Αναδημοσίευση από τον σύνδεσμο:
https://thebaddayswillend.wordpress.com/2021/08/17/edn_05_abatage/
Εγκυκλοπαίδεια των Οχλήσεων #5
(Νοέμβριος 1985)
Μετάφραση: Πριονιστήριο το Χρυσό Χέρι
(Αιγάλεω, Αύγουστος 2021)
ABATAGE
(ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ)[1]
Αν επιλέγουμε να διατηρήσουμε εδώ την παλιά ορθογραφία μιας λέξης που σήμερα γράφεται συνήθως abattage, ο λόγος δεν είναι σε καμία περίπτωση ότι θέλουμε να επιδείξουμε κάποιον αντικομφορμισμό αψηφώντας τις υποδείξεις της Ακαδημίας· ούτε ότι επιδιώκουμε να ακολουθήσουμε εξολοκλήρου την πρώτη Εγκυκλοπαίδεια, που έγραφε επίσης Abatage. Είναι απλώς ότι αυτή η ιδιάζουσα ορθογραφική ευχέρεια θα μας δώσει τη δυνατότητα να εξετάσουμε υπό το λήμμα Abattage, όπως έχουμε αναγγείλει, τη μιτερανική επιχείρηση ανακύκλωσης των προαστίων που είναι γνωστή με το όνομα “Προάστια 89” [“Banlieues 89”].
Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα αφανίζει αυτή η κοινωνία, τίθεται αναπόφευκτα το ερώτημα: “Για ποιον σκοπό γίνονται τόσες καταστροφές;” Αναμφίβολα ήταν ανέκαθεν απαραίτητο να αφανίζονται δάση και βουνά για την κατασκευή πόλεων και σπιτιών, να αφανίζονται άγρια και οικόσιτα ζώα για τροφή. Αλλά σήμερα, καθώς αυτός ο αφανισμός συνεχίζεται σε πρωτοφανή κλίμακα, ποιο είναι το όφελος που μας αποφέρει; Μένουμε σε σπίτια λίγο-πολύ τόσο συνθετικά όσο και το κρέας που τρώμε εκεί, από όπου έχουν εξαφανιστεί τα περισσότερα από τα υλικά που παραδοσιακά υπήρχαν εκεί, όταν η θεραπεία των αλλεργιών δεν αποτελούσε μια ακμάζουσα ιατρική εξειδίκευση. Η μακρά διαδικασία εξανθρωπισμού της φύσης και του ίδιου του ανθρώπου που αποκαλείται ιστορία αντιστρέφεται έτσι σε αυτό το τέλος του αιώνα για να εμφανιστεί ως η από κοινού κακοποίησή τους. Και ο μετασχηματισμός της φύσης, φτάνοντας στο επίπεδο της υλικής ισχύος της εποχής, ως μια απανθρωποποίηση του τοπίου που φτιάχτηκε από αιώνες ιστορίας. Ας εξετάσουμε το πιο γνωστό παράδειγμα, στη Γαλλία τουλάχιστον, ενός τέτοιου βάναυσου μετασχηματισμού ενός τοπίου υπομονετικά επεξεργασμένου από την ανθρώπινη εργασία: εκείνου που πλήττει, και έχει ήδη πρακτικά καταστρέψει, το παλιό αγροδασικό τοπίο [bocage], όπου φυτοφράχτες, λιμνούλες, τάφροι, μονοπάτια ήταν το αποτέλεσμα μιας μακραίωνης αντιπαράθεσης μεταξύ χρήσης, ιδιοκτησίας και γεωγραφίας. Η ατομική ιδιοκτησία της γης ήταν βέβαια ο κύριος αρχιτέκτονας αυτής της γαλλικής υπαίθρου. Αλλά πολλαπλασιάζοντας τους φυτοφράχτες, αυτές τις δεντροστοιχίες που με την ευεργετική επίδρασή τους στις καλλιέργειες και στα ζωικά είδη ωφελούσαν τον αγρότη ενώ ήταν ευχάριστες για τον περιπατητή, δεν αντιμαχόταν ουσιαστικά τα ανθρώπινα συμφέροντα των οποίων την εκπλήρωση περιόριζε τυπικά.
Τι βλέπουμε αντιθέτως όταν οι γραφειοκράτες της γεωργίας επιχειρούν να αναδιαμορφώσουν το τοπίο επεκτείνοντας παντού τις αφηρημένες συνθήκες του μέγιστου κέρδους; Η κύρια επιτυχία αυτών των γεωπόνων μηχανικών, γεωργικών συμβούλων, συμβούλων διαχείρισης και άλλων τεχνικών της προγραμματισμένης ερήμωσης είναι ότι έχουν κάνει τους αγρότες να χάσουν τη σύνεση που αποτελούσε την ευφυΐα τους: τους έφεραν λοιπόν τουλάχιστον ως προς αυτό πλησιέστερα σε ό,τι είναι ο σύγχρονος πολιτισμός στην έσχατη φάση του. Σε όλα τα υπόλοιπα, αποτυγχάνουν καταστροφικά. Τι σημασία έχει άλλωστε; Δεν υπεισέρχεται στους υπολογισμούς αυτών των ειδικών το γεγονός ότι η κατάτμηση των πλαγιών από τα χαντάκια των φυτοφραχτών περιόριζε την υδατική διάβρωση του εδάφους, ότι η πυκνότητα του δικτύου των δέντρων εξασθενούσε την επίδραση των ισχυρών ανέμων, ότι η πανίδα που ζούσε εκεί μετρίαζε η ίδια τις υπερβολές της: επικονίαση, και επομένως καρποφορία, από τα έντομα, ρύθμιση της παρουσίας τους από τα πουλιά, κ.λπ. Μπορεί όμως να υπεισέλθει στους υπολογισμούς τους το γεγονός ότι καταστρέφοντας όλα αυτά δημιουργούν νέες ανάγκες, στην ικανοποίηση των οποίων επιδίδονται ακόμα πιο αναποτελεσματικά στον βαθμό που είναι πλέον οι μόνοι που το κάνουν, κατέχοντας μονοπωλιακή θέση απέναντι στον αποστερημένο αγρότη, μισθωτό της Crédit Agricole που πιστεύει ότι είναι ιδιοκτήτης. Όλη αυτή η καταστροφή συνεπάγεται την κατασκευή υποκατάστατων και καταπραϋντικών, από τον αγωγό αποστράγγισης έως το χημικό λίπασμα, από τον φασιανό εκτροφείου έως το ζωολογικό πάρκο, που αναζωογονούν έτσι την παραγωγή, τα κέρδη, τις θέσεις εργασίας, επεκτείνοντας ταυτόχρονα τη σύγχρονη ερήμωση σε εδάφη που προηγουμένως της είχαν διαφύγει. Είναι γνωστό ότι σύμφωνα με τον κρατικό προγραμματισμό το ένα τρίτο του εδάφους ταξινομείται ως δυνητικά ανταγωνιστικό στην παγκόσμια αγορά, και επομένως πρέπει γρήγορα να “εξορθολογιστεί” (εξαφάνιση των φυτοφραχτών, των ευγενών ξύλων μέσα στα δάση προς όφελος των κωνοφόρων που είναι βραχυπρόθεσμα επικερδή, κ.λπ.), ενώ τα άλλα δύο τρίτα προορίζονται να γίνουν αποθέματα των ντόπιων που είναι επιφορτισμένοι με τον αγροτουρισμό, μια απολιθωμένη ύπαιθρο αφιερωμένη στη θερινή ανάπαυση των μισθωτών της Βόρειας Ευρώπης, μια διάχυτη Disneyland για τη βουκολική νοσταλγία των μολυσμένων προαστίων.
Αυτή η συνεχής παραμόρφωση της υπαίθρου –τίποτα πλέον εκεί δεν συγκρατεί το βλέμμα και τα πάντα εμποδίζουν το περπάτημα– δεν ωφελεί επομένως πραγματικά κανέναν, εκτός από το αγροβιομηχανικό κεφάλαιο: δηλαδή κανέναν. Όσον αφορά τον περαστικό, περνάει, και δεν μπορεί να έχει την αξίωση να βλέπει εκεί φυτοφράχτες, αφού άφησε να περάσουν εδώ τόσα πάρκινγκ, ψεύτικοι δρόμοι και τσιμέντο, αφού δέχτηκε να εκτελέσει πίσω από άλλους φράχτες τόσα εξευτελιστικά και ανώφελα καθήκοντα. Όσον αφορά τον ντόπιο, που εξακολουθεί να θεωρεί τον εαυτό του αγρότη, είναι εξίσου αδιάφορος για την υποβάθμιση αυτού που ήταν κάποτε το “αγαθό” του, και που δεν είναι πλέον παρά μόνο το τμήμα του οικονομικού δεινού στο οποίο ειδικά υπόκειται.
Ο πολίτης που τα δέχεται όλα αυτά είναι το ακριβώς αντίθετο από τον “καθολικό άνθρωπο” για τον οποίο ο Μαρξ έλεγε ότι η κομμουνιστική κοινωνία θα του επέτρεπε να είναι σήμερα αυτό, αύριο εκείνο, να κυνηγάει το πρωί, να ψαρεύει το απόγευμα, να ασχολείται με την κτηνοτροφία το βράδυ, να ασκεί κριτική κατά βούληση, χωρίς ποτέ να γίνεται κυνηγός, ψαράς, βοσκός ή κριτικός: δεν συναντά ποτέ, σε καθεμιά από τις δραστηριότητες που του έχουν ανατεθεί να εξασκεί, παρά μόνο την καθολικότητα της αποστέρησής του. Και προτιμά να μη σκέφτεται πολύ τις επιπτώσεις αυτής της αυτονομημένης κοινωνικής ισχύος, που τον εξουσιάζει και διαφεύγει από τον έλεγχό του. Είναι ο ανεύθυνος που ταιριάζει απόλυτα στην κυριαρχία μιας τάξης που δεν έχει και η ίδια καμία εμπιστοσύνη στο μέλλον της. Και πώς θα μπορούσε να έχει, εφόσον κάθε προοπτική της προϋποθέτει την επί χιλιετίες αντοχή των αποθηκών πυρηνικών αποβλήτων της; Τα δάση υπήρχαν πριν από αυτή, οι έρημοι την ακολουθούν. Και όλοι συνοδεύουν την πορεία της χωρίς να ανησυχούν για τις συνέπειες. Μέχρι πρόσφατα ο αγρότης, όπως ακριβώς ο Κολμπέρ για το πολεμικό ναυτικό των διαδόχων του[2], φύτευε δέντρα για τις ανάγκες των απογόνων του. Σήμερα, ανησυχώντας τόσο λίγο για την υποβάθμιση της γης που καλλιεργεί όσο και για εκείνη των προϊόντων που βγάζει από αυτή, ρημάζει τους φυτοφράχτες που δεν θα κληροδοτήσει πια σε κανέναν.
Αλλά για να διακρίνει κανείς πώς εκδηλώνονται ακόμα πιο ωμά οι καταστροφικές συνέπειες της υποταγής στην υποτιθέμενη οικονομική αναγκαιότητα, αρκεί να στρέψει το βλέμμα του σε άλλα δέντρα, που αφανίζονται από άλλες επιπτώσεις των ίδιων αιτίων. Αν και δεν έχουν ξεπεραστεί πουθενά τα κρατικά σύνορα, οι λαοί χάνουν παντού τις ουσιαστικές πραγματικότητες που θεμελίωναν την ενότητά τους: τοπία, έθιμα, γλώσσες, κ.λπ. Έτσι είναι δεδομένο σήμερα για έναν λαό να βλέπει να εξαφανίζονται μέσα σε μια γενιά όσα του ανήκαν από την εγκατάστασή του στη χώρα του και είχαν αναγνωριστεί ως συμβολικό θεμέλιο της φύσης του. Οι “όξινες βροχές”, ξαφνική αλλά καθόλου τυχαία σύζευξη φυσικών στοιχείων (σύννεφων, ανέμων και ήλιου) για να επιστραφούν τα δηλητηριασμένα απόβλητά του σε ένα σύστημα παραγωγής που ήθελε να θεωρεί τη φύση απείρως καλή για να την κακοποιεί επ’ άπειρον, αυτή η εκδίκηση του ουρανού για τη μόλυνση, προμηνύουν ουσιαστικά την εξαφάνιση του γερμανικού δάσους μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα. Όσοι περιμένουν τα πάντα από το Κράτος θα πρέπει να το αποδεχτούν και αυτό: δεν αμφιβάλλουμε ότι οι οικολόγοι-κοινοβουλευτιστές είναι έτοιμοι να διαμαρτύρονται επί χίλια χρόνια ενάντια σε κάτι που χρειάζεται μόλις δεκαπέντε χρόνια για να πραγματοποιηθεί.
Σε αυτό που φτιάχνει από εκείνο που καταστρέφει έγκειται βεβαίως η ποιότητα των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση, και όχι μόνο στην καταστροφή που είναι τόσο μάταιο όσο και υποκριτικό να θρηνολογείται αφηρημένα. Ο αφανισμός μιας τεράστιας ποσότητας δέντρων για να χαραχτούν μέσα στη θάλασσα τα θεμέλια της Βενετίας ή για να φτιαχτεί ο χαρτοπολτός πάνω στον οποίο ξετυλίγονται οι τεράστιοι παραλογισμοί που διαδίδει η εποχή μας, ιδού μια επιλογή που κρίνει μια κοινωνία. Το ξεκίνημα της καταστροφής του δάσους του Αμαζονίου, για το οποίο γνωρίζουμε ότι είναι απαραίτητο για την ανανέωση του οξυγόνου σε όλη τη γη, ιδού μια επιλογή που απειλεί να καταδικάσει την ανθρωπότητα. Τον 12ο αιώνα, για τις ανάγκες της κατασκευής πόλεων και μοναστηριών, καθώς και για εκείνες της αναδυόμενης εξορυκτικής βιομηχανίας, αφανίστηκαν τόσα πολλά δέντρα γύρω από το Παρίσι ώστε το ξύλο έγινε σπάνιο και ακριβό. Ωστόσο οι νέες δυνατότητες που ανακαλύφθηκαν με την αστικοποίηση, και η μονιμότητα μιας μαζικής παρουσίας της φύσης, εδραίωσαν τότε για μια ολόκληρη εποχή μια ζωντανή σχέση μεταξύ των ανθρώπων και του περιβάλλοντός τους, μια σχέση πάνω στην οποία θεμελιώθηκαν τόσο το αίσθημα του πλούτου τους όσο και εκείνο της ενότητας με τον κόσμο τους.
Σήμερα ο αφανισμός στον οποίο επιδίδεται αχαλίνωτα αυτή η κοινωνική οργάνωση έχει ως αποτέλεσμα “αγαθά” των οποίων η φτώχεια αποδεικνύεται αναμφισβήτητα από την απλή σύγκριση με την παραγωγή του παρελθόντος· και αισθήματα τόσο δυσάρεστα στον ίδιο τον άνθρωπο ώστε το παλιό αίσθημα οργανικής ενότητας της φύσης μοιάζει με ανέφικτο πλούτο τη στιγμή ακριβώς που ο άνθρωπος έχει πρόσβαση σε μια σχεδόν καθολική ισχύ ως προς τον μετασχηματισμό της ύλης και των έμβιων διαδικασιών. Σήμερα η οικιακή χρήση του δέντρου, η μορφή με την οποία μπαίνει μαζικά στα σπίτια, είναι η μοριοσανίδα: με την εσωτερική δομή της από τεμαχίδια όπως και με την επιφανειακή επικάλυψή της από αυθεντικό ξύλο, αποτελεί αντάξιο προϊόν ενός κοινωνικού συστήματος που δεν μπορεί να προσφέρει στους υπαλλήλους του παρά μόνο αυταπάτες επιστρωμένες πάνω σε απορρίμματα. Ενώ παλιότερα μπορούσε κανείς, χωρίς να είναι πλούσιος, να μεταβιβάσει στους κληρονόμους του δύο ή τρία έπιπλα αξίας, σήμερα πρέπει να πληρώσει πολλές φορές για κάτι που δεν θα μπορέσει ούτε καν να μεταπωληθεί.
Στον άλλο μεγάλο τομέα όπου πραγματοποιείται ο μαζικός αφανισμός, βλέπουμε την ίδια λογική εν δράσει, και πώς η βιομηχανική εκτροφή τείνει να υποβιβάσει τα ζώα σε ένα απλό συσσωμάτωμα οργανικής ύλης, όπου οι εκδηλώσεις της ζωής γίνονται προφανώς ελάχιστες. Από το σφαγείο και μετά η εκμηχάνιση συνάρμοσε εκ νέου όλη την αλυσίδα της παραγωγής κρέατος, ταυτόχρονα με τη χημεία. Ο καταναλωτής μπορεί να αντικρύσει το αποτέλεσμά της υπό τη μορφή κομματιών καλυμμένων με ζελατίνα στα ράφια. Μπορεί επίσης να βλέπει με οίκτο τις εικόνες των εκτρεφόμενων σε κλουβιά μοσχαριών που θα του δείξει η τηλεόραση, και να απολαμβάνει έτσι την ανωτερότητά του έναντι αυτών των ζώων, που δεν έχουν από την πλευρά τους τίποτα να δουν, μέσα στους στάβλους όπου είναι καταδικασμένα στην απόλυτη ακινησία. Για ποιον λόγο θα σκεφτόταν να ανακαλύψει κάποια αναλογία μεταξύ αυτών των θλιβερών συνθηκών ύπαρξης και των δικών του; Είναι αλήθεια ότι εδώ μοιάζουν λιγότερο με εκείνες των μοσχαριών σε κλουβιά απ’ όσο στις γραφειοκρατικές χώρες, όπου δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα να δει κανείς, και όπου η ελευθερία της μετακίνησης είναι σχεδόν εξίσου περιορισμένη. Αλλά μπορούν οπωσδήποτε να παραπέμπουν στον ελεύθερο σταβλισμό, όπως γίνεται λόγος για τον ελεύθερο κόσμο, όπου, έγκλειστα χωρίς αλυσίδες και τρεφόμενα με βιομηχανικές τροφές, τα ζώα βρίσκονται “σε μια διαρκή κατάσταση ασθένειας που δεν εκδηλώνεται ανοιχτά” (Η Μεγάλη Σφαγή, 1981)[3]. Δεν έχει άλλωστε τόσα πολλά φάρμακα που του χρειάζονται για να καταπνίξει κάθε αμφιβολία σχετικά με την ποιότητα της ανθρωπιάς του, να εμποδίσει την ανοιχτή εκδήλωση της ασθένειάς του, να την διατηρήσει κάτω από το κατώφλι όπου αυτή θα τον καθιστούσε ακατάλληλο για κατανάλωση, θα διέκοπτε τον αργό και καθημερινό αφανισμό του από την εργασία; Έχει για παράδειγμα το Urbanil, για να αντέχει όσα του προκαλεί η πολεοδομία, και για να διαβάζει χωρίς να ανατριχιάζει, αν κατά τύχη υποπέσει στην αντίληψή του, μια διαφήμιση σαν αυτή: “Το άγχος δεν είναι ασθένεια, αλλά μια κατάσταση έντασης που θέτει σε κίνδυνο την υγεία των γουρουνιών κατά τη μεταφορά τους και τη συγκέντρωσή τους… Επιπτώσεις: ασθένειες, μειωμένη ανάπτυξη, θνησιμότητα λόγω αψιμαχιών. Ευτυχώς με το Stresnil, τέρμα πια η απώλεια κέρδους: μια απλή ενδομυϊκή ένεση τη στιγμή της φόρτωσης, και τα γουρούνια σας φτάνουν στον προορισμό ήρεμα και χαλαρά, όπως μετά από μια νύχτα σε κλινάμαξα.” (ό.π.) Μπορεί λοιπόν ακόμα και να χαμογελάει, αυτός ο ασθενής που επιζητά συνεχώς να καθησυχάζεται, μπορεί λοιπόν ακόμα και να είναι ήρεμος και χαλαρός όπως μετά από μια νύχτα σε κλινάμαξα όταν του απευθύνεται η κρατική προπαγάνδα στον δρόμο της παραθεριστικής μετακίνησής του για να του υπενθυμίσει τι είναι διατεθειμένη να του παραχωρήσει ως ανθρωπιά: “Μη σπρώχνετε, δεν είμαστε βόδια!”
Όσο για τον αφανισμό των ανθρώπων, θα ήταν σκόπιμο να τον εξετάσουμε σε όλη του την έκταση, από τις σφαγές έως την επιλεκτική καταστολή που διεξάγουν Κράτη τα οποία επιχειρούν να ξεπεράσουν οριστικά τις εναλλακτικές επιλογές που διατυπώθηκαν από τον Τσώρτσιλ (“Δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο τρόποι διακυβέρνησης: σπάζοντας τα κεφάλια ή μετρώντας τα”) μετρώντας τα υπάκουα κεφάλια και σπάζοντας τα υπόλοιπα. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα πολύ ευρύ και πολύ σοβαρό για να αντιμετωπιστεί βιαστικά ως κατακλείδα αυτού του άρθρου. Ας εξετάσουμε λοιπόν σύντομα, πριν πεταχτούν στον εκλογικό κάλαθο των αχρήστων, τους αξιοθρήνητους όσο και αποκρουστικούς σοσιαλιστές ηγέτες, που, για να καταστείλουν την τόσο ελάχιστα επικίνδυνη διαμαρτυρία των οικολόγων της Greenpeace, θεώρησαν απαραίτητο να ενεργοποιήσουν τις μυστικές υπηρεσίες, και δεν κατάφεραν παρά μόνο να αποκαλύψουν την έκταση της ηλίθιας αδεξιότητάς τους.[4] Αυτοί οι φανατικοί του εκσυγχρονισμού δεν μπόρεσαν καν να μάθουν από τη σύγχρονη ιστορία ότι δεν υπάρχει πλέον κανένα σκάνδαλο για τον ψηφοφόρο: λόγω της εμμονής τους με την Καλιφόρνια ή την Ιαπωνία, δεν βλέπουν τι είναι σήμερα η Ιταλία, που αποτελεί ωστόσο ένα αντικείμενο μελέτης καταλληλότερο για κυβερνώντες σαν αυτούς. Οι ανίκανοι απλώς έχασαν τον μπούσουλα του θεάματος, και εξαιτίας αυτού και μόνο οι δημοσιογράφοι και πολιτικοί ρίχτηκαν στη λεία. Επειδή μπλέχτηκαν στις δικαιολογίες τους καταδικάστηκαν στα μάτια όλων. Γιατί δεν είναι ένα συγκεκριμένο έγκλημα, και μάλιστα τόσο κοινότοπο όσο αυτό, που μπορεί να βλάψει ένα σύγχρονο Κράτος, αλλά το σφάλμα να το παραδεχτεί σαν να ήταν υποχρεωμένο να το κάνει. Αλλά από ποιον; Φάνηκαν αδύναμοι, και αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που η αδυναμία των θεατών δεν συγχωρεί σε εκείνους στους οποίους δεν σέβονται παρά μόνο τη φαινομενικότητα της δύναμης. Αλλά αν είχαν υποστηρίξει ψυχρά την επιτακτική αναγκαιότητα του κρατικού μυστικού, ποιος θα είχε βρεθεί να την αντικρούσει; Και κυρίως, ποιος θα μπορούσε να της αντιταχθεί πρακτικά; Στο εξής, ενάντια σε αυτό το κρατικό μυστικό που καλύπτει όλες τις πραγματικότητες της ζωής, δεν υπάρχει καμία άλλη προσφυγή εκτός από μια επανάσταση: το να το λέει αυτό κάποιος σημαίνει ότι μιλάει για την εγγυημένη σημερινή ατιμωρησία των διευθυνόντων, εφόσον αυτοί ξέρουν πώς να το εκμεταλλευτούν. Η επιλογή που έγινε με τους πιο απλούς και τους πιο αληθινούς όρους της, τη στιγμή της υπόθεσης Μόρο, από τους πιο κυνικούς και τους πιο διεφθαρμένους πολιτικούς του πλανήτη (“Ή με το Κράτος ή εναντίον του Κράτους”) θα πρέπει να επιβληθεί παντού. Και έτσι η ιστορία θα παραμείνει για μια ολόκληρη εποχή ένας ψυχρός και τερατώδης αφανισμός κάθε φυσικού και ανθρώπινου πλούτου.
Σημειώσεις της μετάφρασης
[1] Το ουσιαστικό “abatage” μεταφράζεται σε ολόκληρο το κείμενο ως “αφανισμός” (και το αντίστοιχο ρήμα “abattre” μεταφράζεται ως “αφανίζω”) υποδηλώνοντας μεταξύ άλλων το κόψιμο δέντρων, τη σφαγή ζώων ή την εξόντωση ανθρώπων ανάλογα με το νοηματικό πλαίσιο της χρήσης του.
[2] O Ζαν Μπατίστ Κoλμπέρ (Jean-Baptiste Colbert) ήταν Υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας την περίοδο 1665–1683, επί βασιλείας Λουδοβίκου ΙΔ΄. Το 1669 συντάχθηκε με πρωτοβουλία του Κολμπέρ το βασιλικό διάταγμα “για τα νερά και τα δάση” που αποσκοπούσε μεταξύ άλλων στην προστασία και αποκατάσταση των αναγκαίων πόρων ξυλείας για την κατασκευή πλοίων του πολεμικού και εμπορικού ναυτικού της Γαλλίας.
[3] Alfred Kastler, Michel Damien, et Jean-Claude Nouet (1981). Le grand massacre.
[4] Στις 10 Ιουλίου 1985 πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών της Γαλλίας ανατίναξαν και βύθισαν το πλοίο Rainbow Warrior της Greenpeace, το οποίο είχε καταπλεύσει στο λιμάνι του Ώκλαντ της Νέας Ζηλανδίας με σκοπό να μεταβεί στην ατόλη Μορουρόα της Πολυνησίας στο πλαίσιο διαμαρτυρίας ενάντια σε σχεδιαζόμενη πυρηνική δοκιμή του γαλλικού κράτους. Παρά την αρχική άρνηση της ανάμιξής της, η γαλλική κυβέρνηση παραδέχτηκε με επίσημη δήλωση του πρωθυπουργού Λωράν Φαμπιούς στις 22 Σεπτεμβρίου 1985 ότι οι δράστες είχαν ενεργήσει κατόπιν κρατικών εντολών. Κατά τη βύθιση του πλοίου πνίγηκε ο δημοσιογράφος Φερνάντο Περέιρα.
Πηγή: Athens Indymedia