Σχετικά με την ιδεολογία της «αντι-ισλαμοφοβίας»
Ο σκοπός αυτού του κειμένου είναι να απαντήσει σε εκείνους μεταξύ των αναρχοκομμουνιστών που ασχολούνται με την καταπολέμηση της «Ισλαμοφοβίας» και οι οποίοι, για αυτόν τον λόγο, απαγορεύουν κάθε κριτική στο Ισλάμ και υποστηρίζουν μια θεωρία της φυλής ως κοινωνικής τάξης, σε ατμόσφαιρα αυξανόμενης έντασης, κατηγοριών περί ρατσισμού, ακόμη και πραγματικών σωματικών επιθέσεων.
Ο όρος «Ισλαμοφοβία», που πιθανότατα χρονολογείται από τις αρχές του εικοστού αιώνα, μόλις πρόσφατα χρησιμοποιήθηκε ευρέως για τον χαρακτηρισμό του ρατσισμού ενάντια στους «Άραβες». Αυτό αντιστοιχούσε σε μια μετατόπιση από το ρατσισμό εναντίον των Βορειοαφρικανών στον τρόμο και τον αποτροπιασμό που προκαλείται από τη θρησκεία των Μουσουλμάνων. Οι μετανάστες και οι απόγονοί τους, που προηγουμένως απορρίπτονταν για «εθνοτικούς» λόγους, σήμερα υφίστανται διακρίσεις για την υποτιθέμενη προσήλωσή τους σε μια καταγωγική κουλτούρα που ταυτίζεται με μια από τις διαστάσεις της – τη Mουσουλμανική θρησκεία – την οποία πολλοί δεν εφαρμόζουν καν, αν και ορισμένοι τηρούν ορισμένα παραδοσιακά έθιμα.
Μέσα από αυτό το τέχνασμα, η θρησκεία εξομοιώνεται με τη «φυλή» ως πολιτισμική μήτρα σε αυτό που ισοδυναμεί με “πολιτισμική μυστικοποίηση (…) από την οποία μια ολόκληρη γκάμα ατόμων κατατάσσεται, με βάση την καταγωγή ή τη σωματική τους εμφάνιση, στην κατηγορία των «Μουσουλμάνων», καταπνίγοντας κάθε κριτική στο Ισλάμ, η οποία γίνεται αντιληπτή, όχι ως κριτική στη θρησκεία, αλλά άμεσα ως εκδήλωση ρατσισμού.” [1] Ενώ ο Claude Guillon βλέπει «περιφρόνηση» σε αυτόν τον «αντιρατσισμό των ηλίθων» [2], εμείς αναγνωρίζουμε κυρίως το φάντασμα που στοιχειώνει τον αριστερό τριτοκοσμισμό. Σύμφωνα με αυτήν την ιδεολογία, η οποία συνεπάγεται άκριτη υποστήριξη των «καταπιεσμένων» ενάντια στον «καταπιεστή» τους, εκείνοι που έβλεπαν τους «αποικιοκρατούμενους» ως τον κατ’ εξοχήν εκμεταλλευόμενο λαό κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας υποστήριξαν άνευ όρων το Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης (NLF). Ή πάρτε τις επιτροπές του Βιετνάμ κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, για τις οποίες η καταγγελία των Αμερικανών σήμαινε υποστήριξη των Βιετμίν και της πολιτικής του Ho Chi Minh, φωνάζοντας το όνομά του και κουνώντας την εικόνα του σε κάθε διαδήλωση. Αυτό το σενάριο επαναλήφθηκε με την Ιρανική επανάσταση το 1979 και με τους φιλο-Παλαιστινίους. Σήμερα,η υπεράσπιση των Κούρδων συνεπάγεται συνήθως την υποστήριξη του PKK και την περιφορά της εικόνας του Oçalan. Τέτοια ήταν η διαδικασία με την οποία, σιγά-σιγά, η τριτοκοσμιστική προοπτική εγκατέλειψε το προλεταριάτο ως επαναστατικό υποκείμενο και το αντικατέστησε με το αποικιοκρατούμενο, μετά τον μετανάστη, τον απόγονο των μεταναστών… και τελικά τον πιστό. Ενώ στην αρχή, ο τριτοκοσμισμός προώθησε τον πολιτισμικό σχετικισμό, οι διάδοχοί του υιοθέτησαν τον κουλτουραλισμό, ο οποίος θέτει ως βάση τις πολιτισμικές διαφορές για να εξηγήσει τις κοινωνικές σχέσεις. Η μεγάλη χειραγώγηση του κινήματος SOS Racisme τη δεκαετία του 1980 έκανε αυτή τη μετατόπιση ένα δόγμα που τελικά γέννησε όλες τις υπερβολές των οποίων γινόμαστε μάρτυρες σήμερα, ιδίως τη Μουσουλμανική ταυτότητα που αποδίδεται στους «Άραβες» μετανάστες και στους απογόνους τους στο σύνολό τους.
Είναι ενδιαφέρον ότι η κουλτουραλιστική ιδεολογία που υιοθετείται από ένα μέρος της αριστεράς έγινε, μετά το 1968, η γωνία προσβολής για ένα από τα ακροδεξιά ρεύματα – τη Νέα Δεξιά. Η απόρριψη της μετανάστευσης από την τελευταία δεν αντικατόπτριζε πλέον τον βιολογικό ρατσισμό, αλλά μάλλον την έννοια της οικοδόμησης ταυτότητας που βασίζεται σε μια άποψη κοινωνιών που έχουν κολλήσει στις αρχαίες παραδόσεις και στην ανάγκη διατήρησης ομοιογενών πολιτισμών για τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Στις φαντασιώσεις των νεοδεξιών – για τους οποίους υπάρχουν εθνοπολιτισμικές αλλά όχι ταξικές συγκρούσεις – οι Βορειοαφρικανοί σχετίζονται με τη Μουσουλμανική κουλτούρα και ως εκ τούτου πρέπει να παραμείνουν στη γενέτειρά τους και να ζήσουν εκεί μαζί σύμφωνα με τις παραδόσεις τους! Ο αρχηγός της Νέας Δεξιάς Alain de Benoist φτάνει μέχρι να υπερασπιστεί τους τριτοκοσμιστικούς, αντι-ιμπεριαλιστικούς αγώνες και να αρνηθεί τον ρατσιστικό χαρακτήρα της «υπεράσπισης της Ευρωπαϊκής ταυτότητας». Μια παρόμοια αλλαγή έχει επηρεάσει τα τελευταία χρόνια τον ρατσιστικό λόγο ενός άλλου ακροδεξιού κόμματος που κυνηγάει την ευυποληψία· το Εθνικό Μέτωπο (FN) δανείστηκε ορισμένες πτυχές της ρητορικής της Νέας Δεξιάς: το πρόβλημα δεν είναι πλέον οι «μετανάστες» αλλά οι «Μουσουλμάνοι».
Με αυτόν τον τρόπο, δύο πλευρές, θεωρητικά ριζικά αντίθετες μεταξύ τους, καταλήγουν να συνηγορούν υπέρ της πολιτικών ταυτότητας σύμφωνα με την οποία όλοι οι μετανάστες ή οι απόγονοι μεταναστών από οποιαδήποτε χώρα της Βόρειας Αφρικής (ή άλλης «Αραβικής») χώρας πρέπει να θεωρούν τους εαυτούς τους Μουσουλμάνους, με γελοιωδώς τιτλοφορούμενοι «Γάλλοι μουσουλμανικής καταγωγής». ” Ως εκ τούτου, αγνοώντας το γεγονός ότι υφίστανται διακρίσεις όχι επειδή ασκούν ή φέρεται να ασκούν μια δεδομένη θρησκεία, αλλά επειδή είναι μετανάστες εργάτες ή παιδιά μεταναστών. Το ζήτημα που διακυβεύεται δεν είναι η ταυτότητα αλλά η τάξη. Η λεγόμενη «Μουσουλμανική καταγωγή» που κάνει το αίμα των Βορειοαφρικανών άθεων να βράζει είναι απλώς ένα κοινωνικό στίγμα μεταμφιεσμένο ως πολιτισμικό στίγμα. Το Κράτος και τα μέσα ενημέρωσης ξέρουν τι κάνουν όταν μετατρέπουν τον «Μουσουλμάνο» –προφανώς Ισλαμιστή (και οτιδήποτε από το μετριοπαθές έως το ριζοσπαστικοποιημένο) – στον νέο χαρακτηρισμό ενός μέλους της επικίνδυνης τάξης [3].
Σε αυτή τη βάση, η ιδεολογία της αντι-ισλαμοφοβίας που βασίζεται στην ταυτότητα συνδέεται, ακόμη και από ορισμένους Μαρξιστές, με την έννοια της «κοινωνικής ράτσας», μια ακαδημαϊκή φαντασίωση προσφάτως εισηγμένη από τις ΗΠΑ που επιχειρεί να μεταμοσχεύσει σε αυτή την πλευρά του Ατλαντικού το φυλετικό, κοινοτικό μοντέλο της Αμερικανικής κοινωνίας. Αυτή η «ρατσιστική» σύλληψη [4] που αξιώνει να αναγορεύσει τη «φυλή» σε μια νέα τάξη στην πραγματικότητα χρησιμεύει μόνο στην συγκάλυψη ή ακόμα και στην άρνηση της πραγματικής καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης: της εκμετάλλευσης των προλετάριων, όλων των προλετάριων, ανεξαρτήτως προέλευσης, χρώματος δέρματος, θρησκείας ή προσωπικών εθίμων και πεποιθήσεων. Η αιτιολόγησή της έγκειται στον υποτιθέμενο απαραίτητο ρόλο που έπαιξε ο ρατσισμός στην καπιταλιστική ανάπτυξη ως η υποβόσκουσα αιτία της αποικιοκρατίας. Στην πραγματικότητα, η άρχουσα τάξη χρησιμοποιούσε πάντα τη στρατηγική της απόδοσης ενός κατώτερου στάτους σε όλους τους καταπιεσμένους, ανεξάρτητα από την υποτιθέμενη «φυλή» τους. Διαδοχικά, οι δουλοπάροικοι, οι φτωχοί αγρότες, οι σκλάβοι και έπειτα οι εργάτες κρατήθηκαν στην ταπεινή κοινωνική τους θέση και εμποδίστηκαν να εκφραστούν ή να λάβουν εκπαίδευση με το σκεπτικό ότι ήταν πολύ ανόητοι ή αδαείς και ανήκαν σε μια κατώτερη κατηγορία. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι οι Βρετανοί αποίκισαν αδυσώπητα και λεηλάτησαν τους Ιρλανδούς, και τους Ρώσους, τους Ουκρανούς, χωρίς σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις να χρειάζονται τέτοια δικαιολογία. Πράγματι, η λεηλασία και ο αποικισμός γενικά, όπως η ίδια η εκμετάλλευση, δεν απαιτούν δικαιολογίες.
Ωστόσο, ο ρατσισμός υπάρχει αναμφισβήτητα, και μια από τις εκδηλώσεις του είναι η απόρριψη των φτωχών «Μουσουλμάνων» μεταναστών. Ο αντι-ισλαμικός λόγος του Εθνικού Μετώπου, του κινήματος Bloc Identitaire και των Πατριωτών Ευρωπαίων ενάντια στην Ισλαμοποίηση της Δύσης (Pegida) είναι απλώς το δέντρο που κρύβει το δάσος: αυτές οι ομάδες δεν είναι παρά ρατσιστές που φωνάζουν για να πάνε οι μετανάστες στην πατρίδα τους. Βλέπουν πιθανώς το πολιτισμικό επιχείρημα ως κάπως πιο σεβαστό από τα παλιά ρατσιστικά σκατά που περιλαμβάνουν υποτιθέμενα εγγενή χαρακτηριστικά (οι Μαύροι είναι έτσι, οι Άραβες είναι αλλιώς, κ.λπ.). Η στρατηγική αυτών των κινημάτων τους επιτρέπει επίσης να ρίξουν ένα ευρύτερο δίχτυ, ειδικά εκμεταλλευόμενοι την πραγματική άνοδο του ριζοσπαστικού Ισλάμ για τους ρατσιστικούς σκοπούς τους. Σε γενικές γραμμές εμμένουν σε πιο τίμια επιχειρήματα όπως η υπεράσπιση του κοσμικισμού ή η καταπολέμηση του σεξισμού, αλλά βλέπουν τη μετανάστευση ως το θεμελιώδες πρόβλημα και θεωρούν όλους τους μετανάστες (τους φτωχούς, φυσικά) ανεπιθύμητους, είτε είναι μουσουλμάνοι είτε όχι.
Ο ρατσισμός, όπως η ξενοφοβία, είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν οι κυβερνήτες εναντίον των κυβερνώμενων. Με τα λόγια του Fredy Perlman: “Οι Αμερικανοί έποικοι-εισβολείς είχαν προσφύγει σε ένα όργανο που δεν ήταν, όπως η γκιλοτίνα, μια νέα εφεύρεση, αλλά ήταν εξίσου θανατηφόρο. Αυτό το όργανο αργότερα θα ονομαζόταν ρατσισμός και θα ενσωματωνόταν στην εθνικιστική πρακτική. (…) Άνθρωποι που είχαν εγκαταλείψει τα χωριά και τις οικογένειές τους, που ξέχασαν τις γλώσσες τους και άφηναν τις κουλτούρες τους, που ήταν σχεδόν άδειοι από την κοινωνικότητά τους, χειραγωγήθηκαν ώστε να θεωρούν το χρώμα του δέρματός τους υποκατάστατο όλων όσων είχαν χάσει.” “Ο ρατσισμός υπήρξε αρχικά μια από τις πολλές μεθόδους κινητοποίησης των αποικιακών στρατών και (…) δεν πήρε τη θέση των άλλων μεθόδων, αλλά μάλλον τις συμπλήρωσε”. [5] Δημιουργώντας κατηγορίες, οι διαιρέσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την πρόληψη ή τη συντριβή εξεγέρσεων και κοινωνικών αγώνων. Αυτό έκανε η Γαλλική κυβέρνηση στην Αλγερία όταν χορήγησε τη Γαλλική ιθαγένεια στους «αυτόχθονες Εβραίους» το 1870 (διάταγμα Crémieux), διαχωρίζοντάς τους αυθαίρετα από τους «αυτόχθονες Μουσουλμάνους». Ομοίως, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η «θρησκευτική πειθώ» χρησιμοποιήθηκε για να υπονομεύσει τους κοινωνικούς αγώνες μέσω της κατασκευής μιας ανύπαρκτης «Μουσουλμανικής ιθαγένειας» για να στρέψει ανθρώπους που μέχρι τότε ζούσαν μαζί τον έναν ενάντια στον άλλον.
Όπως θα περίμενε κανείς, οι φυλετικές διαιρέσεις λειτουργούν πιο αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια κρίσεων, όταν τα εισοδήματα κατακρημνίζονται και οι θέσεις εργασίας σπανίζουν. Το Εθνικό Μέτωπο καλλιέργησε αυτά τα ζητήματα για να κερδίσει αυτά που συνήθιζαν να είναι τα προπύργια της εργατικής τάξης της Αριστεράς. Ακόμη και σε περιόδους πλήρους απασχόλησης, το Κράτος και τα μέσα ενημέρωσης πάντα έτειναν να τροφοδοτούν την ξενοφοβία και να ενθαρρύνουν τον στιγματισμό κάθε διαδοχικού κύματος μεταναστών εργατών («Πολωνοί», «μακαρόνια», «παλιοϊσπανοί», βρωμολατίνοι» κ.λπ.). Όποια κι αν είναι η κατάσταση της οικονομίας, οι διαιρέσεις αυτές είχαν λιγότερες επιπτώσεις στους χώρους εργασίας, όπου η προλεταριακή αλληλεγγύη υπερίσχυε των προκαταλήψεων και όλοι εργάζονταν και αγωνίζονταν δίπλα-δίπλα. Ή τουλάχιστον έτσι συνήθιζε να είναι.
Το πρόβλημα με τη λέξη «ισλαμοφοβία» δεν έγκειται τόσο στην ίδια την έννοια, αλλά στον τρόπο που χρησιμοποιείται για σκοπούς χειραγώγησης. Ομοίως, η έννοια του αντισημιτισμού γίνεται χειριστική όταν ο όρος παρουσιάζεται ως ισοδύναμος με τον αντι-σιωνισμό και τελικά με την «Ιουδαιοφοβία», με βάση τον ισχυρισμό ότι η κριτική του σιωνισμού υποδηλώνει αναγκαστικά μια ρατσιστική στάση απέναντι στους «Εβραίους» παρά μια κριτική στον αποικιακό χαρακτήρα του θρησκευτικού κράτους του Ισραήλ.
Ο στόχος του πολιτικού Ισλάμ, σύμφωνα με τον Claude Guillon, είναι να μετατραπεί η ισλαμοφοβία σε «ιδεολογικό όπλο πολέμου ενάντια στον αθεϊσμό» [6] και, γενικότερα, ένα προπαγανδιστικό όχημα για τη Μουσουλμανική θρησκεία. Η θέση των ακροαριστερών αντι-ισλαμοφοβικών σχετικά με το πολιτικό Ισλάμ είναι, τουλάχιστον, αμφιλεγόμενη. Θέλουν να απαγορεύσουν κάθε κριτική στη Μουσουλμανική θρησκεία, μια πρακτική που λένε ότι είναι ρατσιστική. Αυτή η ηθικολογική στάση αποκαλύπτει μια έλλειψη ανάλυσης για το πώς το πολιτικό Ισλάμ έχει εξελιχθεί στον κόσμο από την Ιρανική επανάσταση του 1979 και, για κάποιους, μια άρνηση της ίδιας της ύπαρξής του. Ούτε καν ο Τζιχαντισμός δεν θορυβεί αυτούς τους αντι-ισλαμοφοβικούς. Μετά από κάθε επίθεση που διαπράττεται από Τζιχαντιστές στην Ευρώπη (αυξάνοντας τον μακρύ κατάλογο των φρικαλεοτήτων τους, ειδικά στην Αφρικανική ήπειρο και στη Μέση Ανατολή), ανησυχούν κυρίως για το ότι οδηγεί σε νέα ξεσπάσματα «Ισλαμοφοβίας» (και – με καλή αιτία – κατασταλτικά μέτρα) και καταλογίζουν την αποκλειστική ευθύνη στον δυτικό ιμπεριαλισμό. Ισχυρίζονται, για παράδειγμα, ότι οι επιθέσεις στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου 2015 ήταν αυστηρά συνέπεια των πολέμων των οποίων ηγήθηκε το Γαλλικό κράτος στο Ιράκ, τη Λιβύη, το Μάλι κ.λπ. Η Γαλλία έχει προφανή μερίδια στη γεωπολιτική που εξελίσσεται στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, αλλά αυτά από μόνα τους δεν μπορούν να εξηγήσουν την ανάδυση και την επιμονή του Ισλαμικού Κράτους [7] ή της Boko Haram. Οι αντι-ισλαμοφοβικοί βασίζονται σε αυτού του είδους τη συζήτηση για να αποφύγουν την πραγματική συμμετοχή του ριζοσπαστικού Ισλάμ στις επιθέσεις, εδώ και στο εξωτερικό, και να αρνηθούν στους δράστες τους οποιαδήποτε ικανότητα πρωτοβουλίας, έως το σημείο να απαλλάσσουν τους αδελφούς Kouachi ή τον Coulibaly, τους αποκαλούμενους προλετάριους «μεταναστευτικής καταγωγής». Αυτή η θυματοποιητική ιδεολογία αντιστοιχίζει άτομα και ομάδες όχι μόνο με μια συγκεκριμένη ταυτότητα (γυναίκες, «φυλετικοποιημένους» κ.λπ.), αλλά με ένα προκαθορισμένο στάτους καταπιεσμένων θυμάτων των οποίων οι επιλογές και οι πρακτικές, όσο αντιδραστικές και να είναι, δεν πρέπει να επικριθούν. Τέτοιες ιδεολογικές θέσεις συσκοτίζουν τον αντεπαναστατική φύση του ριζοσπαστικού Ισλάμ, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει κερδίσει σημαντικό έδαφος στη Δυτική Ευρώπη (για να μην αναφέρουμε τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή), αν και παραμένει μια μειονότητα σε σύγκριση με τον πληθυσμό των θρησκευόμενων Μουσουλμάνων συνολικά. Το προηγουμένως ασυνήθιστο ή ακόμη και ανύπαρκτο ριζοσπαστικό Ισλάμ, και ιδιαίτερα ο Σαλαφισμός, η πιο συνήθης μορφή του σήμερα, έχει γίνει ευρέως διαδεδομένο.
Για αυτούς τους άξιους αντι-ισλαμοφοβικούς, το ζήτημα είναι αρκετά απλό: η Μουσουλμανική θρησκεία πρέπει να αντιμετωπίζεται με εξαιρετική καλοσύνη ως η «θρησκεία των καταπιεσμένων». Προφανώς ξεχνούν ότι ο κοινωνικός έλεγχος είναι η λειτουργία όλων των θρησκειών και ότι το πολιτικό Ισλάμ ειδικότερα διακηρύσσει παντού την αποφασιστικότητά του να διατηρήσει αυστηρό έλεγχο στην κοινωνία που σκοπεύει να κυβερνήσει. Σε ορισμένες φτωχές αστικές γειτονιές, ο Σαλαφισμός εδραιώνεται επαρκώς για να ασκεί κοινωνικό έλεγχο. Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια των ταραχών του 2005, οι Σαλαφιστές προσπάθησαν εμπράκτως να αποκαταστήσουν την τάξη σε ορισμένα προάστια. Αυτή η τάση έχει αναπτυχθεί σε φόντο οικονομικής κρίσης που χαρακτηρίζεται από αύξηση της μαζικής ανεργίας, επιθέσεις εναντίον των μισθών και συρρίκνωση των κοινωνικών πολιτικών του Κράτους. Για να αντικαταστήσουν το τελευταίο ως μέσο άσκησης επιρροής στον πληθυσμό, οι Σαλαφιστές κατάφεραν να δημιουργήσουν δίκτυα αμοιβαίας οικονομικής βοήθειας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτόν τον ρόλο που διαδραματίζουν οι θρησκείες. “Μια θρησκεία είναι στην πραγματικότητα ένα σύνολο μεταφυσικών πεποιθήσεων που φέρει πολύ συγκεκριμένους, εγγενείς κανόνες ζωής που βασίζονται στην παράδοση και την ηθική, τους οποίους το άτομο πρέπει να ακολουθεί πιστά. Πρόκειται για μια κοινωνική σχέση, μια μορφή εκπαίδευσης υπακοής που επιβάλλεται σε κάθε άτομο και στις μάζες εν γένει. Οι λειτουργίες της περιλαμβάνουν τη δικαιολόγηση της κυβερνώσας δύναμης, την εγγύηση της παράδοσης και της καθεστηκυίας τάξης και, γενικότερα, τη διασφάλιση ενός βαθμού κοινωνικής «ειρήνευσης». Αυτό επιτυγχάνεται μέσω μιας οργανικιστικής ερμηνείας της κοινωνίας, ενός εκθειασμού της ιεραρχίας και της απόρριψης της ατομικής αυτονομίας. Επιπλέον, η θρησκεία χρησιμεύει συχνά για να ανακατευθύνει τις συγκρουσιακές κοινωνικές καταστάσεις σε πλασματικούς στόχους ή να τις κάμπτει προσφέροντας την πιθανότητα του παραδείσου στο μέλλον… παράδεισος, αυτό το απαίσιο ψέμα που εγγυάται την ειρήνη για τους ισχυρούς εδώ και τώρα. Προσφέροντας την ελπίδα στην υπέρβαση, η θρησκεία καταπνίγει τις περισσότερες από τις επαναστατικές εκρήξεις της εκμεταλλευόμενης τάξης στην επίγεια ζωή και τώρα ακριβώς. Η εξαίσια φράση του Bakunin, “Εάν ο Θεός υπήρχε πραγματικά, θα έπρεπε να Τον καταργήσουμε”, θέτει τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων με τη θρησκεία: η έννοια της θεότητας είναι η εννοιολογική βάση της εξουσίας και το συμπλήρωμά της, η πίστη, εκείνη της υποταγής στη σκλαβιά.” [8]
Ενώ η πίστη και η μεταφυσική αμφισβήτηση είναι προσωπικές υποθέσεις και ο αγώνας μαζί με κάποιον που ισχυρίζεται ότι είναι πιστός μπορεί να μη δημιουργεί το παραμικρό πρόβλημα, θέλουμε να είμαστε σε θέση να δηλώσουμε δυνατά και ξεκάθαρα ότι είμαστε άθεοι. Οι πολιτικές μας θέσεις είναι αδιαχώριστες από τον ανοιχτά δηλωμένο αθεϊσμό μας και την κριτική σε όλες τις θρησκείες και σκοπεύουμε να ασκήσουμε ελεύθερα όχι μόνο βλασφημία αλλά και στηλίτευση, το λιγότερο, των καταναγκαστικών, ακρωτηριαστικών ή εξευτελιστικών θρησκευτικών και/ή παραδοσιακών πρακτικών, και της κατώτερης θέσης που αποδίδεται στις γυναίκες από όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες (Όσο για τις άλλες, ίσως σε άλλη περίπτωση!).
Έχουμε να πούμε δυο τελευταία λόγια: υπάρχουν μόνο δύο τάξεις, το κεφάλαιο και η εργασία. Παρόλο που ορισμένα μέλη της εκμεταλλευόμενης τάξης είναι περισσότερο εκμεταλλευόμενα από άλλα λόγω του φύλου ή της καταγωγής τους, δεν αποτελούν τάξη αλλά είναι τμήματά της που δημιουργήθηκαν από την άρχουσα και εκμεταλλεύτρια τάξη. Η αστική σκέψη, ανεξάρτητα από την πολιτικό προσωπείο που φοράει, προσπαθεί να περιορίσει τους κοινωνικούς αγώνες διαιρώντας το προλεταριάτο και καλλιεργώντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών. Η διαίρεση απλώς υπονομεύει την ικανότητα της εργατικής τάξης να αγωνίζεται και ο κατακερματισμός είναι ένας καλός τρόπος διαχωρισμού της· η τάξη των καπιταλιστών μπορεί στη συνέχεια να βάλει τους εργάτες στην αρένα να φαγωθούν μεταξύ τους, ειδικά σε καιρούς κρίσης. Ο ρατσισμός δεν μπορεί να καταπολεμηθεί από τον αντι-ρατσισμό αλλά από την ταξική πάλη. Για όσους έχουν φτάσει στο σημείο όπου “η σκέψη με όρους φυλής γίνεται μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα” και “η απόρριψη αυτού του λεξιλογίου και ό,τι συνεπάγεται θα εκλαμβάνεται συστηματικά ως τύφλωση ή ακόμη και άρνηση και θα πρέπει να κατηγορείται αναλόγως” [9], άνθρωποι που, όπως και εμείς, δεν μοιράζονται αυτό το όραμα είναι ρατσιστές. Αυτό είναι ένα συμπέρασμα που δυσκολευόμαστε να καταπιούμε!
Μάιος 2016,
Flora Grim και Alexandra Pinot-Noir.
[Κείμενο που ελήφθη μέσω email κατά τη διάρκεια συζήτησης στο Rémouleur (Παρίσι), στις 13 Ιουνίου 2016 στις 7:30 μ.μ., με τους συντάκτες του κειμένου.]
[1] Cassandre, «Nos “révolutionnaires” sont des gens pieux», βλ. το μπλογκ Ravage Editons (στα Γαλλικά), https://ravageeditions.noblogs.org
[2] Claude Guillon, «Et Dieu créa l’islamophobie», βλέπε το ιστολόγιό του Lignes de Force (στα Γαλλικά), https://lignesdeforce.wordpress.com/
[3] Louis Chevallier, διάσημος αστός, αλλά παρόλα αυτά συναρπαστικός, ιστορικός, Classes Laborieuses, Classes Dangereuses, Perrin
[4] Όρος δανεισμένος από τους συγγραφείς του «Tiens ça glisse», βλ. ιστολόγιο http://racialisateursgohome.noblogs.org, το οποίο ονομάζει «ρατσιστικοποίηση οποιαδήποτε ανάλυση που συμβάλλει στην ανάπτυξη ή διάδοση μιας θεωρίας της φυλής»
[5] Fredy Perlman, «Η συνεχιζόμενη απήχηση του εθνικισμού» (στα Αγγλικά) https://theanarchistlibrary.org/library/fredy-perlman-the-continuing-appeal-of-nationalism
[6] Claude Guillon, ό.π.
[7] Για μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση, βλ. (Στα Γαλλικά) P.J. Luizard, Le Piège Daech, La Découverte
[8] Cassandre, ό.π.
[9] «Tiens ça glisse», βλ. υποσημείωση 4
Πρωτότυπο στα Γαλλικά: http://www.non-fides.fr/?Sur-l-ideologie-anti-islamophobe
Μετάφραση στα Αγγλικά: http://www.non-fides.fr/?On-the-ideology-of-anti-Islamophobia
Μετάφραση στα Ελληνικά: Ντίνος Γιαγτζόγλου
Πηγή: athens.indymedia.org
Leave a Reply