Στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης, τέλη της δεκαετίας του 1790, οργανώνονται στην Ιένα διακριτικές συναντήσεις από μια ομάδα νεαρών λογίων, ποιητών και φιλοσόφων. Ο κύκλος αυτός μετέπειτα έγινε γνωστός ως Κύκλος της Ιένας (Jenaer Kreis) και εγκαινίασε την εποχή του πρώιμου ρομαντικού κινήματος (Frühromantik). Κύριοι εκπρόσωποί του ήταν οι αδελφοί Schlegel, ο Ernst Daniel Schleiermacher, η μοναχική φιγούρα του Friedrich Hölderlin, ο καθηγητής Ludwig Tieck, ο κύριος εκπρόσωπος του Γερμανικού Ιδεαλισμού Friedrich Wilhelm Joseph Schelling, ο Wilhelm Wackenroder και, τέλος, ο Friedrich von Hardenberg, γνωστός μετέπειτα με το ψευδώνυμο Novalis. Οι ιδέες τους συχνά ερμηνεύτηκαν ως μια στείρα αντίδραση στον Διαφωτισμό, στο μέτρο που εκπροσωπούσε την ακλόνητη πίστη στον ανθρώπινο Λόγο, και ως δριμεία κριτική στις ιδέες της προόδου, κυρίως στην εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση της κοινωνίας, η οποία δημιούργησε μια εκρηκτική δυναμική στους κόλπους της. Να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι ο ρομαντισμός δεν είναι ενιαίος και αδιαίρετος αλλά στις διακριτές φάσεις του μπορούν να εντοπιστούν αντικρουόμενα στοιχεία, τα οποία φυσικά συσκοτίζουν την άποψη μας για το κίνημα εν τω συνόλω του. Επομένως, οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι όσα θα ειπωθούν παρακάτω δεν τον αφορούν εξ ολοκλήρου σαν φαινόμενο αλλά επικεντρώνομαι στην πρώιμη φάση του.
Ο ρομαντισμός συχνά θεωρείται λογοτεχνικό κίνημα, τις ιδέες του οποίου πυροδότησαν ο Goethe κυρίως μέσα από το έργο του Τα πάθη του νεαρού Βερθέρου, αν και μετέπειτα ο ίδιος αποκήρυξε ολοκληρωτικά τον Ρομαντισμό, και ο Friedrich Schiller κυρίως μέσα από το έργο του Αισθητικές Επιστολές, στο οποίο προτάσσει μια ολιστική σύλληψη του ανθρώπου χωρίς να τον απομακρύνει από την φυσική του πλευρά. Παραταύτα, η συμβολή του ρομαντισμού στην ιστορία των πολιτικών ιδεών της εποχής είναι κομβική και ρηξικέλευθη, καθώς πρωταγωνιστούσε στην κριτική του σύγχρονου κόσμου ως απότοκο του Διαφωτισμού και της εκβιομηχάνισης της κοινωνίας, απέρριψε στην πρώιμη φάση του τις φιλελεύθερες ιδέες αλλά και τις συντηρητικές των De Maistre και Edmund Burke -μια όψη που συχνά παραβλέπεται- και, τέλος, άσκησε κριτική στις συμβολαιακές θεωρίες. Επομένως, το ρομαντικό κίνημα δεν ήταν μονότονο και μονοδιάστατο όπως συχνά υποστηρίζεται[1] αλλά αναδεικνύεται μια πολυεδρική διάσταση στην οποία παρατηρούμε προβληματισμούς για την κοινωνία, την πολιτική, την τέχνη και την θρησκεία, με έναν τρόπο που όλα μαζί συναρθρώνουν ένα αρμονικό σύνολο. Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, τι πρέσβευε πράγματι ο πρώιμος ρομαντισμός ως κίνημα και τί απαντήσεις επιδίωκε να δώσει στα προβλήματα που γεννούσαν οι ραγδαίες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές;
Αρχικά, θα μπορούσαμε να εκφράσουμε με ασφάλεια την άποψη ότι ο ρομαντισμός αποτελεί σε όλες του τις φάσεις έναν ξεσηκωμό στις ιδέες του ορθολογισμού -ιδιαίτερα της καντιανής φιλοσοφίας- και της εξαιρετικά αιματηρής τροπής της Γαλλικής Επανάστασης, όπου από τις ιδέες της αδελφοσύνης, της ισότητας και της ελευθερίας περάσαμε στην Τρομοκρατία και σε έναν άκρατο εγωισμό και ακραίο υλισμό στο κοινωνικό επίπεδο. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δυσάρεστη τροπή και τα αιματηρά γεγονότα στην Γαλλία ήταν αυτά που κινητοποιήσαν και πυροδότησαν την πολιτική σκέψη των ρομαντικών. Τα γεγονότα αυτά τους οδήγησαν να βλέπουν με καχυποψία οποιαδήποτε επαναστατική τάση στους κόλπους της γερμανικής κοινωνίας, καθώς την θεωρούσαν ανέτοιμη, ελλείψει ουσιαστικής παιδείας, να επιτελέσει τις σωστές μεταρρυθμίσεις ούτως ώστε να αναδυθεί μια καινούρια πολιτεία.
Για τους ρομαντικούς η πνευματική πρόοδος και ολοκλήρωση ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον όρο Bildung, δηλαδή την παιδεία ή σε ένα ευρύτερο πλαίσιο τον πολιτισμό. Επομένως, το πρόβλημα της πολιτικής αλλαγής και κοινωνικής μεταρρύθμισης είναι πρωτίστως ένα πρόβλημα πολιτισμού. Βασικό όργανο της Bildung για τους ρομαντικούς είναι η τέχνη και μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να ιδωθεί ο ρομαντισμός ως αισθητικό κίνημα. Την ιδέα αυτή την κληρονόμησαν φυσικά από το magnum opus του Friedrich Schiller Αισθητικές Επιστολές, στο οποίο η τέχνη κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο και προτάσσεται ως το μοναδικό εργαλείο για την τελειοποίηση του ανθρώπου, ο οποίος -παρά τα όσα υποστήριζε ο ορθολογισμός- δεν είναι μονάχα ένα λογικό ον αλλά ταυτόχρονα έχει και μια φυσική πλευρά που δεν πρέπει να παραβλέπεται, ειδάλλως θα μένει πάντα ατελής και ανολοκλήρωτος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ρομαντικοί επιστρατεύουν την τέχνη ως μέσο λύτρωσης από τον κατακερματισμό της σύγχρονης ζωής, στην οποία καλλιεργείται μονομερώς και μονοπλεύρως ο άνθρωπος, αλλά και από την εγκατάλειψη της φύσης, προτάσσοντας μια ολιστική προσέγγιση: αυτή της τελειοποίησης του ανθρώπου σε όλα τα επίπεδα και της επανένωσης με την φύση μέσω της αισθητικής παιδείας. Γιατί, ωστόσο, κινητοποιείται η τέχνη ως έσχατο μέσο; Διότι, σύμφωνα με τους ρομαντικούς, ούτε η φιλοσοφία μπορούσε να ανταποκριθεί επαρκώς στο εγχείρημα πολιτικής και κοινωνικής αναμόρφωσης, καθώς ήταν η ίδια που μέσω της κριτικής της δημιούργησε τριγμούς στο πολιτικό στερέωμα, αναταράσσοντας παραδεδομένες αλήθειες οι οποίες φυσικά στηρίζαν υπογείως ολόκληρη την κοινωνική διάρθρωση αλλά ούτε και η θρησκεία, η οποία φάνηκε εντελώς άοπλη μπροστά στην οιαδήποτε κριτική. Επομένως, στην τέχνη βρέθηκαν όλα εκείνα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που σύμφωνα με τους ρομαντικούς θα οδηγούσαν την κοινωνία στην ολική αναμόρφωση.
Η αισθητική παιδεία έχει ως πρωταρχικό στόχο την συμφιλίωση του ανθρώπου με την φύση και την επαναφορά του κοινοτικού αισθήματος. Ενώ ο ορθολογισμός είχε οδηγήσει στην απομάγευση της φύσης και σε μια μηχανοποίηση του κόσμου, η τέχνη φανέρωνε την μυστική -και συνάμα αφοπλιστική- ομορφιά της φύσης, εξάπτοντας τις δυνάμεις της φαντασίας μας και δημιουργώντας έναν ολότελα καινούριο κόσμο. Αυτό, λοιπόν, που χάθηκε από την πρωτοκαθεδρία του ανθρώπινου Λόγου, μπορούσε να διασωθεί από την τέχνη και τις αισθήσεις. Ο δρόμος πλέον ήταν ανοιχτός για να ενωθεί ο άνθρωπος με ολόκληρο το σύμπαν. Ο Friedrich Schlegel συνέδεσε την ουσία της ρομαντικής τέχνης με την αγάπη, ως κάτι «αόρατα ορατό», με έντονες πολιτικές συνδηλώσεις. Μέσω της αγάπης επανέρχεται στο προσκήνιο το κοινοτικό αίσθημα, το λησμονημένο αίσθημα του ανήκειν, καθώς το πολιτικό αποτύπωμα της αγάπης είναι η συνένωση όλων των μελών της κοινότητας υπό τον άλυτο δεσμό της αγάπης και της φροντίδας για τον συνάνθρωπο. Για τον Novalis βασικός σκοπός της τέχνης είναι η επανένωση με την φύση, αυτή τη φορά σε ένα επίπεδο αυτοσυνειδησίας, όπως είχε πραγματωθεί στην αρχαία Ελλάδα. Ο σύγχρονος κόσμος αποξενώνει τον άνθρωπο, νεκρώνει τις αισθήσεις του και ναρκώνει την φαντασία του· είναι, λοιπόν, δουλειά της τέχνης να κάνει τον άνθρωπο να νιώσει ξανά τόσο τα αντικείμενα γύρω του όσο και ολόκληρη την φύση. Φυσικά, αυτή η ιδέα οδηγείται στα άκρα της με τον Novalis να ισχυρίζεται ότι ο πραγματικός σκοπός του ρομαντικού καλλιτέχνη είναι η δημιουργία του «ποιητικού κράτους».
Η κριτική του σύγχρονου κόσμου επικεντρώνεται σε ορισμένα διακριτά μα αλληλεξαρτώμενα σημεία. Το ιδιάζον χαρακτηριστικό της είναι ότι δεν στρέφει τα βέλη στις οικονομικές επιπτώσεις της εκβιομηχάνισης και του καπιταλισμού, όπως έκανε ο Μαρξ -αν και υπό κάποια έννοια η κριτική των ρομαντικών προϊδεάζει την κριτική του Μαρξ-, αλλά στις πολιτισμικές και τις κοινωνικές. Επί παραδείγματι, ο Schleiermacher θεωρούσε υπεύθυνη την εκβιομηχάνιση της κοινωνίας για την απομάκρυνση του ανθρώπου από την θρησκεία, καθώς οι ρυθμοί ζωής δεν αφήνουν περιθώριο στον άνθρωπο να ασχοληθεί με τα ενδότερά του, την επαφή του με το σύμπαν και κατ’ επέκτασιν την επαφή του με το Θείο. Η εκβιομηχάνιση και ο καταμερισμός της εργασίας κατακερματίζουν τον άνθρωπο, αφενός επειδή η μηχανή έρχεται να αντικαταστήσει την ανθρώπινη εργασία, αφετέρου επειδή ο άνθρωπος αφοσιώνεται μονάχα αποσπασματικά στην δουλειά του. Φανερή σε αυτό το σημείο είναι πάλι η επίδραση του Schiller, ο οποίος έγραφε χαρακτηριστικά στις Αισθητικές Επιστολές[2]: «δεμένος αιώνια σε ένα και μόνο μικρό απόσπασμα του Όλου, καλλιεργείται και ο ίδιος ο άνθρωπος απλώς αποσπασματικά· ακούγοντας αιώνια μονάχα τον μονότονο θόρυβο του τροχού που περιστρέφει, δεν αναπτύσσει ποτέ την αρμονία της οντότητάς του, και αντί να καλλιεργήσει την ανθρώπινη φύση εντός του, γίνεται απλώς το αποτύπωμα του έργου του». Στο ίδιο μήκος κύματος ο Novalis επικεντρώθηκε στην απομάκρυνση του ανθρώπου από τον εσωτερικό του κόσμο, απόρροια της ενέργειας που καταναλώνει για να ανταποκριθεί στο νέο κοινωνικό περιβάλλον. Παρομοίως, o Friedrich Schlegel τόνισε την ολότητα ως ουσία της ανθρώπινης ζωής και πως η αποσπασματική καλλιέργεια των ανθρώπινων δραστηριοτήτων καταστρέφει βαθμιαία τον άνθρωπο, καταλήγοντας συν τω χρόνω ένα «κούτσουρο».
Στο επόμενο στάδιο της κριτικής τους επικεντρώνονται στον υλισμό· ήτοι τον πλούτο ως ρυθμιστή των ανθρώπινων σχέσεων και την μετατροπή των ανθρώπων σε καταναλωτικά όντα. Η απομάκρυνση του ανθρώπου από ανώτερες αξίες, όπως η φιλοσοφία, η θρησκεία και η τέχνη και η προσήλωσή του στην απόκτηση υλικών αγαθών δημιουργεί τριγμούς και κλονίζει συθέμελα ολόκληρο το κοινωνικό εποικοδόμημα, καθώς οι ανθρώπινες σχέσεις πλέον εργαλειοποιούνται, και αυτό που άλλοτε ένωνε τους ανθρώπους -δηλαδή η αγάπη- παραμερίζεται μπροστά στην δύναμη της εξαγοράς. Έτσι, οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται περιστασιακές, χωρίς κάποιον ισχυρό δεσμό να τις δένει παρά μόνο το κοινό συμφέρον. Μάλιστα, οι ρομαντικοί είχαν και έναν ειδικό όρο για όσους ενστερνίζονται αυτή την νέα ηθική: Φιλισταίος. Οιοσδήποτε λοιπόν ενστερνιζόταν αυτή την ηθική και αντιλαμβανόταν τόσο τις ανθρώπινες σχέσεις όσο και όλες τις υπόλοιπες εκφάνσεις της ζωής ως έναν στυγνό υπολογισμό οφέλους – ζημίας, χαρακτηρίζονταν ως Φιλισταίος από τους ρομαντικούς. Συνεπώς, οι ρομαντικοί αμφισβήτησαν έντονα την εγωιστική φύση του ανθρώπου, τονίζοντας ότι αυτή η θεωρία συνιστά περισσότερο γενίκευση που εδράζεται μονάχα στον σύγχρονο κόσμο, ενώ κατ’ αυτούς ο άνθρωπος είναι διηνεκώς και διαχρονικώς ένα κοινωνικό ον.
Η κριτική των ρομαντικών υπήρξε σε πολλά σημεία δίκαιη και προφητική για την κατάληξη όσων αλλαγών κυοφορούνταν ήδη στην κοινωνία τους, που είχαν ως αποτέλεσμα την μετατροπή του ανθρώπου από πολιτικό σε καταναλωτικό ον. Ανέδειξαν σε επαρκή βαθμό την αδυναμία του ανθρώπινου Λόγου να κυριεύσει την φύση και τον κόσμο αλλά και τους κινδύνους που ελλοχεύουν από μια τέτοια προοπτική. Ωστόσο, οι εναλλακτικές που πρότειναν, παρότι ευγενικές σε πρώτη φάση, υπό μια δεύτερη ματιά παρουσιάζουν ιδιαίτερα προβλήματα, κυρίως ρεαλιστικής εφαρμογής. Τέλος, όσοι ασχολούμαστε με την παρακμή του Δυτικού Πολιτισμού, μπορούμε να προβληματιστούμε από την εξής κατάσταση: όσοι άσκησαν και όσοι ασκούν κριτική στον καπιταλισμό και στον σύγχρονο τρόπο ζωής, περιορίζονται μονάχα σε μια συμπτωματολογία. Όταν έρχεται η στιγμή να αρθρωθεί μια ρεαλιστική αντιπρόταση, βρίσκονται μπροστά σε πρακτικό αδιέξοδο, καθότι οι εναλλακτικές τους θυμίζουν εν πολλοίς θεωρητικές ακροβασίες δίχως πιθανότητα υλοποίησης. Σκοπός, λοιπόν, δεν είναι να ενστερνιστούμε τυφλά και αδιάκριτα την οποιαδήποτε κριτική, όσο γόνιμη και αν είναι, αλλά να περάσουμε στο στάδιο της σοβαρής αντιπρότασης.
[1] Επί παραδείγματι, ο Carl Schmitt στο βιβλίο του Politische Romantik εκφράζει την -ανερμάτιστη κατ’ εμέ- άποψη, ότι ο ρομαντισμός συνιστά ένα εγγενώς απολιτικό φαινόμενο και τον χαρακτήριζε ως αισθητικό κίνημα. Το ίδιο φαίνεται να υποστήριξε και ο Heinrich Heine στο έργο του Die romantische Schule.
[2] Φρήντριχ Σίλλερ, Επιλογή από το έργο του, μτφρ. Κώστας Ανδρουλιδάκης, Αθήνα: στιγμή, 2015, σελ. 77.
Πηγή: Respublica