Αόρατη Επιτροπή: Fuck off Google

Σημείωση Ragnarok

Το παρακάτω αποτελεί το 4ο κεφάλαιο του κειμένου ”Προς του φίλους μας” (  À nos amis) που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2014.Η ομάδα έγινε γνωστή με την δημοσίευση της μπροσούρας  L’insurrection qui vient (La fabrique editions ,2007 και στα ελληνικά “Η εξέγερση που έρχεται” από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος) που προκάλεσε αντιδράσεις και ρίγη σε ακροδεξιούς συντηρητικούς κύκλους αλλά και διεθνή διάλογο στους ριζοσπαστικούς κύκλους.Η ομάδα φαίνεται να συνδέεται με το περιοδικό Tiqqun αλλά και την υπόθεση των Tarnac 9.Προτάσσει ένα ιδιότυπο, πιο βολονταριστικό και σαφώς εξεγερτικό ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης (communisation) τείνοντας έτσι να αγγίζει τα εξεγερσιακά αναρχικά ρεύματα.

Για περισσότερα https://bloom0101.org/

 

Fuck off Google
Αόρατη επιτροπή

 

1. Δεν υπάρχουν «επαναστάσεις μέσω Facebook» αλλά μια νέα
επιστήμη της κυβέρνησης, η κυβερνητική.

2. Πόλεμος ενάντια σε
οτιδήποτε smart!

3. Η αθλιότητα της κυβερνητικής.

4. Τεχνικές εναντίον τεχνολογίας.

 

1. Δεν υπάρχουν «επαναστάσεις μέσω Facebook» αλλά μια νέα
επιστήμη της κυβέρνησης, η κυβερνητική.
Η γενεαλογία είναι ελάχιστα γνωστή, αν και θα άξιζε να είναι: το
Twitter προέρχεται από μια εφαρμογή ονόματι TXTMob, που
αναπτύχθηκε από Αμερικανούς ακτιβιστές για τον συντονισμό μέσω
κινητών τηλεφώνων στις διαδηλώσεις εναντίον της Εθνικής
Επιτροπής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (RNC) το 2004. Αυτή η
εφαρμογή χρησιμοποιήθηκε από περίπου 5.000 ανθρώπους για να
ανταλλάξουν σε πραγματικό χρόνο πληροφορίες για τις ενέργειες και
τις κινήσεις της αστυνομίας. Το Twitter, που ξεκίνησε δύο χρόνια
αργότερα, χρησιμοποιήθηκε για παρόμοιους σκοπούς πχ. στη
Μολδαβία, ενώ οι διαδηλώσεις στο Ιράν το 2009 διέδωσαν την ιδέα
πως αποτελούσε ένα απαραίτητο εργαλείο για τον συντονισμό των
εξεγερμένων, ιδίως απέναντι σε δικτατορικά καθεστώτα. Το 2011,
και ενώ οι ταραχές έπλητταν την Αγγλία που υποτίθεται βρισκόταν
σε πλήρη λήθαργο, κάποιοι δημοσιογράφοι υποστήριξαν
παραπλανητικά ότι τα tweets είχαν διευκολύνει την εξάπλωση των
αναταραχών από το επίκεντρό τους, το Τότεναμ. Τελικά,
αποδείχθηκε ότι οι εξεγερμένοι είχαν επιλέξει για την μεταξύ τους
επικοινωνία τα ασφαλή κινητά της Blackberry που είχαν σχεδιασθεί
για ανώτερα στελέχη τραπεζών και πολυεθνικών, ενώ οι βρετανικές
μυστικές υπηρεσίες δεν διέθεταν καν τα κλειδιά
αποκρυπτογράφησης. Επιπλέον, μια ομάδα hacker επιτέθηκε εκ των
υστέρων στην ιστοσελίδα της BlackBerry για να την αποτρέψει να
συνεργαστεί με τις αστυνομικές αρχές. Αν το Twitter βοήθησε στην
αυτοοργάνωση, το έκανε μάλλον για τις ορδές των πολιτών-
οδοκαθαριστών που προσφέρθηκαν να καθαρίσουν και να
αποκαταστήσουν τις ζημιές που είχαν προκληθεί από τις μάχες και
τις λεηλασίες. Αυτή η πρωτοβουλία πλαισιώθηκε και συντονίστηκε
από την Crisis Commons, ένα «δίκτυο εθελοντών που συνεργάζονται
για την ανάπτυξη και τη χρήση τεχνολογικών εργαλείων με στόχο να
συμβάλλουν στην αντιμετώπιση καταστροφών και να βελτιώσουν την
ανθεκτικότητα και την απάντηση σε μια κρίση». Μια παλιοφυλλάδα
της γαλλικής αριστεράς συνέκρινε το εγχείρημα με την οργάνωση
της πλατείας Puerta del Sol από το κίνημα των «Αγανακτισμένων».
Ίσως φανεί παράλογο να συγκρίνει κανείς μια πρωτοβουλία που είχε
σκοπό την επιτάχυνση της επιστροφής στην τάξη με την
αυτοοργανωμένη συνύπαρξη χιλιάδων ανθρώπων σε μια
κατειλημμένη πλατεία, παρά τις επανειλημμένες επιθέσεις της
αστυνομίας. Εκτός και αν τις δούμε ως δυο αυθόρμητες,
συνδεδεμένες πολιτικές δράσεις. Από την αρχή του κινήματος 15M,
οι «Αγανακτισμένοι» της Ισπανίας, ή τουλάχιστον αρκετοί από
αυτούς, εξέφρασαν την πίστη τους στην ουτοπία της ψηφιακής
συμμετοχής των πολιτών. Γι’ αυτούς, τα ηλεκτρονικά κοινωνικά
δίκτυα δεν είχαν απλώς επιταχύνει την εξάπλωση του κινήματος του
2011, είχαν κυρίως θέσει τις βάσεις για μια νέου τύπου πολιτική
οργάνωση των αγώνων και της κοινωνίας. μια συνδεδεμένη,
συμμετοχική, διαφανή δημοκρατία. Είναι βέβαια κάπως άβολο για
τους «επαναστάτες» να μοιράζονται μια τέτοια ιδέα με τον Jared
Cohen, σύμβουλο της Αμερικανικής κυβέρνησης για την
καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ο οποίος επικοινώνησε με το
Twitter κατά τη διάρκεια της «ιρανικής επανάστασης» του 2009
πιέζοντάς το να μη διακόψει τη λειτουργία του παρά τη λογοκρισία.
Ο Jared Cohen συνέγραψε πρόσφατα με τον Eric Schmidt, πρώην
αφεντικό της Google, ένα ανατριχιαστικό πολιτικό βιβλίο με τίτλο
The New Digital Age (Η νέα ψηφιακή εποχή). Στην πρώτη σελίδα του
διαβάζουμε την εξής παραπλανητική φράση: «Το Διαδίκτυο αποτελεί
το μεγαλύτερο πείραμα που περιλαμβάνει την αναρχία στην ιστορία».
«Στην Τρίπολη, το Τότεναμ ή τη Wall Street, οι πολίτες
διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στην αποτυχία των σημερινών πολιτικών
και τις πενιχρές δυνατότητες που προσφέρει το εκλογικό σύστημα.
Έχουν χάσει την πίστη τους στην κυβέρνηση και τα άλλα θεσμικά
όργανα της συγκεντρωτικής εξουσίας. Δεν υπάρχει καμία βιώσιμη
δικαιολογία για το γεγονός ότι ένα δημοκρατικό σύστημα περιορίζει
τη συμμετοχή των πολιτών σε μια απλή ψήφο. Ζούμε σε έναν κόσμο
όπου απλοί πολίτες συνεισφέρουν στη Βικιπαίδεια, οργανώνουν μέσω
διαδικτύου διαδηλώσεις στον κυβερνοχώρο και στον φυσικό κόσμο
όπως τις επαναστάσεις στην Αίγυπτο και την Τυνησία ή το κίνημα
των Αγανακτισμένων στην Ισπανία ή ακόμα μελετούν εξονυχιστικά
διπλωματικά τηλεγραφήματα που αποκαλύπτονται μέσω του
WikiLeaks. Οι ίδιες τεχνολογίες που μας επιτρέπουν να
συνεργαστούμε εξ αποστάσεως δημιουργούν και την ελπίδα πως θα
μπορούσαμε να κυβερνήσουμε καλύτερα τους εαυτούς μας». Δεν
πρόκειται για λόγια κάποιας «αγανακτισμένης», ή αν είναι τέτοια,
πρέπει να σημειώσουμε πως έχει στρατοπεδεύσει από καιρό σε ένα
γραφείο του Λευκού Οίκου: H Beth Noveck υπήρξε επικεφαλής της
πρωτοβουλίας «Open Government» της κυβέρνησης Ομπάμα. Το
«Open Government» ξεκινά από την παραδοχή ότι η διακυβερνητική
λειτουργία έγκειται πλέον στη διασύνδεση των πολιτών και στη
διάθεση πληροφοριών που μέχρι πρότινος φυλάσσονταν εντός της
γραφειοκρατικής μηχανής. Έτσι, για το δημαρχείο της Νέας Υόρκης,
«η ιεραρχική δομή που βασίζεται στην ιδέα πως η κυβέρνηση
γνωρίζει τι είναι καλό για τους πολίτες είναι πλέον ξεπερασμένη. Το
νέο μοντέλο του αιώνα μας βασίζεται στη συνδιαμόρφωση και τη
συνεργασία».

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η έννοια του Open Government
Data δεν αναπτύχθηκε από πολιτικούς αλλά από πληροφορικούς –
ένθερμους υποστηρικτές της ανάπτυξης λογισμικού ανοικτού
κώδικα– που επικαλούνταν τη φιλοδοξία των ιδρυτών πατέρων των
Ηνωμένων Πολιτειών «κάθε πολίτης να συμμετέχει στην κυβέρνηση».
Η κυβέρνηση υποβαθμίζεται εδώ στον ρόλο του συντονιστή ή του
διαμεσολαβητή, εντέλει μιας «πλατφόρμας συντονισμού της δράσης
των πολιτών». Ο παραλληλισμός με τα κοινωνικά δίκτυα έχει
υιοθετηθεί πλήρως. «Με ποιον τρόπο θα μπορούσε η πόλη να
αντιληφθεί τον εαυτό της όπως το οικοσύστημα προγραµµατιστικών
διεπαφών (API) του Facebook ή του Twitter;», αναρωτιούνται στο
Δημαρχείο της Νέας Υόρκης. «Κάτι τέτοιο θα μας έδινε τη
δυνατότητα να παράξουμε μια εμπειρία διακυβέρνησης που να βάζει
τον χρήστη στο επίκεντρο, γιατί το διακύβευμα δεν είναι μόνο η
κατανάλωση αλλά και η συμπαραγωγή των δημόσιων υπηρεσιών και
της δημοκρατίας». Ακόμα και αν εκλάβουμε αυτές τις διακηρύξεις
ως φαντασιοπληξίες κάποιων υπεραισιόδοξων της Silicon Valley, κάτι
τέτοιο επιβεβαιώνει ότι η πρακτική της διακυβέρνησης ταυτίζεται
όλο και λιγότερο με την κρατική κυριαρχία. Την εποχή των δικτύων,
κυβερνώ σημαίνει εγγυώμαι τη διασύνδεση των ανθρώπων, των
αντικειμένων και των μηχανών καθώς και την ελεύθερη, δηλαδή τη
διαφανή, ελεγχόμενη κυκλοφορία της πληροφορίας που παράγεται
κατ’ αυτό τον τρόπο. Αυτή ωστόσο η δραστηριότητα εκτελείται ήδη
ευρέως έξω από τους κρατικούς μηχανισμούς, ακόμα και αν αυτοί
προσπαθούν με κάθε τρόπο να τη διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους.
Γίνεται εμφανές ότι το Facebook δεν είναι τόσο το μοντέλο μιας νέας
μορφής διακυβέρνησης όσο η πραγματικότητά του ήδη εν δράση. Το
γεγονός ότι επαναστάτες το έχουν χρησιμοποιήσει και το
χρησιμοποιούν για να κατεβούν μαζικά στον δρόμο αποδεικνύει
απλώς ότι σε κάποιες περιπτώσεις το Facebook γίνεται να
χρησιμοποιηθεί ενάντια στον εαυτό του, ενάντια στη βασική
αποστολή αστυνόμευσης που επιτελεί.
Όταν σήμερα οι πληροφορικοί αποκτούν πρόσβαση στα προεδρικά
μέγαρα και τα δημαρχεία των μεγαλύτερων πόλεων του κόσμου, δεν
είναι τόσο για να εγκατασταθούν σε αυτά όσο για να διατυπώσουν
τους νέους κανόνες του παιχνιδιού: οι κυβερνήσεις ανταγωνίζονται
πλέον με τρίτους παρόχους των ίδιων υπηρεσιών, που, δυστυχώς γι’
αυτές, είναι μερικά βήματα μπροστά. Προτείνοντας τις υπηρεσίες
cloud ως μέσο προστασίας κρατικών υπηρεσιών όπως το
κτηματολόγιο, που είναι πλέον διαθέσιμο ως εφαρμογή για
smartphone, το The New Digital Age υποστηρίζει: «Στο μέλλον, οι
άνθρωποι δεν θα διασφαλίζουν μόνο τα δεδομένα τους, θα
διασφαλίζουν και την κυβέρνησή τους». Και, σε περίπτωση που δεν
είχαμε καταλάβει ποιος είναι πλέον το αφεντικό, καταλήγει: «Οι
κυβερνήσεις μπορούν να καταρρεύσουν και οι πόλεμοι να
καταστρέψουν τις φυσικές υποδομές, οι εικονικοί θεσμοί ωστόσο θα
επιβιώσουν». Αυτό που κρύβει η Google κάτω από το πρόσχημα μιας
αθώας διεπαφής, μιας μηχανής αναζήτησης σπάνιας αποτελεσμα-
τικότητας, είναι ένα ξεκάθαρα πολιτικό σχέδιο. Μια εταιρία που
χαρτογραφεί τον πλανήτη Γη στέλνοντας ομάδες σε κάθε δρόμο και
σε κάθε πόλη δεν μπορεί να έχει αποκλειστικά εμπορικούς σκοπούς.
Δεν χαρτογραφεί ποτέ κανείς παρά μόνο ό,τι σκοπεύει να κυριεύσει.
Ή αλλιώς, «don’t be evil!»: μην προβάλλετε αντίσταση. Είναι κάπως
ανησυχητικό να παρατηρεί κανείς ότι στις σκηνές που κάλυπταν το
Zuccotti Park όπως και στα γραφεία μελέτης προοπτικών –λίγο πιο
ψηλά δηλαδή στον ουρανό της Νέας Υόρκης– η αντιμετώπιση της
καταστροφής γίνεται αντιληπτή με τους ίδιους όρους: διασύνδεση,
δικτύωση, αυτοοργάνωση. Αυτό είναι το σημάδι ότι παράλληλα με
την εγκαθίδρυση των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας που υφαίνουν
τώρα όχι μόνο τους ιστούς τους στη Γη αλλά και την ίδια την υφή
του κόσμου στον οποίο ζούμε, κερδίζει έδαφος ένας ορισμένος
τρόπος σκέψης και διακυβέρνησης. Τα θεμέλια αυτής της νέας
επιστήμης της διακυβέρνησης έχουν τεθεί από τους ίδιους τους
μηχανικούς και τους επιστήμονες που εφηύραν τα τεχνικά μέσα για
την υλοποίησή της. Η ιστορία έχει ως εξής: καθώς ο μαθηματικός
Nobert Wiener ολοκλήρωνε τη σταδιοδρομία του στον αμερικανικό
στρατό, άρχισε να θεμελιώνει κατά τη δεκαετία του 1940 μια νέα
επιστήμη και ταυτόχρονα έναν νέο ορισμό του ανθρώπου, της σχέσης
του με τον εαυτό του και τον κόσμο. Ο Claude Shannon, μηχανικός
στην Bell και στο MIT, του οποίου οι εργασίες για τη δειγματοληψία ή
τις μετρήσεις πληροφοριών συνέβαλλαν στην ανάπτυξη των
τηλεπικοινωνιών, πήρε μέρος σε αυτή την επιχείρηση. Το ίδιο και ο
καταπληκτικός Gregory Bateson, ανθρωπολόγος στο Χάρβαρντ,
πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ στη Νοτιοανατολική
Ασία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκλεπτυσμένος
λάτρης του LSD και ιδρυτής του Palo Alto School. Όπως επίσης ο
θηριώδης John von Neumann, συντάκτης του First Draft of a Report
on the EDVAC, που θεωρείται το ιδρυτικό κείμενο της επιστήμης
υπολογιστών, εφευρέτης της θεωρίας των παιγνίων, που συνέβαλε
αποφασιστικά στη νεοφιλελεύθερη οικονομία, υποστηρικτής μιας
προληπτικής πυρηνικής επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, ο
οποίος, αφού καθόρισε το βέλτιστο σημείο για την ρίψη της ατομικής
βόμβας στην Ιαπωνία, δεν έπαψε έκτοτε να παρέχει διάφορες
υπηρεσίες στο στρατό των ΗΠΑ και τη νεοσύστατη τότε CIA. Αυτοί
λοιπόν που συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη των νέων μέσων
επικοινωνίας και επεξεργασίας της πληροφορίας μετά τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο έριξαν και τις βάσεις της «επιστήμης» που ο
Wiener ονόμασε «κυβερνητική». Έναν όρο τον οποίον ο Ampère, έναν
αιώνα νωρίτερα, είχε την έμπνευση να ορίσει ως «επιστήμη της
διακυβέρνησης». Μιλάμε λοιπόν για μια τέχνη της διακυβέρνησης η
ιδρυτική πράξη της οποίας έχει σχεδόν ξεχαστεί, ενώ οι έννοιές της
έχουν εξελιχθεί υπογείως και εξαπλωθεί μαζί με τα καλώδια που
απλώθηκαν το ένα μετά το άλλο σε όλη την επιφάνεια της γης,
αρδεύοντας τόσο την πληροφορική όσο και τη βιολογία, την τεχνητή
νοημοσύνη, τη διοίκηση ή τις γνωσιακές επιστήμες.
Από το 2008 και μετά, δεν ζούμε μια ξαφνική και απρόσμενη
«οικονομική κρίση», αλλά παρακολουθούμε την αργή κατάρρευση
της πολιτικής οικονομίας ως τέχνης διακυβέρνησης. Η οικονομία δεν
υπήρξε ποτέ μια πραγματικότητα ή μια επιστήμη. Γεννήθηκε τον 17ο
αιώνα ως η τέχνη της διακυβέρνησης των πληθυσμών. Χρειαζόταν να
αποφευχθεί η πείνα για να αποφευχθούν οι ταραχές –εξού και η
σημασία των «αποθεμάτων σιτηρών»– αλλά και να δημιουργηθεί ο
πλούτος που θα ενίσχυε την εξουσία του ηγεμόνα. «Ο πιο σίγουρος
τρόπος για κάθε κυβέρνηση είναι να βασίζεται στα συμφέροντα των
ανθρώπων», έλεγε ο Hamilton. Όταν ανακαλύφθηκαν οι «φυσικοί»
νόμοι της οικονομίας, κυβερνώ σήμαινε πλέον αφήνω τον αρμονικό
μηχανισμό της οικονομίας να κινείται ελεύθερα και να χειραγωγεί
τους ανθρώπους κατευθύνοντας τα συμφέροντά τους. Η αρμονία, οι
προβλέψιμες συμπεριφορές, οι χρυσές προοπτικές, ο υποτιθέμενος
ορθολογισμός των ατόμων: Όλα αυτά συνεπάγονταν ένα είδος
εμπιστοσύνης, τη δυνατότητα να «δίνεται πίστη». Αυτά ακριβώς τα
θεμέλια της παλιάς κυβερνητικής πρακτικής έρχεται να ξηλώσει η
διαχείριση μέσω της μόνιμης κρίσης. Δεν ζούμε μια τεράστια «κρίση
εμπιστοσύνης» αλλά το τέλος της εμπιστοσύνης, που έχει γίνει
περιττή για την κυβέρνηση. Εκεί όπου βασιλεύει ο έλεγχος και η
διαφάνεια, εκεί όπου η συμπεριφορά των πολιτών υπολογίζεται σε
πραγματικό χρόνο από την αλγοριθμική επεξεργασία του όγκου των
διαθέσιμων πληροφοριών γι’ αυτούς, δεν χρειάζεται πλέον να
γίνονται αποδέκτες ή φορείς εμπιστοσύνης. Αρκεί να
παρακολουθούνται επαρκώς. Όπως έλεγε ο Λένιν, «καλή η
εμπιστοσύνη, ο έλεγχος όμως είναι καλύτερος».
Η κρίση εμπιστοσύνης της Δύσης για τον εαυτό της, τη γνώση και τη
γλώσσα της, τη λογική και τον φιλελευθερισμό της, τον πολίτη και
τον κόσμο, χρονολογείται από τα τέλη του 19ου αιώνα. Επεκτάθηκε
σε όλους τους τομείς πριν, κατά και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η κυβερνητική αναπτύχθηκε πάνω σε αυτή την ανοιχτή πληγή της
νεωτερικότητας. Επιβλήθηκε ως θεραπεία για την υπαρξιακή κρίση
και άρα την κρίση διακυβέρνησης της Δύσης. «Είμαστε, εκτιμούσε ο
Wiener, ναυαγοί σε έναν πλανήτη καταδικασμένο σε θάνατο […] σε
ένα ναυάγιο, οι κανόνες και οι ανθρώπινες αξίες δεν χάνονται
απαραίτητα, πρέπει λοιπόν να επωφεληθούμε όσο γίνεται
περισσότερο απ’ αυτό. Αν είναι να βυθιστούμε, ας βυθιστούμε με
τρόπο που να μπορούμε από τώρα να θεωρούμε αντάξιο του
μεγαλείου μας». Η διακυβέρνηση μέσω της κυβερνητικής είναι από
τη φύση της αποκαλυπτική. Σκοπός της είναι να αποτρέψει σε τοπικό
επίπεδο την αυθόρμητη, χαοτική κίνηση του κόσμου προς την
εντροπία και να εξασφαλίσει «νησίδες τάξης», σταθερότητας και –
ποιος ξέρει;– την αέναη αυτορρύθμιση των συστημάτων μέσω της
απεριόριστης, διαφανούς και ελέγξιμης κυκλοφορίας της
πληροφορίας. «Η επικοινωνία είναι το θεμέλιο της κοινωνίας και
εκείνοι που έχουν έργο να διατηρούν ελεύθερα τα κανάλια
επικοινωνίας είναι αυτοί από τους οποίους εξαρτάται πρωτίστως η
διαιώνιση ή η πτώση του πολιτισμού μας», διατείνονταν ο Wiener.
Όπως σε κάθε μεταβατική περίοδο, η μετάβαση από την παλιά
οικονομική διακυβερνητότητα στην κυβερνητική ανοίγει μια φάση
αστάθειας, ένα ιστορικό παράθυρο όπου η διακυβερνητότητα αυτή
καθαυτή μπορεί να ανατραπεί.

2. Πόλεμος ενάντια σε οτιδήποτε smart!
Στη δεκαετία του 1980, ο Terry Winograd, σύμβουλος του Larry Page,
ενός από τους ιδρυτές της Google, και ο Fernando Flores, πρώην
υπουργός Οικονομίας του Salvador Allende έγραφαν σχετικά με τον
σχεδιασμό στην τεχνολογία της πληροφορίας πως είναι «οντολογικής
φύσης. Αποτελεί μια παρέμβαση στο ιστορικό της πολιτιστικής μας
κληρονομιάς και μας βγάζει από τις υφιστάμενες συνήθειες,
επηρεάζοντας βαθύτατα τον τρόπο που ζούμε. […] Είναι απαραίτητα
αναστοχαστικός και πολιτικός». Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την
κυβερνητική. Επίσημα, εξακολουθεί να μας κυβερνά το παλιό
μανιχαϊστικό μοντέλο της Δύσης, όπου υπάρχει το υποκείμενο και ο
κόσμος, το άτομο και η κοινωνία, ο άνθρωπος και η μηχανή, το
πνεύμα και το σώμα, το ζωντανό και το μη ζωντανό. Πρόκειται για
διαχωρισμούς που η κοινή λογική εξακολουθεί να θεωρεί έγκυρους.
Στην πραγματικότητα, ο κυβερνοποιημένος καπιταλισμός ασκεί μια
οντολογία και συνεπώς μια ανθρωπολογία, της οποίας κρατάει τα
μυστικά για τα μυημένα στελέχη του. Το ορθολογικό Δυτικό
υποκείμενο, που έχει επίγνωση των συμφερόντων του, φιλοδοξεί να
κυριαρχήσει τον κόσμο και είναι ως εκ τούτου κυβερνήσιμο, δίνει τη
θέση του στον κυβερνητικό σχεδιασμό ενός όντος χωρίς
εσωτερικότητα, ενός selfless self, ενός Εγώ χωρίς Εγώ, ενός
εξελισσόμενου, ευμετάβλητου εαυτού που συγκροτείται από την
εξωτερικότητα και από τις σχέσεις του. Ενός όντος που, οπλισμένο
με το Apple Watch του, φτάνει να κατανοήσει πλήρως τον εαυτό του
με βάση εξωτερικά δεδομένα, στατιστικά στοιχεία που παράγει
καθεμιά από τις συμπεριφορές του. Ενός Quantified Self πρόθυμου να
παρακολουθεί, να μετρά και να βελτιστοποιεί απεγνωσμένα κάθε του
χειρονομία και κάθε του συναίσθημα. Για την πιο προηγμένη
κυβερνητική, δεν υπάρχει πλέον ο άνθρωπος και το περιβάλλον του
αλλά ένα ον-σύστημα που εντάσσεται με τη σειρά του σε ένα σύνολο
σύνθετων συστημάτων πληροφορίας, κόμβων της διαδικασίας
αυτοοργάνωσης. Ένα ον που κατανοείται ευκολότερα αν ξεκινήσουμε
από τη Μέση Οδό του ινδικού Βουδισμού παρά από τον Καρτέσιο. «Για
τον άνθρωπο, το να είναι ζωντανός σημαίνει να συμμετέχει σε ένα
παγκόσμιο σύστημα επικοινωνίας», υποστήριζε ο Wiener το 1948.
Ακριβώς όπως η πολιτική οικονομία παρήγαγε έναν homo
œconomicus που είναι διαχειρίσιμος στο πλαίσιο των βιομηχανικών
κρατών, η κυβερνητική παράγει τη δική της ανθρωπότητα. Μια
διαφανή ανθρωπότητα, που εκκενώνεται από τις ίδιες τις ροές που
τη διασχίζουν, ηλεκτροδοτείται από τις πληροφορίες, συνδέεται με
τον κόσμο μέσω μιας αυξανόμενης ποσότητας συσκευών. Μια
ανθρωπότητα που είναι αδιαχώριστη από το τεχνολογικό της
περιβάλλον καθότι αποτελείται και άρα καθοδηγείται απ’ αυτό. Αυτό
είναι πλέον και το αντικείμενο της διακυβέρνησης: όχι ο άνθρωπος ή
τα συμφέροντά του, αλλά το «κοινωνικό του περιβάλλον». Ένα
περιβάλλον που έχει ως μοντέλο την έξυπνη πόλη. Έξυπνη γιατί, χάρη
στους αισθητήρες της, παράγει πληροφορίες των οποίων η
επεξεργασία σε πραγματικό χρόνο επιτρέπει την αυτοδιαχείριση.
Έξυπνη επίσης γιατί παράγει και παράγεται από έξυπνους κατοίκους.
Η πολιτική οικονομία κυβερνούσε τα άτομα αφήνοντάς τα ελεύθερα
να επιδιώξουν το συμφέρον τους, η κυβερνητική τα ελέγχει
αφήνοντάς τα ελεύθερα να επικοινωνούν μεταξύ τους. «Οφείλουμε να
ανακαλύψουμε εκ νέου τα κοινωνικά συστήματα σε ένα ελεγχόμενο
περιβάλλον», συνόψισε πρόσφατα ο καθηγητής του MIT Alex Pentland,
σε ένα άρθρο του το 2011. Το πιο τρομακτικό και το πιο ρεαλιστικό
όραμα της μελλοντικής μητρόπολης δεν βρίσκεται στις μπροσούρες
που διανέμει στους δήμους η IBM για να προωθήσει τον έλεγχο της
ροής του νερού, του ηλεκτρικού ρεύματος ή της οδικής κυκλοφορίας.
Είναι μάλλον εκείνο που αναπτύχθηκε αρχικά «ενάντια» σε αυτό το
οργουελικό όραμα της Πόλης: οι «εξυπνότερες πόλεις», οι οποίες
συμπαράγονται από τους ίδιους τους κατοίκους τους (ή τουλάχιστον
τους πιο συνδεδεμένους εξ’ αυτών). Ένας άλλος καθηγητής του MIT,
σε ταξίδι στην Καταλονία, ευτυχής ανακαλύπτει πως η πρωτεύουσά
της γίνεται σιγά σιγά μια «fab city»: «Στέκω εδώ, στην καρδιά της
Βαρκελώνης και βλέπω μια νέα πόλη να εφευρίσκεται στην οποία
καθένας θα μπορεί να έχει πρόσβαση σε εργαλεία που θα την
καταστήσουν πλήρως αυτόνομη». Οι πολίτες δεν έχουν πλέον
υποδεέστερο ρόλο, είναι smart people, «δέκτες και παραγωγοί ιδεών,
υπηρεσιών και λύσεων», όπως λέει ένας απ’ αυτούς. σε αυτό το
όραμα, η μητρόπολη δεν γίνεται έξυπνη από τις αποφάσεις και τις
κινήσεις μιας κεντρικής κυβέρνησης αλλά εμφανίζεται ως μια
«αυθόρμητη τάξη» στον βαθμό που οι κάτοικοί της «βρίσκουν νέους
τρόπους για την κατασκευή, τη διασύνδεση και τη νοηματοδότηση
των δεδομένων τους». Έτσι γεννιέται η ανθεκτική μητρόπολη, εκείνη
που θα μπορεί να αντέξει σε οποιαδήποτε καταστροφή.
Πίσω από τη φουτουριστική υπόσχεση ενός κόσμου πλήρως
συνδεδεμένων ανθρώπων και αντικειμένων –όταν τα αυτοκίνητα, τα
ψυγεία, τα ρολόγια, οι ηλεκτρικές σκούπες και οι δονητές θα
συνδέονται άμεσα μεταξύ τους και στο Διαδίκτυο– υπάρχει αυτό που
είναι ήδη εδώ: το γεγονός ότι ο πιο ευέλικτος αισθητήρας βρίσκεται
ήδη σε λειτουργία – ο ανθρώπινος εαυτός. «Εγώ» μοιράζομαι τον
γεωεντοπισμό μου, τη διάθεσή μου, τις απόψεις μου, την εξιστόρηση
οτιδήποτε απίστευτου ή απίστευτα κοινότοπου είδα σήμερα. Έτρεξα,
κι αμέσως μοιράστηκα τη διαδρομή μου, τον χρόνο μου, τις επιδόσεις
και την αυτοαξιολόγησή μου. Ποστάρω διαρκώς φωτογραφίες από
τις διακοπές μου, τις βραδιές μου, τις εξεγέρσεις μου, τους
συναδέρφους μου κι ό,τι πρόκειται να φάω ή να πηδήξω. Φαίνεται
πως δεν κάνω τίποτα και όμως παράγω διαρκώς δεδομένα. Είτε
δουλεύω είτε όχι, η καθημερινή μου ζωή παραμένει πλήρως
αξιοποιήσιμη ως απόθεμα πληροφοριών. Βελτιώνω συνεχώς τον
αλγόριθμο.
«Χάρη στα διάσπαρτα δίκτυα αισθητήρων, θα έχουμε για τον εαυτό
μας την προοπτική ενός παντογνώστη Θεού. Για πρώτη φορά,
μπορούμε να χαρτογραφήσουμε με ακρίβεια τη συμπεριφορά μιας
μάζας ανθρώπων στην καθημερινή τους ζωή», λέει με ενθουσιασμό
ένας άλλος καθηγητής του MIT. Τα τεράστια ψυχώμενα κέντρα
δεδομένων είναι το κελάρι της σημερινής κυβέρνησης.
Ψαχουλεύοντας στις βάσεις δεδομένων που παράγονται και
ενημερώνονται διαρκώς από την καθημερινή ζωή των συνδεδεμένων
πολιτών, αναζητά συσχετίσεις που της επιτρέπουν να ορίσει όχι τους
νόμους του σύμπαντος, ούτε καν τα «γιατί», αλλά τα «πότε» και τα
«τι», ώστε να κάνει έγκαιρες και έγκυρες προβλέψεις-χρησμούς.
Δεδηλωμένος στόχος της κυβερνητικής είναι πλέον η διαχείριση του
απρόβλεπτου, η διακυβέρνηση του μη κυβερνήσιμου και όχι η
προσπάθεια να το καταργήσει. Το ζητούμενο της κυβερνητικής
διακυβέρνησης δεν είναι μόνο, όπως στην εποχή της πολιτικής
οικονομίας, η πρόληψη με στόχο την καθοδήγηση της δράσης, αλλά η
άμεση επίδραση πάνω στο εικονικό, η οικοδόμηση των δυνατοτήτων.
Το LAPD υιοθέτησε πριν από μερικά χρόνια ένα νέο λογισμικό
υπολογιστή ονόματι «PredPol», το οποίο υπολογίζει, μέσα από ένα
πλήθος στατιστικών για την εγκληματικότητα, την πιθανότητα να
διαπραχθεί το τάδε ή το τάδε έγκλημα ανά γειτονιά και ανά οδό. Με
βάση τις πιθανότητες που ενημερώνονται σε πραγματικό χρόνο, το
λογισμικό αυτό οργανώνει τις περιπολίες της αστυνομίας στην πόλη.
Στην εφημερίδα Le Monde, ένας από τους πατέρες της κυβερνητικής
έγραψε το 1948: «Μπορούμε να ονειρευτούμε μια εποχή όπου η
κυβερνητική μηχανή θα έρθει να αντικαταστήσει –για καλό ή για
κακό, ποιος ξέρει;»– την προφανή ανεπάρκεια των ηγετών και των
καθιερωμένων μηχανισμών της πολιτικής». Κάθε εποχή ονειρεύεται
την επόμενη, ακόμα και αν αυτό το όνειρο γίνει ο καθημερινός της
εφιάλτης. Σκοπός της τεράστιας συγκομιδής προσωπικών δεδομένων
δεν είναι η εξατομικευμένη παρακολούθηση ολόκληρου του
πληθυσμού. Η διείσδυση στην προσωπική ζωή του καθενός δεν
συμβαίνει τόσο για το ατομικό φακέλωμά του όσο για τη συγκρότηση
μεγάλων στατιστικών βάσεων που αποκτούν σημασία δια του όγκου
τους. Είναι πιο αποδοτικό να συσχετιστούν τα κοινά χαρακτηριστικά
των ατόμων σε ένα πλήθος «προφίλ», καθώς και τα πιθανά
μελλοντικά σενάρια που προκύπτουν. Δεν ενδιαφέρει το άτομο αυτό
καθαυτό, παρά μόνο ό,τι επιτρέπει τον προσδιορισμό των πιθανών
γραμμών διαφυγής του. Η εφαρμογή της παρακολούθησης σε προφίλ,
«events» και δυνητικότητες ενέχει το πλεονέκτημα ότι τα
στατιστικά στοιχεία δεν επαναστατούν. Τα άτομα μπορούν να
εξακολουθούν να ισχυρίζονται πως δεν τα παρακολουθούν,
τουλάχιστον όχι προσωπικά. Την ώρα που η κυβερνητική
διακυβερνητότητα λειτουργεί πλέον σύμφωνα με μια καινούργια
λογική, οι υπήκοοί της συνεχίζουν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό
τους σύμφωνα με το παλιό πρότυπο. Θεωρούμε ότι τα «προσωπικά»
μας δεδομένα μας ανήκουν όπως μας ανήκουν τα παπούτσια ή το
αυτοκίνητο μας και ότι δεν ασκούμε παρά την «ατομική ελευθερία»
μας αποφασίζοντας να αφήσουμε το Google, το Facebook, την Apple,
την Amazon ή την αστυνομία να έχει πρόσβαση σε αυτά χωρίς να
βλέπουμε ότι κάτι τέτοιο έχει άμεση επίπτωση σε όσους αρνούνται
να κάνουν κάτι τέτοιο και θα αντιμετωπίζονται πλέον ως ύποπτοι, ως
δυνητικά επικίνδυνοι. «Χωρίς αμφιβολία, προβλέπει το The New
Digital Age, θα υπάρχουν και στο μέλλον άνθρωποι που θα
αντιστέκονται στην υιοθέτηση και στη χρήση της τεχνολογίας,
άνθρωποι που θα αρνούνται να έχουν ένα εικονικό προφίλ, ένα
smartphone ή οποιαδήποτε επαφή με τα ηλεκτρονικά συστήματα
δεδομένων. Απ’ τη μεριά της, μια κυβέρνηση θα μπορεί να υποπτευθεί
πως όσοι εγκαταλείπουν αυτό το σύστημα έχουν κάτι να κρύψουν και
πως έχουν άρα μεγαλύτερη πιθανότητα να παραβούν τον νόμο. Ως
αντιτρομοκρατικό μέτρο, η κυβέρνηση θα μπορεί λοιπόν να
συγκροτήσει ένα αρχείο «κρυφών ανθρώπων». Αν δεν έχετε γνωστό
προφίλ σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο ή σύνδεση κινητής τηλεφωνίας
και αν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να βρει κανείς αναφορές για εσάς στο
Διαδίκτυο, μπορεί κάλλιστα να είστε υποψήφιος να μπείτε σε μια
τέτοια λίστα. Μπορεί επίσης να δεχθείτε την επιβολή μιας σειράς
ειδικών περιορισμών που περιλαμβάνουν αυστηρούς ελέγχους στα
αεροδρόμια ή ακόμα ταξιδιωτικές απαγορεύσεις».

 

3. Η αθλιότητα της κυβερνητικής.
Οι υπηρεσίες ασφαλείας καταλήγουν λοιπόν να θεωρούν ένα προφίλ
στο Facebook περισσότερο αξιόπιστο από το άτομο που υποτίθεται
ότι κρύβεται από πίσω. Αυτό και μόνο αρκεί για να δείξει πόσο
διάτρητη είναι η διάκριση μεταξύ εικονικού και πραγματικού. Η
επιταχυνόμενη δεδομενοποίηση του κόσμου καθιστά όλο και πιο
ανούσια την αντίληψη του online και του φυσικού κόσμου, του
κυβερνοχώρου και της πραγματικότητας, ως δυο ξεχωριστές
οντότητες. «Κοιτάξτε το Android, το Gmail, το Google Maps, το
Google Search. Αυτό είναι που κάνουμε. Φτιάχνουμε προϊόντα χωρίς
τα οποία οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν», ισχυρίζονται στο
Mountain View (περιοχή στο San Francisco όπου έχουν την έδρα τους
μεγάλες πολυεθνικές τεχνολογικές εταιρείες, ανάμεσα σε αυτές και η
Google). Τα τελευταία χρόνια, η πανταχού παρουσία των
συνδεδεμένων συσκευών στην καθημερινότητα των ανθρώπων έχει
ωστόσο προκαλέσει κάποια αντανακλαστικά επιβίωσης. Κάποιοι
μπάρμεν αποφάσισαν να απαγορεύσουν τα Google Glass στα μαγαζιά
τους, αν και πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτό τα έκανε ακόμα πιο in.
Ανθίζουν επίσης πρωτοβουλίες που ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να
αποσυνδέονται περιστασιακά από το Διαδίκτυο (μια φορά τη
βδομάδα, τον μήνα, ή για το σαββατοκύριακο) για να μετρήσουν την
εξάρτησή τους από τα αντικείμενα της τεχνολογίας και να
ξαναβιώσουν την εμπειρία μιας «αυθεντικής» επαφής με την
πραγματικότητα. Φυσικά, η προσπάθεια αποδεικνύεται μάταιη. Το
ευχάριστο οικογενειακό σαββατοκύριακο στη θάλασσα χωρίς
smartphone βιώνεται πρωτίστως ως μια εμπειρία αποσύνδεσης,
δηλαδή ως μια άμεση προβολή στη στιγμή της επανασύνδεσης, όπου
θα τη μοιραστούμε στο Διαδίκτυο.
Στον βαθμό ωστόσο που η αφηρημένη σχέση του Δυτικού ανθρώπου
με τον κόσμο έχει αντικειμενοποιηθεί σε ένα ολόκληρο σύμπαν
συσκευών και εικονικών αναπαραστάσεων, κάτι τέτοιο παραδόξως
ανοίγει και πάλι τον δρόμο προς την ύπαρξη. Καθώς έχουμε
αποστασιοποιηθεί από τα πάντα, θα καταλήξουμε να βγούμε από την
ίδια μας την αποστασιοποίηση. Το σφυροκόπημα της τεχνολογίας θα
μας δώσει ξανά τη δυνατότητα να συγκινούμαστε από την γυμνή,
δίχως πίξελ, παρουσία του αγιοκλήματος. Χρειάστηκε να μπουν κάθε
είδους οθόνες ανάμεσα σε εμάς και την πραγματικότητα πριν
μπορέσουμε να επανακτήσουμε το ασύγκριτο αχνοφέγγισμα του
πραγματικού κόσμου, τον ενθουσιασμό μας για αυτό που βρίσκεται
μπροστά μας. Χρειάστηκε εκατοντάδες «φίλοι» που δεν δίνουν
δεκάρα για μας να μας κάνουν like στο Facebook ώστε να μας
γελοιοποιήσουν καλύτερα στη συνέχεια, για να ανακαλύψουμε ξανά
την αρχαία γεύση της φιλίας.
Έχοντας αποτύχει να δημιουργήσουμε υπολογιστές που να μπορούν
να συναγωνιστούν τον άνθρωπο, βαλθήκαμε να υποβαθμίσουμε την
ανθρώπινη εμπειρία σε σημείο η πραγματική ζωή να μοιάζει λιγότερο
ελκυστική από την ψηφιακή της απεικόνιση. Μπορούμε να
φανταστούμε την ανθρώπινη έρημο που χρειάστηκε για να γίνει
επιθυμητή η παρουσία μας στα social media; Όπως αντίστοιχα
χρειάστηκε να αντικαταστήσουμε τον ταξιδευτή με τον τουρίστα για
να μπορέσουμε να φανταστούμε ότι αυτός θα δεχτεί να πληρώσει για
να κάνει τον γύρο του κόσμου μέσω ολογράμματος χωρίς να βγει από
το σαλόνι του. Ακόμα και η πιο ασήμαντη πραγματική εμπειρία αρκεί
για να αποκαλύψει την αθλιότητα αυτής της απάτης. Η αθλιότητα
της κυβερνητικής είναι εντέλει αυτό που θα την καταστρέψει. Για μια
υπερ-ατομικιστική γενιά, της οποίας η κύρια κοινωνικοποίηση ήταν
τα social media, το φοιτητικό κίνημα του Κεμπέκ το 2012 στάθηκε
πρώτα από όλα μια εκπληκτική αποκάλυψη της εξεγερτικής δύναμης
του να βρισκόμαστε μαζί και να πράττουμε. Ήταν μια μοναδική
εμπειρία συνάντησης, σε βαθμό που οι φιλίες των εξεγερμένων
κατάφεραν να σπάσουν τις γραμμές της αστυνομίας. Οι παγίδες των
μπάτσων ήταν άχρηστες απέναντι σε κάτι τέτοιο. Για την ακρίβεια,
οι παγίδες αυτές δεν ήταν παρά άλλος ένας τρόπος για να
δοκιμάσουν οι εξεγερμένοι τον εαυτό τους, μαζί. «Το τέλος του Εγώ
θα είναι η γένεση της παρουσίας», οραματιζόταν ο Giorgio Cesarano
στο Εγχειρίδιο επιβίωσης.
H αρετή των hackers ήταν ότι βασίστηκαν εξαρχής στην υλικότητα
του υποτιθέμενου ψηφιακού κόσμου. Για να χρησιμοποιήσουμε τα
λόγια ενός μέλους της Telecomix, μιας ομάδας hacker που έγινε
γνωστή βοηθώντας τους κατοίκους της Συρίας να παρακάμψουν τον
κρατικό έλεγχο στις διαδικτυακές τους επικοινωνίες, αν ο hacker
είναι μπροστά από την εποχή του είναι διότι «δεν θεώρησε αυτό το
εργαλείο [το Διαδίκτυο] ως έναν ξεχωριστό εικονικό κόσμο αλλά ως
επέκταση της φυσικής πραγματικότητας». Αυτό γίνεται περισσότερο
φανερό τώρα που το κίνημα των hackers επεκτείνεται έξω από τις
οθόνες και δημιουργεί hackerspaces, χώρους όπου οι άνθρωποι
αναλύουν, μαστορεύουν, και συνθέτουν λογισμικό και τεχνολογικά
αντικείμενα. Η επέκταση και η δικτύωση της DIY (Κάντο μόνος σου)
κουλτούρας έχει παράξει μια σειρά από διεκδικήσεις: τη δυνατότητα
να πειραματίζεσαι με τα πράγματα, με τον δρόμο, την πόλη, την
κοινωνία, τη ζωή την ίδια. Κάποιοι παθολογικά προοδευτικοί
βιάστηκαν να διακρίνουν την απαρχή μιας νέας οικονομίας, ακόμα
και ενός νέου πολιτισμού, που αυτή τη φορά θα βασίζεται στο
«μοίρασμα». Παρόλα αυτά η σημερινή καπιταλιστική οικονομία ήδη
τιμά τη «δημιουργία», πέρα από τις αγκυλώσεις της παλιάς
βιομηχανίας. Οι μάνατζερς καλούνται να διευκολύνουν την ελεύθερη
πρωτοβουλία, να ενθαρρύνουν τα καινοτόμα εγχειρήματα, τη
δημιουργικότητα, την ιδιοφυΐα, ακόμα και την απόκλιση – «η εταιρεία
του μέλλοντος πρέπει να προστατεύει τα αποκλίνοντα άτομα, διότι
είναι εκείνα που θα καινοτομήσουν και θα είναι ικανά να
δημιουργήσουν λογική μέσα στο άγνωστο», όπως λένε. Σήμερα η αξία
ενός προϊόντος δεν έγκειται τόσο στα νέα του χαρακτηριστικά, στην
επιθυμητότητα ή τη σκοπιμότητά του, αλλά στην εμπειρία που
προσφέρει στον καταναλωτή. Γιατί λοιπόν να μην δώσουμε στον
καταναλωτή την υπέρτατη εμπειρία: τη δυνατότητα να βρεθεί στην
άλλη πλευρά της δημιουργίας; Από αυτή την άποψη, τα hackerspaces
και τα fablabs (μικρής κλίμακας εργαστήρια παραγωγής) γίνονται
χώροι όπου υλοποιούνται τα «projects» των «καινοτόμων-
καταναλωτών» και αναδύονται «νέες αγορές». Στο San Francisco, η
εταιρεία Techshop δημιουργεί έναν νέο τύπο γυμναστηρίου όπου, με
μια ετήσια συνδρομή, «ερχόμαστε κάθε βδομάδα να φτιάξουμε
πράγματα, να δημιουργήσουμε και να αναπτύξουμε τα projects μας».
Το γεγονός ότι ο αμερικανικός στρατός χρηματοδοτεί αντίστοιχους
χώρους στο πλαίσιο του προγράμματος Cyber Fast Track της DARPA
δεν απαξιώνει τα hackerspaces αυτά καθεαυτά. Τουλάχιστον όχι
περισσότερο απ’ όσο αυτοί οι χώροι (όπου οι άνθρωποι
συνεργάζονται για να χτίσουν και να επισκευάσουν βιομηχανικά
αντικείμενα ή να τα μεταστρέψουν από την αρχικά προοριζόμενη
χρήση) είναι καταδικασμένοι να συμμετάσχουν σε ακόμα μια
διαδικασία αναδόμησης της καταπιταλιστικής παραγωγής, εφόσον
εγκλωβίζονται στο κίνημα Maker Movement [προέκταση της
κουλτούρας του DIY και του ανοιχτού λογισμικού στις τεχνολογικές
κατασκευές]. Τα σύνολα κατασκευής παγκόσµιου χωριού (Global
Village Construction Set ή GVCS), όπως αυτά του «Open Source
Ecology» με τα πενήντα συναρμολογούμενα μηχανήματα (τρακτέρ,
φρέζα, μπετονιέρα κλπ.) και άλλες μονάδες κατοικίας θα μπορούσαν
να έχουν διαφορετικό σκοπό από την δημιουργία ενός «μικρού
πολιτισμού με όλες τις σύγχρονες ανέσεις» ή τη δημιουργία
«εξολοκλήρου νέων οικονομιών», ενός «οικονομικού συστήματος» ή
μιας «νέας μορφής διακυβέρνησης», όπως φαντασιώνονται οι
δημιουργοί τους. Η αστική γεωργία που εφαρμόζεται στις ταράτσες
των κτιρίων ή σε εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές ζώνες, όπως οι
1300 κοινοτικοί κήποι του Detroit, θα μπορούσε να έχει διαφορετικές
φιλοδοξίες από το να συμμετέχει στην επαναφορά της οικονομίας ή
το να στηρίξει την «ανθεκτικότητα των κατεστραμμένων περιοχών».
Επιθέσεις όπως αυτές που έκαναν οι Anonymous/LulzSec ενάντια σε
τραπεζικές εταιρείες, πολυεθνικές ασφάλισης ή τηλεπικοινωνιών θα
μπορούσαν θαυμάσια να υπερβούν τον κυβερνοχώρο. Όπως λέει κι
ένας ουκρανός hacker, «Όταν πρέπει να φροντίσεις για τη ζωή σου,
σύντομα σταματάς να τυπώνεις πράγματα σε 3D printers. Βρίσκεις
ένα διαφορετικό σχέδιο».

 

4. Τεχνικές εναντίον τεχνολογίας.
Και εδώ μπαίνει το περίφημο «ζήτημα της τεχνολογίας» που
παραμένει ένα τυφλό σημείο για τα επαναστατικά κινήματα. Ένας
διανοούμενος του οποίου το όνομα μπορούμε να ξεχάσουμε
περιέγραψε την γαλλική τραγωδία κάπως έτσι: «μια γενικά
τεχνοφοβική χώρα που κυριαρχείται από μια τεχνοφιλική ελίτ». Αν η
παρατήρηση αυτή δεν ισχύει απαραίτητα για την χώρα στο σύνολό
της, ισχύει σίγουρα για την περίπτωση του ριζοσπαστικού κινήματος.
Η πλειονότητα των μαρξιστών και των μετα-μαρξιστών πλαισιώνουν
την αταβιστική τους τάση για ηγεμονία με μια σαφή προσκόλληση
στην τεχνολογία-που-απελευθερώνει-τον-άνθρωπο, ενώ από την άλλη
ένα μεγάλο ποσοστό αναρχικών και μετα-αναρχικών συμβιβάζονται
με μια εύκολη θέση –ενίοτε καταπιεσμένης– μειονότητας και
υιοθετούν αντιλήψεις γενικά εχθρικές προς την «τεχνολογία». Κάθε
μια από τις παραπάνω τάσεις έχει την καρικατούρα της: στους
νεγκριστές οπαδούς του cyborg και της ψηφιακής επανάστασης του
συνδεδεμένου πλήθους, απαντούν οι αντιβιομηχανιστές που έχουν
αναγάγει την κριτική στην πρόοδο και στην «καταστροφή που
προκαλεί ο πολιτισμός της τεχνολογίας» σε μια επικερδή φιλολογία,
μια εξειδικευμένη και βολική ιδεολογία, ελλείψει οποιασδήποτε
επαναστατικής προοπτικής. Η τεχνοφιλία και η τεχνοφοβία συνιστούν
ένα διαβολικό ζευγάρι που στηρίζεται σε μια βασική πλάνη: ότι
υπάρχει κάτι που λέγεται τεχνική. Υποτίθεται ότι μπορούμε να
ξεχωρίσουμε τι είναι τεχνικό και τι όχι, στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Μπορούμε άραγε; Αρκεί να σκεφτούμε την κατάσταση εξάρτησης
στην οποία γεννιέται ένα παιδί και τον χρόνο που χρειάζεται μέχρι να
αρχίσει να μιλάει και να κινείται ανεξάρτητα, για να καταλάβουμε
ότι η σχέση του με τον κόσμο δεν είναι κάτι δεδομένο: είναι προϊόν
μιας ολόκληρης επεξεργασίας. Επειδή ακριβώς δεν στηρίζεται σε
κάποια φυσική επάρκεια, η σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο είναι
στην ουσία τεχνητή, τεχνική, για να χρησιμοποιήσουμε τον ελληνικό
όρο. Κάθε ανθρώπινος κόσμος είναι ένα σύνολο τεχνικών:
μαγειρικών, αρχιτεκτονικών, μουσικών, πνευματικών, πληροφορικών,
αγροτικών, ερωτικών, πολεμικών κλπ. Να γιατί δεν υπάρχει μια
γενική ανθρώπινη ουσία: διότι υπάρχουν μόνο ειδικές τεχνικές και
κάθε τεχνική διαμορφώνει έναν κόσμο, υλοποιώντας έτσι μια
συγκεκριμένη σχέση με αυτόν, έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Δεν
«κατασκευάζουμε» λοιπόν έναν τρόπο ζωής αλλά ενσωματώνουμε
τεχνικές μέσω του παραδείγματος, της εξάσκησης και της μάθησης.
Να και γιατί ο γνώριμος κόσμος σπάνια μας φαίνεται «τεχνικός»:
διότι το σύνολο των τεχνητών κομματιών που τον απαρτίζουν
αποτελεί ήδη μέρος του εαυτού μας. Αντίθετα, ό,τι μας είναι
άγνωστο μας φαίνεται να έχει μια παράξενη τεχνητή φύση. Έτσι, ο
τεχνικός χαρακτήρας του κόσμου γίνεται εμφανής μόνο σε δύο
περιπτώσεις: στην εφεύρεση και στη «βλάβη». Μόνο όταν
βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα ανακάλυψη ή όταν ένα γνώριμο
στοιχείο λείπει, χαλάει ή δυσλειτουργεί, τότε μόνο η ψευδαίσθηση ότι
ζούμε σε έναν φυσικό κόσμο οπισθοχωρεί μπροστά στην απόδειξη του
αντιθέτου.
Οι τεχνικές δεν μπορούν να συμπυκνωθούν σε ένα σύνολο ισοδύναμων
εργαλείων τα οποία ο Άνθρωπος, αυτό το γενικό ον, θα μπορούσε να
χρησιμοποιήσει και να μείνει ανεπηρέαστος. Κάθε εργαλείο
διαμορφώνει και αντιπροσωπεύει μια ορισμένη σχέση με τον κόσμο.
Οι κόσμοι που δημιουργούνται κατ’ αυτό τον τρόπο δεν είναι
περισσότερο ισοδύναμοι μεταξύ τους από τους ανθρώπους που τους
κατοικούν. Κι εφόσον οι κόσμοι αυτοί δεν είναι ισοδύναμοι, δεν
μπορούν να ιεραρχηθούν. Δεν υπάρχει κάτι που θα επέτρεπε να
θεωρήσουμε κάποιους από αυτούς τους κόσμους ως πιο
«προηγμένους» από τους άλλους. Είναι απλά διακριτοί, κάθε ένας
έχει το δικό του μέλλον, την δική του ιστορία. Για να ιεραρχήσουμε
τους κόσμους, χρειάζεται να εισαγάγουμε κάποιο απόλυτο κριτήριο
που να επιτρέπει την κατηγοριοποίηση των διαφόρων τεχνικών. Στην
περίπτωση της προόδου αυτό το κριτήριο είναι απλά η μετρήσιμη
παραγωγικότητα των τεχνικών, ιδωμένη ανεξάρτητα από την ηθική
που φέρουν, ανεξάρτητα από τις συνέπειες τους στον αισθητό κόσμο.
Για αυτό και η μόνη πρόοδος είναι η καπιταλιστική, για αυτό και ο
καπιταλισμός είναι η συνεχής καταστροφή των κόσμων. Εξάλλου, το
γεγονός ότι οι τεχνικές δημιουργούν κόσμους και μορφές ζωής δεν
σημαίνει ότι η ουσία του ανθρώπου είναι η παραγωγή, όπως πίστευε ο
Μαρξ. Αυτό είναι που αδυνατούν να καταλάβουν τόσο οι τεχνόφιλοι
όσο και οι τεχνοφοβικοί: την ηθική διάσταση της κάθε τεχνικής.
Οφείλουμε εδώ να προσθέσουμε πως ο εφιάλτης αυτής της εποχής
δεν έγκειται στο ότι είναι «η εποχή της τεχνικής» αλλά η εποχή της
τεχνολογίας. Η τεχνολογία δεν είναι η τελειοποίηση των τεχνικών,
αλλά η απαλλοτρίωση των συστατικών τεχνικών του ανθρώπου από
τον άνθρωπο. Η τεχνολογία είναι η συστηματική εφαρμογή των πιο
αποτελεσματικών τεχνικών, και κατά συνέπεια η ισοπέδωση των
κόσμων και των σχέσεων με τον κόσμο που αναπτύσσει ο καθένας
μας. Η τεχνολογία είναι ένας λόγος περί των τεχνικών που διαρκώς
πραγματώνεται. Όπως η ιδεολογία της γιορτής είναι ο θάνατος της
ίδιας της γιορτής και η ιδεολογία της συνάντησης είναι η αδυναμία
της συνάντησης, έτσι και η τεχνολογία είναι η εξουδετέρωση όλων
των συγκεκριμένων τεχνικών. Με αυτή την έννοια ο καπιταλισμός
είναι κατ’ ουσίαν τεχνολογικός: είναι η αποδοτική οργάνωση των πιο
παραγωγικών τεχνικών σε ένα ενιαίο σύστημα. Η πρωταρχική του
φιγούρα δεν είναι ο οικονομολόγος αλλά ο μηχανικός. Ο μηχανικός
είναι ο ειδικός στις τεχνικές και άρα ο επικεφαλής της
απαλλοτρίωσης τους, αυτός που δεν αφήνεται να επηρεαστεί από
αυτές και εξαπλώνει όπου μπορεί την απουσία του από τον κόσμο.
Πρόκειται για μια θλιβερή και δουλική φιγούρα. Η στενή σχέση του
καπιταλισμού με τον [κρατικό] σοσιαλισμό επιβεβαιώνεται στην
κοινή λατρεία του μηχανικού. Μηχανικοί ήταν αυτοί που
επεξεργάστηκαν τα περισσότερα μοντέλα της νεοκλασικής
οικονομικής θεωρίας ως σύγχρονα λογισμικά εμπορικών συναλλαγών.
Ας θυμηθούμε ότι η επιτυχία του Μπρέζνιεφ συνίσταται στο ότι
υπήρξε μηχανικός στη μεταλλουργική βιομηχανία της Ουκρανίας.
Η μορφή του hacker αντιτίθεται σημείο προς σημείο με αυτή του
μηχανικού, όποιες και αν είναι οι καλλιτεχνικές, αστυνομικές ή
επιχειρηματικές προσπάθειες να την εξουδετερώσουν. Ενώ ο
μηχανικός θέλει να καταγράψει καθετί που λειτουργεί για να
λειτουργεί καλύτερα στην υπηρεσία του συστήματος, ο hacker
αναρωτιέται «πώς δουλεύει αυτό;» για να βρει τα ελαττώματά του,
να ανακαλύψει νέες χρήσεις, να πειραματιστεί. Πειραματίζομαι
σημαίνει λοιπόν ανακαλύπτω την ηθική διάσταση μιας τεχνικής. Ο
hacker αποσπά τις τεχνικές από το τεχνολογικό σύστημα για να τις
ελευθερώσει. Αν είμαστε σκλάβοι της τεχνολογίας, είναι ακριβώς
γιατί υπάρχει ένα σύνολο από αντικείμενα της καθημερινής μας
ύπαρξης που προσλαμβάνουμε ως «τεχνικά». Τα αντιμετωπίζουμε ως
μαύρα κουτιά και τους εαυτούς μας ως τους αθώους χρήστες τους. Η
χρήση υπολογιστών για επιθέσεις στην CIA αρκεί για να αποδείξει ότι
η κυβερνητική είναι τόσο η επιστήμη των υπολογιστών όσο και η
αστρονομία είναι η επιστήμη των τηλεσκοπίων. Η κατανόηση του
πώς λειτουργούν οι συσκευές που βρίσκονται γύρω μας συνεπάγεται
μια άμεση αύξηση ισχύος, μας δίνει τον έλεγχο σε ό,τι πλέον δεν
θεωρούμε ως περιβάλλον, αλλά ως έναν κόσμο οργανωμένο με
συγκεκριμένο τρόπο, στον οποίο μπορούμε να παρέμβουμε. Αυτή είναι
η οπτική του hacker για τον κόσμο.
Τα τελευταία χρόνια, ο χώρος των hacker έχει διανύσει μια
αξιοπρόσεκτη πολιτική πορεία, καταφέρνοντας να προσδιορίσει με
μεγαλύτερη σαφήνεια τους φίλους και τους εχθρούς του. Ωστόσο,
αρκετά σημαντικά εμπόδια στέκονται στο δρόμο του να γίνει
επαναστατικός. Το 1986, ο «Doctor Crash» έγραφε: «Είτε το ξέρεις
είτε όχι, αν είσαι hacker, είσαι επαναστάτης. Μην ανησυχείς, είσαι
στη σωστή πλευρά». Δεν είναι σίγουρο ότι μια τέτοια αθωότητα είναι
πλέον εφικτή. Στον χώρο των hacker υπάρχει μια βασική πλάνη
σύμφωνα με την οποία η «ελευθερία της πληροφορίας», η «ελευθερία
του Διαδικτύου» ή η «ελευθερία του ατόμου» μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ενάντια σε όσους είναι αποφασισμένοι για τις
ελέγξουν. Αυτό είναι ένα σοβαρό λάθος. Η ελευθερία και η
παρακολούθηση ανήκουν στο ίδιο μοντέλο διακυβέρνησης. Η
ατελείωτη επέκταση των διαδικασιών ελέγχου είναι ιστορικά το
επιστέγασμα μιας μορφής εξουσίας που υλοποιείται μέσω της
ατομικής ελευθερίας. Η φιλελεύθερη διακυβέρνηση δεν εφαρμόζεται
απευθείας στα σώματα των υπηκόων της ούτε περιμένει από αυτούς
μια θυγατρική υπακοή. Είναι μια κρυμμένη εξουσία, που προτιμά να
ελέγχει τον χώρο και να βασιλεύει σε συμφέροντα και όχι σε σώματα.
Μια εξουσία που διαρκώς επιβλέπει και παρακολουθεί,
παρεμβαίνοντας μόνο όταν απειλείται το πλαίσιο, όταν κάτι πάει να
ξεφύγει. Πρόκειται για μια διακυβέρνηση πάνω σε ελεύθερους
υπηκόους, ιδωμένους μαζικά. Η ατομική ελευθερία δεν είναι κάτι που
μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενάντια στην εξουσία, επειδή αποτελεί
ακριβώς τον μηχανισμό στον οποίον βασίζεται, και τον οποίον
ρυθμίζει όσο καλύτερα γίνεται έτσι ώστε να αποκτήσει, με το
άθροισμα όλων αυτών των ελευθεριών, τον προσδοκώμενο μαζικό
αντίκτυπο. Τάξη μέσα στο χάος. Διακυβέρνηση είναι η τάξη στην
οποία υπακούς «όπως καλύπτεσαι όταν κρυώνεις», η υποτέλεια την
οποία συμπαράγεις τη στιγμή που επιδιώκεις την ευτυχία σου ή
χρησιμοποιείς την «ελευθερία έκφρασης» που διαθέτεις. «Η
ελευθερίας της αγοράς απαιτεί μια ενεργό και εξαιρετικά προσεκτική
πολιτική», δήλωνε ένας από τους ιδρυτές του νεοφιλελευθερισμού.
Για το άτομο, δεν υπάρχει ελευθερία παρά υπό παρακολούθηση. Αυτό
είναι που οι ελευθεριακοί, μες στην ανωριμότητά τους, δεν θα
καταλάβουν ποτέ. Σε αυτή τη μη αντίληψη έλκουν την ελευθεριακή
ανοησία τους ορισμένοι hackers. Αν κάποιος είναι πραγματικά
ελεύθερος, δεν τον ονομάζουμε καν ελεύθερο. Λέμε απλά ότι είναι,
ότι αναπτύσσεται σύμφωνα με το είναι του. Αντίστοιχα, λέμε ότι ένα
ζώο είναι σε κατάσταση ελευθερίας μόνο όταν ζει σε ένα περιβάλλον
πλήρως ελεγχόμενο, επιτηρούμενο, πολιτισμένο: στο πάρκο των
ανθρώπινων κανόνων, όπου γίνονται τα σαφάρι. «Friend» και «free»
στα Αγγλικά, «Freund» και «frei» στα Γερμανικά είναι λέξεις που
προέρχονται από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα η οποία παραπέμπει
στην ιδέα μιας κοινής δύναμης που μεγαλώνει. Το να είμαι ελεύθερος
και το να έχω δεσμούς, είναι το ένα και το αυτό. Είμαι ελεύθερος
επειδή έχω δεσμούς, επειδή συμμετέχω σε μια πραγματικότητα που
είναι ευρύτερη από μένα. Στην αρχαία Ρώμη, τα παιδιά των πολιτών,
ήταν οι liberi: μέσα από αυτά μεγάλωσε η Ρώμη. Αυτό δείχνει ότι η
ατομική ελευθερία του «κάνω ό,τι θέλω» είναι μια κοροϊδία και μια
απάτη. Αν θέλουν πραγματικά να παλέψουν ενάντια στην κυβέρνηση,
οι hackers οφείλουν να απαλλαχτούν από αυτό το φετίχ. Ο αγώνας
για την ατομική ελευθερία είναι αυτό που τους εμποδίζει να
σχηματίσουν ομάδες αρκετά ισχυρές για να αναπτύξουν, μέσα από
μια σειρά επιθέσεων, μια πραγματική στρατηγική. Είναι επίσης αυτό
που τους εμποδίζει να συνδεθούν με κάτι άλλο από τους ίδιους, να
γίνουν μια ιστορική δύναμη. Ένα μέλος των Telecomix προειδοποιεί
τους συντρόφους του με αυτά τα λόγια: «Το σίγουρο είναι ότι την
περιοχή όπου ζείτε την υπερασπίζονται άνθρωποι που καλά θα
κάνατε να γνωρίσετε. Γιατί αλλάζουν τον κόσμο χωρίς να σας
περιμένουν». Μια επιπλέον πρόκληση για το κίνημα των hacker, όπως
το καταδεικνύει κάθε νέα συγκέντρωση του Chaos Computer Club,
είναι ο σχεδιασμός ενός εσωτερικού μετώπου ανάμεσα σε όσους
εργάζονται για μια καλύτερη κυβέρνηση, ή ακόμη και για την
κυβέρνηση, και σε όσους εργάζονται για την καταστροφή της. Ήρθε
η ώρα να διαλέξουν στρατόπεδο. Αυτό το ζήτημα υψίστης σημασίας
εγείρει και ο Julian Assange, όταν λέει: «Εμείς, οι εργαζόμενοι της
υψηλής τεχνολογίας, είμαστε μια τάξη και ήρθε η ώρα να μας
αναγνωρίσουμε ως τέτοια». Η Γαλλία έφτασε πρόσφατα στο σημείο
να ανοίξει ένα πανεπιστήμιο το οποίο εποπτεύεται από το DCRI (νυν
DCSI, Γενική Διεύθυνση της Εσωτερικής Ασφάλειας) για να
εκπαιδεύσει «ηθικούς hackers», ώστε να καταπολεμήσει τους
πραγματικούς hackers, εκείνους δηλαδή που δεν έχουν παραιτηθεί
από την ηθική των hacker [hacker ethic – insert wikipedia link].
Αυτά τα δύο ζητήματα συνενώθηκαν σε μια υπόθεση που μας άγγιξε
ιδιαίτερα: εκείνη των hackers των Anonymous/LulzSec, όπως ο
Jeremy Hammond, που μετά από τόσες επιθέσεις που επικροτήσαμε
μαζί με πολλούς άλλους, βρέθηκαν σχεδόν μόνοι τους απέναντι στην
καταστολή όταν συνελήφθησαν. Τα Χριστούγεννα του 2011, οι
LulzSec χάκαραν την ιστοσελίδα του Stratfor, μιας πολυεθνικής
ιδιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών. Στη θέση της αρχικής σελίδας,
αναρτήθηκε η αγγλική έκδοση του βιβλίου «Η εξέγερση που έρχεται»
και 700.000 δολάρια μεταφέρθηκαν από λογαριασμούς πελατών της
Stratfor σε μια σειρά από φιλανθρωπικές οργανώσεις, εν είδει δώρου
Χριστουγέννων. Και δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτα πριν ή μετά τη
σύλληψή τους. Σίγουρα, είναι ασφαλέστερο να λειτουργεί κανείς
μόνος ή σε μικρές ομάδες –αν και αυτό δεν προφυλάσσει πλήρως από
πληροφοριοδότες– όταν επιτίθεται σε παρόμοιους στόχους, όμως
είναι καταστροφικό επιθέσεις που είναι σε τέτοιο βαθμό πολιτικές
και αφορούν συνολικά την κινηματική μας δράση, να μπορούν να
αναχθούν από την αστυνομία σε κάποιο ιδιωτικό έγκλημα που
τιμωρείται με δεκαετίες κάθειρξης ή να χρησιμοποιούνται ως μέσο
πίεσης για να εξασφαλιστεί η συνεργασία ενός «πειρατή του
Διαδικτύου» ως κυβερνητικός πράκτορας.

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.