η αστική τάξη, που κατέχει τα μέσα παραγωγή και η εργατική τάξη (προλεταριάτο), το οποίο πρακτικά δεν κατέχει τίποτε. Μέσα στο καθεστώς της αστικής ιδιοκτησίας, οι πανάρχαιες ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους έχουν εξωθηθεί στα άκρα: υπάρχει μια μικρή μειοψηφία που κατέχει όλον τον κοινωνικό πλούτο (αστοί) και από την άλλη μεριά, μια τεράστια πλειοψηφία που δεν κατέχει τίποτε (προλετάριοι). Ο κόσμος μας βρίσκεται στα πρόθυρα μιας νέας επανάστασης: της προλεταριακής. Είναι μονάχα ζήτημα χρόνου μέχρι οι υλικές ανάγκες να ωθήσουν το διεθνές προλεταριάτο να ανατρέψει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Βέβαια, είναι γεγονός ότι σε κάθε εποχή συνέβαιναν κοινωνικές επαναστάσεις. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν οι Marx και Engels, η πρώτη πράξη της ιστορίας είναι η ικανοποίηση των υλικών αναγκών και οι παραγωγικές σχέσεις που αυτή απαιτεί. Όταν οι ανάγκες ικανοποιηθούν σε ένα βασικό επίπεδο, προκύπτουν νέες ανάγκες, οι οποίες πρέπει με τη σειρά τους στο εξής να καλυφθούν. Καθώς όμως ο μηχανισμός της οικογένειας αναπαράγει συνεχώς την ανθρωπότητα, προκύπτει ότι κάθε στάδιο τεχνολογικής ανάπτυξης («παραγωγικές δυνάμεις») γεννά μιαν αντίστοιχη μορφή επικοινωνίας («παραγωγικές σχέσεις»). Με την εξέλιξη όμως των παραγωγικών δυνάμεων, οι παλιές παραγωγικές σχέσεις παύουν να αντιστοιχούν σε αυτές, οπότε στην κοινωνία ξεσπούν αναταραχές. Η πάλη των τάξεων κλιμακώνεται. Τότε ακριβώς κάνει την εμφάνισή της εκείνη η τάξη, η οποία μέχρι τότε επωμιζόταν όλα τα βάρη της κοινωνίας, δεν απολάμβανε όμως τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα και βρισκόταν στο περιθώριο. Αυτή η τάξη κάνει επανάσταση και καταλήγει σε ένα καταμερισμό της παραγωγής που να είναι προς όφελός της. Αυτό συνέβη λόγου χάρη στη Γαλλία το 1789, όταν η αστική τάξη ανέτρεψε τους ευγενείς και ήρθε στο ιστορικό προσκήνιο. Έτσι και τώρα λοιπόν είναι ζήτημα χρόνου να σπρώξουν οι υλικές ανάγκες το προλεταριάτο σε εξέγερση και ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Ωστόσο, προσθέτουν ο Marx και Engels, η μελλοντική κομουνιστική επανάσταση δε θα είναι μια ακόμη κοινωνική επανάσταση στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας.
Σε όλες ανεξαιρέτως τις προγενέστερες επαναστάσεις, υποστηρίζουν, συνέβαινε το εξής: μια τάξη εξεγειρόταν με σκοπό να πετύχει έναν ευνοϊκότερο για την ίδια καταμερισμό εργασίας. Γι’ αυτό το σκοπό προωθούσε την ιδέα ότι τα συμφέροντά της αποτελούν συμφέροντα του συνόλου της κοινωνίας, μέσω του μηχανισμού της «ιδεολογίας». Για παράδειγμα, στη Γαλλική επανάσταση η αστική τάξη «μετέφρασε» τα οικονομικά της συμφέροντα σε ιδέες που έμοιαζαν να ωφελούν το σύνολο (φιλελευθερισμός) και έτσι εκτόπισε τον κλήρο και τους φεουδάρχες, που μέχρι τότε ήταν κυρίαρχοι. Αν και βέβαια ο Marx γενικά δε μεταχειρίστηκε στα γραπτά του τον όρο «ψευδής συνείδηση», ενώ ο Engels τον χρησιμοποίησε αργότερα σε επιστολή του (γύρω στο 1893), ο τρόπος που οι δύο στοχαστές σκιαγραφούν την «ιδεολογία» παραπέμπει ακριβώς εκεί. Η ιδεολογία είναι μια ψευδής συνείδηση, που στόχο έχει να αποκρύπτει την πραγματικότητα της ταξικής εκμετάλλευσης, διατηρώντας την κοινωνική συνοχή (και την προνομιακή θέση των κυρίαρχων τάξεων). Τα πράγματα στην περίπτωση του προλεταριάτου όμως είναι διαφορετικά, θεωρούν. Στην εποχή μας ο καταμερισμός εργασίας έχει γίνει τεράστιος και η μεγάλη βιομηχανία έχει καταστήσει την αστική τάξη απόλυτη ιδιοκτήτρια των μέσων παραγωγής. Το προλεταριάτο αντίθετα είναι μία κοινωνική τάξη που δε κατέχει ιδιοκτησία και συγχρόνως πλειοψηφεί συντριπτικά. Αυτό σημαίνει πως λόγω της ιδιαίτερης κατάστασής του, το προλεταριάτο είναι η μοναδική τάξη στην ιστορία που μπορεί να αναπτύξει εντελώς αυτόνομη δραστηριότητα. Με λίγα λόγια, η προλεταριακή επανάσταση δε θα μεταβάλλει απλώς προς όφελός της τις συνθήκες ιδιοκτησίας, αλλά θα πλήξει την ίδια τη βάση της ταξικής κοινωνίας: την ιδιοκτησία. Με την προλεταριακή επανάσταση, τα μέσα παραγωγής θα περάσουν στα χέρια των εργατών και η ατομική ιδιοκτησία θα καταργηθεί εντελώς. Στη θέση της θα επικρατήσει η κοινοκτημοσύνη αγαθών. Αυτός είναι και ο λόγος που αυτή η μελλοντική επανάσταση έχει το χαρακτηρισμό «κομουνιστική». Σύμφωνα με τους Marx και Engels, η κομουνιστική επανάσταση θα προκύψει νομοτελειακά μόλις κλιμακωθεί αρκετά η ταξική πάλη. Όταν δηλαδή κορυφωθούν οι αντιφάσεις ανάμεσα σε κατέχοντες (αστούς) και μη κατέχοντες (εργάτες-προλετάριους), θα προκύψει η επανάσταση. Όσο για τη φιλοσοφία, τη θρησκεία και το κράτος σήμερα, αφού είναι απλά προϊόντα της αστικής ιδιοκτησίας για να την εξυπηρετούν, θα καταργηθούν αυτόματα μετά την ανατροπή της. Ο Marx δηλώνει λοιπόν ξεκάθαρα ότι η κοινωνική αδικία εν γένει θα εξαλειφθεί όταν γίνει το πέρασμα από την καπιταλιστική στην κομουνιστική, αταξική κοινωνία. Για να γίνει όμως αυτό είναι αναγκαίο να μεσολαβήσει το στάδιο της «δικτατορίας του προλεταριάτου», κατά το οποίο η εργατική τάξη θα κυριαρχήσει με βίαιη εξέγερση πάνω στην αστική, χρησιμοποιώντας προς όφελός της το κράτος. Με τη βοήθεια του κράτους, η εργατική τάξη θα αναδιανείμει τα μέσα παραγωγής και όχι τα μέσα κατανάλωσης, όπως προσπαθούν να κάνουν κατά καιρούς οι σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί. Τότε μονάχα τα αγαθά θα παράγονται και θα διαμοιράζονται στον κάθε άνθρωπο αναλόγως των προσωπικών του αναγκών, θα σταματήσει η πανάρχαια αδικία και οι άνθρωποι θα απελευθερωθούν από τη σκλαβιά της εργασίας. Στη θέση των ήπιων σοσιαλδημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, ο Marx αντιπροτείνει την επανάσταση, την προλεταριακή δικτατορία στη θέση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ενώ στη θέση των εθνικών κυβερνήσεων τον σοσιαλιστικό διεθνισμό.
Σύμφωνα με τους Marx και Engels, η κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων κινείται σε κάθε εποχή μέσα σε ορισμένες δομές (θεωρία δομής και εποικοδομήματος). Αν οι μορφές αυτές καταργηθούν, τότε αλλάζουν και οι ιδέες που επικρατούν. Αν καταστραφούν οι παρούσες οικονομικές σχέσεις (π.χ. καπιταλισμός και αστική ιδιοκτησία), θα εξαφανιστούν αυτομάτως και τα παλιά ιδανικά. Βλέπουμε λοιπόν ότι για τον κλασικό μαρξισμό, η ιδεολογία συνιστά αφενός μια θεωρητική νομιμοποίηση των οικονομικών συμφερόντων μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης σε μια κοινωνία, η οποία προβάλλει τα συμφέροντά της ως συμφέροντα όλων, και αφετέρου ένα μέσο το οποίο πρόκειται να εξαφανιστεί εντελώς ύστερα από την επανάσταση του προλεταριάτου και τη μετάβαση στην αταξική κοινωνία, που θα σημάνει ουσιαστικά και το τέλος της ιστορίας της αδικίας και των συγκρούσεων.
Το εσχατολογικό όραμα της παραπάνω περιγραφής είναι εμφανές. Εδώ μπορούμε, ακολουθώντας τον Martin Buber, να διακρίνουμε σε αυτό που αποκαλείται συνήθως «ουτοπία», δύο διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις: από τη μια είναι η ουτοπία (με μια ειδικότερη σημασία), δηλαδή η απεικόνιση ενός τέλειου τόπου που εξαρτάται όμως από την ανθρώπινη βούληση και προϋποθέτει την εσωτερική μεταμόρφωση ανθρώπου. Από την άλλη βρίσκεται η εσχατολογία, που εκφράζει την προοπτική ενός τέλειου χρόνου, που πραγματώνεται με διαδικασίες ανεξάρτητες από τον άνθρωπο, με άνωθεν αλλαγή και τελείωση του κόσμου συνολικά. Ο μαρξισμός ανήκει πρωτίστως στην εσχατολογία, αν και δευτερευόντως διαθέτει και ουτοπικά στοιχεία, ενώ αντίθετα, ο επονομαζόμενος «ουτοπικός σοσιαλισμός» ανήκει στην ουτοπία, καθώς δίνει έμφαση στον ανθρώπινο παράγοντα για τον σχηματισμό της ιδεατής κοινωνίας. Υποδεικνύοντας λοιπόν πρώτος συστηματικά τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που υπάρχουν στις ανθρώπινες κοινωνίες, ο μαρξισμός αντιπροέβαλε ένα ιδεώδες υπέρβασής τους. Έτσι, αναδείχθηκε ως η πλέον συστηματική ιδεολογία και ουτοπία (ή μάλλον ορθότερα: εσχατολογία), δείχνοντας ιστορικά τους τρόπους που μια ιδεολογία αποκαλύπτει, κηρύσσει, εμπνέει και τελικά διαστρέφεται στην πράξη σε δυστοπία.
Όπως έχει παρατηρηθεί, ο μαρξισμός υπήρξε η τελευταία «αστική» κοσμοθεωρία, καθώς διέπεται από το συνθετικό σύστημα σκέψης, το οποίο χαρακτηρίζει τον αστικό πολιτισμό, η τελευταία «μεγάλη αφήγηση», για να θυμηθούμε τον Lyotard. Έπειτα από αυτόν, η πολιτική θα αναγνωριστεί ως ο αδιάκοπος αγώνας για κατάκτηση εξουσίας μέσα στην ιστορία, που δεν περιορίζεται σε οικονομικά/ταξικά κίνητρα και κατά συνέπεια δεν πρόκειται να λάβει τέλος. Πάντως, η σύλληψη της ιδεολογίας, ως εξαρτημένης από ιστορικοκοινωνικούς παράγοντες και ως εργαλείου νομιμοποίησης του κοινωνικού ελέγχου, υπήρξε η αφετηρία ενός νέου επιστημονικού κλάδου, που δεν είναι άλλος από την Κοινωνιολογία της Γνώσης. Συγκεκριμένα, ύστερα από το έργο των Marx και Engels, που παρουσιάσαμε, ορόσημο στη μελέτη των ιδεολογιών στάθηκε η σκέψη του Ιταλού κοινωνιολόγου Vilfredo Pareto (1848-1923), για τον οποίον θα μιλήσουμε στη συνέχεια.
(β μέρος) o Pareto, τα παράγωγα και η κυκλοφορία των ελίτ στην εξουσία
«Η ιδεολογική ενότητα του όχλου, λοιπόν, δεν είναι παρά ένας μύθος. Η ενότητα εκδηλώνεται μόνο σε κάθε ομάδα που έχει ίδια συμφέροντα».
(Gustave Le Bon)
Έχοντας σκιαγραφήσει επαρκώς τη μαρξική ανάλυση της ιδεολογίας, μπορούμε πλέον να περάσουμε στην παρουσίαση της σκέψης του κοινωνιολόγου Viflredo Pareto (1848-1923) και ειδικότερα, της περίφημης θεωρίας του για την κυκλοφορία των ελίτ. Σύμφωνα με τον Pareto, οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται εν γένει από έλλειμμα λογικής σκέψης και κρίσης, θεωρούν όμως εαυτούς ορθολογικά όντα και έτσι χρησιμοποιούν εν αγνοία τους τη λογική για να στηρίξουν εκ των υστέρων τις αποφάσεις που έχουν λάβει με εντελώς ανορθολογικό τρόπο. Όπως υποστηρίζει ο Ιταλός κοινωνιολόγος, ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία είναι στην πραγματικότητα η ιστορία της αλληλοδιαδοχής ορισμένων κοινωνικών ελίτ. Τα «παράγωγα», όπως τα αποκαλεί, είναι οι ιδέες που ευνοούν τη νέα ελίτ, αλλά παρουσιάζονται ψευδώς ως ευεργετικές για το σύνολο της κοινωνίας. Η έννοια των παραγώγων, μια έννοια που θυμίζει κάπως το μαρξικό «εποικοδόμημα», διαφέρει από αυτό ως προς το ότι δε θεωρείται αιτιοκρατικά καθορισμένο από τους οικονομικούς παράγοντες, αλλά περιλαμβάνει εντός του τις διάφορες ιδεολογικές ψευδαισθήσεις που χρησιμεύουν (χωρίς φυσικά να το συνειδητοποιούν οι θιασώτες τους) στο να ανοίγουν τον δρόμο στην κυριαρχία της νέας ελίτ, νομιμοποιώντας την εξουσία της. Σύμφωνα με τον Pareto, η χριστιανική συναδέλφωση των ανθρώπων, τα δικαιώματα του ατόμου που προέβαλε η Γαλλική επανάσταση, καθώς και η σοσιαλιστική οικονομική ισότητα, αποτελούν εξίσου παράγωγα, δηλαδή ιδεολογικές ψευδαισθήσεις που εξυπηρετούν την ιστορική ανάδυση και κυριαρχία μιας νέας ελίτ εντός της κοινωνίας. Αν κάποιος παραμερίσει αυτά τα ιδεολογικά ψιμύθια, αυτό που θα αποκαλυφθεί είναι οι εξουσιαστικές βλέψεις της εκάστοτε νέας ελίτ, ύστερα από την εμφανή παρακμή της εξουσίας της ήδη υπάρχουσας. Σύμφωνα με τον Pareto, ο σοσιαλισμός δεν είναι ανέφικτος. Αντίθετα, το σοσιαλιστικό κίνημα είναι πιθανό να επιτύχει τη νίκη, χωρίς ωστόσο να πραγματοποιηθούν τα εξισωτικά ιδεώδη που με τόσο πάθος πρεσβεύει, αφού όπως είδαμε αυτά είναι μονάχα τρόποι δικαιολόγησης της κυριαρχίας μιας ελίτ. Σήμερα, στις αρχές του 20ού αιώνα, ισχυρίζεται ο Pareto, η βιομηχανική ανάπτυξη έχει ωθήσει στον σχηματισμό μιας νέας ισχυρής τάξης, το προλεταριάτο και οι αστοί παρακμάζουν συνεχώς. Επομένως, καταλήγει, πρόκειται να δούμε μια νέα κοινωνική ελίτ που στο εξής θα μιλά και θα δρα εξ ονόματος του προλεταριάτου, ανατρέποντας την παλιά και παρηκμασμένη ελίτ των αστών, όπως ακριβώς, μετά τη Γαλλική επανάσταση του 1879, όταν οι αστοί τελικά ανέτρεψαν τη γερασμένη και ετοιμοθάνατη τάξη των ευγενών της κληρονομικής και φεουδαρχικής αριστοκρατίας στην Ευρώπη.
Βέβαια, η σκέψη του Pareto εν μέρει προεκτείνει τους αντίστοιχους στοχασμούς του Γάλλου συγγραφέα και πρωτοπόρου στην κοινωνική ψυχολογία, Gustave Le Bon (1841-1931). Συγκεκριμένα, ο Le Bon διαιρεί τις επαναστάσεις σε τρία είδη: θρησκευτικές, πολιτικές και επιστημονικές (αν και δεν εξετάζει τις τελευταίες, αφού κατά τη γνώμη του διέπονται πλήρως από ορθολογισμό). Σύμφωνα με τον ίδιο, οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση μιας επανάστασης, είναι η δημαγωγία και η σύμπραξη του στρατού. Ειδικά η πρώτη είναι πάντοτε υπαρκτή, καθώς οι λαοί κινούνται με βάση το συναίσθημα και μόνον υπό την καθοδήγηση κάποιου δημοφιλή ηγέτη. Τα ορθολογικά ιδεώδη είναι αδύνατο να οδηγήσουν σε επανάσταση, αν δεν απευθυνθούν στο συναίσθημα του πλήθους. Ο Le Bon εξηγεί ότι οι λαοί τείνουν γενικά να είναι «συντηρητικοί» απέναντι στη μεταβολή, ενώ κάθε πραγματική αλλαγή των θεσμών είναι βασικά αλλαγή μέσα στην ψυχική σύνθεση του λαού που τις υφίσταται. Κάθε επανάσταση προκαλεί αναταραχή, με αποτέλεσμα τη βία και τη γενικότερη αναρχία, ενώ μετά το πέρας της επανάστασης, προκύπτει μια δικτατορία για να σταθεροποιήσει την κατάσταση εγκαθιδρύοντας τη νέα τάξη. Αναλόγως της παράταξης που επικρατεί, η βιαιότητα της επανάστασης η βιαιότητα ξεσπά πάνω στους αντίστοιχους ηττημένους. Ο λόγος που μόνο μια δικτατορία μπορεί να επαναφέρει την τάξη, είναι ότι σε κάθε επανάσταση καταργούνται οι κοινωνικοί δεσμοί και καταπιεσμένα προγονικά συναισθήματα, που είναι παρόντα σε κάθε επιμέρους άτομο, απελευθερώνονται ορμητικά και ωθούν σε αδιανόητες ακρότητες. Πρωτεργάτες αυτών των βιαιοτήτων είναι κατά κανόνα οι κάθε λογής δυσαρεστημένοι της κοινωνίας, δηλαδή οι παραβατικοί, οι άνεργοι και οι αλκοολικοί. Πρώτη η ιδεολογία των έξυπνων πρωτεργατών (αντιστοιχία με τα «παράγωγα» του Pareto), ύστερα η δημαγωγία στον λαό, έπειτα η στήριξη του στρατού, και τέλος, η μαζική δράση, που λόγω του έμφυτου «συντηρητισμού» της, δε διστάζει να επαναφέρει κάτι αρκετά όμοιο με αυτό που ανετράπη. Για να δράσουν επαναστατικά οι λαοί, πρέπει να καθοδηγούνται αφενός από ένα ιδανικό και αφετέρου από κάποιον χαρισματικό ηγέτη. Ο Pareto διευκρινίζει ότι θεωρεί κάπως προκατειλημμένο τον Le Bon, ωστόσο συνεχίζει τη σκέψη του, τονίζοντας ότι ενώ ο σύγχρονος κόσμος μας έχει τοποθετήσει τη μάζα στο ιστορικό προσκήνιο, πραγματικοί υποκινητές κάθε μάζας είναι ορισμένες ελίτ.
Τι συμβαίνει όμως κατά τις περιόδους διαδοχής των ελίτ στην εξουσία; Σύμφωνα με τον Pareto, κατά τις επαναστατικές περιόδους, στις οποίες συντελείται η διαδοχή της παλιάς ελίτ από τη νέα, εμφανίζονται τρία κύρια χαρακτηριστικά συμπτώματα: αρχικά, ένταση των «θρησκευτικών» συναισθημάτων, ύστερα, σταδιακή παρακμή της παλιάς ελίτ και τέλος, άνοδος της καινούργιας. Σημάδια μιας παρακμάζουσας ελίτ είναι η έλλειψη πυγμής και η υποχωρητικότητα, πράγματα που την καθιστούν τελικά ευάλωτη στη συντριβή από μια νέα και ισχυρότερη ελίτ. Όταν ο Pareto κάνει λόγο για θρησκευτικά συναισθήματα, αυτό που εννοεί είναι οι παθιασμένες διακηρύξεις περί ανθρωπιάς (παράγωγα που προετοιμάζουν τη διαδοχή) και συνάμα η φανατισμένη σκληρότητα απέναντι σε όσους δεν τις συμμερίζονται. Σύμφωνα με τον Pareto, οι ιδέες που πρόκειται να θριαμβεύσουν στην κοινωνία, θα είναι μια εξαμβλωματική διαστρέβλωση και παραμόρφωση των ιδεών που οι θεωρητικοί του σοσιαλιστικού κινήματος πρεσβεύουν, όπως άλλωστε συνέβαινε ανέκαθεν στις κοινωνικές επαναστάσεις. Η κυριαρχία μιας νέας ελίτ ξεκινά πάντα ως ουτοπία και στο τέλος καταλήγει δυστοπία λόγω της σκληρότητάς της. Ο Pareto λέει πως δεν αποκλείεται να γίνουμε κάποτε μάρτυρες μιας νέα Ιεράς Εξέτασης, αυτή τη φορά όμως εκ μέρους των σοσιαλιστών προς τους αντιπάλους τους.
Βλέπουμε εδώ ότι ο Pareto διευρύνει τη μαρξική έννοια της ιδεολογίας ως εξαπάτησης και νομιμοποίησης συμφερόντων, τοποθετώντας εντός της όχι μονάχα τις οικονομικές κοινωνικές ομάδες (τάξεις), αλλά και κάθε κοινωνική ομάδα με επαρκώς συνειδητοποιημένα συμφέροντα. Επιπλέον, ενώ για τον Marx η ιδεολογία που εξυπηρετεί συμφέροντα πρόκειται να εξαφανιστεί στο προσεχές μέλλον, μετά την επανάσταση του προλεταριάτου, την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και την αντικατάσταση του καπιταλισμού από τον κομουνισμό, για τον Pareto το παιχνίδι εξουσίας των ελίτ μέσα στην κοινωνία είναι αέναο και δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ. Αντίθετα με τον Marx, που λόγω του μεσσιανισμού με το οποίο συλλαμβάνει το προλεταριάτο είναι αισιόδοξος, ο Pareto εκφράζει μιαν απαισιοδοξία που αγγίζει τα όρια του κυνισμού. Αυτό, σε συνδυασμό ίσως με την έμφαση στον καθοριστικό ρόλο του ανορθολογικού παράγοντα μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς και τον ολιγαρχικό τρόπο σύλληψης της ιστορίας εκ μέρους του, είχαν ως αποτέλεσμα να λάβει ο Pareto, από ορισμένους, τον χαρακτηρισμό «ο Marx του φασισμού». Παρουσιάζει μάλιστα ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο δικτάτορας Mussolini παρακολουθούσε κάποτε με θαυμασμό τις διαλέξεις του Pareto, στον οποίο έφτασε τελικά προσφέρει και μια θέση στην ιταλική Γερουσία.
Όσο και αν έχει επικριθεί ως απλουστευτικό και παρωχημένο, το ερμηνευτικό μοντέλο του Pareto υπήρξε επίσης αξιόλογη συνεισφορά. Αυτό ανέλαβε να δείξει και ο Robert Michels (1876-1936), αντλώντας τα καταγεγραμμένα δεδομένα από την οργάνωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της εποχής του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ο Michels, εντός των δημοκρατικών κομμάτων και καθεστώτων υπάρχει πάντοτε μια οργανική τάση σχηματισμού ολιγαρχικών δομών. Κάθε κομματική οργάνωση συνιστά στην πραγματικότητα μια κραταιή ολιγαρχία με δημοκρατικά θεμέλια. Καμία οργάνωση, ούτε καν οι σοσιαλιστικές ή και αναρχικές ομάδες, δεν ξεφεύγουν από αυτόν τον κανόνα, τον οποίον ο Michels ονομάζει «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας». Μπορεί λοιπόν κάλλιστα να επικρατήσουν οι σοσιαλιστές στην κοινωνία, επ’ ουδενί όμως ο σοσιαλισμός. Μάλιστα, ο σοσιαλισμός εξανεμίζεται ακριβώς τη στιγμή που επικρατούν οι οπαδοί του. Παρά το γεγονός ότι έχουν επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις τους, οι μάζες τελικά απλώς αλλάζουν κυρίους. Το κράτος αποτελεί μια οργανωμένη μειοψηφία που επιβάλλει στην πλειοψηφία την τάξη. Η πλειοψηφία της ανθρωπότητας δε θα είχε ποτέ τη δυνατότητα (ή την ικανότητα) να αυτοκυβερνηθεί. Κανένα λαϊκό κίνημα δε μπορεί καθαυτό να αλλάξει μόνιμα την κοινωνία. Τα πιο αξιόλογα (από άποψη ευφυΐας, μόρφωσης, ηγετικών χαρισμάτων κ.λπ.) ξεκόβουν σιγά σιγά από το πλήθος και σχηματίζουν μια νέα κοινωνική ελίτ. Κατά συνέπεια, η αξίωση των πάσης φύσεως δημοκρατών για μια γνήσια εκπροσώπηση των λαϊκών αιτημάτων και για την αυτοκυβέρνηση του λαού, αποδεικνύεται σκέτος δονκιχωτισμός. Ο Michels βέβαια διευκρινίζει πως η θεωρία του Pareto είναι μόνο μερικώς ορθή, καθώς η εναλλαγή των ελίτ στην εξουσία συγκροτείται στην πραγματικότητα περισσότερο ως αδιάλειπτη συγχώνευση παλιών και νέων στοιχείων, παρά ως κανονική αντικατάσταση. Για παράδειγμα, οι ευγενείς στη Γαλλία δεν εξαφανίστηκαν οριστικά μετά την επανάσταση του 1789, αφού ακόμη και κατά τις αρχές του εικοστού αιώνα έχουν παρουσία στο ιππικό και στο διπλωματικό σώμα, σε μια αναλογία που υπερβαίνει κατά πολύ το αριθμητικό τους μέγεθος. Επιπλέον, παρά την αποκήρυξη της μαρξικής ουτοπίας και τη φιλοδοξία του για αντικειμενική επιστημονικά διερεύνηση, ο Pareto δεν κατόρθωσε να παραμερίσει ολοκληρωτικά τις προσωπικές προκαταλήψεις του και η ολιγαρχική του ιδιοσυγκρασία ευνόησε τον συντηρητισμό της αντιδημοκρατικής Δεξιάς της εποχής του. Γι’ αυτό και τη σκυτάλη για το εγχείρημα μιας αντικειμενικής και αμερόληπτης κατανόησης των ιδεολογικών ψευδαισθήσεων, θα παραλάβει στη συνέχεια ο ουγγρικής καταγωγής κοινωνιολόγος, Karl Mannheim (1893-1947), με την οποίο η Κοινωνιολογία της Γνώσης θα σημειώσει ακόμη μεγαλύτερη πρόοδο, όπως θα δούμε στο επόμενο τμήμα της πραγμάτευσής μας.
Πηγή: respublica
Leave a Reply