Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Agalma 23 και μεταφράστηκε στα αγγλικά για την ιστοσελίδα libcom. Ο Anselm Jappe είναι καθηγητής φιλοσοφίας και μέλος του Krisis Groupe. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας. Πρώτη δημοσίευση: https://geniusloci2017.wordpress.com/2023/01/18/from_celine_to_videoclip/
Νωρίτερα φέτος κυκλοφόρησα μια συλλογή από δοκίμια στη Γαλλία με τίτλο Crédit à Mort, αφιερωμένο ειδικά στην οικονομική κρίση και τις κοινωνικές της συνέπειες. Ο τίτλος είναι εμφανώς μια αναφορά στο δεύτερο μυθιστόρημα του Louis-Ferdinand Céline. Δεν υήρχε ωστός καμιά άμεση αναφορά στο κείμενο του Céline· ο τίτλος μου ήταν απλά ένα λογοπαίγνιο περιλαμβάνοντας τις λέξεις «θάνατος» και «πίστωση». Παρόλα αυτά, αργότερα συνειδητοποίησα πόσο ταιριαστή ήταν στη πραγματικότητα η αναφορά στον Céline και πως έκανα μια σωστή επιλογή δίχως αρχικά να το συνειδητοποιήσω. Το βιβλίο γενικά είναι μιοα απόρριψη των ψευδών μορφών κοινωνικής κριτικής που εμφανίστηκαν λόγω της κρίσης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στο βιβλίο, απέρριψα πρώτα από όλα την μονόπλευρη πολεμική που κατευθύνεται εναντίον του χρηματοπιστωτικού τομέα, των τραπεζών και της κερδοσκοπίας, που θεωρείται όχι η ορατή πτυχή μιας πιο βαθιάς κρίσης – την κρίση της συσσώρευσης του κεφαλαίου – αλλά ως η πραγματική αιτία της καταστροφικής κρίσης του καπιταλιστικού τρόπου ζωής. Η πολεμική εναντίον της κερδοσκοπίας, που μπορεί να βρεθεί στην αριστερά αλλά και στη δεξιά, αποδίδει όλα τα κακά του κόσμου όχι σε μια κοινωνική δομή αλλά σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που υποκινούνται από την απληστία και την επιθυμία για εξουσία. Πρέπει να υπερασπιστούμε τους εργάτες και τους τίμιους καταθέτες από τα παράσιτα του χρηματοπιστωτικού συστήματος: η επιδίωξη αυτή μοιάζει να έχει γεννήσει μια κοινή πεποίθηση με την οποία συμφωνούν ακόμη και ο Barak Obama, ο George Soros και ο Mario Draghi.
Μια τέτοια θέση αποτυγχάνει να κατανοήσει την σύνδεση μεταξύ της αφηρημένης εργασίας και αξίας, προϊόντος και χρημάτων, κεφαλαίου και μισθών, που αφορά την ειδικότητα του καπιταλισμού και είναι η αιτία των τωρινών προβλημάτων. Επιπλέον, απαντά στην ευρέως διαδεδομένη ανάγκη να βρεθεί κάποιος που να κατηγορηθεί, η εξαφάνιση του οποίου θα μπορούσε να λύσει τα πάντα δίχως να αλλάξει τίποτα άλλο σχετικά με την υπόλοιπη κοινωνία. Τέτοιου είδους κοσμοαντίληψη υπάρχει, με πολλές διαφοροποιήσεις, για περισσότερό από ένα αιώνα, έπαιρνε όμως πάντοτε τη μορφή κάποιου είδους λαϊκισμού. Και ο λαϊκισμός εμφανίζει το χαρακτηριστικό να υπάρχει και στη δεξιά όπως και στην αριστερά, μερικές φορές με σχεδόν πανομοιότυπα επιχειρήματα. Αυτή τη στιγμή περνά μια μεγάλη επανεμφάνιση. Ο λαϊκισμός υποκαθιστά τη κριτική με συναισθήματα, και ειδικά με ένα συναίσθημα απίστευτης δύναμης: την μνησικακία. Δεν είναι τυχαίο που ένας από τους πιο δημοφιλείς στοχαστές της εποχής μας, ο Slavoj Zizek, πρόσφατα αποκατέστησε την πολιτική αξία της «μνησικακίας».
Δεν χρειάζεται να τονίσουμε το γεγονός πως ο Céline, ακόμη και αγνοώντας κάθε πολιτικό προσανατολισμό, ήταν βάρδος της μνησικακίας, μια μνησικακία ύψιστου βαθμού, κατευθυνόμενη εναντίον των πάντων και όλων, μια μνησικακία σε κοσμική κλίμακα. Αυτή ήταν η τρομακτική του δύναμη: η έκφραση, δίχως διαμεσολαβήσεις, ωμά και αδρά, τα συναισθήματα που η ζωή στη σύγχρονη, αστική και καπιταλιστική κοινωνία μπορεί πρακτικά να προκαλέσει. Από την άποψη αυτή, ο Céline είναι αξεπέραστος. Αντιπροσωπεύει ένα πραγματικό πειρασμό. Την πρώτη φορά που διαβάζεις το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, όταν είσαι νέος, μπορεί να προκαλέσει την ίδια αναστάτωση με την πρώτη φορά που διαβάζεις Nietzsche ή την πρώτη φορά που μελέτησες την Κραυγή του Munch. Και σε κάθε τέτοια περίπτωση είναι αναγκαίο να απομακρυνθείς στην συνέχεια για να διακρίνεις πόση αλήθεια περιέχει ένα τέτοιο παράδειγμα από το σοκ που προκαλεί.
Φυσικά, στο κομμάτι αυτό που η λαϊκίστικη κριτική στο κεφάλαιο χρησιμοποιεί μια «αριστερή» γλώσσα υπάρχει ελάχιστη αναφορά στον Céline, ιδιαίτερα όχι στις πολιτικές του «ιδέες», ήταν όμως χαρακτηριστικό γνώρισμα του λαϊκισμού του Céline να ταλαντεύεται – επιφανεικά τουλάχιστον – μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Είναι γνωστό πως το Ταξίδι έγινε δεκτό από μεγάλο μέρος του αριστερού τύπου ως απόρριψη του καπιταλισμού· ο ίδιος ο Leon Trotsky αφιέρωσε ένα ουσιαστικά θετικό (και κατά τα άλλα εύστοχο) άρθρο στο βιβλίο. Προφανώς, αυτοί οι πρώιμοι θαυμαστές θα απογοητεύονταν ιδιαίτερα από την στροφή προς τα δεξιά που πήρε ο Céline μερικά μόλις χρόνια αργότερα. Όλοι γνωρίζουν πως η ακραία αντίθεση μεταξύ ενός αγιοποιημένου εγώ και ενός απόλυτα «κακού» κόσμου μπορεί να είναι θελκτικός και στην δεξιά και προς την αριστερά. Όπως αποδείχτηκε, το άνοιγμα του Céline στα «αριστερά» ήταν μόνο προσωρινή και οπορτουνιστική παρόρμηση: ήδη, σε διάφορα άρθρα που δημοσιεύτηκαν σε ιατρικά περιοδικά το 1928, πρότεινε μια ιατρική πρακτική στην υπηρεσία μιας αυστηρής εργοστασιακής πειθαρχίας, που θα έβαζε ακόμη και τον ασθενή να δουλέψει, καθώς τα συμφέροντα του εργοδότη ήταν σημαντικότερα από τα συμφέροντα του «λαού». Ο Céline δεν ήταν ποτέ ούτε αναρχικός ούτε και κομμουνιστής και, όπως αναφέρει ο Michael Bounan, «το ζήτημα δεν είναι να καταλάβουμε πως ένας ‘προοδευτικός’ θα ανακατεύονταν με τους Ναζί, αλλά γιατί κάποιος σαν και αυτόν θα σκεφτόταν ποτέ πως θα ήταν καλή ιδέα να μεταμφιέσει τον εαυτό του ως ‘προοδευτικό’».
Ωστόσο, το να αποδείξουμε πως ο Céline ήταν πάντοτε πολιτικά δεξιό χάνει το πραγματικό νόημα. Είναι ξεκάθαρο πως δεν ήταν κάποιου είδους «δεξιού αναρχικού», ή κάποιος που είχε «ευγενώς» παραστρατήσει. Η περίπτωση του δεν μοιάζει να είναι συγκρίσιμη με εκείνες του Martin Heidegger, Ernst Jünger, Carl Schmitt ή των Gottfried Benn, Drieu La Rochelle ή του Charles Maurras. Δεν μπορεί να διακρίνει κανείς σε αυτόν ούτε ίχνος αναλυτικών, ακόμη και εσφαλμένων, λόγων, αλλά μονο μια ανικανοποίητη δίψα για το αχρείο. Για αυτό και ο Céline που ήταν ο φυλλαδιογράφος και συνεργάτης (που κατέδωσε στους Γερμανούς , με τα μικρά και επίθετά τους, τους «Εβραίους» που, κατά την άποψη του. Έπρεπε να συλληφθούν) προκαλεί μια αηδία και αποστροφή που σκεπάζει την ντροπή που προκάλεσαν άλλοι διανοούμενοι εκείνης της εποχής που επίσης στήριξαν τον απολυταρχισμό.
Εδώ μπορούμε να σημειώσουμε τη διαφορά μεταξύ συγγραφέων και και φιλοσόφων και των διαφορετικών τους ευθυνών. Αν και για πολλές δεκαετίες υπάρχει μια προσπάθεια να αμφισβητηθεί αυτή η διάκριση στο όνομα κάποιας «ποιητικής σκέψης», η κριτική της απαίτησης για εννοιολογικό σφρίγος στο όνομα θεωρούμενων βαθύτερων αληθειών που εμπεριέχονται στη λογοτεχνία, δεν μοιάζει να είναι εντελώς μάταιη στο να συντηρηθεί ακέραια αυτή η βασική διάκριση: η φιλοσοφία δεν μπορεί να εγκαταλείψει την λογική και αναλυτική δομή. Ο φιλόσοφος είναι έτσι υπευθυνος για κάθε δήλωση που κάνει, επειδή πρέπει να είναι προϊόν μιας προηγούμενης αλυσίδας επιχειρημάτων. Ο συγγραφέας, από την άλλη, μπορεί απλά να πει ότι αισθάνεται και αισθάνεται κάθε στιγμή για ότι του έρχεται στο μυαλό, δίχως να είναι υποχρεωμένος να υπερασπιστεί αυτό που λέει ποτέ. Έχει παραπάνω από δικαίωμα να αντικρούει τον εαυτό του. Φυσικά υπάρχουν συγγραφείς (όπως ο Nietzsche) που ανήκουν και στις δυο κατηγορίες, αλλά με τη μορφή μίγματος που δεν επηρεάζει τις διαφορές σχετικά με τις αρχές που υπάρχουν στο καθένα. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να κάνει επίκληση στο δικαίωμα αυτό της ως ένα βαθμό ανευθυνότητας του συγγραφέα στη περίπτωση του Céline, καθώς τα πολυάριθμα αντισημιτικά του φυλλάδια δεν ήτα μια προσωρινή παρέκκλιση, αλλά το σημείο κορύφωσης ενός μίσους που δεν είναι απλά το προϊόν μιας προσωπικής παθολογίας, αλλά η συγκεντρωμένη έκφραση ενός κοινωνικού φαινομένου.
Ο Ernst Jünger, που από τη πλευρά του έκανε μια προσπάθεια να αποστασιοποιηθεί από το Ναζισμό, συνάντησε τον Céline το 1941, όταν ο Jünger ήταν Γερμανός αξιωματικός στο κατεχόμενο Παρίσι. Σε ένα εντυπωσιακό απόσπασμα του ημερολογίου του, ο Jünger εκφράζει την έκπληξη και το τρόμο του για ένα Céline που κατηγόρησε τους Γερμανούς κατακτητές ως πολύ «μετριοπαθείς» και τους ενθάρρυνε να κάνουν έρευνα από σπίτι σε σπίτι στο Παρίσι και να μαζέψουν όλους τους Εβραίους και τους κομμουνιστές. Σύμφωνα με τον Jünger, για ένα άτομο σαν και αυτό, η ίδια η επιστήμη (στη περίπτωση αυτή, ο βιολογικός ρατσισμός, που προσποιούνταν πως ήταν επιστημονικός) χρησιμεύει μόνο ως όπλο για να σκοτώσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, οι ιδέες που υποστηρίζει δεν έχουν σημασία: είναι εναλλάξιμες και ο μόνος τους σκοπός είναι να του επιτρέψουν να ανέβει σε ένα πύργο από τον οποίο μπορεί να σπείρει το τρόμο πυροβολώντας στο πλήθος.
Ο Jünger αναμφίβολα αντιλαμβάνονταν μια κεντρική πτυχή του Céline και της νοοτροπίας που ο Céline αντιπροσώπευε. Ακόμη ο αντισημιτισμός του – που για τον Céline, σε κάθε περίπτωση, δεν περιορίζονταν στη περίοδο των φυλλαδίων του, αλλά παρουσιάζονταν από την αρχή της λογοτεχνικής του καριέρας και ακόμη και η αλληλογραφία τουέδειξε πως δεν ήταν απλά μια προσποίηση, αλλά μια πραγματική και αυθεντική εμμονή – έμοιαζε να είναι το αποτέλεσμα μιας ακόμη βαθύτερης τάσης να εξοντώσει ότι μισούσε και επιθυμούσε την ίδια στιγμή. Από την οπτική αυτή, ο Céline θα ήταν επίσης ικανός να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία μιας σταλινικής εκστρατείας εναντίον της «μπουρζουαζίας» ή των «τροτσκιστών». Η επιλογή του του αντισημιτισμού ως μέσου έκφρασης της μνησικακίας του, ωστόσο, δεν ήταν τυχαία· η δολοφονική δύναμη του σύγχρονου αντισημιτισμού επίσης πηγάζει από το γεγονός πως είναι καλύτερα προσαρμοσμένος από οποιαδήποτε άλλη ιδεολογία να εκφράσει την πικρία αυτή εναντίον ολόκληρου του κόσμου που είναι τόσο διαδεδομένη σήμερα. Αντί να συμπαθεί πολιτικά τους Ναζί – ο Céline καυχιόνταν πως απεχθάνονταν κάθε «ιδέα» – ο Céline βρέθηκε να τους συμπαθεί ψυχολογικά και να μοιράζεται την ίδια «ορμή θανάτου» και την ίδια επιθυμία να καθαρίσει τη γη από τους «βρώμικου». Το να πούμε πως η περίπτωση του Céline δεν εκφράζει μια πολιτική ιδεολογία με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά μια συγκεκριμένη προσέγγιση προς το κόσμο, μια συγκεκριμένη ψυχοκοινωνική συγκρότηση, μια συγκεκριμένη «νοοτροπία» δεν έχει ως σκοπό να μειώσει την περίπτωση του σε ένα ζήτημα προσωπικού «χαρακτήρα» ή ατομικής παθολογίας. Αυτό που είναι ενδιαφέρον σχετικά με τον Céline είναι η αδιαμφισβήτητη ικανότητα του – κάποιος θα μπορούσε να το θεωρήσει ένα είδος προτερήματος – να εκφράζει δυναμικά αυτό το διάχυτο μίσος για το κόσμο το οποίο δεν είναι προσβάσιμο σε κριτική συνείδηση και που υπάρχει στο επίπεδο μιας μπερδεμένης αντίληψης και μουρμούρας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, σε σύγκριση με την αλλαζονική μετριότητα και με την πεποίθηση πως ζούμε στον καλύτερο από όλους τους πιθανούς κόσμους, η αίσθηση ακραίας απέχθειας και εξέγερσης μοιάζει πολύ πιο δικαιολογημένη και αποτελεί την αφετηρία για κάθε κριτική οπτική πάνω στο κόσμο. Πολύ συχνά όμως στην ιστορία του 20ου αιώνα πιστεύονταν πως κάθε μορφή αγανάκτησης μπορούσε να εξελιχθεί σε επαναστατική δράση: από την ηγέτης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, August Babel, που στο τέλος του 19ου αιώνα θεωρούσε τον αναδυόμενο λαϊκό αντισημιτισμό ως «σοσιαλισμό των ηλιθίων», σε ένα κομμάτι του «αντι-παγκοσμιοποιητικού» κινήματος, που πιστεύει πως μπορεί να διακρίνει ένα κοινό αγώνα μεταξύ Άγγλων φοιτητών και των Παλαιστίνιων βομβιστών αυτοκτονίας, ή μεταξύ των Βολιβιανών μεταλλωρύχων και των οπαδών του ποδοσφαίρου. Από την οπτική αυτή ο Céline μπορεί πάντα να υπολογίζει σε πολυάριθμους θαυμαστές στην αριστερά. Ο Trotsky, ωστόσο, είχε ήδη παρατηρήσει πως ο Céline δεν ήταν επαναστάτης (ή πως ήταν επαναστάτης ως συγγραφέας μόνο), αλλά αντίθετα πως ήταν «αδιάφορος για τους ανθρώπους και τις πράξεις τους». Αν ο Céline είναι επαναστάτη, είναι επαναστάτης με τον ίδιο τρόπο που είναι οι εξεγέρσεις των γκέτο των προαστίων του Παρισιού, ή όπως ήταν η εξέγερση στη Ρέτζιο Καλάμπρια το 1970.
Δίχως να μπούμε στις λεπτομέριες της ψυχολογίας της μνησικακίας, είναι παρόλα αυτά αναγκαίο να θυμηθούμε πως στο Céline οι πληγές (πραγματικές ή φανταστικές) που υπέστει είναι πάντοτε και μόνο αισθητές ως προσβολές στην ατομική περσόνα· το εγώ βλέπει τον εαυτό του ως το θύμα του «κόσμου» ή των «άλλων» ως σύνολο. Ο φθόνος και η επιθυμία για εκδίκηση είναι η προéϋπόθεση και η συνέπεια τους. Η μνησικακία είναι έτσι στενά συνδεδεμένη με την ναρκισσιστική προσωπικότητα, που, βαθιά μέσα, αναγνωρίζει μόνο την ίδια και αρνείται την ανεξάρτητη ύπαρξη ενός εξωτερικού κόσμου. Πρακτικά, τα στοιχεία δείχνουν πως ο Céline, κάθε άλλο από το να είναι αιώνια στο έλεος των γεγονότων όπως ο ήρωας του, ο Μπαρντάμου, επεδίωξε πεισματικά την φήμη και το πλούτο και μισούσε όλους όσους δεν του χάριζαν την ναρκισσιστική ικανοποίηση που περίμενε: για αυτό και γύρισε τη πλάτη στην αριστερά μετά την αποτυχία να κερδίσει το Βραβείο Γκονκούρ με το Ταξίδι το 1933, και το 1936 έγραψε την αποκήρυξη του προς την Σοβιετική Ένωση, Mea Culpa, μετά την επιστροφή του σε εκείνη τη χώρα, όπου μια ρωσική μετάφραση του Ταξιδιού είχε μόλις εκδοθεί και που αισθάνθηκε ενοχλημένος που καλωσορίστηκε με μικρότερες τιμές από τον André Cole.
Σήμερα, φυσικά, πρακτικά κανένας δεν υπερασπίζεται τον Céline τον φυλλαδιογράφο ή τον Céline τον συνεργάτη. Αυτό όμως δεν προϋποθέτει την διάκριση μεταξύ του μεγάλου συγγραφέα και στυλίστα, από την μια, και των απεχθών παρεκκλίσεων του όταν πέρασε σε ένα πεδίο για το οποίο δεν ήταν κατάλληλος και για το οποίο δεν αντιλαμβάνονταν τίποτα, από την άλλη; Μπροστά σε ένα τόσο μεγάλο συγγραφέα, έναν από τους σπουδαιότερους Γάλλους συγγραφείς του 20ου αιώνα, και ίσως – σύμφωνα με κάποιες «ειδικές» φωνές – τον «σπουδαιότερο» Γάλλο συγγραφέα του 20ου αιώνα, δεν είναι τέτοιου είδους κριτικές κάπως κακόβουλες; Πρέπει να πετάξουμε τον στυλίστα που έκανε την γαλλική λογοτεχνία να χωριστεί σε προ- και μετά-Céline; Δεν αρκεί να καλύψουμε τις ντροπιαστικές του πράξεις με ένα πέπλο συμπάθειας αφού τις καταδικάσουμε;
Μια τέτοια θέση απολαμβάνει ευρεία αποδοχή στήριξης σήμερα. Προφανώς είναι δύσκολο να ορίσουμε τον «σπουδαίο συγγραφέα», αλλά το μεγαλύτερο μέρος του γαλλικού λογοτεχνικού κόσμου μοιάζει να είναι πεπεισμένος πως ο Proust και ο Céline είναι τα ανώτερα δείγματα «σπουδαίων συγγραφέων» στον 20ο αιώνα (και γνωρίζουμε πως είναι εκείνοι που κρατούν την σειρά Bibliothèque de la Pléiade ζωντανή, καθώς είναι στην κορυφή των πωλήσεων). Δεν είναι αυτός ένας τρόπος για να σταματήσουμε όποια επιπλέον αμφισβήτηση;
Πηγή: shadesmag