Διαβάζοντας το βιβλίο του Anselm Jappe για τον Γκυ Ντεμπόρ (Γκυ Ντεμπόρ, Ελεύθερος Τύπος, 1998), διαπίστωσα ότι παρ’ ό,τι ο συγγραφέας του έχει μια αρκετά καλή αντίληψη του θέματος, του διαφεύγει η ουσία. Οπωσδήποτε δεν είναι καθόλου απλό το θέμα «Γκυ Ντεμπόρ». Νομίζω όμως ότι ο Γιάπε στενεύει υπερβολικά τον Γκυ Ντεμπόρ προκειμένου να ενισχύσει τη δική του άποψη των πραγμάτων.
Μια προκρούστεια προσέγγιση
Για παράδειγμα, ευθύς εξαρχής αφαιρεί από το σώμα της σκέψης του Ντεμπόρ όλα όσα αφορούν στο ζήτημα της οργάνωσης, λέγοντας ότι αυτό το ζήτημα «ήταν σημαντικό άλλοτε, αλλά σήμερα παραπέμπει μάλλον σε βυζαντινές διαμάχες γύρω από την ανθρώπινη ή θεία φύση του Χριστού» (Γιάπε, σελ. 15). Έτσι όμως ξεχνάει αυτό που δήλωνε με έμφαση ο ίδιος ο Ντεμπόρ:
Η άγνοια πάνω στην οργάνωση είναι η κεντρική άγνοια πάνω στην πράξη. Όταν είναι ηθελημένη άγνοια, τότε δεν εκφράζει παρά τη δειλή πρόθεση μιας απόσυρσης από τον ιστορικό αγώνα (…) Το σφάλμα πάνω στην οργάνωση είναι το κεντρικό πρακτικό σφάλμα. Αν είναι θελημένο, αποσκοπεί στο χειρισμό των μαζών. Αλλιώς, είναι τουλάχιστον το πλήρες σφάλμα πάνω στις συνθήκες της ιστορικής πρακτικής. Είναι λοιπόν το θεμελιώδες σφάλμα μέσα στην ίδια τη θεωρία της επανάστασης.[1]
Αυτή η παρασπονδία του Γιάπε δεν εξυπηρετεί μια καλύτερη αποτίμηση του Γκυ Ντεμπόρ, αλλά μάλλον την υποστήριξη της δικής του άποψης, σύμφωνα με την οποία τα οργανωτικά ζητήματα υποτίθεται πως ανήκουν στο παρελθόν και μάλιστα συνδέονται με την «οντολογική» ψευδαίσθηση ότι μπορεί να υπάρχει ένα «υγιές» υποκείμενο μέσα στον αλλοτριωμένο κόσμο.
Τούτο συμβαίνει διότι, κατά τον Γιάπε, το «προτσέσο της αφαίρεσης» υποτίθεται ότι κυριαρχεί τόσο ολοκληρωτικά και απόλυτα στην σημερινή κοινωνία, ώστε είναι αφελές να μιλάμε, όπως οι καταστασιακοί και ο Ντεμπόρ, για «επικοινωνία»:
Όπως συνέβη και στο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, ο Ντεμπόρ οδηγήθηκε στην υπόθεση ότι η πραγμοποίηση συγκρούεται μ’ ένα υποκείμενο η ουσία του οποίου δεν υποκύπτει στην πραγμοποίηση. Το υποκείμενο, ακόμα και όπως παρουσιάζεται εδώ και τώρα, πρέπει να είναι, εν μέρει τουλάχιστον, φορέας απαιτήσεων και επιθυμιών διαφορετικών από εκείνες που δημιουργεί η πραγμοποίηση. Στο Ιστορία και ταξική συνείδηση, όπως και στην Κοινωνία του Θεάματος, μοιάζει να απουσιάζει η υποψία ότι το υποκείμενο θα μπορούσε να έχει διαβρωθεί εντός του από τις δυνάμεις της αλλοτρίωσης η οποία, καθορίζοντας έτσι το ασυνείδητο των υποκειμένων, τα κάνει να ταυτίζονται ενεργά με το σύστημα που τα εμπεριέχει (Γιάπε, σελ. 41).
Οι λέξεις «ψέμα» και «ψεύδομαι» είναι πολύ συχνές στην Κοινωνία του Θεάματος και η σπουδαιότητα που αποδίδεται στην «επικοινωνία» παραπέμπει επίσης στην ιδέα μιας αλήθειας που κρύβεται κάτω από το πέπλο της πλαστοποίησης και περιμένει να έλθει στο φως. Μια τέτοια αλήθεια οφείλει να ανήκει σ’ αυτό το αναπαλλοτρίωτο, ως προς την ουσία του, υποκείμενο, για το οποίο μιλήσαμε ήδη. (στο ίδιο, σελ. 167).
Έτσι, μετά από αυτή τη χειρουργική αφαίρεση της οργανωτικής σκέψης από το σώμα του Ντεμπόρ, ο Γιάπε προχωράει και σε μια «ψυχιατρική» εκτίμηση, σύμφωνα με την οποία το ενδιαφέρον των καταστασιακών για τα οργανωτικά ζητήματα ήταν «σχεδόν ψυχαναγκαστικό» (Γιάπε, σελ. 163).
Η αποκοπή του θεωρητικού από τον αγωνιστή Ντεμπόρ
Βεβαίως, κατά κανένα τρόπο δεν προκύπτει από την όποια προέλαση της «αφαίρεσης» η απόλυτη εξαφάνιση του υποκειμένου και της επικοινωνίας, όπως το θέτει ο Γιάπε. Θα δούμε αργότερα το γιατί. Το ζήτημα αυτή τη στιγμή είναι ότι, ως αποτέλεσμα αυτών των αυθαίρετων αφαιρέσεων και στενεμάτων, τελικά, κατά τον Γιάπε, το μοναδικό ενδιαφέρον της σκέψης του Ντεμπόρ, η μοναδική «επικαιρότητα [και η] πραγματική καινοτομία της, βρίσκεται κατά μεγάλο μέρος στην υπογράμμιση του βασικού ρόλου της ανταλλαγής και της αρχής της ισοτιμίας στη σύγχρονη κοινωνία» (σελ. 175). Για ποιο λόγο; Όχι διότι έτσι έχουν στ’ αλήθεια τα πράγματα, αλλά επειδή ο ίδιος ο Γιάπε δεν βλέπει στη σημερινή κοινωνία παρά ένα ολοκληρωτικό θρίαμβο της αλλοτρίωσης και έτσι του διαφεύγουν σημαντικές όψεις του αγώνα εναντίον της —όψεις οι οποίες σχετίζονται ακριβώς με αυτό που οι καταστασιακοί προσδιόριζαν, έστω και χωρίς απόλυτη σαφήνεια, «επικοινωνία», χωρίς να την εδράζουν διόλου σε ένα «υγιές» υποκείμενο, όπως υποθέτει ο Γιάπε.
Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε ο Γιάπε οδηγείται, πολύ χαρακτηριστικά, στο συμπέρασμα ότι οι ιδέες του Ντεμπόρ παρέχουν «τουλάχιστον ΕΝΑ πλεονέκτημα για το απελευθερωτικό σχέδιο: για πρώτη φορά μπορεί να κινητοποιήσει προς όφελός του το ένστικτο της επιβίωσης» (σελ. 187, η υπογράμμιση του Γιάπε). Το ένστικτο της επιβίωσης; Στην υπηρεσία του απελευθερωτικού σχεδίου; Μπορντίγκα![2]
Φέροντάς τον στα δικά του μέτρα, ο Γιάπε παρουσιάζει τον Ντεμπόρ ουσιαστικά σαν ένα «θεωρητικό της αλλοτρίωσης», κάπως ανάλογο π.χ. του Λούκατς ή του Αντόρνο, και εκτιμά σαν «πραγματική καινοτομία» του ως προς εκείνους το ότι ο Ντεμπόρ ανέλυσε τη σύγχρονη μορφή της αλλοτρίωσης, το «θέαμα». Πολύ ωραία. Όμως την ίδια στιγμή υποτιμά πλήρως τον Ντεμπόρ ως αγωνιστή εναντίον της αλλοτρίωσης. Η αγωνιστική σκέψη του Ντεμπόρ, η οποία αποτυπώνεται στις οργανωτικές συλλήψεις του, στην οργανωτική πράξη του και στον τρόπο που συνέλαβε το ιστορικό υποκείμενο, ανήκουν κατά τον Γιάπε στο παρελθόν και δεν απηχούν παρά ψευδαισθήσεις, «οντολογικές» παρεκκλίσεις και «σχεδόν ψυχαναγκαστικά» ενδιαφέροντα.
Αυτή η προκρούστεια προσέγγιση του Γιάπε στον Ντεμπόρ φαίνεται και από δύο ακόμα, κατά τη γνώμη μου πολύ σημαντικές, μειώσεις και αποκοπές.
Η μια εντοπίζεται ως εξής. Ενώ εντοπίζει πολύ σωστά στο Ιστορία και Ταξική συνείδηση του Γκιόργκι Λούκατς μια πολύ σημαντική πηγή έμπνευσης του Ντεμπόρ, την υπερτιμά σε βάρος άλλων, εξίσου σημαντικών πηγών της σκέψης του. Έτσι, διαβάζει την Κοινωνία του Θεάματος [στο εξής ΚτΘ] σχεδόν αποκλειστικά με βάση το δεύτερο κεφάλαιό της («Το εμπόρευμα σαν θέαμα») και του διαφεύγει η σημασία και η βαρύτητα τέταρτου κεφαλαίου. Πρόκειται όμως για το μεγαλύτερο και πιο αγωνιστικό κεφάλαιο της ΚτΘ, στο οποίο ο Ντεμπόρ δεν αντλεί πλέον από τον Λούκατς, αλλά από άλλες πηγές, όπως είναι σε μεγάλο βαθμό ο Καρλ Κορς (όλη η ανάλυση του Ντεμπόρ για τον Χέγκελ, τη σοσιαλδημοκρατία και το λενινισμό, ή ακόμα και για την ιστορικότητα της κριτικής θεωρίας, είναι παρμένη από τον Κορς [3]) και η ιστορική συμβουλιακή «υπεραριστερά», η οποία καταπιάστηκε ακριβώς με το ζήτημα της οργάνωσης και της αντιπροσώπευσης. [4]
Επόμενο λοιπόν είναι ότι ο Γιάπε δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη σημασία διαπιστώσεων όπως οι παρακάτω, τις οποίες ο Ντεμπόρ άντλησε από τη δική τους ιστορική εμπειρία:
Η ίδια ιστορική στιγμή όπου ο μπολσεβικισμός θριάμβευσε για λογαριασμό του στη Ρωσία και η σοσιαλδημοκρατία αγωνιζόταν νικηφόρα υπέρ του παλιού κόσμου, σημαδεύει την ολοκληρωμένη γένεση μιας τάξης πραγμάτων που βρίσκεται στο κέντρο της κυριαρχίας του σύγχρονου θεάματος : η εργατική αντιπροσώπευση ήρθε σε ριζική αντίθεση με την εργατική τάξη. (ΚτΘ, § 100).
Η επαναστατική αντιπροσώπευση του προλεταριάτου σε αυτό το στάδιο αποτέλεσε συγχρόνως τον κύριο παράγοντα και το βασικό αποτέλεσμα της γενικής πλαστοποίησης της κοινωνίας. (ΚτΘ, § 101).
Αλλά είπαμε: η ενασχόληση με την αντιπροσώπευση είναι για τον Γιάπε σύμπτωμα «ψυχαναγκασμού»…
Η αποκοπή του Ντεμπόρ από το συλλογικό καταστασιακό εγχείρημα
Η άλλη αφαίρεση του Γιάπε εντοπίζεται στη σχετική «αποκοπή» του Ντεμπόρ από τους καταστασιακούς, από την Καταστασιακή Διεθνή ως συλλογικό αγωνιστικό εγχείρημα.
Είναι έως ένα βαθμό αλήθεια ότι ο Ντεμπόρ, όπως τον θέλει ο Γιάπε (και αρκετοί άλλοι όπως έχει φανεί όλα αυτά τα χρόνια), δηλαδή ως ένας ευφυής μεν αλλά μεμονωμένος «θεωρητικός της αλλοτρίωσης» και «θεωρητικός του θεάματος», σε αρκετά σημεία απομακρύνεται από τη σκέψη των καταστασιακών. Ωστόσο, όλα μα όλα τα μεγάλα θέματα της αγωνιστικής σκέψης του Ντεμπόρ ανήκουν πλήρως στη σκέψη και το συνολικό εγχείρημα των καταστασιακών —και η αλήθεια είναι, ότι μόνο στο πλαίσιο αυτού του συλλογικού εγχειρήματος μπόρεσε ο Ντεμπόρ να τα συλλάβει στον μεγαλύτερο πλούτο τους.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ως προς αυτό, ότι όσο το συνολικό καταστασιακό εγχείρημα (και με ευθύνη του ίδιου) φτώχαινε και όσο ο Ντεμπόρ απομακρυνόταν από αυτό, τόσο περισσότερο η σκέψη του
- είτε έχανε τον αγωνιστικό χαρακτήρα της και μετατρεπόταν σταδιακά σε μια εν πολλοίς ασφυκτική και αδιέξοδη, θεωρία-πασπαρτού περί ενός θριαμβεύοντος θεάματος[5] (αυτήν ακριβώς τη «θεωρία», που σήμερα επικροτούν διανοουμενίστικοι, ακαδημαϊκοί και δημοσιογραφικοί κύκλοι από την Αριστερά έως τη Δεξιά, λ.χ. ο Alain de Benoist και ο Charles Champetier), ακριβώς επειδή της λείπει το αγωνιστικό στοιχείο,
- είτε, πάλι, μεταλλασσόταν σε μια ελιτίστικη, αυτοαναφορική και ναρκισσιστική θεωρία της «απόλαυσης» και της «γοητείας», την οποία επικροτούν με ενθουσιασμό διάφοροι καλλιτεχνίζοντες, μποέμικοι και σνομπ κύκλοι, ακριβώς επειδή η υιοθέτησή της δεν θέτει καμμιά κοινωνική ευθύνη και συνέπεια.[6]
Όπως έχω ήδη επισημάνει αλλού [7], δεν είναι δυνατό να βλέπουμετο καταστασιακό εγχείρημα ως κάτι λιγότερο από μια συναρπαστική απόπειρα σύντηξης μεταξύ τριών μεγάλων ιστορικών ρευμάτων: (α) της υπαρξιακής σκέψης, με το αίτημά της για υπαρκτική πληρότητα και σύνδεση μεταξύ βιώματος και αναπαράστασης· (β) της καλλιτεχνικής δημιουργίας, με το αίτημά της για μια συγκλονιστικά όμορφη ζωή· και (γ) της επαναστατικής πολιτικής πράξης, με το αίτημά της για μια κοινωνική ζωή χωρίς διαχωρισμένη εξουσία.
Όσο λοιπόν περιστέλλει κανείς, όπως ο Γιάπε, τη σκέψη του Ντεμπόρ π.χ. στον Λούκατς ή ακόμα και στον Χέγκελ, είναι αδύνατον να τη συλλάβει σε όλο της τον πλούτο —και ταυτόχρονα, καθίσταται αδύνατο να συλλάβει πόσο αυτή φτώχαινε και πόσο ολοένα και πιο σχηματική γινόταν όσο απομακρυνόταν από αυτό το συνολικό αγωνιστικό εγχείρημα.
Περί του υποκειμένου
Το βέβαιο είναι ότι, τόσο η αποκοπή του θεωρητικού από τον αγωνιστή Ντεμπόρ, όσο και η αποκοπή του από το συλλογικό καταστασιακό εγχείρημα, συνδέονται άμεσα με τον τρόπο με τον οποίον ο Γιάπε αντιλαμβάνεται το «υποκείμενο».
Είδαμε ότι θεωρεί πως οι απόψεις του Ντεμπόρ και των καταστασιακών για το υποκείμενο, δηλαδή οι αγωνιστικές τους απόψεις, φλερτάρουν επικίνδυνα με την «οντολογία». Δυστυχώς, δεν κρίνει σκόπιμο να ξεκαθαρίσει τι εννοεί ως «οντολογία». Είναι γνωστή η προκατάληψη των κλασικών υλιστών εναντίον της οντολογίας, την οποία όμως συνταυτίζουν λαθεμένα με την αντίληψη περί μιας «φύσης» του ανθρώπου, ενώ απεναντίας η οντολογία αναφέρεται στο «είναι» του ανθρώπου —κάτι πολύ διαφορετικό από τη «φύση», οπωσδήποτε.
Εδώ λοιπόν υπάρχει πράγματι ένα πρόβλημα, το οποίο αφορά στον ορισμό του υποκειμένου —και η αλήθεια είναι, πως δεν είναι πρόβλημα μόνο του Γιάπε αλλά και του ίδιου Ντεμπόρ και των καταστασιακών. Στον Ντεμπόρ ωστόσο, και ακόμα περισσότερο στους καταστασιακούς της Διεθνούς, η προβληματική του υποκειμένου είναι πολύ πιο πλούσια και ουσιαστικότερη από αυτήν του Γιάπε, και αυτό οφείλουμε να το αναδείξουμε.
Ας ξεκινήσω αναδεικνύοντας μια πολύ σωστή επισήμανση του Γιάπε. Αφορά στο ότι ο Ντεμπόρ συνταυτίζει το υποκείμενο με το χρόνο:
Σε πολλές περιστάσεις ο Ντεμπόρ υπογράμμισε ότι η καταστασιακή στάση συνίσταται στην ταύτιση του υποκειμένου με το πέρασμα του χρόνου (Γιάπε, σελ. 41).
Ωστόσο, όταν θεωρεί οντολογικές ψευδαισθήσεις και «νέο-αριστερές» παρεκκλίσεις (σελ. 163) τις αναφορές των καταστασιακών στην «επικοινωνία», δείχνει πως δεν κατανοεί ότι, αυτή η σύλληψη του υποκειμένου σε συνάρτηση με το χρόνο, δεν είναι «οντολογική» με την (παρεξηγημένη) έννοια της αναφοράς σε ένα «φύσει υγιές» υποκείμενο. Ούτε κατανοεί ότι, αυτή ακριβώς η σύλληψη του υποκειμένου, σχετίζεται με όλα όσα εννοούσαν (και αγωνίζονταν να πράττουν) οι καταστασιακοί ως «επικοινωνία» συνδέοντάς την με τη «γιορτή», την «κατασκευή καταστάσεων», την «πολυτέλεια»[8], την «κοινότητα» και με το αγωνιστικό συλλογικό υποκείμενο που εναντιώνεται στην αλλοτρίωση.
Έτσι, ο Γιάπε φαίνεται πως παραβλέπει το γιατί και από πού ο Ντεμπόρ οδηγήθηκε να ορίσει το θέαμα ως «το αντίθετο του διαλόγου» (ΚτΘ § 18), και για ποιο λόγο, κλείνοντας την «Κοινωνία του Θεάματος», προσδοκούσε την «επιστροφή του διαλόγου» (ΚτΘ § 221). Όμως, το γεγονός ότι για τους καταστασιακούς και τον Ντεμπόρ «ο άνθρωπος (…) είναι ταυτόσημος με το χρόνο» (ΚτΘ § 125), έχει μια μεγάλη σειρά τόσο από προϋποθέσεις όσο και από συνέπειες.
α) Η καταστασιακή ταύτιση του υποκειμένου με το χρόνο: συνέπειες
Ας δούμε πρώτα τις συνέπειες, όπως τις εκθέτει ο Ντεμπόρ :
Η νίκη της αστικής τάξης είναι νίκη του βαθιά ιστορικού χρόνου, διότι ο χρόνος της οικονομικής παραγωγής μεταμορφώνει την κοινωνία διαρκώς και εξ ολοκλήρου. (ΚτΘ § 141).
Επειδή όμως η αστική τάξη υποτάσσει τα πάντα στην «ανταλλακτική αξία», γι’ αυτό το λόγο:
η ιστορία, ενώ είναι παρούσα σε όλο το βάθος της κοινωνίας, τείνει να χαθεί στην επιφάνεια. Ο θρίαμβος του ανεπίστρεπτου χρόνου είναι επίσης η μεταμόρφωσή του σε χρόνο των πραγμάτων, διότι το όπλο της νίκης του υπήρξε ακριβώς η μαζική παραγωγή αντικειμένων σύμφωνα με του ς νόμους του εμπορεύματος. (ΚτΘ § 142)
Η ίδια η αλλοτρίωση είναι, για τον Ντεμπόρ, απαλλοτρίωση του χρόνου των ανθρώπων:
Απαραίτητη προϋπόθεση για να οδηγηθούν οι εργαζόμενοι στην κατάσταση παραγωγών και «ελεύθερων» καταναλωτών του χρόνου-εμπόρευμα, υπήρξε η βίαιη απαλλοτρίωση του χρόνου τους. (ΚτΘ § 159)
Ωστόσο, ακριβώς επειδή στην αστική τάξη η ιστορία (ο ανεπίστρεπτος χρόνος) είναι παρούσα «σε όλο το βάθος της κοινωνίας», γι’ αυτό το λόγο:
για πρώτη φορά ο εργαζόμενος, στη βάση της κοινωνίας, δεν είναι πια υλικά ξένος προς την ιστορία, διότι τώρα η κοινωνία κινείται ανεπίστρεπτα από τη βάση της. Το προλεταριάτο, αξιώνοντας να βιώσει τον ιστορικό χρόνο που το ίδιο παράγει, ανακαλύπτει τον αναλλοίωτο πυρήνα του επαναστατικού σχεδίου, που δεν λησμονήθηκε. (ΚτΘ § 143)
Επομένως, για τους καταστασιακούς και τον Ντεμπόρ το επαναστατικό πρόταγμα και το προλεταριάτο συνδέονται άμεσα με την απαίτηση «βίωσης του ιστορικού χρόνου». Σε αυτό το πνεύμα θεωρούσαν λοιπόν αυτό το πρόταγμα αναπόσπαστο από τη «γιορτή», την «πολυτέλεια», την «κοινότητα» και την «επικοινωνία», ακριβώς επειδή στην απαλλοτρίωσή τους στήθηκε η εμπορευματική κοινωνία :
Αυτή η [αστική] εποχή, που επιδεικνύει στον εαυτό της το χρόνο της, κυρίως σαν ξαφνική επιστροφή πολλαπλών εορτασμών, είναι εξίσου μια εποχή χωρίς γιορτή. Εκείνο που μέσα στον κυκλικό χρόνο ήταν η στιγμή της συμμετοχής μιας κοινότητας στο πολυτελές ξόδεμα της ζωής, είναι αδύνατο για μια κοινωνία χωρίς κοινότητα και χωρίς πολυτέλεια. (ΚτΘ § 154)
Ο Γιάπε τα επισημαίνει όλα αυτά, αλλά επειδή έχει προσεγγίσει τον Ντεμπόρ από μια πολύ στενή οπτική γωνία, δεν βρίσκει τη βαθύτερη διασύνδεσή τους και δεν κατανοεί ότι «θεωρία του θεάματος» χωρίς «επικοινωνία», «γιορτή», «υποκείμενο» και «βιωμένο χρόνο», είναι ένα ανάπηρο και στείρο διανοητικό σχήμα.
β) Η καταστασιακή ταύτιση του υποκειμένου με το χρόνο: προϋποθέσεις
Αυτό θα φανεί καθαρότερα εάν εξετάσουμε τις ευρύτερες προϋποθέσεις της καταστασιακής συνταύτισης του υποκειμένου με το χρόνο. Επισημαίνοντας μια υπόδειξη του Ντεμπόρ (ΚτΘ § 161), ο Γιάπε ανάγει την καταστασιακή προβληματική για τη σχέση μεταξύ υποκειμένου και χρόνου αποκλειστικά στον Χέγκελ. Ωστόσο, ο Χέγκελ είναι ένα μόνο από τα στηρίγματα της καταστασιακής σκέψης. Ένας άλλος πυλώνας της, εξίσου σημαντικός, ο οποίος έχει μάλιστα να κάνει άμεσα με αυτή την καταστασιακή προβληματική για το υποκείμενο, είναι η αντί-χεγκελιανή «υπαρξιακή» φιλοσοφία. Ας το δούμε.
Κάτι που δεν επισημαίνει καθόλου ο Γιάπε όταν εξετάζει τη σύνδεση υποκειμένου και χρόνου στον Ντεμπόρ, είναι το αίσθημα της μελαγχολίας, το οποίο συνοδεύει διαρκώς αυτή τη σύνδεση στο έργο του Ντεμπόρ. Είναι βέβαια αλήθεια ότι αυτό απλώς το υπαινίσσεται ο Ντεμπόρ στην ΚτΘ, όταν σε μια μόνο στιγμή αναφέρεται στο τραγούδι του Λορέντζου των Μεδίκων (ΚτΘ § 139). Είναι επίσης αλήθεια ότι στα «θεωρητικά» γραπτά του γενικότερα αυτό υποβόσκει μεν, αλλά συχνά είναι δύσκολο να το δει κανείς εάν διαβάζει μόνο ότι φαίνεται σε πρώτο πλάνο. Ωστόσο, αυτό το αίσθημα της μελαγχολίας είναι διάχυτο και μάλλον κυρίαρχο στο καλλιτεχνικό έργο του Ντεμπόρ, και ιδιαίτερα στις πρώτες του ταινίες που έκανε έως το 1961.[9]
Πράγματι, για τον Ντεμπόρ και τους καταστασιακούς, η χεγκελιανή «αναγκαία αλλοτρίωση» την οποία συνεπάγεται ο χρόνος, δεν είναι καθόλου κατ’ ανάγκην αποδεκτή με νηφαλιότητα, και οπωσδήποτε καθόλου με χαρά. Για να κατανοήσουμε όμως τι συμβαίνει εδώ, πρέπει να ξεφύγουμε από τις χεγκελιανές και μαρξιστικές πηγές τους, και να εξετάσουμε τις εξίσου σημαντικές «υπαρξιστικές» καταβολές τους. Χρειάζεται δηλαδή μια σφαιρικότερη ματιά στην όλη περιπέτειά τους.
Ντεμπορική «μελαγχολία» και κιρκεγκωριανή «απελπισία», ο «υπαρξισμός» της καταστασιακής θεώρησης του υποκειμένου
Είναι βέβαιο ότι ο Ντεμπόρ επηρεάστηκε από τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ και ότι, κατά ένα μέρος, εμπνεύστηκε από αυτόν την έννοια της «κατάστασης»[10]. Ακολουθώντας τον Σαρτρ αλλά και απομακρυνόμενος από αυτόν, ο Ντεμπόρ έγραφε το 1957
Η ζωή του ανθρώπου είναι μια σειρά αναγκαστικών καταστάσεων. Αν και καμμιά από αυτές δεν είναι ολόιδια με τις άλλες, στην τεράστια πλειοψηφία τους αυτές οι καταστάσεις διαφέρουν τόσο ελάχιστα και είναι τόσο θολές, που δίκαια δίνουν την εντύπωση ότι είναι απαράλλαχτες. Έτσι, οι σπάνιες αληθινά συναρπαστικές καταστάσεις που γνωρίζουμε στη ζωή, την ακινητοποιούν και την οριοθετούν αυστηρά. Πρέπει να προσπαθήσουμε για την κατασκευή καταστάσεων, δηλαδή συλλογικών ατμοσφαιρών, ενός συνόλου εντυπώσεων που θα καθορίζει την ποιότητα μιας στιγμής. (Έκθεση για την κατασκευή καταστάσεων…, βλ. Το Ξεπέρασμα της Τέχνης).
Σε συνάρτηση με αυτά, έγραφε επίσης στο ίδιο κείμενο:
Η καταστασιακή θεωρία υποστηρίζει αποφασιστικά μια ασυνεχή αντίληψη της ζωής. Η έννοια της ενότητας θα πρέπει να μεταφερθεί από την προοπτική μιας ολόκληρης ζωής (…) στην προοπτική μεμονωμένων στιγμών της ζωής και της κατασκευής κάθε στιγμής, χάρη στην ενιαία χρήση των καταστασιακών μέσων. (στο ίδιο).
Οι μη-χεγκελιανές καταβολές αυτών των προτάσεων είναι σαφείς. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια «υπαρξιακή» προσέγγιση των πραγμάτων, στην οποία, όπως γνωρίζουμε, ο Ντεμπόρ είχε έναν εξαιρετικό δάσκαλο, τον Άσγκερ Γιόρν[11].
Πράγματι, κατά τη δεκαετία του 1950 ο Γιόρν είχε αναδείξει τα όρια της χεγκελιανής διαλεκτικής και φαίνεται να βοήθησε τον νεαρό Ντεμπόρ τόσο στην απομάκρυνσή του από τη φιλοσοφία του Σαρτρ όσο και σε μια μύηση στις ιδέες του προπάτορα του «υπαρξισμού», του Σέρεν Κίρκεγκωρ[12]. Αξίζει λοιπόν να σταθώ λιγάκι σε αυτό το θέμα, διότι από εδώ θα μπορέσουμε να διακρίνουμε με ποιο τρόπο ο Ντεμπόρ αντιλαμβανόταν το υποκείμενο και για ποιο λόγο δεν το αντιλαμβανόταν ούτε ακριβώς «οντολογικά», ούτε ακριβώς ως «υγιές», όπως υποστηρίζει ο Γιάπε.
Είναι γνωστό ότι ο Κίρκεγκωρ διαμόρφωσε τη δική του φιλοσοφία κατά πολύ σημαντικό βαθμό σε αντιπαράθεση με τη φιλοσοφία του Χέγκελ, για τον οποίον έλεγε πολύ χαρακτηριστικά ότι «δεν ήταν παρά ένας καθηγητής φιλοσοφίας και όχι ένας στοχαστής» (Ημερολόγιο, 1849-1850). Πού εντοπιζόταν αυτή η αντιπαράθεση;
Ο Κίρκεγκωρ θεωρούσε ότι, στην αντίληψη του Χέγκελ, το υποκείμενο ολοκληρώνεται όταν ολοκληρώνεται ως διάνοια και μόνο. Για τον Δανό όμως (και εδώ έχει μεγάλη σημασία το ότι ήταν, έστω και κάπως ιδιότυπα, χριστιανός), η ηθική απόφαση και πράξη που χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο υποκείμενο, δεν είναι αποτέλεσμα μιας απλής νοητικής ή λογικής διεργασίας. Έτσι, εισήγαγε τον όρο «Ύπαρξη» αντιπαραβάλλοντάς την στο «Είναι», και υποστήριξε ότι το υποκείμενο ολοκληρώνεται όταν ολοκληρώνεται ως «ύπαρξη», διευκρινίζοντας ότι ο άνθρωπος δεν είναι, αλλά γίνεται «ύπαρξη».
Σε αυτό το «δεν είναι, αλλά γίνεται» εντοπίζεται, στον Κίρκεγκωρ (και σε όλη την υπαρξιακή φιλοσοφία), η αγωνιστική και συνάμα εν πολλοίς τραγική σχέση του ανθρώπου με το χρόνο. Διότι κατ’ αυτή την αντίληψη, η ολοκλήρωση του ανθρώπου ως ύπαρξη δεν είναι δεδομένη εκ των προτέρων, από τη «φύση» του, αλλά αποτελεί καθήκον του και διακύβευμα της ελευθερίας του. Μέσα στο χρόνο, ο άνθρωπος μπορεί να κερδίσει τον εαυτό του, αλλά μπορεί και να τον χάσει! Μάλιστα, ακόμα κι αν τον κερδίσει κάποια στιγμή, πάλι μπορεί την επόμενη στιγμή να τον χάσει εάν αφεθεί να «διασκορπιστεί» σε ενέργειες αντίθετες προς την υπαρκτική ολοκλήρωση, στην οποία παίρνει μέρος ολόκληρος (ας θυμηθούμε εδώ τι έλεγε ο Γιόρν στο Περί Μορφής). Γι’ αυτό το λόγο, κατά τον Κίρκεγκωρ, στον χρόνο ο άνθρωπος ζει κατά κανόνα μέσα στην απελπισία.
Πέρα από την εμφανή συγγένεια της κιρκεγκωριανής «απελπισίας» με τη ντεμπορική «μελαγχολία», είναι πολύ χαρακτηριστική αυτής της σύλληψης και η συγγένειά της με την «ασυνεχή αντίληψη της ζωής», την οποία υποστήριξε ο Ντεμπόρ στην Έκθεση για την Κατασκευή Καταστάσεων (1956). Είναι ορατό ότι και η μία και η άλλη απορρίπτουν τη (χεγκελιανή) γραμμική αντίληψη του χρόνου και της εξέλιξης του υποκειμένου. Πράγματι, στην «ασυνεχή αντίληψη της ζωής» η «ολοκλήρωση» (ή «πραγμάτωση» με όρους χεγκελιανούς) του υποκειμένου δεν είναι ποτέ βέβαιη, ούτε και ιστορικά εξασφαλισμένη καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αφού καμιά προηγούμενη λυτρωτική πράξη δεν μπορεί να αποτελεί σίγουρο έδαφος και κεκτημένο «αίτιο» ενός επόμενου απελευθερωτικού «αποτελέσματος». Γι’ αυτό, σε τούτη τη θεώρηση, κάθε «ντετερμινιστικός» εφησυχασμός (π.χ. στο «σχέδιο» της ιστορίας, ή στην «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων») καθίσταται αδύνατος και γελοίος. Και είναι εξίσου χαρακτηριστικό εδώ το γεγονός ότι ο ίδιος ο Κίρκεγκωρ παρουσίαζε κάθε φορά τον εαυτό του «ασυνεχή», με διαφορετικά ψευδώνυμα, όχι από λατρεία του ψευδωνύμου όσο για να καταδείξει ότι εκείνος που κάθε φορά μιλάει είναι ο ανολοκλήρωτος υπαρκτικά Σέρεν.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι, από τον Κίρκεγκωρ κι έπειτα (δηλαδή πάρα πολύ νωρίτερα από την εμφάνιση της κβαντομηχανικής), ο φιλοσοφικός ντετερμινισμός στη Δύση αρχίζει να κλυδωνίζεται. Μαζί του χάνει κλυδωνίζεται και το φιλοσοφικό πρωτείο της νοησιαρχίας. Πράγματι, σε αυτή τη γραμμή σκέψης συναντάμε στη συνέχεια τον Φρίντριχ Νίτσε με την συγκλονιστικά τραγική ιδέα του «εσταυρωμένου Διονύσου». Στην ίδια γραμμή έρχεται, αργότερα, ο φιλόσοφος του Είναι και Χρόνος, Μάρτιν Χάιντεγκερ, που πολύ πριν από τον Ντεμπόρ καταγγέλλει, με τον όρο «Man» (ο οποίος μοιάζει πολύ με τον «Ανθρωπάκο» του Βίλχελμ Ράιχ), τη συμβατικότητα, την «κοινή γνώμη», την ανικανότητα για πρωτοτυπία και προσωπικό τρόπο έκφρασης, την ομοιομορφία της καθημερινής συμπεριφοράς, θεωρώντας ότι μοναδικό μέλημα του ανθρώπου είναι να ξεφύγει από τις συμβάσεις του Man και να παλέψει για να γίνει «ύπαρξη».
Για το θέμα μας λοιπόν, είναι αξιοσημείωτο ότι, και γι’ αυτόν το φιλόσοφο της «ύπαρξης» ο άνθρωπος ζει μέσα στην αγωνία, δηλαδή στον «αόριστο φόβο» μήπως συναντήσει το «Τίποτα», μήπως δεν ολοκληρωθεί υπαρκτικά. Όπως και το ότι, για τον επόμενο «υπαρξιστή» στοχαστή, τον Σαρτρ, το κύριο συναίσθημα του ανθρώπου που αναζητεί την υπαρκτική ολοκλήρωση είναι, μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, η ναυτία και η αηδία –ενώ για τον Αλμπέρ Καμύ, η τραγική κατάσταση του «ξένου» και του «Σισύφου».
Μια μαρτυρία του Ζαν-Μισέλ Μανσιόν, παλιού φίλου και συντρόφου του Ντεμπόρ από τα χρόνια του λετρισμού, είναι διαφωτιστική εδώ και κατά την γνώμη μου ειλικρινής:
Στον Γκυ υπήρχε η αναζήτηση μιας απάντησης, η θέληση να πάει κανείς πιο πέρα από την εξέγερση, κι αυτό ήταν το συναρπαστικό (…) Ο Γκυ ήταν ωστόσο ένας άνθρωπος θλιμμένος. Είχε μια αρκετά πεσιμιστική θεώρηση του μέλλοντος, έστω κι αν αυτό δεν τον εμπόδιζε να αγωνίζεται. Δεν ξέρω αν μπορούμε να πούμε ότι ήταν διχασμένος αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι πίστευε αληθινά στη δυνατότητα ανατροπής του κόσμου. Πίστευε απόλυτα στην ανάγκη να την προσπαθήσει κανείς, κι εδώ ήταν σωστός, αλλά κατά βάθος ήταν μάλλον πεσιμιστής. (La Tribu, εκδόσεις Allia, 1998).
Ας θυμηθούμε επίσης εδώ την αναφορά του Ντεμπόρ (στον Πανηγυρικό) στον Εκκλησιαστή και στον Ομάρ Καγιάμ. Είναι λοιπόν δυνατόν να παραγνωρίζεται όλη αυτή η τροφή σκέψης, που σημάδεψε τον Γκυ Ντεμπόρ, και να τον στενεύει κανείς στα μέτρα μόνο του Χέγκελ, του Μαρξ και του Λούκατς;
Το πάσχον υποκείμενο και ο χρόνος
Εάν έπειτα από όλα αυτά δούμε την εικόνα του υποκειμένου στον Ντεμπόρ, καταλαβαίνουμε ότι ο Γιάπε κάνει λάθος όταν νομίζει πως ο Ντεμπόρ και οι καταστασιακοί, όταν μιλούν για «αλλοτρίωση», «επικοινωνία» και «διάλογο», υπονοούν οπωσδήποτε ένα «υγιές» υποκείμενο, ένα «φύσει» υποκείμενο και ότι υιοθετούν μια «οντολογική» (ή μάλλον «φυσικαλιστική») σύλληψη του υποκειμένου.
Ο Γιάπε φαίνεται να παραβλέπει, συν τοις άλλοις, το σημαντικό γεγονός ότι ο Ντεμπόρ ήταν ένας άνθρωπος που έπινε πολύ και συνειδητά, μέχρι και την πλήρη αυτοκαταστροφή του, όπως το είπε και ο ίδιος. Ας το συνδέσουμε αυτό με τη συνταύτιση του ανθρώπου με τον «ανεπίστρεπτο χρόνο», την «ασυνεχή αντίληψη της ζωής», την υπαρξιακή μελαγχολία και την απουσία αισιόδοξων ντετερμινιστικών βεβαιοτήτων για την ιστορία. Τότε θα δούμε ότι, κατά ένα πολύ σημαντικό μέρος της σκέψης τους, ο Ντεμπόρ και οι καταστασιακοί δεν συλλαμβάνουν το υποκείμενο αποκλειστικά και μόνο χεγκελιανά, ούτε μαρξιστικά. Πώς ακριβώς το συλλαμβάνουν όμως;
Εδώ δυστυχώς δεν μάς βοηθούν οι ίδιοι γενικά, ούτε ο Ντεμπόρ ειδικότερα. Όχι επειδή δεν το θέλησαν, αλλά επειδή δεν μπόρεσαν να το αποσαφηνίσουν. Ο μαρξισμός του Ντεμπόρ, με την εμπιστοσύνη στην «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» και με τον αγωνιστικό του βολονταρισμό, όπως και η δηλωμένη «μεγαλομανία» του και το γητευτικό παιχνίδι του με τις εντυπώσεις, τον έστρεφαν διαρκώς —σαν μια αντίρροπη δύναμη, θα έλεγε κανείς, προς αυτήν της υπαρξιακής αγωνίας— προς την ιδέα ενός θριαμβεύοντος υποκειμένου, ενός υποκειμένου μάλιστα «απολύτως συνεκτικού», που υποτίθεται πως «έκανε ό,τι ήθελε και ήθελε ό,τι έκανε», και που ασφαλώς ήταν πολύ λίγο καταστασιακό, ελάχιστα σύμφωνο με μια «ασυνεχή αντίληψη της ζωής» και την ποιητική μελαγχολία, ενός υποκειμένου που στο τέλος αφήνεται ανερυθρίαστα και μάλλον θλιβερά να κάνει τον «αυτό-πανηγυρικό» του. Θλιβερά, διότι με αυτό τον τρόπο (και αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό στον Ντεμπόρ), η υπαρξιστικής έμπνευσης καταστασιακή σύλληψη του υποκειμένου στριμωχνόταν στην καλλιτεχνική πλευρά τους, για να αποδυναμωθεί δραστικά −χωρίς ωστόσο να σβήσει ολότελα− με τη διαγραφή των καλλιτεχνών από το 1962 κι έπειτα.
Είδαμε ωστόσο ότι η «υπαρξιακή» σκέψη συλλαμβάνει το υποκείμενο ως ένα υποκείμενο που αγωνίζεται αβέβαια να ολοκληρωθεί υπαρκτικά, βιώνοντας μέσα στον κόσμο μελαγχολία, απελπισία, αγωνία, αηδία, ξενότητα και ένα σισύφειο έργο, και όχι σαν ένα θριαμβεύον «φύσει υγιές» υποκείμενο. Είδαμε, με άλλα λόγια, ότι η σκέψη αυτή συλλαμβάνει το υποκείμενο ως ένα πάσχον υποκείμενο.
Να το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν : το πάσχον υποκείμενο του Ντεμπόρ και των καταστασιακών δεν είναι εκ φύσεως «πλήρες» και οντολογικά ξένο προς την αλλοτρίωση, δεν είναι «υγιές». όπως ατυχώς φαντάζεται ο Γιάπε. Ωστόσο, δεν είναι ούτε και ένα υποκείμενο απόλυτα υποταγμένο στην αλλοτρίωση, όπως το υποκείμενο που επίσης φαντάζεται ο Γιάπε μιλώντας για την πλήρη κατάληψη του «ασυνειδήτου» από το «προτσέσο της αφαίρεσης».
Το πάσχον υποκείμενο δεν είναι ούτε εντελώς υγιές, ούτε εντελώς άρρωστο, ούτε ολοκληρωτικά ξένο προς την αλλοτρίωση, ούτε ολοκληρωτικά καθημαγμένο από αυτήν. Βρίσκεται μάλλον σε μια «τρίτη» κατάσταση ως προς την «υγεία» και την «αρρώστια», την οποία δεν μπορούμε να αντιληφθούμε όσο μένουμε εγκλωβισμένοι στο κλασικό σχήμα όπου «το Α δεν μπορεί να είναι μη-Α, του τρίτου αποκλειομένου».
Η έκλειψη του πάσχοντος υποκειμένου στον Ντεμπόρ
Αυτό το πάσχον υποκείμενο −το οποίο ανιχνεύεται στον Ντεμπόρ όπου υπάρχει διάχυτη, έστω και υπόγεια, η υπαρξιακή μελαγχολία− δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί με μια χεγκελιανή αισιοδοξία στην «αναγκαία αλλοτρίωση» του χρόνου, όπως φαίνεται να σκέφτεται ο Γιάπε. Διότι, αντίθετα από τον Χέγκελ, στην υπαρξιακή οπτική ο χρόνος και η πορεία του υποκειμένου δεν είναι μια πορεία με λίγο-πολύ εξασφαλισμένο το αίσιο τέλος. Είναι μια πορεία ασυνεχής. «Ασυνεχής», όχι με την έννοια του ασυνάρτητου, όχι με την έννοια μιας διαρκούς εναλλαγής «ρόλων», την οποία ευλογεί η σημερινή κυρίαρχη μηδενιστική ιδεολογία της αυτάρεσκης «ρευστότητας» και του χαρωπού υπαρξιακού «χάους», αλλά με την τραγική έννοια του πάσχοντος ανθρώπινου όντος.
Αν λοιπόν πάρουμε υπόψη μας ότι η «υπαρξιακή» ιδέα του πάσχοντος υποκειμένου και της ασυνεχούς αντίληψης της ζωής ανήκει στις προϋποθέσεις της αγωνιστικής καταστασιακής σκέψης, τότε θα καταλάβουμε καλύτερα μια σειρά από μη-μαρξιστικές έννοιες, τις οποίες προσπάθησαν να φέρουν στο προσκήνιο οι καταστασιακοί και ο Ντεμπόρ —έννοιες όπως η γιορτή, η πολυτέλεια, η κοινότητα, ο διάλογος και η επικοινωνία. Διότι αυτές ακριβώς οι έννοιες, που ο Γιάπε προσπερνάει αλόγιστα, φαίνεται πως ήταν γι’ αυτούς η «γέφυρα» ανάμεσα στην υπαρξιακή μελαγχολία και τη μαρξιστική ιστορική αισιοδοξία. Τι άλλο μπορεί να είναι λ.χ. η «κατασκευή καταστάσεων», ή η «γιορτή», από μια συλλογική συνάντηση πασχόντων υποκειμένων, η οποία διαρρηγνύει εκρηκτικά αλλά «ασυνεχώς» τον κόσμο της αλλοτρίωσης; Χρειάζεται να το υποθέσουμε; Μα αυτό ακριβώς μάς βεβαιώνουν τα ίδια τα γραπτά των νεαρών λετριστών και των πρώτων καταστασιακών.
Είναι αλήθεια ότι όταν ο Ντεμπόρ συνδέει την ασυνεχή αντίληψη της ζωής και το υποκείμενο με μια υπεραξίωση της «στιγμής», κάνει ένα σφάλμα (παρασυρμένος ίσως από τον Ανρί Λεφέβρ και τη θεωρία του των «στιγμών»), στο οποίο δεν είχε υποπέσει ο Κίρκεγκωρ. Πράγματι, όπως επισημαίνει ο Γιόρν στο Αγριότητα, Βαρβαρότητα και Πολιτισμός, τον Κίρκεγκωρ «η καθαρή στιγμή είναι ένα τρελό όνειρο και μια μάταια ελπίδα». Διότι γι’ αυτόν, η ασυνεχής αντίληψη της ζωής δεν συνεπάγεται μια υπεραξίωση της «στιγμής» αλλά, όντας άρρηκτα δεμένη με την «απελπισία», αξιώνει τη «σωτηρία», την «ολοκλήρωση» του πάσχοντος ανθρώπινου όντος, την υπαρκτική του πληρότητα δηλαδή και όχι κάποια, πάντοτε αβέβαια, επιμέρους επιτεύγματά του.
Από την άλλη μεριά, είναι επίσης αλήθεια ότι ο Ντεμπόρ, στην πολιτική απόπειρά του να αντιπαραθέσει στο «θέαμα» ένα θεαματικά ισχυρό «αντίπαλο δέος» και μια βεβαιότητα περί της τελικής «λύτρωσης», έσπρωξε από μόνος του σε κάποιου είδους αφάνεια αυτή την πλευρά της καταστασιακής σκέψης. Το πάσχον υποκείμενο δεν είχε θέση σε αυτή την απόπειρα, την οποία παρουσίασε με καθαρούς όρους δύναμης, βεβαιότητας, «υγείας», τόσο στο πεδίο της θεωρίας (όπου η «ασυνέχεια» αντικαταστάθηκε από μια ειδωλολατρία της «συνοχής»), όσο και στο οργανωτικό επίπεδο, όπου ο Ντεμπόρ βάλθηκε, κατά το πρότυπο ενός Μπαμπέφ, να παρουσιάζει την Καταστασιακή Διεθνή, ακόμα και εναντίον κάθε πραγματικότητας, σαν μια απολύτως «μη-θεαματική συνωμοσία των Ίσων» —μέχρι τη στιγμή τουλάχιστον όπου, εκ των πραγμάτων, αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως ουδέποτε υπήρξε ισότητα στην οργάνωσή του [13].
Επιπλέον είναι γεγονός ότι, από ένα σημείο κι έπειτα τουλάχιστον, ο Ντεμπόρ έκανε το παν ώστε να διαβεβαιώσει ότι ουδέποτε υπήρξε ο ίδιος ένα «πάσχον υποκείμενο» (όπως αυτό που τόσο ποιητικά μάς έδωσε π.χ. στις ταινίες του για το Πέρασμα μερικών προσώπων… ή την Κριτική του διαχωρισμού, κατά το 1960-1961), αλλά ότι υπήρξε αντίθετα απόλυτος «κύριος και αφέντης» κάθε στιγμής της ζωής του (π.χ. στον Πανηγυρικό), αν όχι και της ζωής άλλων ανθρώπων, όπως στην αφάνταστα άκομψη αναφορά του στο προ πολλού νεκρό φίλο και μαικήνα του Gerard Lebovici, στην εισαγωγή του στο βιβλίο του Des Contrats [14] (βλ. Για τον ντεμπορισμό).
Με αυτή την έννοια, ο Γιάπε είναι κάπως δικαιολογημένος που αγνοεί αυτήν την καταστασιακή πλευρά της σκέψης του Ντεμπόρ και τις βαθύτερες προϋποθέσεις της. Κατά κάποιον τρόπο, παρασύρθηκε εδώ από τον ίδιο τον Ντεμπόρ, από την ίδια την αποτυχία του Ντεμπόρ να διατηρήσει τον πλούτο του αρχικού καταστασιακού εγχειρήματος, από την ίδια αποτυχία των καταστασιακών να παραμείνουν καταστασιακοί.
Συμπέρασμα
Συνδέοντας το υποκείμενο με το χρόνο, οι καταστασιακοί και ο Ντεμπόρ ευδόκησαν προς στιγμή μια ασυνεχή αντίληψη όχι μόνο του χρόνου αλλά και του υποκειμένου. Ψάχνοντας λοιπόν να βρούμε πώς εννοούσαν το υποκείμενο, δεν θα βρούμε τόσο μια οντολογία του «υγιούς» υποκειμένου, όπως αυτή που εντοπίζει ο Γιάπε (και ασφαλώς με τίποτα μια μεταφυσική του «ενστίκτου της επιβίωσης»).
Θα βρούμε κυρίως μια άλλη, πολύ διαφορετική και πολύ αξιόλογη σύλληψη του υποκειμένου, μέσα από την οποία μπορούμε να καταλάβουμε πολύ καλύτερα το νόημα που πήγαν να δώσουν στην «κατασκευή καταστάσεων», τη «γιορτή», την «πολυτέλεια», το «διάλογο» και την «επικοινωνία».
Αν και είναι θεμιτό να πούμε ποια «θέματα» οι καταστασιακοί και ο Ντεμπόρ έφεραν και πάλι στο τραπέζι, θα ήταν σφάλμα να τους αποδώσουμε κάτι περισσότερο απ’ όσα οι ίδιοι μπόρεσαν να επεξεργαστούν. Αλλά θα ήταν επίσης σφάλμα να του αποδώσουμε κάτι λιγότερο, όπως κάνει σε αυτό το βιβλίο του ο Άνσελμ Γιάπε.
Γιάννης Δ. Ιωαννίδης
Ιανουάριος 2003
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Γκυ Ντεμπόρ και Τζιανφράνκο Σανγκουινέτι, Το Αληθινό Σχίσμα στη Διεθνή, στο «Θέσεις πάνω στην καταστασιακή Διεθνή και τον καιρό της», § 45 (Ελεύθερος Τύπος, 1981).
[2] Δεν είναι επιφώνημα. Ο Ιταλός κομμουνιστής Amadeo Bordiga (1889-1970) θεωρούσε ότι ο καπιταλισμός, σαν ένα είδος φυσικού κατακλυσμού, βάζει σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωση και τη ζωή των προλετάριων, και ότι αρκεί το ένστικτο της επιβίωσης για να ξεσηκωθούν και να φτιάξουν μια κομμουνιστική κοινωνία. Στο Σχόλιο πάνω στο βιβλίο του Ζιλ Ντωβέ έχω δείξει πιο διεξοδικά το αβάσιμο αυτής της ιδέας. Πολύ περιληπτικά: το «ένστικτο της επιβίωσης» μπορεί μεν να κάνει κάποιους να ξεσηκωθούν, αλλά όχι και να οικοδομήσουν μια καλύτερη, ελεύθερη κοινωνία.
[3] Βλ. Καρλ Κορς, Γιατί είμαι μαρξιστής (Ύψιλον/βιβλία, 1980) και Μαρξισμός και φιλοσοφία (Ύψιλον/βιβλία, 1981).
[4] Ο τίτλος αυτού του κεφαλαίου είναι «Το προλεταριάτο σαν υποκείμενο και σαν αναπαράσταση». Αυτή η τελευταία λέξη στα γαλλικά είναι représentation, που σημαίνει και παράσταση-αναπαράσταση, αλλά και αντιπροσώπευση-εκπροσώπηση. Να σημειώσω όμως ότι ο Ντεμπόρ δεν είναι κατά της αντιπροσώπευσης γενικά, ούτε κατά της δημοκρατίας γενικά (βλ. π.χ. ΚτΘ, § 116, 103, 121).
[5] Βλ. π.χ. τα Σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος (Ελεύθερος Τύπος, 1988).
[6] Βλ. π.χ. τους ανεκδιήγητους Πανηγυρικούς του (ο πρώτος κυκλοφόρησε από τον Ελεύθερο Τύπο, 1995).
[7] Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, Πρόλογος του μεταφραστή στη β’ έκδοση (Ύψιλον/βιβλία, 1999) και Γ.Δ. Ιωαννίδης, «Για τον ντεμπορισμό» (2001-2006).
[8] Έννοια που εισήγαγε ο Άσγκερ Γιόρν αντιπαραθέτοντάς την στην «άνεση» (βλ. Περί Μορφής. Σκιαγραφία μιας μεθοδολογίας των τεχνών, Νησίδες, 2002).
[9] Ουρλιαχτά υπέρ του Σαντ (1952, ελληνικά Οξύ, 1995), Για το πέρασμα μερικών προσώπων… (1959), Κριτική του διαχωρισμού (1961).
[10] Βλ. Ζ.-Π. Σαρτρ, Situations (Καταστάσεις, 1947 κ.ε.). Ένα άλλο μέρος (βλ. τα «Ντοκουμέντα σχετικά με την καταστασιακή ιστορία, 1» στην ιστοσελίδα happyfew), είναι μια αναφορά του Λέοντα Τρότσκι. Να επισημάνω, ότι και η έννοια της «περιπέτειας» συνδέεται στενά με τον υπαρξισμό του Σαρτρ.
[11] Το πιστοποιούν και οι αναφορές του Γιόρν σ’ αυτόν και στον Ντεμπόρ στο «Αγριότητα, Βαρβαρότητα και Πολιτισμός» (1964, Αλήστου Μνήμης, 2003).
[12] Βλ. το Περί Μορφής.
[13] Βλ. χαρακτηριστικά Το αληθινό σχίσμα στη Διεθνή.
[14] Γ.Δ. Ιωαννίδης, «Για τον ντεμπορισμό».
Πηγή: dangerfew