Συλλογή κειμένων: Χρήμα, Μαγεία, Οικονομία (Μέρος Γ’)

Σημείωση: Επιλέξαμε να συγκεντρώσουμε και να αναδημοσιεύσουμε σε 3 μέρη μία εξαιρετική συλλογή κειμένων σχετικά με μία θεσμοκεντρική κατανόηση της λειτουργίας και της γενεαλογίας του χρήματος έναντι των κυρίαρχων οικονομοκεντρικών συλλήψεων του. Η πηγή των κειμένων απαντάται στην σελίδα των dangerfew και τους ευχαριστούμε για το πολύτιμο έργο τους.

Ένα επάγγελμα χωρίς όνομα -8

Μια εύλογη ερώτηση που προκύπτει από τις έως τώρα αναλύσεις που παρουσιάσαμε, είναι το από πού προήλθε το χρήμα; ‘Αραγε η ανθρωπότητα οδηγήθηκε σε αυτό με κάποιο αυτόματο, αιτιοκρατικό τρόπο; Είδαμε ότι δεν προήλθε από τον αντιπραγματισμό, δεν είχε (ούτε έχει) σχέση με την επινόηση ενός «πιο βολικού» μέσου ανταλλαγής. Μήπως λοιπόν το χρήμα (και η αξία) προήλθε  έχει από την ιστορική δραστήριότητα ενός συλλογικού, ταξικού αν θέλετε, υποκειμένου;

 

Στην αρχή της έρευνάς μας αναφερθήκαμε σε αυτό το ζήτημα ακροθιγώς. Τώρα πρέπει να το δούμε λίγο πιο διεξοδικά. Αφού είδαμε μέσα από ποιού είδους παρερμηνειών εδραιώθηκε η μαγεμένη αντίληψη της αξίας, θα δείξουμε τώρα τη δραστηριότητα που το επινόησε και κάτι εξαιρετικά σημαντικό: ότι η δραστηριότητα αυτή προήλθε ουσιαστικά από «ένα επάγγελμα χωρίς όνομα».

 

Για το σκοπό αυτό, παραθέτουμε εδώ μια δική μας περίληψη (με ενσωματωμένες λίγες δικές μας επεξηγήσεις εδώ κι εκεί) μιας σχετικής μελέτης της Hélène Vérin με τίτλο «Αγορά και εμπορευματική ανταλλαγή: μερικά σημεία αναφοράς στην ιστορία μιας υποψίας» (2010). – Σημ. HS

 

*

Η δυσκολία ενός ορισμού της πολύπλοκης δραστηριότητας των εμπόρων είναι παρούσα στην πανάρχαια ιστορία των λέξεων.

Όμηρος και Αριστοτέλης

Σύμφωνα με τον Εμίλ Μπενβενίστ (Λεξικό των ινδοευρωπαϊκών θεσμών, τ. 1, 1969), ήδη στη γλώσσα του Ομήρου διαπιστώνεται μια διαφοροποίηση των χρησιμοποιούμενων όρων, μέσα από την οποία η αγοραπωλησία διακρίνεται από το εμπόριο. Για την καθαυτό εμπορική δραστηριότητα, ο Όμηρος χρησιμοποιεί τα ρήματα πιπράσκω (διασχίζω, διαπορεύομαι) και πέρνημι (ταξιδεύω σε μακρινές χώρες για να πουλήσω.) Για την αγοραπωλησία αγαθών, δηλαδή για την ανταλλαγή μεταξύ ενός αγοραστή κι ενός πωλητή, χρησιμοποιεί αφ’ ενός τον όρο πωλείν  και εννοεί: ορίζω μια τιμή, επιδιώκω ένα κέρδος∙ και αφ’ ετέρου τον όρο ωνέομαι, που σημαίνει διαπραγματεύομαι με τον πωλητή και αγοράζω, παζαρεύω.

Αυτή τη διαφοροποίηση μεταξύ αγοραπωλησίας και εμπορίου, ο Αριστοτέλης έρχεται να την θεωρητικοποιήσει στα Πολιτικά και τα Ηθικά έργα του. Κατ’ αυτόν, καλό είναι αυτό που εναρμονίζει τις ανθρώπινες δραστηριότητες με την φυσική τάξη, τον Κόσμο. Ιεραρχώντας τις δραστηριότητες του ανθρώπου, ο Αριστοτέλης τοποθετεί πρώτη την πολιτική. Ποια θέση δίνει στη δραστηριότητα του εμπόρου; Για να το καταλάβουμε, πρέπει να δούμε ότι, σε μια πρώτη στιγμή, διακρίνει την οικονομία −με την οποία εννοεί την κτήση και την καλή διαχείριση των αγαθών− από τη χρηματιστική, την ανταλλαγή που μεσολαβείται από το χρήμα∙ και σε μια δεύτερη στιγμή, διακρίνει την ίδια τη χρηματιστική σε «κατά φύση» και «παρά φύση».

Η κατά φύση, η «καλή», χρηματιστική αφορά την αγοραπωλησία (πωλείν και ωνέομαι) μικρής κλίμακας, η οποία αποσκοπεί απλώς και μόνο στον πορισμό χρήσιμων αγαθών. Η παρά φύση, η «κακή», χρηματιστική έχει να κάνει με το εμπόριο, με το οποίο εννοείται συγκεκριμένα το εμπόριο μεταξύ διαφορετικών χωρών: μέσα από αυτή τη δραστηριότητα, εξηγεί ο Αριστοτέλης, τα χρήμα εισέβαλε ως αναγκαιότητα στη ζωή των ανθρώπων.

Γιατί αυτή η δραστηριότητα είναι «παρά φύση»; Για δυο λόγους. Πρώτον, διότι κάνοντας σκοπό της ανταλλαγής όχι τον πορισμό χρήσιμων αγαθών αλλά του ίδιου του χρήματος, αυτή η χρηματιστική είναι η τέχνη της δημιουργίας και απόκτησης πλούτου αποκλειστικά και μόνο από την ίδια την ανταλλαγή, δηλαδή έξω από τις φυσικές μορφές δημιουργίας πλούτου (γεωργία, αλιεία, κυνήγι, κ.λπ.). Δεύτερον και κυριότερον, επειδή είναι μια δραστηριότητα αντίθετη απ’ ο,τιδήποτε το φυσικό στο βαθμό που δεν έχει και δεν θέτει στον εαυτό της κανένα όριο (βλ. Πολιτικά): η δραστηριότητα των εμπόρων δεν έχει «τέλος»∙ σαν μια ακόρεστη δίψα (κάτι εντελώς αφύσικο), αέναα ανακυκλώνεται σ’ ένα και μόνο στόχο, τη συσσώρευση χρηματικού πλούτου.

Όμως, αυτή η ακόρεστη δίψα του για χρηματικό κέρδος, αποξενώνει το έμπορο από οποιαδήποτε αυθεντική γνώση και αρετή, και κατά συνέπεια τον διαχωρίζει από την Πόλη. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο έμπορος δεν είναι δυνατόν να είναι καλός πολίτης −κι αλίμονο στην Πόλη που θα ρυθμίσει τις τύχες της με βάση τις απαιτήσεις των εμπόρων.

«Διδασκαλικόν»

Μερικούς αιώνες αργότερα, στο εγκυκλοπαιδικό σύγγραμμά του Διδασκαλικόν −όπου καταγράφει και παρουσιάζει αναλυτικά διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες συνδέοντάς τις με αντίστοιχες τέχνες−, ο φιλόσοφος, θεολόγος και μυστικιστής Ούγος του Σαιντ Βίκτορ (1096-1141) συνδέει τη δραστηριότητα των εμπόρων με την τέχνη της ρητορικής. Διότι, όπως παρατηρεί, «στο επάγγελμα αυτό είναι εντελώς απαραίτητη η ευγλωττία», αφού ο έμπορος «διεισδύει στις μυστικές περιοχές του κόσμου, βγαίνει σε ακτές που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι, διασχίζει φρικτές ερήμους και συναλλάσσεται με βάρβαρα έθνη σε άγνωστες γλώσσες».

Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι ότι ο Σαιντ Βικτόρ δεν βρίσκει άλλο όνομα για να χαρακτηρίσει αυτή τη δραστηριότητα από το όνομα «πλοήγηση», που είναι και ο τίλος του σχετικού με τους εμπόρους κεφαλαίου του συγγράμματός του. Παρ’ όλα αυτά, σε μια στιγμή χρησιμοποιεί και τον όρο «negotium» (επιχείρηση), κάτι που μας παραπέμπει σε μια δεύτερη σειρά παρατηρήσεων του Μπενβενίστ.

Ένα επάγγελμα χωρίς όνομα!

Πράγματι, ο Μπενβενίστ εξετάζει διεξοδικά την πολύπλοκη διαδικασία σχηματισμού αυτής της λατινικής λέξης. Όπως εξηγεί, η λέξη αυτή είναι σύνθετη, με το πρώτο συνθετικό της αρνητικό: necotium, δηλαδή «απουσία ελεύθερου χρόνου». Πώς όμως αυτός ο αρνητικός όρος γίνεται θετικός, πώς δηλαδή το «να μην έχει κάποιος ελεύθερο χρόνο» έρχεται να προσδιορίσει θετικά ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, το επάγγελμα του εμπόρου;

Αναζητώντας απάντηση, ο Μπενβενίστ προτείνει ότι η λατινική λέξη negotium δεν είναι παρά μετάφραση της αρχαίας ελληνικής λέξης «α-σχολία» −βρίσκει μάλιστα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα στον Πίνδαρο, όπου ο ποιητής, απευθυνόμενος εγκωμιαστικά στην πόλη των Θηβών, λέει: «… το τεόν … πράγμα και ασχολίας υπέρτερον θήσομαι» («θα θέσω τα συμφέροντά σου πάνω από κάθε πράγμα και ασχολία»)∙ αλλά και στον Πλάτωνα, όπου η «ασχολία» σημαίνει δυσκολία: «το σώμα μυρίας παρέχει ημίν ασχολίας» («το σώμα μας μας δημιουργεί μυριάδες δυσκολίες»).

Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Μπενβενίστ, η ελληνική λέξη, μπορεί μεν να αναφερόταν στις «δημόσιες ή ιδιωτικές ασχολίες», αλλά δεν προσδιόριζε τις εμπορικές δραστηριότητες όπως η λατινική negotium. Θεωρεί λοιπόν, ότι οι Λατίνοι δανείστηκαν αυτή τη λέξη από τα ελληνικά και της προσέδωσαν ένα ιδιαίτερο νόημα, το οποίο μάλιστα βρίσκουμε και στα σύγχρονα ανάλογα της λέξης negotium. Πράγματι, όπως σημειώνει, στα γαλλικά, η λέξη «affaires» (από το à faire, «έχω κάτι να κάνω»),  στα αγγλικά η λέξη «business» (από το busy, «είμαι απασχολημένος, δεν έχω ελεύθερο χρόνο») και στα γερμανικά η λέξη «Geschäft» (από το schaffen, «κάνω κάτι, φτιάχνω κάτι»), όλες αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται, όπως και το negotium, για την εμπορική δραστηριότητα. Και συμπεραίνει:

«Παρατηρούμε εδώ ένα μεγάλο φαινόμενο, κοινό σε όλες τις χώρες και μάλιστα από τους αρχαίους χρόνους: οι εμπορικές δραστηριότητες δεν έχουν όνομα∙ δεν μπορούμε να τις προσδιορίσουμε με όρους θετικούς. (…) Τοποθετούνται έξω από όλα τα επαγγέλματα, από όλες τις πρακτικές, από όλες τις τεχνικές. Γι’ αυτό και δεν μπορέσαμε να τις προσδιορίσουμε παρά αόριστα, με τη γενική έννοια του ‘‘είμαι απασχολημένος’’, ‘‘έχω κάτι να κάνω’’.»

Διαπίστωση, δηλαδή, που συμφωνεί πλήρως με όσα είδαμε ότι λέει σχετικά με αυτή τη δραστηριότητα ο Αριστοτέλης. Πώς όμως αυτή η δραστηριότητα πέρασε τελικά από έξω, όχι απλώς μέσα αλλά στην καρδιά της Πόλης;

Ο Αντουάν ντε Μονκρετιέν και η παράδοση της Πόλης στο εμπόριο

Η αλλαγή αυτή σημειώνεται μέσα από ένα ουσιαστικά πολεμικό έργο του πολεμιστή, τυχοδιώκτη, δραματουργού και οικονομολόγου Αντουάν ντε Μονκρετιέν (1575-1621) με τίτλο Πραγματεία πολιτικής οικονομίας (1615). Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι η πραγματεία αυτή, που στηρίζεται σε όλες τις σύγχρονες τότε γνώσεις (ιατρική, αλχημεία) για να σκεφτεί το κοινωνικό και το πολιτικό, και να προτείνει τρόπους διακυβέρνησης, αποτελεί ρητά μια κατά μέτωπο επίθεση στις θέσεις του Αριστοτέλη.

Σαν τον Αριστοτέλη, ο Μονκρετιέν ορίζει τους ανθρώπους από τη δράση τους και μάλιστα την αμοιβαία δράση τους. Όμως, αναποδογυρίζει την αριστοτελική ιεραρχία των δραστηριοτήτων του πολίτη και τροποποιεί σε βάθος την αριστοτελική αρχή της δράσης με τελικό σκοπό την αρετή και το αγαθό.

 

Για να το πετύχει, εισάγει δυο πρότυπα: το σώμα του ζώου με τις αντιστοιχίες του προς το κοινωνικό σώμα∙ και τη μηχανή με τις κινήσεις της. Έτσι, στις «τρεις ψυχές» του ζωϊκού σώματος αντιστοιχούν οι τρεις μεγάλες μορφές των οικονομικών δραστηριοτήτων: στη φυτική ψυχή, οι εργάτες∙ στην αισθητική ψυχή, οι χειροτέχνες∙ και στη ζωϊκή ψυχή, οι έμποροι. Αυτή η τελευταία,

«έχει έδρα της τον εγκέφαλο. Αυτή ηγεμονεύει τις δράσεις μέσω των νεύρων, που απλώνονται σε διάφορες διακλαδώσεις και δίνει κίνηση σε όλο το σώμα. Με αυτή την ψυχή μπορούμε να συσχετίσουμε πολύ εύλογα τη θέση των εμπόρων μέσα στην κοινωνία των πολιτών.»

Με άλλα λόγια, σε πλήρη αντίθεση με τον Αριστοτέλη, ο Μονκρετιέν τοποθετεί τη δραστηριότητα των εμπόρων στην υψηλότερη θέση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, σαν ηγεμονικό εγκέφαλο και νευρικό σύστημα ολόκληρης της κοινωνίας. Επιπλέον, για να δέσει ακόμα περισσότερο την παράδοση της Πόλης στους εμπόρους, ανατρέχοντας σε μια σειρά μηχανιστικών μεταφορών, υποστηρίζει πως πηγή και θεμέλιο όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, κάθε δράσης, πράξης και κίνησης, είναι το κέρδος.

Τι έχει απογίνει η αναζήτηση της αρετής και του αγαθού; Βεβαίως, λέει ο Μονκρετιέν, «ο πιο συνηθισμένος δεσμός μεταξύ των ανθρώπων εξαρτάται από την αλληλοβοήθεια και τις αμοιβαίες υπηρεσίες που μπορούν να προσφέρουν ο ένας στον άλλον», όμως

«η αλληλοβοήθεια και η αμοιβαιότητα εξαρτώνται πάντοτε από το ότι ο καθένας κοιτάζει το ατομικό του κέρδος, γιατί αυτό είναι εκείνο που πάνω απ’ όλα κινεί αυτόν τον ίδιον, ανεξάρτητα από τη γενική κίνηση στην οποία συμμετέχει, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιεί. (…) Κι όλη αυτή η ταλαιπωρία, όλα τα ανδραγαθήματα τόσων και τόσω ανθρώπων, άλλο σκοπό δεν έχουν παρά το κέρδος.»

Να λοιπόν, πώς ο Μονκρετιέν καταπιάστηκε να εξυψώσει τη δραστηριότητα των εμπόρων καταρρίπτοντας το αριστοτελικό επιχείρημα, που την όριζε σαν μια «παρά φύση» ακόρεστη δραστηριότητα «προσκόμισης κέρδους», σαν ένα negotium − affaires, business, Geschäft−, που αποξενώνει τον άνθρωπο από την αναζήτηση της αυθεντικής γνώσης και της αρετής, αποξενώνοντάς τον έτσι κι από την Πόλη.

Με τον Μονκρετιέν βλέπουμε λοιπόν να αναδύεται, σε πόλεμο με τις έως τότε αντιλήψεις των σοφών −και ακριβώς στην αυγή των Νέων Χρονων−, η ιδέα ενός «πολίτη», ο οποίος καθορίζεται πρώτα και πάνω απ’ όλα από ιδιοτελή κίνητρα. Και σε αυτόν ακριβώς τον «πολίτη», που δεν είναι άλλος από τον έμπορο, οφείλουν τώρα να παραδοθούν τα κλειδιά της Πόλης. Όπως λέει ο Μοντκρετιέν:

«Ενάντια στην άποψη του Αριστοτέλη και του Ξενοφώντα, εμείς δεν θα ξεχωρίσουμε την οικονομία από την πολιτική, διότι ένας τέτοιος χωρισμός αποκόβει το κύριο μέρος [την οικονομία] από το όλον [την Πόλη]. (…) Ξέχασαν (αυτοί οι αρχαίοι συγγραφείς) ότι το Κράτος πρέπει πάνω απ’ όλα να κοιτάζει την οικονομία, [εντός της οποίας] το εμπόριο συνιστά όχι μόνο την πιο ολοκληρωμένη και εξαίσια δραστηριότητα, αλλά και τη δραστηριότητα εκείνη που κινεί όλες τις άλλες δραστηριότητες της κοινωνίας.»

Η Πόλη παραδομένη λοιπόν στο πάθος ενός επαγγέλματος που δεν έχει όνομα. Καλωσορίσατε στους Νέους Χρόνους!

Χρήμα, Ισχύς και Τεχνικό Σύστημα-9

Η επικράτηση του χρήματος ως «θεσμός όλων των θεσμών» συνδέεται ασφαλώς με ιστορική δραστηριότητα του «επαγγέλματος χωρίς όνομα», η οποία διαμόρφωσε, μέσα από τις κατάλληλες συμμαχίες του, την κοινωνία στην οποία ζούμε. Ας προσέξουμε εδώ τη μεγάλη μεταλλαγή με την οποία εγκαινιάστηκε η εποχή μας: ενώ σε όλο τον προνεωτερικό δυτικό κόσμο το κράτος προστατεύει μεν το χρήμα, αλλά θέτει εξαιρετικά σκληρούς περιορισμούς (συχνά και εξοστρακισμούς) στο εμπόριο και στην τραπεζική δραστηριότητα, κατά το τέλος του Μεσαίωνα η σχέση αυτή ανατρέπεται. Φτάνουμε έτσι στη λεγόμενη αστική επανάσταση, που μπορούμε να πούμε ότι ήταν η τελευταία πράξη μέσω της οποίας το χρήμα-κεφάλαιο (έμποροι, τραπεζίτες, ανώτερη αστική τάξη) συμμάχησε με το κράτος και την ισχύ (πρώην αυλικοί) και διαμορφώθηκε έτσι η σύγχρονη κυρίαρχη κοινωνία.

 

Φτάνοντας λοιπόν στο ιστορικό μας παρόν, σε αυτό το σημείο της έρευνάς μας πρέπει να εξετάσουμε τη σύνδεση του χρήματος με τη σύγχρονη μορφή ισχύος, το τεχνικό σύστημα.  Θυμίζουμε ότι με τον όρο αυτό δεν εννούμε τις μηχανές (βιομηχανικές ή ηλεκτρονικές), ούτε τις τεχνολογίες, αλλά το σύστημα που εδραιώνει η μεταξύ τους ολοένα και στενότερη διασύνδεση υπό την εποπτεία του τεχνικού πνεύματος. Θυμίζουμε επίσης ότι στο τεχνικό σύστημα αντιστοιχεί σε ένα πολύ προχωρημένο στάδιο επικράτησης του μοντέρνου ανθρωπολογικού τύπου μέσα στην κοινωνία, καθώς και σε μια αναδιάταξη στο εσωτερικό της ίδιας της σύγχρονης ταξικής κυριαρχίας.  Σε κάθε περίπτωση επομένως, η σύνδεση χρήματος-τεχνικού συστήματος είναι πράγματι αποφασιστική για την κατανόηση του σημερινού κόσμου, των κρίσεών του και του μέλλοντός του, διότι είναι η ισχυρότερη μορφή σύνδεσης του χρήματος με το κράτος και την κεντρική εξουσία. 

Είπαμε για το μέλλον του κόσμου μας και εδώ ας ξαναθυμίσουμε δυο πράγματα. Οπωσδήποτε η παρούσα κρίση δείχνει ότι η υπάρχουσα κοινωνία αδυνατεί να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα, στα οποία κάποτε υποσχέθηκε ότι απαντούσε. Όμως για το πέρασμα σε μια καλύτερη κοινωνία χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο, ή μάλλον ποιοτικά διαφορετικό. Χρειάζεται να δοθούν καλύτερες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά και πριν από αυτό, να ξεκαθαριστούν αυτά τα ερωτήματα —διότι μπορεί να είναι άκυρα και τα προβλήματα να οφείλονται στις προσπάθειες να απαντηθούν άκυρα ερωτήματα και τυφλές ελπίδες, όπως π.χ. η ιδέα ότι επιστήμη μπορεί να απαντήσει στα ζητήματα της ύπαρξης και της πολιτικής, ή ότι η Τεχνική μπορεί να θεραπεύσει ριζικά και ολοκληρωτικά όλες τις ασθένειες.

Εδώ λοιπόν αξίζει να υπενθυμίσουμε τη μεστή παρατήρηση του Σπύρου Κυριαζόπουλου (Η Καταγωγή του Τεχνικού Πνεύματος, 1965), που είναι βέβαιο ότι θα προσυπέγραφε και ο Ζακ Ελλύλ: «Για να παρουσιαστεί το Τεχνικό πνεύμα, μεσολάβησε η ευρωπαϊκή αποπνευμάτωση του κόσμου (…). Και είναι άξιο παρατηρήσεως το γεγονός, ότι ο διαφορισμός της επιφανείας των τεχνικών πραγμάτων στις μεγάλες του στιγμές, γιορτάζει εκεί όπου ο κοινωνικός βίος δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει το Πρόσωπο (…) ενώ παραλλήλως, το Τεχνικό πνεύμα κυριαρχεί τόσο περισσότερο, όσο περισσότερο κάμπτεται, εκεί όπου είχε δημιουργηθεί, η προσωπική διάσταση».

 

Ας δούμε όμως ακριβέστερα τη σύνδεση του χρήματος με το τεχνικό σύστημα, που προσδιορίζει το παρόν μας. Ο λόγος στον Στεφάν Λαβινιότ. –Σημ. HS.

 

*

 

«Δεδομένου ότι η λογική της Τεχνικής επιβάλλεται σ’ ολόκληρο τον κόσμο και σε όλες τις διαστάσεις της ζωής, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η Τεχνική οδηγεί τον ολοκληρωτισμό του χρήματος. Ας διευκρινίσουμε όμως πρώτα τι εννοούμε ως Τεχνική.

Όπως γράφει χιουμοριστικά ο Ζαν-Λουί Πορκέ στο βιβλίο του για τον Ζακ Ελλύλ, “ο εχθρός δεν είναι βέβαια το … ανοιχτήρι!”. Το πρόβλημα δεν είναι το άλφα ή το βήτα τεχνικό αντικείμενο —παρ’ όλο που μπορεί να είναι πρόβλημα η λογική που το παράγει. Το πρόβλημα είναι η Τεχνική ως Σύστημα.

 

Επομένως, δεν είναι λοιπόν ακόμα πιο επικίνδυνο αυτό το Σύστημα όταν συμπλέκεται με το Χρήμα; Πράγματι, από τη στιγμή που το Χρήμα ως Ισχύς συμπλέκεται με το Τεχνικό Σύστημα, οι συνέπειες είναι ολέθριες. Δείτε για παράδειγμα στη σημερινή οικονομική κρίση.

Μοντέρνες τεχνολογίες και έκρηξη του χρήματος

Ήδη από το 1954 ο Ζακ Ελλύλ δείχνει εκτεταμένα στο βιβλίο του Η Τεχνική ή το Διακύβευμα του Αιώνα (1954), γιατί η Τεχνική είναι η κινητήρια δύναμη της οικονομίας. Τα τελευταία χρόνια λοιπόν, κινητήρια δύναμη της οικονομίας δεν είναι τόσο η εφεύρεση νέων τεχνικών αντικειμένων, όπως ήταν προηγουμένως λ.χ. το αυτοκίνητο ή ο υπολογιστής (ένας ερευνητής τόνιζε τις προάλλες, ότι εδώ και 10 χρόνια δεν έχουμε εφεύρει κανένα νέο αντιβιοτικό). Τώρα πια, κινητήρια δύναμη της οικονομίας είναι τεχνολογίες και τεχνικές συνδεδεμένες άμεσα με το χρήμα. Παράδειγμα:

  • Το διαδίκτυο αναπτύσσεται ιλιγγιωδώς επειδή έχουν αναπτυχθεί οι τεχνολογίες των on-line πληρωμών.
  • Η υπερανάπτυξη της οικοδομής στις ΗΠΑ, η οποία έφτασε στο καταστροφικό σημείο που όλοι πλέον γνωρίζουμε, δεν οφείλεται τόσο σε κάποιες νέες οικοδομικές τεχνικές (που θα επέτρεπαν π.χ. την κατασκευή φθηνότερων ή πιο οικολογικών σπιτιών), όσο στο ότι αναπτύχθηκαν νέες χρηματιστηριακές τεχνικές και νέες τεχνικές στο marketing, που έκαναν δυνατή την πώληση σπιτιών με πίστωση και σε ανθρώπους που δεν είχαν τη δυνατότητα ν’ αποπληρώσουν τα δάνεια.
  • Χάρη στην Τεχνική επινοήθηκαν επίσης ένα πλήθος από χρηματιστηριακά “προϊόντα” ολοένα και πιο πολύπλοκα από τεχνικής άποψης αλλά και απείρως δυσκολότερο να ελεγχθούν.
  • Γενικότερα, η ανάπτυξη των τεχνικών του marketing, των χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων και της διαφήμισης βρίσκονται πλέον στην καρδιά μιας οικονομίας της υπερκατανάλωσης, της ταχύτατης αντικατάστασης ενός αντικειμένου από ένα άλλο.

Έχουμε λοιπόν από τη μια μεριά το χρήμα ως μια ανάγκη, η οποία είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί, διότι:

  • από την πλευρά εκείνων που πωλούν, γεννάει ακόρεστη επιθυμία για πλουτισμό με αποτέλεσμα αφ’ ενός να σκαρφίζονται “προϊόντα” ώστε να πωλούν ακόμα και σ’ εκείνους που δεν μπορούν ν’ αγοράσουν, και αφ’ ετέρου να ρισκάρουν τρελά ώστε να κερδίσουν όσα περισσότερα μπορούν∙
  • και από την πλευρά εκείνων που αγοράζουν, γεννά αίσθημα διαρκούς ανικανοποίητου και “πείνας”, με αποτέλεσμα να εμπιστεύονται εντελώς αναξιόπιστα τραπεζικά και χρηματιστηριακά εφευρήματα.

Ταυτόχρονα, πληθαίνουν νέες τεχνικές διακίνησης του χρήματος (πωλήσεις μέσω του διαδικτύου, δάνεια, πιστωτικές κάρτες, ολοένα και πιο λαβυρινθώδεις τεχνικές και “προϊόντα” στις χρηματιστηριακές αγορές, κ.λπ.), που διαδίδονται παντού χάρη στις τεχνικές των ΜΜΕ (π.χ. τηλεόραση, internet) και οποίες, χρησιμοποιώντας τις σύγχρονες διαφημιστικές τεχνικές, προβάλλουν ως απολύτως αξιόπιστα και σαν υποτιθέμενα μοντέρνα αντικείμενα πρώτης ανάγκης όλα αυτά τα εφευρήματα που διακινούν.

 

Επομένως, στο επίκεντρο της σημερινής κρίσης βρίσκεται η σύνδεση μεταξύ του Χρήματος και της Τεχνικής. Όλες οι τεχνικές που με συντομία περιγράψαμε, υπήρξαν η κινητήρια δύναμη μιας νέας ανάπτυξης και ταυτόχρονα μιας νέας καταστροφής, που πολλαπλασιάζεται στο βαθμό ακριβώς που οι τεχνικές εξυπηρετούσαν την ισχύ του χρήματος.

Η παγκοσμιοποίηση των προβλημάτων μέσω της Τεχνικής

Είναι πολύ πιθανό η παραπάνω εξέλιξη να είχε περιοριστεί στις ΗΠΑ, αν το τεχνικό Σύστημα δεν είχε δυο επιπλέον χαρακτηριστικά.

α) Το πρώτο είναι η παγκοσμιότητα. Τεχνικό Σύστημα και παγκοσμιότητα είναι αλληλένδετα. Ήδη στο Η Τεχνική ή το Διακύβευμα του Αιώνα, ο Ελλύλ υπογράμμιζε ότι τα τεχνικά μέσα στο πεδίο της παραγωγής δεν γίνονται μόνο ολοένα και πιο απαραίτητα αλλά συγχρόνως και πιο δαπανηρά: ακριβά μηχανήματα που πρέπει σχετικά σύντομα ν’ αντικατασταθούν από ακριβότερα εξαιτίας του ανταγωνισμού, αναπτυξιακή έρευνα που γίνεται ολοένα και πιο δαπανηρή για τον ίδιο λόγο, κ.ο.κ.

Αυτός είναι ο λόγος που κατά τη διάρκεια της σημερινής κρίσης, ανακαλύψαμε πόσο πολύ η πραγματική οικονομία έφτασε να εξαρτάται από τη χρηματιστηριακή οικονομία μιας και απαιτούνται ολοένα και μεγαλύτερα ποσά χρήματος, σε σημείο που ωχριούν ακόμα και τα νούμερα που αναφέρουν τα ΜΜΕ. Αυτή η οξυμένη ανάγκη για χρήμα —και μην ξεχνάμε ότι το χρήμα είναι παράγοντας μεγάλης τρωτότητας— συνεπιφέρει λοιπόν, μια υπερσυγκέντρωση των κεφαλαίων και των επιχειρήσεων σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο. Η κρίση δεν περιορίζεται πια σε τοπικό επίπεδο. Είναι αναγκαστικά παγκόσμια. Στο εξής, κάθε εξαγγελία για απολύσεις αφορά πολλές διαφορετικές περιοχές σε ολόκληρο τον κόσμο καθώς και κεφάλαια, τα οποία πολύ σπάνια έχουν την ίδια εθνικότητα με τους εργαζομένους τους. (…)

β) Το δεύτερο χαρακτηριστικό της Τεχνικής είναι η ολοένα και μεγαλύτερη διασύνδεση μεταξύ των δικτύων. Σε αυτό οφείλεται η ταχύτητα εξάπλωσης αυτής της κρίσης. Ο Ζακ Ελλύλ είχε υπογραμμίσει αυτό το γεγονός ήδη από το 1966, στο βιβλίο του Ερμηνεία των Νέων Κοινών Τόπων, ανατρέποντας την έως τότε κυρίαρχη ιδέα ότι “η μηχανή είναι ένα ουδέτερο αντικείμενο, ένα ουδέτερο εργαλείο”. Έδειξε ότι κάθε εργοστασιακή μηχανή συνδέεται με την παράγωγή άλλων μηχανών, και το ποια μηχανή επιλέγεται σε ένα εργοστάσιο, έχει να κάνει με τον ανταγωνισμό και επομένως με μια τεχνική εξέλιξη, την οποία δεν ελέγχει κανένας, ούτε ο ίδιος ο εργοστασιάρχης.

Η παραγωγή κάθε εργοστασίου συνδέεται λοιπόν στενά με ένα ολόκληρο οικονομικό δίκτυο, με ένα ολόκληρο συνδυασμό στοιχείων που πολλαπλασιάζονται ασταμάτητα και τα οποία κανένας δεν μπορεί να θέσει υπό τον έλεγχό του. Και αν αυτό ισχύει για την πραγματική παραγωγή, ισχύει πολύ περισσότερο για τη χρηματιστηριακή οικονομία, στην οποία τα διάφορα χρηματιστήρια επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο σε πραγματικό χρόνο μέσα από ήδη προγραμματισμένα λογισμικά, χωρίς καν την ανθρώπινη παρέμβαση. Ποιος θα μπορούσε αλήθεια να φανταστεί πριν λίγα χρόνια, ότι ένα τόσο περιορισμένο συμβάν όπως η κρίση των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ θα επέφερε μια παγκόσμια κρίση;

Το 1988, στο βιβλίο του Η Μπλόφα της Τεχνολογίας, ο Ελλύλ διαπιστώνει ότι η Τεχνική έχει ξεφύγει τελείως από κάθε έλεγχο. Για τρεις βασικούς λόγους:

  •  επειδή έχει εξαπλωθεί σε τέτοιο βαθμό, που είναι αδύνατον να έχει κανείς ξεκάθαρη εικόνα της κατάστασης (κάτι που έδειξε σαφώς η χρηματιστηριακή κρίση)∙
  • επειδή έχει γίνει τόσο πολύπλοκη, που ξεφεύγει από κάθε δυνατότητα να την σκεφτεί κανείς∙
  • και επειδή το αυξημένο επίπεδο διασύνδεσης την κάνει εξαιρετικά ασταθή. Όπως σημειώνει ο Ζαν-Λικ Πορκέ, “η Τεχνική κάνει εντελώς αδιανόητο το μέλλον μας”.

Η σύνδεση μεταξύ τεχνικών δικτύων σε συνάρτηση με τα εγωϊστικά και αρπακτικά ανακλαστικά του χρήματος έχουν δημιουργήσει μια εντελώς ανεξέλεγκτη οικονομία.»

Stéphane Lavignotte, Το Χρήμα (2009),

κείμενο ομιλίας στην παρουσίαση της επανέκδοσης του βιβλίου του Ζακ Ελλύλ
Ο Άνθρωπος και το Χρήμα (α΄ έκδοση 1953)

Πλαστικό χρήμα και τεχνομονολιθισμός-10

Με δεδομένη τη σύνδεση μεταξύ χρήματος και τεχνικού συστήματος, μια από τις πιο κρίσιμες για το μέλλον της κοινωνίας όψεις του λεγόμενου «capital control», που επιβλήθηκε εδώ και κάμποσο καιρό στην «καθυστερημένη» χώρα μας, βρίσκεται στο γεγονός ότι, μέσω αυτής της κατάστασης, μυήθηκαν υποχρεωτικά στις χάρες του «άυλου» χρήματος (κάρτες, ηλεκτρονικές συναλλαγές, κ.λπ.) ακόμα και τμήματα του πληθυσμού που μέχρι πρότινος δεν είχαν ιδέα, ούτε και διάθεση, για κάτι τέτοιο. Ορισμένες σκέψεις είναι λοιπόν απαραίτητο να διατυπωθούν.

1.

Είναι βέβαια γνωστό και δεδομένο ότι αυτός ο εθισμός ενός ευρύτερου μέρους του πληθυσμού με το «εξαϋλωμένο» χρήμα, δηλαδή με την αποπομπή του μετρητού από το πεδίο των συναλλαγών, αποτυπώνει μια κίνηση που προωθείται γενικότερα στις λεγόμενες ανεπτυγμένες χώρες. Στη Σουηδία λ.χ., την πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που καθιέρωσε το τραπεζογραμμάτιο το 1661 μ.Χ. (και δυστυχώς δεν φαίνεται να … πρωτοπορεί μόνο εκεί…), η συναλλαγή με ηλεκτρονικό χρήμα είναι πια μια γενικευμένη καθημερινή πρακτική −σε πολλές περιοχές μάλιστα, δεν μπορείς να βγάλεις ούτε εισιτήριο για τα μέσα μαζικής μεταφοράς πληρώνοντας με μετρητό. Στη Δανία πάλι, αποφασίστηκε να σταματήσει η κοπή νέων νομισμάτων από το 2016, ενώ παράλληλα προτάθηκε να επιτραπεί με νόμο στα καταστήματα να μη δέχονται μετρητό, εάν δεν το θέλουν. Στη Γαλλία έχει ήδη απαγορευτεί η χρήση μετρητού χρήματος για συναλλαγές άνω των 1000 ευρώ … και φυσικά ούτε η Ελλάδα γίνεται να μείνει «πίσω».

Είναι επίσης γνωστό και δεδομένο ότι αυτή η «εξαΰλωση» του χρήματος προωθείται επίσημα με δυο κατά βάση επιχειρήματα:

− τον αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας, με το επιχείρημα ότι βρίσκει όπλα με παράνομο χρήμα που διακινείται με τη μορφή του μετρητού∙ και

− τον αγώνα εναντίον της φοροδιαφυγής και την πάταξη του «μαύρου» χρήματος.

Οπωσδήποτε όμως το όλο θέμα δεν περιορίζεται σε αυτά τα δυο επιχειρήματα. Κάλλιστα θα μπορούσαν στην πορεία να προστεθούν και άλλα (ήδη λ.χ., σ’ ένα γενικότερα αποστειρωτικό πνεύμα, προβάλλεται σαν «πιο πολιτισμένο» το … «ανέπαφο»), ή να περάσουν σε δεύτερη μοίρα κάποια από τα τρέχοντα. Το θέμα βρίσκεται κυρίως στο ίδιο το γεγονός της καθολίκευσης του «εξαϋλωμένου» χρήματος −ή ακριβέστερα στην ολοένα και πιο κυρίαρχη τάση προς αυτή την κατεύθυνση. Διότι η τάση αυτή σηματοδοτεί και πλειοδοτεί την κορύφωση της τεχνοσυστημικής ολοκλήρωσης, με όλα όσα κάτι τέτοιο μπορεί να σημαίνει για το ανθρώπινο.

2.

Είναι για παράδειγμα κοινός πλέον τόπος ότι η τεχνοσυστημική ολοκλήρωση σημαίνει την εντατικοποίηση στο έπακρο της πανοπτικότητας του τεχνικού Συστήματος, δηλαδή του ελέγχου και της επιτήρησης −που περικλείονται στο ίδιο το τεχνικό πνεύμα και αποχαλινώνονται όταν αυτό δεν οριοθετείται από ένα υπέρτερο τύπο πνεύματος μέσα στην κοινωνία.

Έτσι, ενώ έχουμε ήδη διαβεί το κατώφλι από τον έλεγχο και την επιτήρηση στους τόπους δουλειάς προς τους δημόσιους χώρους, με την «εξαΰλωση» του χρήματος η δυναμική αυτή θα επεκταθεί παντού και όλη την ώρα, μιας και η καθιέρωση του «ηλεκτρονικού» χρήματος διευκολύνει αλλά και επιτείνει την ανάγκη για ψηφιακή πανοπτικότητα, έστω και μόνο επειδή ακόμα εξακολουθεί να είναι αδύνατο να εγκλειστεί σε αλγόριθμους ολόκληρη η ανθρώπινη ανησυχία.

Για παράδειγμα, στην πρωτοπόρο Σουηδία, η προοδευτική καθιέρωση του «άυλου» χρήματος πολλαπλασίασε την κυβερνοπαραβατικότητα: τα 3.000 τέτοιας λογής εγκλήματα του 2000, έφτασαν τα 20.000 έπειτα από 10 χρόνια. Αποτέλεσμα; Αύξηση των επενδύσεων (και του κόστους) σε σχετικά υποσυστήματα ελέγχου των ηλεκτρονικών συναλλαγών, και φυσικά εντατικοποίηση στη έρευνα περαιτέρω τεχνικών ελέγχου-επιτήρησης.

3.

Αυτή η εξέλιξη είναι λοιπόν δεδομένη, μπροστά στα μάτια μας, τώρα −και μαζί της η παράδοση στη βαρβαρότητα όσων περιοχών, όχι μόνον εκτός του «ανεπτυγμένου» Κόσμου αλλά και εντός αυτού, δεν γίνεται προς το παρόν, ή δεν συμφέρει, να επιτηρούνται με το τεχνοσυστημικό «γάντι» … με αποτέλεσμα, φυσικά, στη θάλασσα των αστέγων και των απόκληρων του Πρώτου Κόσμου να προτίθενται τα κύματα των προσφύγων και των διωγμένων του Τρίτου.

Παρ’ όλα αυτά, σε ό,τι αφορά τη γενίκευση της «εξαϋλωσης» του χρήματος, θεωρούμε σημαντικότερη από την εντατικοποίηση της πανοπτικότητας του Συστήματος μια άλλη, βαθύτερη δυναμική, πάνω στην οποία στηρίζεται και την οποία ενισχύει στο μέγιστο βαθμό η συγκεκριμένη «εξαΰλωση». Η δυναμική αυτή αφορά τον ακρωτηριασμό του πλούτου των ανθρώπινων ανταλλαγών, και σχετίζεται με αυτό που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε πολύ σχηματικά ως τρία βήματα έκπτωσης των ανθρώπινων ανταλλαγών:

  1. Υπαγωγή του πεδίου των ανταλλαγών στη σφαίρα του χρήματος∙
  2. Απομπομπή της «αγοραίας ανταλλαγής»  από το πεδίο του χρήματος∙
  3. Καθολίκευση του «άυλου» χρήματος.

Στο στενό πλαίσιο αυτής της ανάρτησης δεν θα ασχοληθούμε αναλυτικότερα με αυτό το σχήμα.  Θα σταθούμε μόνο στο δεύτερο από τα τρία παραπάνω βήματα. Πρόκειται για το στάδιο κατά το οποίο, ουσιαστικότερα, η ανταλλαγή τείνει να αποπεμφθεί από το δημόσιο χώρο, ακόμα κι από εκείνες τις περιθωριακές περιοχές −τις «πιάτσες»−, στις οποίες εξακολουθούσε να της επιτρέπεται να επιβιώνει. Για να γίνει κατανοητό τι σημαίνει αυτή η δυναμική, θεωρούμε απαραίτητες τις παρατηρήσεις του ανθρωπολόγου Ζάχου Παπαζαχαρίου από το δυσεύρετο πια βιβλίο του Η Πιάτσα (εκδ. «Κάκτος», 1980)

4.

Γράφει εκεί ο Παπαζαχαρίου:

«Η Πιάτσα είναι χώρος, είναι χρόνος, είναι παράδοση ηθών και εθίμων, είναι καθημερινή πράξη και ζωή, είναι πολιτισμός ολόκληρος. (…) Το ‘αλισβερίσι’, το ‘πάρε-δώσε’, δεν είναι μόνο ανταλλαγή προϊόντων με χρήματα, δεν είναι μόνο η τέχνη της ανταλλαγής. Είναι μια ολόκληρη ψυχοσύνθεση, που δημιούργησε η παράδοση της ανταλλαγής. Είναι η ψυχοσύνθεση της ‘συνδιαλλαγής’ και του ‘συνδυασμού’, που χωρίς αυτήν η ανταλλαγή δεν γίνεται σωστά και μένει μάταιη, ξερή χειρονομία δίχως αποτέλεσμα κι ικανοποίηση εκεινού που δίνει κι εκεινού που παίρνει. Το αλισβερίσι έχει τις ρίζες του στην πανάρχαια πρακτική και φιλοσοφία της διαλεκτικής. Σημαίνει, το να παίρνει κανείς, μαζί με το αντικείμενο που πήρε με την ανταλλαγή, και την ιδέα που αυτό κλείνει μέσα του, δηλαδή την ανάγκη που το δημιούργησε. Παίρνοντας αυτή την ιδέα, αυτός που την πήρε αλλάζει. Γίνεται πιο σύνθετος άνθρωπος. (…) Το αλισβερίσι σημαίνει ακόμα το ν’ ανακαλύπτεις σχέσεις ανάμεσα στα πιο άσχετα πράγματα, στο … φάντη και το ρετσινόλαδο, και μέσα από το ύψιστο αυτό παιχνίδι του ανθρώπινου μυαλού να φτιάχνεις, να κατασκευάζεις νοήματα κι ιδέες κι αντικείμενα πιο σύνθετα. (…) Η κυριότερη προετοιμασία που κάνει η Πιάτσα στους ανθρώπους της είναι ότι τους μαθαίνει να συνδυάζουν την παραγωγή και το εμπόριο. Ο συνδυασμός αυτός ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της Πιάτσας. (…) Στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο, υπάρχουν μόνο εμπορικά κι επαγγελματικά κυκλώματα, που το καθένα τους έχει τη δική του εξειδικευμένη παράδοση και δεοντολογία. Αυταρχικές κυβερνήσεις ξεχώρισαν την παραγωγή από την ανταλλαγή με τρόπο που να μην υπάρχει μεταξύ τους σοβαρή επικοινωνία. (…) Σε κανένα δυτικοευρωπαϊκό κράτος η κεντρική κυβέρνηση δεν άφησε όλα τα επαγγελματικά και εμπορικά κυκλώματα να οργανωθούν σε μια ενιαία Πιάτσα, κι έτσι αποτελούν ‘πιάτσες’ ξεχωριστές το καθένα τους (…) ενώ και σε ορισμένα σοσιαλιστικά κράτη, κυρίως των Βαλκανίων, όπου υπήρχε παράδοση Παζαριού, η Πιάτσα καταστράφηκε από τον κρατικό παρεμβατισμό της υπαλληλοποίησης και σχεδιοποίησης, με αποτέλεσμα να συστηματοποιηθεί τις δυο τελευταίες δεκαετίες η ‘αρπαχτή’ σαν σημαντικό κίνητρο της ατομικής πρωτοβουλίας και σοβαρό στήριγμα της οικονομίας.
Το ότι εδώ και δυο περίπου αιώνες δημιουργήθηκε στους κόλπους της εγχώριας Πιάτσας μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων αφιερωμένων αποκλειστικά και εξειδικευμένων στο εμπόριο, στο μεταπρατισμό, αυτό δεν ήταν δείγμα προόδου και εξέλιξης, όπως νομίστηκε. Ήταν μια πρόσκαιρη αρρώστια της Πιάτσας, που την κόλλησε από τη Δύση και που της δημιούργησε ανισορροπίες και προβλήματα ταξικής διαφοροποίησης και εξειδικευμένων λειτουργιών, ατόμων ανολοκλήρωτων, χωρίς γενική θεώρηση της κοινωνίας και του κόσμου. Διότι ο σκέτος μεταπράτης και ο σκέτος παραγωγός είναι άτομα λειψά και ανολοκλήρωτα από πάσης απόψεως. 

5.

Νομίζω πως είναι πολύ δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι η καταστροφή της διαλεκτικής παιδείας των ανθρώπων, η οποία απορρέει από την αποπομπή της ανταλλαγής από το δημόσιο χώρο που επισήμανε ο Παπαζαχαρίου (όντας, τότε, αρκετά αισιόδοξος αφού έβλεπε μια «πρόσκαιρη αρρώστεια»), θα φτάσει στο αποκορύφωμά της με την καθολίκευση του «ηλεκτρονικού χρήματος». Είναι άλλωστε μια δυναμική τεχνομονολιθισμού, που την έχουμε πια μπροστά στα μάτια μας.

Γι’ αυτό το λόγο θεωρούμε σημαντικότερο ν’ αναδειχτεί αυτή η υπόγεια καταστροφή από τις πιο φανερές ή ακόμα και «σκανδαλώδεις» πλευρές αυτής της δυναμικής, οι οποίες συνδέονται με τον έλεγχο και την επιτήρηση: μπορεί αυτά τα δυο να κινούνται παράλληλα, όμως η πρώτη είναι εκείνη που υπονομεύει στη ρίζα τους τις δυνατότητες εξόδου από τον τεχνοσυστημικό εφιάλτη.

Χρήμα και τραπεζική κατάθεση-11

Εξετάσαμε στο προηγούμενο μια βασική όψη της τεχνομονολιθικής επικράτησης του άυλου χρήματος. Ας δούμε τώρα με ποιον τρόπο έχουμε βρεθεί, έκοντες άκοντες, να συμμετέχουμε στο όλο παιχνίδι. Την παραμονή του 21ου αιώνα, διακεκριμένοι Γάλλοι νομομαθείς της Τράπεζας της Γαλλίας επισήμαιναν κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον:

«[Ε]νώ αρκετοί προβλέπουν τη μελλοντική κατάργηση του νομίσματος χάρη στις νέες τεχνολογίες, οι νομικοί διαπιστώνουν σταθερά ότι το χρήμα παραμένει ο άγνωστος Χ του Δικαίου: ‘‘Το χρήμα βρίσκεται παντού μέσα στις κοινωνικές σχέσεις, αλλά πουθενά μέσα στη νομική σκέψη’’ (Remy Libehaber, Recherche sur la monnaie en droit privé). Οι σπάνιοι νομικοί ορισμοί του νομίσματος το προσδιορίζουν κυρίως ως λογιστική μονάδα ή σαν μέσον πληρωμής, χωρίς να διακρίνουν τις διαφορετικές λειτουργίες του» (Η νομική φύση του ηλεκτρονικού χρήματος, Δελτίο της Τράπεζας της Γαλλίας , τχ 70, Οκτώβριος 1999).

Εδώ θα προσεγγίσουμε έμμεσα αυτή την επισήμανση, δίνοντας το λόγο στον επίσης Γάλλο ειδήμονα του τραπεζικού δικαίου François Grua (1949-2005), και συγκεκριμένα στη μελέτη του Le dépôt de monnaie en banque («Η χρηματική τραπεζική κατάθεση», 1998), στον οποίο παραπέμπουν οι παραπάνω νομομαθείς. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της μελέτης του βρίσκεται στο πώς προσδιορίζει το χρήμα και από εκεί τη φύση της τραπεζικής κατάθεσης, με όρους μάλιστα πολύ οικείους τώρα πια μέσα στο «ψηφιακό» περιβάλλον.

 

Νομίζω πως οι επισημάνσεις του Γκρουά είναι πολύ πιο κατανοητές σήμερα, από ό,τι ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Διότι, με την πρόοδο του «ψηφιακού περιβάλλοντος», έχει πια φύγει από το προσκήνιο η ιδέα της τραπεζικής κατάθεσης ως «αποταμίευση» και έχει αντικατασταθεί από ένα πλήθος τραπεζικών «προϊόντων» (ασφαλιστικά, επενδυτικά, κ.λπ.), που εθίζουν τον καταθέτη στην ιδέα της «κίνησης» παρά της «φύλαξης».

Από κοντά, η παράλληλη διαδρομή ολοένα μεγαλύτερης «ψηφιοποίησης» του χρήματος με τελικό πυλώνα της την αυτόματη κατάθεση της μισθοδοσίας στις τράπεζες, ρίχνει ένα δραματικό φως στην τελευταία πρόταση της παραπάνω σύνοψης: «η τραπεζική κατάθεση δεν είναι παρά μια ορισμένη φάση στη συνολικότερη παραγωγή αποτελεσμάτων, που συνδέονται μεν με αυτήν αλλά δεν παράγονται από τον καταθέτη».

Θα πρέπει, νομίζω, να συγκρατήσουμε ιδιαίτερα αυτές τις τρεις διαπιστώσεις του Γκρουά: (1) το χρήμα το θέλουμε επειδή μας παρέχει μια γενική δυνατότητα, μια γενική δύναμη· (2) το χρήμα είναι το μοναδικό πράγμα που επινοήθηκε ώστε να το χρωστάμε· και (3) η πληρωμή με χρήμα δεν γίνεται στη βάση μιας ισότητας, δεν είναι μια ανταλλαγή μεταξύ δυο πραγμάτων, όπου το ένα υποτίθεται ότι «εμπεριέχει μια αξία ίση προς την αξία» που εμπεριέχει το άλλο.

Διευκρινίζω αμέσως ότι αυτό που ακολουθεί δεν είναι ακριβώς μετάφραση της μελέτης του Γκρουά, αλλά μια προσωπική σύνοψη των σημείων της που μας ενδιαφέρουν. Θυμίζω τέλος, ότι το σύνολο των μέχρι στιγμής σχετικών αναρτήσεών μας βρίσκεται εδώΣημ. HS.

*

Η αποταμίευση δεν ήταν ποτέ το ουσιώδες στην τραπεζική κατάθεση

Ο λόγος που επικράτησε η συνήθεια της κατάθεσης χρημάτων σε τράπεζες, παρατηρεί ο Φρανσουά Γκρουά, δεν έχει τόσο πολύ να κάνει με την προστασία τους π.χ. από τους κλέφτες ή τη φωτιά. Έχει να κάνει με ένα συγκεκριμένο φυσικό όριο των νομισμάτων: δεν βολεύουν καθόλου όταν έχεις να κάνεις πληρωμές μεγάλων ποσών και σε μακρινές αποστάσεις. Τα δίνεις λοιπόν σ’ ένα τραπεζίτη, ο οποίος αναλαμβάνει τη μεταφορά τους και τα στέλνει εκεί που θέλεις να πάνε. Επομένως, βασικό κίνητρο του καταθέτη είναι το πώς θα χρησιμοποιήσει βολικότερα το χρήμα του —πράγμα που γίνεται μέσω «εντολών», τις οποίες δίνει στην τράπεζά του (τσεκ, μεταφορά σε λογαριασμούς, κ.λπ.).

Η πρωτοτυπία του «συμβολαίου» που λέγεται τραπεζική κατάθεση, βρίσκεται λοιπόν καταρχήν στο ότι είναι ένας τρόπος να παραδώσεις ένα πράγμα σε κάποιον άλλον προκειμένου να το κάνεις πιο εύχρηστο, ώστε να μπορείς πιο εύκολα να το κινείς. Με άλλα λόγια, στερείται νοήματος η έννοια της κατάθεσης ως «φύλαξη χρημάτων» (π.χ. αποταμίευση), η οποία δεν σημαίνει κίνηση αλλά αντίθεση «ύπνωση» του χρήματος.

Η τραπεζική κατάθεση δεν μεταβιβάζει κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας

Ωστόσο, η πρωτοτυπία του συμβολαίου «τραπεζική κατάθεση» δεν εξαντλείται σε αυτό. Η τραπεζική κατάθεση διαφέρει πλήρως από όλα τα άλλα συμβόλαια. Δεδομένου ότι πρόκειται για ανταλλαγή χρήματος με χρήμα, η διαφορά αυτή βρίσκεται σε αυτό που είναι το ίδιο το χρήμα και επομένως, για να την κατανοήσουμε πρέπει να καταλάβουμε τι είναι το χρήμα. Χωρίς αυτή την κατανόηση, ακόμα κι αν ξεπεράσουμε την ιδέα της τραπεζικής κατάθεσης ως «φύλαξη χρημάτων», θα παραμείνουμε δέσμιοι μιας βαθύτερης πλάνης για τη φύση της.

Υπάρχει πράγματι η εντύπωση —μια ιδέα οποία ασπάζεται ακόμα και το Ακυρωτικό Δικαστήριο, όπως επισημαίνει ο Γκρουά— ότι με την κατάθεση μεταβιβάζουμε την ιδιοκτησία των χρημάτων μας στον τραπεζίτη. Αυτό δεν είναι ακριβές, διότι το χρήμα δεν είναι από τα πράγματα, των οποίων μπορεί κανείς να είναι ιδιοκτήτης. Το χρήμα δεν είναι αυτό που λέμε «αγαθό». Είναι το μέσο με το οποίο μπορεί κανείς να αποκτήσει ένα αγαθό, είναι αυτό που σου δίνει τη δυνατότητα να γίνεις ιδιοκτήτης ενός αγαθού.

Κατά συνέπεια, η κατάθεση χρημάτων σε μια τράπεζα δεν μπορεί να αναλυθεί ως μεταβίβαση της ιδιοκτησίας ενός αγαθού, αλλά μάλλον ως μεταβίβαση «επιμελητείας».

Γιατί φανταζόμαστε το χρήμα σαν «αγαθό»

Ο λόγος που νομίζουμε ότι μπορεί κανείς να είναι ιδιοκτήτης του χρήματος όπως είναι ιδιοκτήτης ενός οποιουδήποτε αγαθού, βρίσκεται στο ότι τείνουμε να θεωρούμε ότι το χρήμα έχει μια ορισμένη αξία. Και το νομίζουμε αυτό επειδή με το χρήμα μπορούμε να αποκτήσουμε πράγματα που έχουν αξία. Φανταζόμαστε λοιπόν ότι ένα χαρτονόμισμα είναι κάτι σαν μια μικρή ζωγραφιά, ας πούμε, ή σαν μια «ρεπροντιξιόν», στην οποία έχει δοθεί συμβατικά μια ορισμένη αξία [το αναγραφόμενο ποσόν, π.χ. 50 ευρώ] ώστε να μπορεί κανείς να την ανταλλάξει με ό,τι θέλει.

 

Πρόκειται ασφαλώς για πλάνη, όπως εξηγεί ο Γκρουά! Η δύναμη που έχει το χρήμα, και τα πάθη που ξεσηκώνει, δεν έχουν τίποτα να κάνουν με αυτά που πιστεύει αυτή η απατηλή ιδέα.

Ένα σφυρί το θέλουμε γιατί μπορεί να καρφώνει με δύναμη. Απεναντίας, το χρήμα το θέλουμε επειδή μας παρέχει μια γενική δυνατότητα, μια γενική δύναμη. Το θέλουμε απλώς και μόνο για να έχουμε, μέσω αυτού, αυτή τη γενική δύναμη. Ελάχιστα ενδιαφέρει αν είναι από πέτρα, χαρτί, ζωγραφιά, πλαστικό, ηλεκτρονικό ή ό,τι άλλο, διότι η δύναμή του δεν ενυπάρχει στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο (όπως λ.χ. συμβαίνει με το σφυρί).

Το χρήμα είναι μόνο πράγμα που επινοήθηκε με αποκλειστικό σκοπό να το χρωστάμε

Έτσι, το χρήμα επιτελεί μια εντελώς ιδιαίτερη λειτουργία, την οποία δεν επιτελεί κανένα αγαθό, τίποτα απ’ όσα θεωρούμε και ονομάζουμε «αγαθά», και που γι’ αυτό το λόγο δεν είναι «αγαθό», ούτε ποτέ μπορεί κανείς να είναι ιδιοκτήτης του όπως είναι ιδιοκτήτης κάποιου αγαθού. Μοναδική λειτουργία του είναι ν’ αποτελεί αντικείμενο δεσμευτικής υποχρέωσης. Είναι το μοναδικό πράγμα που επινοήθηκε με αποκλειστικό σκοπό να το χρωστάμε.

Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να σκεφτούμε πως υπάρχουν μόνο δυο τρόποι με τους οποίους μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το χρήμα: είτε (α) για να πληρώσουμε ή αποπληρώσουμε κάτι, είτε (β) για να κάνουμε μια πίστωση.

α) Όταν το χρήμα χρησιμοποιείται για πληρωμή ή αποπληρωμή, τότε εξαλείφει μια χρηματική υποχρέωση, μια χρηματική απαίτηση ή οφειλή: «Αυτό το αντικείμενο κάνει τόσα ευρώ» σημαίνει ότι τόσα ευρώ οφείλουμε να δώσουμε για να το αποκτήσουμε· ή «τόσα ευρώ απομένουν για ν’ αποπληρώσετε το δάνειό σας».

β) Όταν δίνεται ως πίστωση (δάνειο, κ.λπ.), τότε το χρήμα χρησιμοποιείται για να δημιουργηθεί ένα χρέος, μια υποχρέωση αποπληρωμής. Παράδειγμα αυτής της δεύτερης χρήσης είναι το έντοκο δάνειο. Ο δανειστής δεν δίνει τα χρήματά του στον οφειλέτη για να τον εξυπηρετήσει, αλλά επειδή θέλει να του δημιουργήσει ένα χρέος και να επωφεληθεί από αυτό. Δίνει ένα ποσό χρημάτων ζητώντας πίσω ένα μεγαλύτερο ποσό, προκειμένου να γίνει δικαιούχος μιας πίστωσης με αντικείμενο αυτό το μεγαλύτερο ποσόν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο ανταλλάσσει τα χρήματά του με μια πίστωση —και το κάνει αυτό επειδή το χρήμα δεν αυτοπολλαπλασιάζεται, δεν τοκίζεται από μόνο του: μόνο η πίστωση, δηλαδή το χρέος, έχει αυτή τη δυνατότητα, διότι μόνο μέσω της χρέωσης μπαίνει στο παιχνίδι ο τοκισμός.

Η ιδιαιτερότητα της χρηματικής απαίτησης

Σε αυτήν ακριβώς την αρχή του τοκισμού στηρίζεται η τραπεζική κατάθεση ως συμβόλαιο. Στόχος της είναι να κατασκευάσει μια χρηματική απαίτηση, μια υποχρέωση. Πριν όμως δούμε αυτή τη συγκεκριμένη μορφή υποχρέωσης, πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας πως η χρηματική απαίτηση είναι μια εντελώς ιδιαίτερη μορφή υποχρέωσης.

Το γεγονός ότι το χρήμα δεν είναι «αγαθό» αλλά η εγγύηση μιας γενικής δυνατότητας, συνεπάγεται μια εντελώς μοναδική σχέση ανάμεσα στη χρηματική απαίτηση και το αντικείμενό της. Οι άλλες μορφές υποχρέωσης αναφέρονται σε κάποιο αντικείμενο ή αγαθό έξω από τις ίδιες, ένα αντικείμενο ή αγαθό με συγκεκριμένη χρησιμότητα (π.χ. η υποχρέωση συζύγου προς σύζυγο, η υποχρέωση του ενοικιαστή να παραδώσει το σπίτι όπως το παρέλαβε, κ.λπ.). Η χρηματική απαίτηση απεναντίας —ακριβώς επειδή δεν αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο αγαθό ή αντικείμενο, σε μια συγκεκριμένη χρησιμότητα, αλλά στη γενική χρησιμότητα, δηλαδή σε μια δυνατότητα—, έχει μοναδικό της αντικείμενο τον εαυτό της.

Έτσι, το φαινόμενο της πληρωμής, δηλαδή της εξάλειψης μιας χρηματικής υποχρέωσης «επί τη εμφανίσει» του χρήματος, δεν εξηγείται με το να λέμε ότι το χρήμα έχει «μια ορισμένη αξία». Η πληρωμή με χρήμα δεν είναι μια ανταλλαγή μεταξύ δυο πραγμάτων, όπου το ένα υποτίθεται ότι «εμπεριέχει μια αξία ίση προς την αξία» που εμπεριέχει το άλλο! Η πληρωμή δεν γίνεται στη βάση μιας ισότητας. Τα χρήμα δεν είναι ισοδύναμο με κάτι, δεν ισοδυναμεί με κανένα αντικείμενο ή αγαθό! Ίσα-ίσα, το χρήμα μπορεί να είναι «τα πάντα» μόνο και μόνο επειδή δεν είναι «τίποτα» και δεν ισοδυναμεί με κανένα αγαθό ή πράγμα. Για να το πούμε πιο συγκεκριμένα και πραγματικά, το χρήμα κατορθώνει να επιτελεί τη λειτουργία του μόνο στο βαθμό που δεν είναι τίποτε άλλο παρά «σημείο δύναμης».

Γι’ αυτό το λόγο, η χρηματική πληρωμή δεν εξαλείφει το χρέος μέσω της ισότητας και της ισοδυναμίας, αλλά μέσω της ισχύος.

Η τραπεζική κατάθεση ως συμμετοχή στο τραπεζικό παιχνίδι

Πού βρίσκεται λοιπόν, η ιδιαιτερότητα του συμβολαίου «τραπεζική κατάθεση»; Όπως όλα τα συμβόλαια, συντάσσεται και αυτή με σκοπό να δημιουργήσει υποχρεώσεις, απαιτήσεις. Όμως σε όλα τα άλλα συμβόλαια, εκείνο που ενδιαφέρει την πλευρά που επιβάλλει μια απαίτηση στην άλλη πλευρά, δεν είναι η απαίτηση αυτή καθαυτή αλλά η εκπλήρωσή της. Αυτή της παρέχει ικανοποίηση.

Απεναντίας, στην περίπτωση της τραπεζικής κατάθεσης, ο καταθέτης δεν ενδιαφέρεται τόσο για την αποπληρωμή της από τον τραπεζίτη, δηλαδή για την ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησής του, διότι μόνο ένας ανόητος θα πήγαινε να δώσει τα λεφτά του σε ένα τραπεζίτη μόνο και μόνο για να τα πάρει άμεσα πίσω. Με την κατάθεσή του, αυτό που κυρίως κάνει ο καταθέτης είναι ότι πιστώνει την τράπεζα. Επομένως, αυτό που επιθυμεί ουσιαστικά ο καταθέτης είναι το δικαίωμα να παίζει και αυτός στο τραπεζικό παιχνίδι από τη θέση του πιστωτή. Δεν τον ενδιαφέρει να πάρει πίσω άμεσα τα λεφτά του, αλλά καταθέτοντάς τα, δηλαδή πιστώνοντάς τα στον τραπεζίτη, να κανονίζει μέσω της τράπεζας τους λογαριασμούς του προς τρίτους.

Φυσικά, αυτό προϋποθέτει τη συναίνεση του οφειλέτη (του τραπεζίτη), διότι εννοείται πως ο πιστωτής (ο καταθέτης) δεν μπορεί να του επιβάλλει όποιο ποσό θέλει ο ίδιος ως «χρέωση» των υπηρεσιών (του τραπεζίτη), που συνεπάγεται η μεταφορά των χρημάτων προς τρίτους. Με την τραπεζική κατάθεση έχουμε λοιπόν μια ολόκληρη κατάσταση: από τη μια μεριά, ο καταθέτης γίνεται πιστωτής μέσα στο τραπεζικό παιχνίδι. Την ίδια στιγμή όμως, ο τραπεζίτης έρχεται κι αυτός από την πλευρά του να επωφεληθεί αυτής της κατάστασης. Επομένως, η τραπεζική κατάθεση δεν είναι παρά μια ορισμένη φάση στη συνολικότερη παραγωγή αποτελεσμάτων, που συνδέονται μεν με αυτήν αλλά δεν παράγονται από τον καταθέτη. (…)

Επίλογος | Ποιο είναι το κεντρικό ερώτημα-12

“Το εμπόρευμα και το Κράτος μάς έχουν κάνει τόσο ηλίθιους και στενόκαρδους, ώστε η μόνη κατανοητή γλώσσα που ξέρουμε σήμερα να μιλάμε είναι η γλώσσα των αντικειμένων μας στις σχέσεις μεταξύ τους. Είμαστε ανίκανοι να καταλάβουμε μια πραγματικά ανθρώπινη γλώσσα και μια πραγματικά ανθρώπινη γλώσσα ούτε που μας αγγίζει. Από τη μια μεριά τη θεωρούμε και την αισθανόμαστε σαν μια ικεσία, σαν ένα παρακαλετό και συνεπώς σαν εκδήλωση εξευτελισμού και έκφραση ντροπής και ονείδους. Από την άλλη, μας φαίνεται να λέει παλαβομάρες και ασυναρτησίες, οπότε τη νιώθουμε σαν απειλή και την απορρίπτουμε.

Είμαστε τόσο πολύ αλλοτριωμένοι, που η ενδόμυχη και γνήσια γλώσσα της ανθρώπινης ουσίας μας μάς φαίνεται σαν προσβολή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ενώ την αλλοτριωμένη γλώσσα των εμπορευμάτων τη θεωρούμε ως έκφραση της ίδιας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που την επιβεβαιώνουν υποτίθεται τα δικαιώματά της και είναι γεμάτη αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια.

Για ποιο λόγο οι άνθρωποι δεν μιλούν μεταξύ τους στους λεγόμενους δημόσιους χώρους; Αυτό είναι το μοναδικό ερώτημα, το θεμελιώδες ζήτημα, που εμπεριέχει όλα τα άλλα! Οποιοδήποτε άλλο ερώτημα οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, που ισχυρίζεται ότι έχει σημασία από μόνο του, δεν είναι παρά απάτη, ρεφορμισμός και παραπλανητικό τέχνασμα από την πλευρά του εχθρού.

Πάνω σε αυτό το ερώτημα, πάνω στη ζήτημα της σιωπής των ανθρώπων στους δρόμους, που είναι και το κεντρικό ζήτημα, χωρίζονται οι φίλοι και οι εχθροί του χρήματος, οι φίλοι και οι εχθροί του Κράτους. Και η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, είναι η στρατηγική απάντηση σε όλα τα ερωτήματα. (…)

Ποια είναι η θεωρητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα; Η θεωρητική απάντηση στο ερώτημα «για ποιο λόγο οι άνθρωποι δεν μπορούν να μιλήσουν μεταξύ τους στους δρόμους;» είναι η εξής: «Επειδή δεν έχουν τίποτα να πουν ο ένας στον άλλον»! (…)

Και η θεωρητική απάντηση στο ερώτημα «για ποιο λόγο οι άνθρωποι δεν έχουν να πουν τίποτα ο ένας στον άλλον;», είναι: «Επειδή τα εμπορεύματα μιλούν αντί γι’ αυτούς, επειδή τα εμπορεύματα ασκούν αντί γι’ αυτούς την πρακτική της ελεύθερης συνομιλίας, της φλυαρίας, επειδή τα εμπορεύματα σκέφτονται για λογαριασμό των ανθρώπων, επειδή τα εμπορεύματα έχουν ιδέες αντί των ανθρώπων, επειδή τα εμπορεύματα έχουν ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ τους αντί να έχουν οι άνθρωποι».

Τα εμπορεύματα ασκούν την ανταλλαγή στη θέση των ανθρώπων. Τα πράγματα ασκούν στην πράξη την ανθρώπινη ουσία αντί των ανθρώπων.

Εκεί όπου φλυαρούν τα εμπορεύματα, εκεί όπου τα εμπορεύματα σκέφτονται, οι άνθρωποι το βουλώνουν.”

Ζ.-Π. Βουαγιέ, Έρευνα πάνω στη Φύση και τα Αίτια της Μιζέριας των Ανθρώπων (1976)

 

 

Σημ. HS. Με το κείμενο αυτό κλείνουμε εδώ τη σειρά που αφιερώσαμε στην απομάγευση του χρήματος και της αξίας, αποτίοντας τον οφειλόμενο φόρο τιμής σε έναν από τους πιο παραγνωρισμένους στοχαστές τους  που έφυγε από τη ζωή πολύ πρόσφατα, την 1η Δεκεμβρίου του 2019.

 

Ο Ζαν-Πιέρ Βουαγιέ υπήρξε αναντίρρητα ο πιο φιλοσοφημένο από τους άμεσους απόγονους των Καταστασιακών. Θυμίζουμε ότι στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα εξής βιβλία του: Ράιχ: Τρόπος Χρήσης [1971, ελλ. 1986], Εισαγωγή στην Επιστήμη της Δημοσιότητας [1975, ελλ. 2000], Έρευνα πάνω στη Φύση και τις Αιτίες της Μιζέριας των Ανθρώπων [1976, ελλ. 1985], Αναφορά Για την Κατάσταση των Ψευδαισθήσεων μέσα στο Κόμμα μας και Αποκαλύψεις σχετικά με την Αρχή του Κόσμου [1979, ελλ. 1987] και  Αντισανγκουινέτι [συλλ. ελλ. 1995].

 

Από αυτά, ο Ράιχ, η Αναφορά και η Έρευνα είναι κατά τη γνώμη μας τα καλύτερα. Τον θυμόμαστε για όσα καλά έχει γράψει, και δεν είναι λίγα