Σημ: Δίχως να ταυτιζόμαστε με το σύνολο των θέσεων όσων αποσπασμάτων του Robert Dufour αναδημοσιεύουμε από το Respublica, κρίνουμε χρήσιμη για την ανάδειξη συγκλίσεων μεταξύ όψιμου καπιταλισμού και μεταδομισμού καθώς και την αντιεξεγερτική λειτουργία του τελευταίου την παράθεση των παρακάτω χωρίων. Συνεχίζουμε έτσι την προσπάθεια αποκάλυψης όσων απαραβίαστων δεσμών συνδέουν την σύγχρονη νεοφιλελεύθερη διανόηση με τις υλικές διαδικασίες ολοκλήρωσης των κοινωνιών του κεφαλαίου.
Μισέλ Φουκώ
Ήταν κάποιοι ιστορικοί επιστήμονες που με έκαναν να καταλάβω το σφάλμα του Φουκώ, υποδεικνύοντάς μου τον πολύ χαλαρό, αν όχι αναξιόπιστο κι αμφίβολο τρόπο με τον οποίο ο Φουκώ χρησιμοποιούσε τις πηγές του. Ο Μαρσέλ Γκωσέ (Marcel Gauchet) μου έθεσε υπόψη τις έρευνες της ψυχαναλύτριας Γλάντις Σουαίν (Gladys Swain) που ασκούσε κριτική στον Φουκώ της Ιστορίας της Τρέλας. Το βασικό επιχείρημα του Φουκώ, ως γνωστόν, είναι ο ισχυρισμός ότι στις απαρχές της τρέλας βρίσκεται αυτό που ονομάζει « le grand enfermement », δηλαδή η διαδικασία περιθωριοποίησης και εγκλεισμού των ψυχικά διαταραγμένων. Τελικά, γύρω στα 1800, ο πατέρας της σύγχρονης ψυχιατρικής επιστήμης, ο Philippe Pinel, διέταξε την απελευθέρωση των τρελών. Η Σουαίν όμως αποδεικνύει ότι αυτή η πράξη απελευθέρωσης είναι ένας μύθος, τον οποίο ο Φουκώ υιοθέτησε και ανέπτυξε, μύθος κατασκευασμένος από τον Scipion Pinel, γιο του Philippe, ο οποίος ήταν αυτός που υπέγραψε το διάταγμα κατάργησης των αλυσίδων που χρησιμοποιούνταν στα ψυχιατρεία. Ο ίδιος ο Scipion Pinel όμως αποδίδει την πρωτοβουλία αυτή όχι στον εαυτό του αλλά στον M. Pussin, επόπτη του νοσοκομείου Hospice de Bicetre. Ο Φουκώ υιοθέτησε αυτό τον μύθο περί “απελευθέρωσης”, γιατί επιβεβαίωνε την υπόθεσή του περί εγκλεισμού, αποτέλεσμα, κατά τον ίδιο, του καρτεσιανού διαχωρισμού λογικής και τρέλας.
Είχα την ευκαιρία να συζητήσω αυτό το σημείο με τον φιλόσοφο και εξειδικευμένο αναλυτή του Φουκώ, τον Frédéric Gros. Ο Gros μου είπε ότι ο Φουκώ ήταν πριν απ’ όλα ένας στρατευμένος αγωνιστής. Άρχισα λοιπόν να υποπτεύομαι ότι ο Φουκώ θα μπορούσε να χρησιμοποιεί τις πηγές του επιλεκτικά, προκειμένου να στηρίξει την πολεμική του. Τελικά κι ο ίδιος ο Φουκώ αναγκάστηκε να το ομολογήσει, υπερασπιζόμενος όμως πάντα τη μέθοδό του:
«Καλλιεργώ ένα είδος ιστορικής μυθιστορίας. Κατά κάποιον τρόπο, γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτό που λέω δεν είναι αλήθεια. Ένας ιστορικός θα μπορούσε να πει σχετικά με αυτά που γράφω: “Δεν είναι αλήθεια”. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 έγραψα πολύ για την τρέλα, έκανα μια ιστορία της γένεσης της ψυχιατρικής και ξέρω καλά ότι αυτά που έγραψα, από ιστορικής άποψης, είναι επιλεκτικά, υπερβολικά. Ίσως να αγνοούσα κάποια στοιχεία που θα αντέφασκαν με την ανάλυσή μου. Το βιβλίο μου πάντως, καθώς κι ο ισχυρισμός που διατυπώνεται σ’ αυτό, επηρέασαν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βλέπουν την τρέλα και άρα κατέχουν μια αλήθεια στην πραγματικότητα του σήμερα».[i]
Τι περίεργος ορισμός της αλήθειας! Ο Φουκώ διεκδικεί το δικαίωμα να ισχυρίζεται αναλήθειες με μόνο κριτήριο τον βαθμό επιρροής τους στην πραγματικότητα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίπτωση επιστημονικής απάτης, σε μια επιχείρηση εξαπάτησης με σκοπό την αποκόμιση κοινωνικής επιρροής. Η αλήθεια είναι ότι ο Φουκώ βρισκόταν μπροστά από την εποχή του: είχε εφεύρει αυτό που σήμερα αποκαλούμε «fake news». Αναρωτιέμαι αν τελικά αυτό που προήγαγε στην πραγματικότητα ο Φουκώ δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που όλοι βιώνουμε σήμερα, την κυριαρχία της μετα-αλήθειας. Ανακάλυψα παρόμοιες περιπτώσεις -υπερβολές, παραλείψεις, έλλειψη αντικειμενικότητας- και σε άλλα έργα του Φουκώ, ιδίως σε αυτά που σχετίζονται με τους θεσμούς. Σε αυτό το πεδίο, ο Φουκώ έμεινε καθηλωμένος σε μια κριτική του καπιταλισμού παλαιού τύπου, δίχως να βλέπει ή δίχως να θέλει να δει, ότι την ίδια εκείνη περίοδο γεννιόταν ένας νέου τύπου, φιλήδονος, λιμπιντικός και αντιθεσμικός καπιταλισμός.
Ο Φουκώ ισχυρίζεται ότι οι κοινωνικοί θεσμοί είναι φυλακές που με εμποδίζουν να αναπτύξω ελεύθερα τον εαυτό μου. Βρίσκουμε συμπυκνωμένη αυτή τη σκέψη στο Επιτήρηση και Τιμωρία: «Η φυλακή μοιάζει με τα σχολεία, τα εργοστάσια, τα στρατόπεδα, τα νοσοκομεία, που μοιάζουν όλα με φυλακές».[ii] Κι αν όλοι αυτοί οι θεσμοί μοιάζουν τόσο μεταξύ τους, είναι γιατί αναπαράγουν το ίδιο μοντέλο εξουσίας. Ο Φουκώ δεν εξετάζει το πρόβλημα της εξουσίας υπό το πρίσμα της σχέσης κράτους-φυσικού δικαίου, όπως έκαναν όλοι οι μοντέρνοι φιλόσοφοι από την εποχή του Χομπς και του Διαφωτισμού μέχρι τον Καντ, τον Ρουσσώ, τον Χέγκελ, τους οποίους ο Φουκώ αρχίζει πλέον να αποκαλεί «maîtres-penseurs», αρχιστοχαστές (κατά το αρχιμάστορες, με την έννοια του αφεντικού μιας συντεχνίας Σ.τ.Μ.), ένας μειωτικός χαρακτηρισμός που δανείζεται το 1977 από τον André Glucksmann, εκπρόσωπο του ρεύματος των «νέων φιλοσόφων» και εκλαϊκευτή του έργου του. «Αυτοί οι αρχιστοχαστές έστησαν όλο το νοητικό οικοδόμημα που υποστηρίζει τα συστήματα κυριαρχίας και υπακοής των μοντέρνων κοινωνιών».[iii] Με το καίριο όμως ερώτημα, «γιατί είναι απαραίτητοι οι πολιτικοί θεσμοί προκειμένου τα άτομα να γίνουν ενεργά υποκείμενα;» ο Φουκώ δεν ασχολείται καθόλου. Υπάρχουν όμως απαντήσεις: οι πολιτικοί θεσμοί είναι απαραίτητοι έτσι ώστε να μπορεί η κοινωνία να αποφεύγει της συγκρούσεις καθαρής ισχύος που εκφράζουν μονομερή, ιδιωτικά συμφέροντα, για να εμποδίζεται η στρατολόγηση των πολιτών από τους πρωταγωνιστές αυτών των συγκρούσεων, για να προστατεύεται το δημόσιο συμφέρον και για να καθίστανται οι άνθρωποι ελεύθεροι πολίτες, ικανοί να σκέφτονται και να δρούνε πέραν των ιδιωτικών συμφερόντων τους… Αυτό όμως που ενδιαφέρει τον Φουκώ δεν είναι παρά μόνο οι κατώτεροι μηχανισμοί της εξουσίας. Και το θέαμα που προσφέρουν αυτοί οι μηχανισμοί δεν είναι ωραίο, γιατί αποτελούν μέσα καταναγκασμού του ατόμου. Γι’ αυτό το λόγο ο Φουκώ μελετά την εξουσία στο επίπεδο αυτών των ελλάσονων μηχανισμών, αυτών δηλαδή που ορίζουν, πειθαρχούν και εκπαιδεύουν το σώμα.
Στο Επιτήρηση και Τιμωρία ο Φουκώ θα μελετήσει αυτή τη «μικροφυσική της εξουσίας» με βάση τέσσερεις τρόπους με τους οποίους η εξουσία κυριαρχεί το σώμα: ως ένα κομμάτι χώρου, ως σύνολο συμπεριφορών, ως εσωτερική διάρκεια και ως σύνολο δύναμης. Σκοπός του είναι να αναλύσει αυτό το σύστημα καταναγκασμών που έχει ως στόχο να ορίσει το άτομο σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και να καθορίσει έτσι τη συμπεριφορά του. Τελικός σκοπός αυτής της εκπαίδευσης, σύμφωνα με τον Φουκώ, είναι η προπαρασκευή των σωμάτων προκειμένου να ενταχθούν μια προκαθορισμένη θέση στον κοινωνικό χώρο. Ο καθένας οφείλει να τοποθετηθεί στη θέση του σύμφωνα με την γενική ιεραρχία και τη λειτουργία που πρέπει να επιτελέσει, έτσι ώστε να επιτευχθούν ταυτόχρονα δύο στόχοι: αποφυγή οποιασδήποτε κοινωνικής αταξίας και μεγιστοποίηση της αξίας που μπορεί να παράξει το κάθε σώμα. Προϋπόθεση για να λειτουργήσει επιτυχώς αυτή η εκπαίδευση είναι το να εσωτερικευτεί ως ανάγκη. Εδώ ο Φουκώ συγχέει συστηματικά τους θεσμούς εκείνους που έχουν ως σκοπό να προάγουν τα άτομα σε πολιτικά υποκείμενα ενός κράτους δικαίου, με εκείνους τους κατασταλτικούς μηχανισμούς που αφαιρούν από το άτομο αυτή την ιδιότητα.
Ο Φουκώ πλαγιοκοπεί έτσι τη γνώση από δύο πλευρές, από αυτήν της παιδαγωγικής μεθόδου και από αυτή του περιεχομένου. Η παιδαγωγική είναι γι’ αυτόν η εφαρμογή μιας σειράς τεχνικών και κανόνων που σκοπό έχουν να δαμάσουν το άτομο. Μέθοδος της παιδαγωγικής είναι να ανταμείβει όποιον υποτάσσεται και να τιμωρεί αντίστοιχα αυτόν που εξεγείρεται, δρώντας έτσι αποτρεπτικά. Ποτέ ο Φουκώ δεν αναρωτιέται για τον απώτερο σκοπό της παιδείας -το να διαμορφώνει ανεξάρτητα σκεπτόμενους πολίτες- στον οποίο τόσο επέμεινε ο Διαφωτισμός (βλ. για παράδειγμα την Πραγματεία περί Παιδαγωγικής του Καντ). Για τον Φουκώ, η γνώση εκπορεύεται από την εξουσία και, αντίστροφα, κάθε καθιερωμένη γνώση επιτρέπει και εγγυάται την εξάσκηση μιας εξουσίας. Για παράδειγμα, η δημογραφία αποτελεί μέσο κατανόησης και ελέγχου του πληθυσμού, η εγκληματολογία μέσο κατανόησης του ατόμου και ελέγχου των παρορμήσεών του κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, όπως το αναφέρει ο Φουκώ στο Επιτήρηση και Τιμωρία, είναι η φυλακή που δημιούργησε το έγκλημα, όπως ακριβώς η ψυχιατρική εξουσία δημιούργησε την αρρώστια. Δίχως αυτούς τους θεσμούς το έγκλημα και η αρρώστια πολύ απλά δεν θα υπήρχαν.
Αυτή η επιχειρηματολογία προδίδει την γοητεία που ασκούσαν στον Φουκώ οι τρελοί, οι εγκληματίες, οι άγριοι, τα νήπια… Ο Φουκώ έφτασε μέχρι το σημείο να ανακηρύξει σε ήρωα τον Pierre Rivière, έναν δολοφόνο της γαλλικής επαρχίας του 19ου αιώνα που έσφαξε χωρίς λόγο τη μητέρα του, την αδελφή του και τον αδελφό του. Η αντίσταση που επιδεικνύουν όλες αυτές οι μορφές του κοινωνικού περιθωρίου σε οποιαδήποτε συστηματοποιημένη ανάλυση (είτε πρόκειται για την ψυχανάλυση είτε για την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία) αρκεί για να τους καταστήσει αυτομάτως ήρωες. Μήπως ο Φουκώ δεν είχε προβλέψει ότι θα ερχόταν μια μέρα που η τρέλα «θα κατακτούσε επιτέλους τη γαλήνη του θετικού και θα μαραίνονταν η εικόνα της πύρινης λογικής;»[iv]
Η φουκωϊκή θέση ότι είναι οι θεσμοί που δημιουργούν την τρέλα και το έγκλημα, θέση πολύ επαναστατική φαινομενικά, μιας και οδηγεί στην αποδόμηση των θεσμών, είναι το αίτιο εξαιρετικά σοβαρών παρεκτροπών, όπως η θεσμική έκπτωση των ατόμων, κάτι που είναι συμβατό με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Η θέση αυτή παραβλέπει ότι το έγκλημα και η τρέλα, όχι μόνο δεν είναι απλές εφευρέσεις ή αποτελέσματα των θεσμών αλλά υπάρχουν καθεαυτά, ότι υπάρχουν δηλαδή ως πραγματικότητα πριν υπάρξουν ως έννοιες. Σε όλους τους πολιτισμούς, και πριν από τη δημιουργία οποιουδήποτε αναλυτικού συστήματος μάθησης, υπάρχει ένα σύνολο γνώσης που αποτυπώνεται στην προφορική παράδοση του κάθε λαού. Αυτή η γνώση παρέχει στην κοινότητα ένα σύνολο κανόνων που δεν είναι συζητήσιμοι, που δεν επιδέχονται ούτε απόδειξη ούτε αντίρρηση και οι οποίοι καθορίζουν τις σχέσεις με τη ζωή, με τον θάνατο, τις σχέσεις των δύο φύλων, τις σχέσεις μεταξύ των γενεών, τις σχέσεις με το ορατό και το αόρατο, με το κακό, με την τρέλα… Αυτή η γνώση μας πληροφορεί με άλλα λόγια τι είναι κακό και τι είναι τρέλα. Το σύνολο αυτών των γνώσεων συμπυκνώνεται σε μια κοινή ευπρέπεια (common decency), η οποία επιτρέπει στα μέλη μιας κοινότητας να γνωρίζουν ενστικτωδώς τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν προκειμένου να ζήσουν εν κοινωνία. Για ποιόν άλλο λόγια να αρνούμαστε αυτή τη διάσταση αν όχι για να δημιουργήσουμε έναν νεό κοινωνικο-πολιτικό χώρο όπου όλα, τόσο η τρέλα όσο και τα «ιδιωτικά βίτσια» (Mandeville), όχι μόνο επιτρέπονται αλλά και ενθαρρύνονται; Μια κοινωνία δηλαδή βασισμένη στο ξεχαρβάλωμα κάθε «ρυθμιστικής αρχής», για να θυμηθούμε την έκφραση του Καντ – και είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που μερικοί συνεχιστές του Φουκώ βρήκαν στη σκέψη του ένα μέσο να προωθήσουν τον νεοφιλελευθερισμό ενώ ταυτόχρονα διασκεδάζουν βλέποντας πολλούς “αριστεριστές” να διεκδικούν τη σκέψη του.
Το έργο του Φουκώ είναι στην πραγματικότητα απολύτως συμβατό με αυτό του οικονομολόγου Χάγιεκ (Hayek), ηγετικής μορφής της νεοφιλελεύθερης σχολής του Σικάγο. Υπάρχει εξάλλου μεγάλη συγγένεια μεταξύ της νεοφιλελεύθερης προσταγής «γίνε επιχειρηματίας του εαυτού σου» και του φουκωικού «se soucier de soi» (ασχολήσου με τον εαυτό σου). Ο Φουκώ έλεγε ότι αυτού του είδους η ενασχόληση θα επέτρεπε την εμφάνιση και την καλλιέργεια «αντι-συμπεριφορών»[v], κάτι που ζητούσε ο Mandeville ήδη από το 1714. Ο Φουκώ είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον Χάγιεκ αλλά περιέργως δεν αναφέρθηκε ποτέ στον Mandeville, τον οποίο όμως ο Χάγιεκ είχε αναγνωρίσει ως δάσκαλό του μπροστά στην Βρετανική Ακαδημία το 1966.[vi] Περίεργη γενεαλογική παράλειψη! Ο Φουκώ ίσως θεωρούσε ότι μια αναφορά στον Mandeville θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση, κάτι που επιβεβαιώνει αυτό που μου είχαν πει πολλοί ιστορικοί (μεταξύ των οποίων κι ο Pierre Nora), ότι δηλαδή ο Φουκώ χρησιμοποιούσε από τα αρχεία μόνο τα κείμενα που ταίριαζαν με εκείνο που ήθελε να αποδείξει. Αρκεί να διαβάσει κανείς το σεμινάριό του με τίτλο «Γέννηση της βιοπολιτικής» του 1978-1979, όπου και μελετά την φιλελεύθερη σχολή της διακυβέρνησης βασισμένος στις δύο μεγάλες νεοφιλελεύθερες σχολές του 20ού αιώνα, τη γερμανική και αυτή του Σικάγο. Εκεί ο Φουκώ πλέκει το εγκώμιο του Χάγιεκ (π.χ. στη σελίδα 225, όπου ο Χάγιεκ παρουσιάζεται ως ο δημιουργός μιας νεοφιλελεύθερης ουτοπίας, ικανής να ανταγωνιστεί επιτέλους τις αντίστοιχες σοσιαλιστικές).[vii] Εύκολα καταλαβαίνουμε το γιατί: ο Χάγιεκ υποστήριζε μια αντι-ορθολογική προσέγγιση που έλπιζε ότι μια μέρα θα κυριαρχούσε σε όλη την οικονομική επιστήμη. Μία προσέγγιση σύμφωνα με την οποία «ο άνθρωπος δεν είναι ένα ανώτερο, ορθολογικό και νοήμον ον αλλά ένα βαθιά παράλογο πλάσμα, που άγεται και φέρεται από τα πάθη του και τα ιδιωτικά του συμφέροντα και που έχει ως μόνη αρετή το ότι είναι αρκετά εύπλαστος ώστε να οδηγηθεί βαθμιαία σε μια τέλεια οργανωμένη κοινωνία. Την ίδια στιγμή, στο σεμινάριο αυτό, ο Φουκώ αποκρύπτει επιμελώς τις πηγές του: καμιά αναφορά, όπως προανέφερα, στον Mandeville, καμιά αναφορά στο κατεξοχήν εργαστήριο του νεοφιλελευθερισμού, την Χιλή του Πινοσέτ (την οποία ο Χάγιεκ επισκέπτεται συχνά για να δει τα αγαπημένα του “Chigago Boys”), καμιά αναφορά στην Καλιφόρνια, που ο Φουκώ γνώριζε καλά και όπου ο κυβερνήτης Ρ. Ρήγκαν εφάρμοζε ήδη από το 1967 τις νεοφιλελεύθερες συνταγές.
Συμπερασματικά, πιστεύω ότι η επανάσταση που ευαγγελίζονταν ο Φουκώ πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο της επανάστασης της νεοφιλελεύθερης κουλτούρας. Ο Φουκώ έγινε ο θεωρητικός της “δεύτερης αριστεράς”, μιας αριστεράς ελευθεριακής και φιλελεύθερης, σε αντίθεση με την “πρώτη” που ήταν αυταρχική και κρατιστική. Οι θεματικές της σκέψης του χρησιμοποιήθηκαν για να οδηγηθεί στο μαντρί του νεοφιλελευθερισμού το φοιτητικό κίνημα του ’68. Και η επιχείρηση στέφτηκε με επιτυχία, αφού η δεύτερη αριστερά υπερκέρασε τελικά την πρώτη, δημιουργώντας το εξής αντιφατικό φαινόμενο: οι αριστεροί φουκωικοί συνεχίζουν να καταγγέλλουν τις καταπιεστικές πρακτικές του καπιταλισμού, την ίδια στιγμή που ο καπιταλισμός μεταμορφώνεται σε έναν νέου τύπου, επιθυμητικό καπιταλισμό, θρεφόμενος μεταξύ άλλων και από τις φουκωικές αναλύσεις. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: πολεμώντας με αυτόν τον τρόπο τον καπιταλισμό καταλήγουμε αναγκαστικά να τον ενδυναμώνουμε.
[i] Michel Foucault, « Foucault étudie la raison d’État » (1979) στο Dits et écrits III, Gallimard, Paris, 1994, σελ. 805.
[ii] Michel Foucault, Surveiller et punir, Gallimard, Paris, 1975, σελ. 229.
[iii] Michel Foucault, « La grande colère des faits », Le Nouvel Observateur, 9-15 Μαΐου 1977, στο Dits et Écrits, III, Gallimard, Paris, 1994, σελ. 275 κ.ε.
[iv] Michel Foucault, « La folie et l’absence d’oeuvre », στο Histoire de la folie à l’âge classique, Gallimard, Paris, 1972.
[v] Βλ. Michel Foucault, Sécurité, territoire, population : Cours au Collège de France, 1977-1978, Gallimard, Paris, 2004, « Leçon du 1er mars 1978 : conduites et contre-conduites ».
[vi] Friedrich Hayek, « Lecture on a Master Mind » [1945] στο New Studies in Philosophy, Politics, Economies and the
History of Ideas, Routledge & Kegan Paul, London, Melbourne and Henley, 1982.
[vii] Βλ. Mitchell Dean και Daniel Amora, Le Dernier Homme et la fin de la révolution, Foucault après Mai 1968, Lux Éditeur, Québec, 2019.
Ζυλ Ντελέζ
Διαβάζοντας τα Χίλια Επίπεδα του Ντελέζ καταφέρνουμε τελικά να συγκροτήσουμε έναν ορισμό του σχιζοφρενή. Όχι όμως του ασθενή-τρόφιμου της κλινικής, του δεμένου στο κρεββάτι, του κατατονικού καταναλωτή ψυχοφάρμακων, αλλά του ενεργού σχιζοφρενή, του μοναδικού που του αξίζει ο τίτλος του επαναστάτη. Ο πραγματικός σχιζοφρενής ορίζεται ως ένας τρόπος υποκειμενικοποίησης που διαφεύγει των κλασικών διχοτομιών που ορίζουν την ταυτότητα: δεν είναι ούτε άντρας ούτε γυναίκα, ούτε πατέρας ούτε γιος, ούτε ζωντανός ούτε νεκρός, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, αλλά μάλλον ο τόπος ενός ανώνυμου γίγνεσθαι, μη ορίσιμος, πολλαπλός, παρόμοιος μ’ ένα πλήθος που το διαπερνούν ανόμοιες και ετερόκλητες δυνάμεις. Ο ντελεζιακός ήρωας είναι αυτός που είναι ικανός να επιδείξει τη μέγιστη δυνατή ευελιξία, τοποθετούμενος πέρα των οποιωνδήποτε διαφορών: άντρας/γυναίκα, γονιός/παιδί, εν/πολλαπλό, ναι/όχι κτλ…
Υποψήφιοι ντελεζιακοί ήρωες γίνονται λοιπόν ο χάκερ, ο σέρφερ, ο μηχανόβιος, ο αποσυνάγωγος, ο παραβατικός, ο queer και γενικά οποιοσδήποτε απαρνείται τις μεγάλες διαφορές που ορίζουν την ανθρωπότητα. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στις απαρχές του μεγάλου νεοφιλελεύθερου κύματος, ο Ντελέζ θέλησε να σαμποτάρει τον καπιταλισμό με τη βοήθεια της φιγούρας του σχιζοφρενή, ο οποίος θα απορρύθμιζε τις κανονικές ροές, συνδέοντας τα πάντα με τα πάντα.
Ο Ντελέζ θέλησε να στριμώξει τον καπιταλισμό στην ύστατη αμυντική του θέση, επιταχύνοντας το εκρηκτικό προτσές της απεδαφικοποίησης, με τον ίδιο τρόπο που ο Νίτσε υπολόγιζε ότι θα ξεπερνούσε τον δυτικό μηδενισμό, οδηγώντας τον στον παροξυσμό. Η γενική ιδέα είναι εδώ ότι η σωτηρία θα προέλθει από το ίδιο το κακό. Αυτό όμως που ο Ντελέζ δεν κατάλαβε ήταν το ότι το πρόγραμμά του, αντί να ξεπεράσει τον καπιταλισμό, επιτάχυνε την πορεία του. Όλα δείχνουν ότι ο νέος, λιμπιντικός καπιταλισμός κατάλαβε καλά το μάθημα του Ντελέζ: αν θέλουμε να αυξήσουμε την ταχύτητα και την ποσότητα της ροής των εμπορευμάτων, τότε θα πρέπει να αντικαταστήσουμε τόσο το παλιό κριτικό υποκείμενο του Καντ με τις κατηγορικές προσταγές του όσο και το εξίσου πεπαλαιωμένο φροϋδικό υποκείμενο με τις νευρωτικές εμμονές του με ένα ον ανοιχτό σε όλες τις δυνατές διασυνδέσεις. Είναι θλιβερό αλλά πιστεύω ότι ο Ντελέζ παγιδεύτηκε τελικά από τον νέο καπιταλισμό, τη στιγμή που αυτός ο τελευταίος κατάλαβε ότι οι θεσμοί κοινωνικού ελέγχου που είχε στη διάθεσή του, στηριζόμενοι κατά ένα μεγάλο μέρος στο υπερβατικό, παρήγαγαν ακόμα υποκείμενα που παρέμεναν κύριοι του εαυτού τους. Κατάλαβε λοιπόν ότι θά ‘πρεπε να διαρρήξει και να απορρυθμίσει τους θεσμούς για να παράξει το σχιζοειδές υποκείμενο.
Μπροστά σε αυτήν την μεταμόρφωση υπήρχαν δύο μόνο λύσεις: φρενάρισμα, δηλαδή αντίσταση, ή επιτάχυνση. Ο Ντελέζ επέλεξε την πιο επικίνδυνη λύση, τη δεύτερη, γιατί έκρινε ότι αποτελούσε το μόνο τρόπο ξεπεράσματος του καπιταλισμού, όπως το αποδεικνύει το παρακάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον Αντι-Οιδίποδα:
«Υπάρχει ένας επαναστατικός δρόμος; Ποιός θα ήταν αυτός; Η απόσυρση από την παγκόσμια αγορά […]; Ή μήπως το αντίθετο; Το να πάμε δηλαδή ακόμα πιο μακριά στην κατεύθυνση της αγοράς, της αποκωδικοποίησης, της απεδαφικοποίησης; Γιατί ίσως οι ροές να μην είναι ακόμα αρκετά απεδαφικοποιημένες, να μην είναι αρκετά αποκωδικοποιημένες, από την οπτική μιας θεωρίας και μιας πρακτικής εντελώς σχιζοφρενούς. Όχι να εγκαταλείψουμε τη διαδικασία, αλλά να πάμε μακρύτερα, να την επιταχύνουμε, όπως το έλεγε ο Νίτσε. Από αυτή την άποψη, ακόμα δεν είδαμε τίποτα».i
Ε, λοιπόν, εγώ θα προτιμούσα να φρενάρω. Εκεί ακριβώς που ο Ντελέζ νόμισε ότι θα προσπερνούσε τον καπιταλισμό, τελικά προσπεράστηκε από αυτόν. Πιστεύω ότι ο Ντελέζ είχε προβλέψει αυτό που ερχόταν, ίσως νωρίτερα από οποιονδήποτε άλλον, αλλά έκανε ένα τραγικό λάθος βάζοντας το κεφάλι κάτω και ορμώντας ίσια μπροστά στον στόχο. Εκεί που γίνεται φανερό το λάθος του Ντελέζ, είναι στην επιλογή του να υιοθετήσει την οικονομική ορολογία των παραγωγικών δυνάμεων για να περιγράψει τις διεργασίες του ανθρώπινου ψυχισμού:
«Παντού όλα λειτουργούν χωρίς σταματημό, χωρίς διακοπή. Ένα σώμα αναπνέει, θερμαίνεται, τρέφεται. Χέζει, γαμάει. Τι λάθος όμως αυτός ο ενικός, αυτό το “ένα”! Παντού υπάρχουν μηχανές, κι όχι μεταφορικά: μηχανές μηχανών, με τις συναρμογές και τις διασυνδέσεις τους. Μια μηχανή όργανο συνδέεται με μια μηχανή πηγή: η μία εκπέμπει μια ροή που η άλλη διακόπτει. Το στήθος είναι μια μηχανή που παράγει γάλα, πάνω στην οποία κουμπώνει η μηχανή-στόμα. Γι’ αυτό όλοι είμαστε μάστορες που μαστορεύουμε, ο καθένας και οι μηχανούλες του».ii
Αυτή η εφαρμογή της οικονομικής ορολογίας για να περιγραφεί το ασυνείδητο είναι αμφισβητήσιμη. Παντού γίνεται λόγος για μηχανές, ροές, συναρμογές, αποσυνδέσεις, επιθυμιτικές μηχανές, παραγωγικά ή αντιπαραγωγικά σώματα… Η γλώσσα που χρησιμοποιείται προδιαγράφει και επιβάλλει συνεκδοχές και υποδηλώσεις που παραπέμπουν αποκλειστικά σε ένα σημασιολογικό πεδίο οικονομικής φύσης, αποκλείοντας έτσι εξαρχής διαφορετικού είδους συνδέσεις με το λεξιλογικό πεδίο. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να διαβάσουμε τα Χίλια Επίπεδα παρά μόνο αν αποφασίσουμε να ξεχάσουμε τον συμβολικό και αναπαραστατικό χαρακτήρα του λεξιλογίου που ρυθμίζει τις σχέσεις της γλώσσας με το ασυνείδητο, αποδεχόμενοι ταυτόχρονα ότι αυτό είναι φτιαγμένο από μηχανικά κατασκευασμένα προϊόντα. Όπως ας πούμε οι επιθυμιτικές μηχανές, οι οποίες δεν ξεχωρίζουν σε τίποτα από τις κανονικές μηχανές αφού μπορούν να συνδεθούν η μία με την άλλη. Με αυτό τον τρόπο απαρνούμαστε όμως όλη τη συμβολική διάσταση ενός θεατρικά δομημένου ασυνείδητου για χάρη μιας καθαρά μηχανιστικής ερμηνείας. Πρόκειται για την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα με την τεχνητή νοημοσύνη που συμμετέχει πλέον σε όλες τις φυσικές διαδικασίες υπολογισμού: δεν χρειάζεται πλέον να σπάμε το κεφάλι μας για να προσανατολιστούμε, το κάνει για μας το GPS.
Ο Αξελός με παρότρυνε επίσης να εξετάσω ένα άλλο ζήτημα του ντελεζιανού έργου, αυτό της μειονότητας («devenir mineur»), το οποίο ήταν ένας τρόπος του Ντελέζ να επιτεθεί στον Διαφωτισμό και πιο συγκεκριμένα στην ιδέα του Καντ, όπως αναπτύσσεται στο Τί είναι ο Διαφωτισμός; ότι το άτομο πρέπει να βγει από την μειονότητα και να γίνει μέρος της πλειοψηφίας, δηλαδή να μάθει να σκέπτεται και να δρα αυτόνομα. Για τον Ντελέζ είναι προτιμότερο να παραμείνει κανείς μέρος μιας μειονότητας, επενδύοντας μάλιστα στο φαντασιακό που καλλιεργεί η κάθε τέτοια μειονότητα. Ο σκοπός είναι να συντριβεί ο γενικός μέσος όρος, η πλειοψηφία, και να αντικατασταθεί από ένα πλήθος μειονοτήτων που η κάθε μια θα άδει απ’ τη γωνιά της: «είμαστε όλοι μειονότητες, «είμαστε όλοι αδελφές», «είμαστε όλοι θύματα αποικιοκρατίας», «είμαστε όλοι προλετάριοι». Η είσοδος σε μια μειονότητα θα ήταν έτσι το πρώτο βήμα προς την σχιζοφένεια. Αυτό όμως το μετα-ταυτοτικό και μηδενιστικό βήμα δεν είναι εύκολο να γίνει, γιατί είναι μια βουτιά στο τίποτα. Όπως το έλεγε ο Henri Ey στον Λακάν, «δεν τρελαίνεσαι απλά επειδή το θέλεις». Αυτός ο μηδενισμός καταλήγει συνήθως, όπως το έλεγε ο Νίτσε, σε έναν «κουρασμένο μηδενισμό»iii και στην προτίμηση για «ό,τι γιατρεύει, ανακουφίζει, καθυσηχάζει»iv. Χαμηλώνουμε λοιπόν τις προσδοκείες μας και ανταλλάσουμε την μετα-ταυτότητα με την μειονότητα και το αντίστροφο. Η ντελεζιανή μειονότητα τροφοδότησε έναν ταυτοτικό ακτιβισμό, ο οποίος εκφράζεται σήμερα στους αυταρχικούς ισχυρισμούς του τύπου «είμαι μουσουλμάνος», «είμαι βέγκαν», «είμαι ομοφυλόφιλος», «είμαι τρανς», οι οποίοι εγκλωβίζουν αυτόν που τις διατυπώνει στο εσωτερικό μιας κοινότητας, “περήφανης” που είναι απρόσιτη στο βλέμμα του άλλου, του οποιουδήποτε άλλου. Αυτή η μετατροπή είναι απόλυτα συμβατή με το αφήγημα της Αγοράς, η οποία προωθεί παντού έναν γενικευμένο σχετικισμό, απαρνούμενη οποιονδήποτε ουνιβερσαλισμό και αποδεχόμενη μόνο ιδιαιτερότητες και κοινότητες. Τελικά η ντελεζιανή επανάσταση συνδέθηκε με την αποπολιτικοποίηση και τη γένεση των ταυτοτικών κοινοτήτων· με την απορρόφηση του υποκειμένου από την εξουσία των μηχανών· με την αποψίλωση του ασυνείδητου από την συμβολική δυναμική του και την αντικατάστασή του από ένα μηχανικό ασυνείδητο που μπορεί να μπει σε κίνηση μόνο μέσω μηχανικώς διαδικασιών και χημικών διεγερτικών. Η επικράτηση αυτών των θέσεων επέφερε αργά αλλά σταθερά την παρακμή της ψυχανάλυσης.
i Gilles Deleuze και Félix Guatttari, L’Anti-OEdipe, capitalisme et schizophrénie, éditions de Minuit, Paris, 1972, σελ. 285.
ii ό.π., κεφ. 1, « Les machines désirantes », μέρος 1 : « La production désirante ».
iii Friedrich Nietzsche, Η θέληση για Δύναμη, μετ. Henri Albert και Marc Sautet, Le Livre de poche, Paris, 1991, κεφ. 1.
iv ό.π., κεφ. 1.
Ζακ Ντεριντά
Υπήρξα εξαρχής καχύποπτος απέναντι στην προσπάθεια της λεγόμενης french theory να τελειώσει μια για πάντα την δυτική μεταφυσική. Αυτή η επιχείρηση καταστροφής δεν μπορούσε βέβαια να παρουσιαστεί ως τέτοια και γι’ αυτό μεταμφιέστηκε με τον όρο αποδόμηση. Αυτό που εννοούσε ο Ντεριντά με αυτή τη λέξη, ήταν η επίθεση ενάντια στα θεμέλια της παραδοσιακής οντολογίας και των βασικών εννοιών της. Αποδόμηση είναι το σύνολο των τεχνικών και των στρατηγικών που εφάρμοσε ο Ντεριντά προκειμένου να αποσταθεροποιήσει και να διαρρήξει το μεταφυσικό οικοδόμημα της δυτικής σκέψης. Οι στόχοι αυτής της επίθεσης ήταν:
α) ο εντοπισμός των θεμελιωδών εννοιολογικών διχοτομιών που ορίζουν το δυτικό αφήγημα: λόγος-πάθος, ψυχή-σώμα, άλλο-ίδιο, καλό-κακό, φύση-πολιτισμός, αισθητό-νοητό, παρόν-παρελθόν, υποκείμενο-αντικείμενο κοκ.
β) η ανάδειξη, μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονης μεταφυσικής, της ύπαρξης ενός ενδιάμεσου όρου στα διχοτομικά ζεύγη
γ) η καταστροφή της κυρίαρχης ρυθμιστικής σχέσης στο εσωτερικό των ζευγών αυτών, έτσι ώστε να φανεί ότι είναι δυνατόν η γραφή μπορεί να υπερκεράσει και ενδεχομένως να αντικαταστήσει το λόγο, το πάθος τη λογική, το άλλο το ίδιο, η απουσία την παρουσία, το αισθητό το νοητό, το θηλυκό το αρσενικό, το ζωώδες το ανθρώπινο…
δ) η εγκατάλειψη όλων των σημασιών που θεμελιώνονται στα κλασικά αντιθετικά ζεύγη προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάδυση μιας σκέψης αναποφάσιστης, διάφορης από τον ίδιο τον εαυτό της (η περίφημη «διαφωρά», la diferance), μια σκέψη βασισμένη σε έννοιες κατεξοχήν αμφίσημες, όπως το ανδρόγυνο, και το ξεπέρασμα των αντιθέσεων του τύπου λόγος-πάθος, ψυχή-σώμα, άλλο-ίδιο, καλό-κακό, φύση-πολιτισμός, υποκείμενο-αντικείμενο κτλ.
Η ντεριντιανή αποδόμηση προκάλεσε βαθιά ρήγματα σε όλο το δυτικό αφήγημα και αφέθηκε σε ένα πάθος για το αναποφάσιστο. Καταλαβαίνουμε βέβαια ότι η αναζήτηση του νοήματος δεν πρέπει να σταματά οριστικά σε κανένα σημαινόμενο κι ότι μπορεί πάντα να συνεχίζει το ταξίδι της ανάμεσα στο παιχνίδι της διασποράς και των ιχνών που παραπέμπουν το ένα στο άλλο. Αλλά το να αναγάγουμε το αναποφάσιστο σ’ ένα νέο ιδεώδες είναι κάτι το τελείως διαφορετικό, γιατί έτσι καθίσταται δυνατόν, αν όχι αναπόφευκτο, να λέμε τα πάντα και το αντίθετο τους. Είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο που η οξύμωρη ρητορική του Ντεριντά και των οπαδών του ξεφεύγει πέρα από κάθε όριο, κατακλύζοντας όλα τα έργα τους: παντού μιλάνε για τις απροϋπόθετες προϋποθέσεις της σκέψης, για την εμφάνιση της εξαφάνισης, για την πρώτη σπορά που είναι διασπορά… Παράδειγμα: «προσπάθησα να περιγράψω και να εξηγήσω το πως η γραφή φέρει μέσα της, δομικά, την αρχή της ίδιας της της ακύρωσης». Ή κάποιες άλλες χαρακτηριστικές αντιλογικές φράσεις από το μεγάλο ρεπερτόριο του Ντεριντά: «η μεταφορικότητα είναι η επιμόλυνση της λογικής και η λογική της επιμόλυνσης», «η φιλοσοφία, ως θεωρία της μεταφοράς, υπήρξε κατ’ αρχάς μια μεταφορά της θεωρίας», «Αμερική θα ήταν το όνομα ενός νέου μυθιστορήματος για την αποδόμηση της ιστορίας και την ιστορία της αποδόμησης».
Η ντεριντιανή αποδόμηση αποτελεί άμεση προέκταση της χαϊντεγγεριανής επίθεσης στην δυτική μεταφυσική που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’30. Στόχος της επίθεσης εκείνης ήταν η προετοιμασία του εδάφους για την επικράτηση της ναζιστικής ιδεολογίας. Τριάντα χρόνια αργότερα, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, χρησιμοποιήθηκε για έναν άλλο σκοπό, την επικράτηση του νεοφιλευθερισμού. Δεν ισχυρίζομαι ότι επρόκειτο για συνομωσία αλλά απλά για συγκυρία. Η σκέψη του Ντελέζ, όπως άλλωστε και του Φουκώ ή του Μπουρντιέ, υπέσκαψε όλους εκείνους τους θεσμούς που γεννήθηκαν από το Διαφωτισμό. Η σκέψη του Ντεριντά διέρρηξε τα ίδια τα θεμέλια της μεταφυσικής επάνω στα οποία στηρίζονταν αυτοί οι θεσμοί. Προσωπικά στρατεύτηκα σε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο, όχι της καταστροφής ή της αποδόμησης, αλλά της αναδόμησης του μεγάλου δυτικού αφηγήματος προκειμένου να μπορέσουμε να αποφύγουμε τον κίνδυνο της βαρβαρότητας που έβλεπα να διαγράφεται στον ορίζοντα.
Οι συνέπειες της επίθεσης της αποδόμησης υπήρξαν τεράστιες, επηρέασαν πολλούς διαφορετικούς τομείς και έθρεψαν μια νέα αριστερά που έπασχε από έλλειψη ιδεών. Αυτή η αριστερά πολύ γρήγορα εγκατέλειψε την έννοια του λαού για να την αντικαταστήσει με αυτήν της μειονότητας, εθνοτικής, σεξουαλικής, ταυτοτικής, ηλικιακής κ.ο.κ. Έχουμε έτσι έναν δεξιό νεοφιλελευθερισμό να επικρατεί στο πεδίο της οικονομίας και έναν αριστερό νεοφιλελευθερισμό να επικρατεί στο πεδίο της κουλτούρας – ο Μισεά ανέλυσε πολύ καλά αυτό το φαινόμενο. Ο αριστερός νεοφιλελευθερισμός αποδέχτηκε το ρόλο του, αρκούμενος στο να καταπραΰνει, όπως ένα παυσίπονο, τις επώδυνες συνέπειες του δεξιού νεοφιλελευθερισμού. Αυτό ώθησε την εργατική και μεσαία τάξη να εγκαταλείψει τα αριστερά κόμματα, τα οποία με τη σειρά τους στήριξαν μια απεριόριστη επέκταση των ατομικών δικαιωμάτων που οδήγησε στην αποδόμηση κάθε έννοιας κυριαρχίας και δημόσιου συμφέροντος, υποβαθμίζοντας έτσι το κράτος σε πάροχο κοινωνικών επιδοτήσεων. Υπέροχη ευκαιρία για την άκρα δεξιά που δεν είχε παρά να σκύψει και να μαζέψει την παραπεταμένη έννοια του λαού και να την προσαρμόσει στο δικό της ιδεώδες περί εθνικού μεγαλείου.
Οι μειονότητες μπήκαν λοιπόν στη μάχη των διεκδικήσεων, ακολουθώντας την φουκο-ντελεζιανή αρχή: “δεν υπάρχει όριο στα δικαιώματά μου”. «Δεν εξαρτώμαι από κανένα παρελθόν, από καμιά αυθεντία, από καμιά διαφορετικότητα». Πώς να μην δούμε εδώ ένα ντελίριο παντοδυναμίας που δεν αναγνωρίζει τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους, όπως το φύλο ή την ηλικία; Εξάλλου οι Ντελέζ-Γκουατταρί το είχαν πει ξεκάθαρα στον Αντί–Οιδίποδα: «το σχιζοφρενικό προτσές είναι το δυναμικό της επανάστασης». Εμφανίστηκε έτσι το μεταμοντέρνο υποκείμενο με τις διεκδικήσεις του στιλ «μπορώ να διαλέξω το φύλο μου» κτλ. Ένα υποκείμενο το οποίο η Αγορά θα προμήθευε με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του self made man.
Τέλος, στις συνέπειες αυτές της french theory βλέπω μια “πονηρία της ιστορίας”, κατά την εγελιανή πονηρία του Λόγου: οι ενεργές ομάδες που δρουν μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι καταλήγουν να πραγματοποιήσουν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που επιθυμούσαν. Οι ελευθεριακοί φοιτητές που ονειρεύονταν τον Μάη του ’68 να κατατροπώσουν τον καπιταλισμό, χρησιμοποιήθηκαν τελικά από αυτόν για να τον ανανεώσουν και να τον μετατρέψουν από θεσμικό-αυταρχικό σε φιλελεύθερο-ελευθεριακό.
Ξέρετε, όταν εισέρχεται κανείς σε ένα πεδίο τόσο πλαστό όσο αυτό του στρουκτουραλισμού, χάνει πολύ γρήγορα τον προσανατολισμό του. Ενώ οι εκπρόσωποί του παρουσιάστηκαν ως μεγάλοι επαναστάτες, στην πραγματικότητα ώθησαν την κοινωνία να κάνει μια νεοφιλελεύθερη στροφή, την ίδια στιγμή που όποιος τους ασκούσε κριτική περνούσε αυτόματα στο στρατόπεδο του νεοσυντηρητισμού. Όλη αυτή η σύγχυση οδήγησε στο φαινόμενο της τάσης επανεμφάνισης “ανακαινισμένων” παλαιότερων κοσμοθεωριών, όπως ο κομμουνισμός κι ο χριστιανισμός. Σκέφτομαι εδώ την επαναπροώθηση της κομμουνιστικής υπόθεσης από τον Μπαντιού. Μου φαίνεται πολύ περίεργη η τάση ενός ανθρώπου τόσο έξυπνου όπως ο Μπαντιού να αγνοεί επιδεικτικά οτιδήποτε έχει σχέση με αυτά που οδήγησαν στην αποτυχία πραγματοποίησης της κομμουνιστικής ιδέας, κάθε φορά που έγινε προσπάθεια να εφαρμοστεί στην ιστορία, από την πλατωνική πολιτεία έως και την κινεζική πολιτιστική επανάσταση, περνώντας από την Παρισινή Κομμούνα, τον Κόκκινο Οκτώβρη και τον Μάη του ’68. Από τη στιγμή που μπαίνουμε σ’ αυτόν τον τρόπο σκέψης τίποτε πλέον δεν μπορεί να κλονίσει την πίστη μας και μπορούμε μάλιστα να χρησιμοποιήσουμε όλη την εξυπνάδα μας για να ενδυναμώσουμε αυτή την πίστη. Ο Μπαντιού μου φαίνεται σαν ένας απροσπέλαστος σε οποιοδήποτε είδος αντίρρησης μοναχός. Δεν έχω να του αντιτάξω κάτι παρά μόνον ότι αυτή του η εμμονή φανερώνει αυτό που είναι πραγματικά ο κομμουνισμός, μια πολιτική θρησκεία. Ο Μαρξ πίστευε ότι έστησε τον Χέγκελ, αυτόν τον υπερ-χριστιανό που πίστευε ότι η Ιστορία είναι ενσάρκωση του απόλυτου Πνεύματος, «στα πόδια του». Ο Μπαντιού, θαυμαστής του Αγίου Παύλου, τον αναποδογύρισε εκ νέου, προκειμένου να μπορέσει να πιστέψει στην τελική αποθέωση.
Απ’ την άλλη έχουμε την πραγματική θρησκεία, τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Ο Bruno Latour επιχειρεί την ανακύκλωση του χριστιανισμού ως θριαμβεύουσας θεοδικίας, εφευρίσκοντας μια ανθρωπολογία των κοινωνικών επιστημών και του τεχνικού νεωτερισμού εντελώς αντίθετη με τα συμπεράσματα στοχαστών όπως ο Γκύντερ Άντερς, ο Ιβάν Ιλιτς ή ο Ζακ Ελλύλ. Για τον Latour, η θέση της τεχνικής στον κόσμο μας είναι καθόλα νόμιμη. Γιατί; Γιατί αποτελεί απλά την συνέχεια του θεϊκού έργου, δηλαδή της πνευματοποίησης της ύλης που επιφέρει την εξουδετέρωση της διαφορετικότητας της υλικής πραγματικότητας. Γι’ αυτόν ο καπιταλισμός είναι κάτι το θετικό γιατί επέφερε μια επιτάχυνση της τεχνικής προόδου και άρα μια επιτάχυνση αυτής της πνευματοποίησης της ύλης. Δεν είναι όμως αυτός ένας τρόπος έμμεσης αποδοχής όλων αυτών των υποσχέσεων του τρανσουμανισμού που διαποτίζουν τον σημερινό νεοφιλελευθερισμό;
Πιερ Μπουρντιέ
Συνειδητοποίησα το βασικό σφάλμα του Μπουρντιέ όταν κατάλαβα πόσο τεχνητός ήταν ο ριζοσπαστισμός του. Όπως ο Ντελέζ εισήγαγε την οικονομική ορολογία στην ανάλυση συμβολικών διαδικασιών κι όπως ο Φουκώ ενέδωσε στον νεοφιλελευθερισμό, έτσι κι ο Μπουρντιέ συρρίκνωσε όλον τον πολιτισμό στην έννοια του «πολιτισμικού κεφαλαίου»: ακόμα μια φορά η γλώσσα της οικονομίας άλωνε το πεδίο του συμβολικού. Κι αυτή η συρρίκνωση μου φανερώθηκε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο σε ένα πεδίο για το οποίο ενδιαφερόμουν πολύ, αυτό της γλώσσας. Στο βιβλίο του Ce que parler veut dire, ο Μπουρντιέ διεκδικεί το δικαίωμα να ερμηνεύει τα γλωσσικά και γραμματολογικά ζητήματα με όρους οικονομίας: οφείλουμε, έγραφε, «να ξεπεράσουμε τη συνήθη επιλογή μεταξύ οικονομίας και πολιτισμού προκειμένου να επεξεργαστούμε μια οικονομία των συμβολικών ανταλλαγών»[1]. Γι’ αυτόν, η γλώσσα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια «γλωσσολογική αγορά», στο εσωτερικό της οποίας οι γλωσσικές ανταλλαγές είτε εκφράζουν είτε πραγματοποιούν σχέσεις εξουσίας μεταξύ του ομιλητή και των ακροατών του. Ουσιαστικό κέρδος αυτών των γλωσσικών αγοραπωλησιών είναι η «αξία της διάκρισης» που αποκτάται σε κάθε κοινωνική ανταλλαγή και διά μέσου της κινητοποίησης του γλωσσικού κεφαλαίου στο εσωτερικό της αγοράς των συμβολικών αγαθών. Υποβιβάζοντας την οικονομία του λόγου (όπου ανταλλάσσουμε νόημα) σε απλή ανταλλακτική οικονομία (όπου ανταλλάσσονται υλικά αγαθά) ο Μπουρντιέ αποτυγχάνει να συλλάβει την ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα της γλωσσικής πράξης.
Παρόμοιες θέσεις, εφαρμοσμένες στο πεδίο της εκπαίδευσης, άνοιξαν τον δρόμο σε μια κριτική άρνηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας με τη δικαιολογία ότι, αφού η εκπαίδευση δεν έχει άλλο σκοπό παρά την κοινωνική αναπαραγωγή, δεν μπορεί παρά να είναι καταπιεστική. Πολλοί καθηγητές εκείνης της εποχής τορπίλισαν το ίδιο το επάγγελμά τους εξ αιτίας της υποτιθέμενης συμβολικής βίας που εξασκεί στο παιδί το εκπαιδευτικό σύστημα. Η θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής συνέβαλε τη δεκαετία του ’70 στην απαξίωση του σχολείου και στη δημιουργία ενός κλίματος καχυποψίας απέναντι σε ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, κάποιος σαν κι εμένα που προέρχεται από λαϊκά στρώματα και μιλούσε τη λαϊκή αργκό, θά ‘πρεπε να παραμείνει εκεί, γιατί η λεγόμενη υψηλή κουλτούρα, με όλη τη μικροαστική πόζα της και τη μη-μου-άπτου ευαισθησία της, δεν είχε άλλο στόχο παρά να εξουδετερώσει και να λογοκρίνει την λαϊκή “χοντροκοπιά”. Τα λαϊκά στρώματα απέρριπταν, σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, όλη αυτή τη μανιέρα επιμένοντας στην «αντρίκια ντομπροσύνη» τους και στην «έξω απ’ τα δόντια» γλωσσική τους έκφραση. Για μένα, η στάση του Μπουρντιέ είναι άλλη μια πόζα, η πόζα του «φραγκάτου», όπως θά ‘λεγε ο πατέρας μου, που θέλει απελπισμένα να ταυτιστεί με το πόπολο. Ο ίδιος ο Μπουρντιέ επαναλάμβανε συχνά πόσο απεχθανόταν τον εαυτό του ως διανοούμενο: «Δεν μου αρέσει ο διανοούμενος σ’ εμένα. Ό,τι μπορεί να εκληφθεί ως αντιδιανοουμενισμός σ’ αυτά που γράφω, στρέφεται κατ’ αρχάς εναντίον μου, σε ό,τι διανοητικό ή διανοουμενίστικο παραμένει μέσα μου».[2]
Ε λοιπόν, εγώ απολάμβανα τη «διανοούμενη» δραστηριότητά μου και στην υψηλή κουλτούρα δεν έβλεπα μόνο πόζα και μανιέρες, αλλά κι έναν τρόπο πρόσβασης σε έναν άλλο κόσμο. Δεν συμφωνώ με τη θέση του Μπουρντιέ αλλά συντάσσομαι μάλλον με αυτήν του Κοντορσέ, ο οποίος έλεγε ότι πρέπει να πολεμήσουμε την άγνοια και να «ανυψώσουμε το λαό», ή τη θέση του έγκριτου ψυχολόγου Wallon, ο οποίος εκπόνησε μετά τον Β’Π.Π. το γνωστό πλάνο Langevin-Wallon για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που είχε ως στόχο την εξασφάλιση όλων εκείνων των προϋποθέσεων που συνεισφέρουν στην ανάπτυξη των ατομικών ικανοτήτων του κάθε μαθητή.
Χάρη στον Alain Caillé κατάλαβα από που προερχόταν ο αναγωγισμός του Μπουρντιέ. Τα αναλυτικά εργαλεία με τα οποία ο Μπουρντιέ θέλησε να ασκήσει κριτική στην καπιταλιστική κουλτούρα, τα δανείστηκε από έναν νεοφιλελεύθερο οικονομολόγο της Σχολής του Σικάγο, τον Gary Becker, εφευρέτη της θεωρίας του ανθρώπινου κεφαλαίου! «Αγαπώ και θαυμάζω τον Gary Becker», έλεγε ο Μπουρντιέ στην Οικονομική Ανθρωπολογία του[3] . Ο Μπουρντιέ υιοθέτησε την οπτική του Becker, σύμφωνα με την οποία η αληθινή ουσία όλων των ανθρώπινων σχέσεων είναι το ατομικό συμφέρον και ο οικονομικός υπολογισμός. Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος απ’ αυτόν για να υποκύψεις στην νεοφιλελεύθερη κουλτούρα. Κατάλαβα ότι αυτές οι «επαναστατικές» θέσεις των Ντελέζ, Φουκώ, Μπουρντιέ προετοίμαζαν το έδαφος για την επιβολή αυτής της κουλτούρας, αφού ο μεν Ντελέζ πρότεινε να τρέξουμε πιο γρήγορα από την Αγορά, ο δε Φουκώ εμπνέονταν από τον ιδρυτή της Σχολής του Σικάγο, Hayek, ενώ ο Μπουρντιέ βάσιζε τη σκέψη του στον Becker. Βλέποντας ότι μεγάλο μέρος της γενιάς του Μάη του ’68, μέρος της οποίας ήμουν κι εγώ, έπεσε στην παγίδα χωρίς να το καταλάβει, κατάλαβα ότι θά ‘πρεπε να αλλάξω πεδίο σκέψης. Ξεκίνησα αυτήν την αλλαγή θέτοντας δύο ερωτήσεις. 1) Μήπως οι δάσκαλοί μας ήταν λίγο διεστραμμένοι; Και 2) Κι αν ναι, γιατί εγώ δεν είχα πέσει στην παγίδα τους; Απάντηση στην πρώτη ερώτηση: ναι, ήταν λίγο. Κι όσο για τη δεύτερη ερώτηση, η απάντηση που έδωσα ήταν η εξής: μιας και δεν αισθανόμουν την ανάγκη να σκοτώσω τον πατέρα μου, δεν είχα ανάγκη ούτε από «δασκάλους» για να τον αντικαταστήσουν. Πόσω μάλλον όταν οι απόψεις τους μου φαίνονταν τόσο αναληθοφανείς.
[1] Pierre Bourdieu, Ce que parler veut dire, Fayard, Paris,1982.
[2] Pierre Bourdieu, Les Méditations pascaliennes, Seuil, Paris, 1997, p. 16.
[3] Anthropologie économique, Cours au Collège de France 1992-1993, Seuil, Paris, 2017, p. 79.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Dany-Robert Dufour, Fils d’anar et philosophe. Entretiens avec Thibault Isabel, R&N, 2021, σσ. 70-93
Πηγή: respublica
Leave a Reply