Γκυ Ντεμπόρ: Εγκυκλοπαίδεια των Οχλήσεων #5 – Abat-Faim (Κατασταλτικό της Πείνας)

Γκυ Ντεμπόρ – Εγκυκλοπαίδεια των Οχλήσεων #5

(Νοέμβριος 1985)

Μετάφραση: Πριονιστήριο το Χρυσό Χέρι
(Αιγάλεω, Ιούλιος 2021)

Εκτυπώσιμη μορφή του Κατασταλτικού της Πείνας

Σημείωση της μετάφρασης

Το κείμενο που ακολουθεί συντάχθηκε από τον Γκυ Ντεμπόρ υπό τη μορφή σημειώσεων και διαβιβάστηκε μέσω αλληλογραφίας στην Εγκυκλοπαίδεια των Οχλήσεων στις 16 Σεπτεμβρίου 1985. Η τελική εκδοχή του κειμένου, που παρατίθεται στη συνέχεια, δημοσιεύτηκε ανώνυμα στο τεύχος 5 της Εγκυκλοπαίδειας τον Νοέμβριο του 1985.

ABAT-FAIM
(ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ)

Είναι γνωστό ότι αυτός ο όρος αναφερόταν σε ένα πιάτο που σερβίρεται πρώτα για να κατευνάσει, να καταστείλει την αρχική πείνα των συνδαιτυμόνων” (Larousse). Οι Hatzfeld και Darmesteter τον χαρακτηρίζουν στο λεξικό τους ως παρωχημένο”. Αλλά η ιστορία είναι αλάνθαστη αφέντρα των λεξικών. Με τις πρόσφατες προόδους της τεχνικής, το σύνολο της τροφής που καταναλώνει η σύγχρονη κοινωνία κατέληξε να αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από κατασταλτικά της πείνας.

Η ακραία υποβάθμιση της τροφής είναι μια προφανής διαπίστωση που, όπως και μερικές άλλες, γίνεται κατά κανόνα ανεκτή με εγκαρτέρηση: σαν κάτι μοιραίο, τίμημα της αδιάκοπης προόδου, όπως γνωρίζουν όσοι συντρίβονται από αυτήν κάθε μέρα. Όλοι σωπαίνουν σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Στην κορυφή επειδή δεν θέλουν να μιλήσουν γι’ αυτό, στη βάση επειδή δεν μπορούν. Η τεράστια πλειονότητα του πληθυσμού, που ανέχεται αυτή την υποβάθμιση, έστω και αν έχει έντονες υποψίες, δεν μπορεί να δει κατάματα μια τόσο δυσάρεστη πραγματικότητα. Πράγματι, δεν είναι ποτέ ευχάριστο να παραδεχτεί κανείς ότι εξαπατήθηκε, και αυτοί που εγκατέλειψαν την “μπριζόλα” –και τη διεκδίκηση της “μπριζόλας”– για χάρη της “αναδομημένης” σκιάς της είναι τόσο απρόθυμοι να παραδεχτούν αυτά που έχασαν από την ανταλλαγή όσο και εκείνοι που πίστεψαν ότι αποκτούν πρόσβαση στην άνεση με την αποδοχή παρόμοιων υποκατάστατων εντός της κατοικίας τους. Είναι συνήθως οι ίδιοι, που δεν μπορούν να απορρίψουν τίποτα επειδή φοβούνται να αποκηρύξουν όλα όσα άφησαν να γίνει η ζωή τους.

Ωστόσο αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο, που επηρεάζει καταρχάς όλες τις οικονομικά προηγμένες χώρες και επενεργεί άμεσα στις χώρες που υπόκεινται στην καθυστέρηση της ίδιας διαδικασίας, μπορεί εύκολα να χρονολογηθεί με ακρίβεια. Αν και προαναγγέλθηκε από βαθμιαίες τροποποιήσεις, το κατώφλι που ξεπεράστηκε ως προς την απώλεια ποιότητας εκδηλώνεται μέσα σε δύο ή τρία χρόνια ως ξαφνική ανατροπή όλων των παλιών “διατροφικών συνηθειών”. Αυτό το αντιποιοτικό άλμα πραγματοποιήθηκε στη Γαλλία, για παράδειγμα, γύρω στο 1970· και περίπου δέκα χρόνια νωρίτερα στη Βόρεια Ευρώπη, δέκα χρόνια αργότερα στη Νότια Ευρώπη. Το κριτήριο που επιτρέπει να εκτιμηθεί πολύ απλά η τρέχουσα κατάσταση της διαδικασίας είναι βεβαίως η γεύση: αυτή των σύγχρονων τροφίμων υποβάλλεται ακριβώς σε επεξεργασία από μια βιομηχανία, αποκαλούμενη εδώ ως “αγροδιατροφική”, της οποίας συμπυκνώνει, ως καταστροφικό αποτέλεσμα, όλα τα χαρακτηριστικά, καθώς η χρωματιστή όψη δεν εγγυάται τη νοστιμιά, ούτε η ανοστιά την αβλάβεια. Πρώτα απ’ όλα η χημεία είναι αυτή που επιβάλλεται μαζικά στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, προκειμένου να αυξηθεί η αποδοτικότητα εις βάρος οποιουδήποτε άλλου παράγοντα. Στη συνέχεια η χρήση νέων τεχνικών συντήρησης και αποθήκευσης. Και κάθε “πρόοδος” που επιτυγχάνεται, ανατρέποντας όσα οι ειδικοί των κατασταλτικών της πείνας ονομάζουν “νοητικούς φραγμούς” μας, δηλαδή την παλιά εμπειρία μιας ποιότητας και μιας γεύσης, καθιστά δυνατή την περαιτέρω προέλαση της εκβιομηχάνισης. Έτσι η κατάψυξη, και η ταχεία μετάβαση στην απόψυξη, χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για να διατεθούν στο εμπόριο “μπούτια πουλερικών”, παραδείγματος χάρη, τα οποία παρασκευάζονται από αλεσμένο υλικό και ανασυσταίνονται με “μορφοποίηση”. Σε αυτό το στάδιο, το υπό εξέταση υλικό εξακολουθεί να έχει κάποια συνάφεια με το όνομά του, “πουλερικό”, που διαφοροποιείται μόνο σχετικά από αυτό που θα μπορούσε να είναι ένα πουλερικό το οποίο θα είχε διαφύγει από τη βιομηχανική εκτροφή. Αλλά από τη στιγμή που γίνεται αποδεκτή αυτή η μορφή, το περιεχόμενο μπορεί ακόμα πιο εύκολα να αλλάξει: το παράδειγμα έρχεται και πάλι από την Ιαπωνία – ex Oriente lux [φως εξ Ανατολής]– όπου τα “πόδια από καβούρια” και “γαρίδες” παράγονται στην πραγματικότητα βιομηχανικά από φτηνά ψάρια που ανασυσταίνονται με αυτή την όψη. Αυτό είναι κάτι που καθιστά αισιόδοξο κάποιον σαν τον Ζακ Γκεγκέν [Jacques Gueguen], “υπεύθυνο ερευνών στον σταθμό του I.N.R.A.[1] της Ναντ”, όπου μελετώνται οι τρόποι να μας κάνουν να καταπιούμε μπιφτέκια από “πρωτεϊνικές ύλες φυτικής προέλευσης”. Αυτά εξακολουθούν βέβαια να έχουν κάποια ελαττώματα, αλλά θα διορθωθούν: «Το χρώμα δεν είναι ακριβώς το ίδιο, παραδέχεται ο Ζακ Γκεγκέν: “Τα απομονώματα σόγιας είναι υπόλευκα, με αισθητό άρωμα λάχανου. Ο ηλίανθος παράγει γκρίζες ίνες. Εκείνες της ελαιοκράμβης είναι κίτρινες, πάντα με μια επίγευση λάχανου. Σε κάθε περίπτωση, όπως διαβεβαιώνει, αυτές οι ίνες είναι επαναλεσμένες, επαναχρωματισμένες και αρωματισμένες, και δεν θα τις παρατηρήσετε καθόλου όταν θα τις ξαναβρείτε με τη μορφή μπιφτεκιού βοδινού, μοσχαρίσιου, χοιρινού ή γαλοπούλας”. Δύσπιστοι, θα αναλογιστείτε ότι δεν θα φάτε ποτέ αυτό το κρέας. Ρίξτε όμως μια λίγο προσεκτικότερη ματιά στη σύνθεση των αγαπημένων σας ραβιολιών ή του χάμπουργκερ που μόλις αγοράσατε από το τμήμα των κατεψυγμένων προϊόντων: μια πολύ συνηθισμένη συσκευασία, με τη φωτογραφία ενός μισοψημένου μπιφτεκιού τοποθετημένου πάνω σε μια σαλάτα. Είναι άραγε βοδινό κρέας όπως τα άλλα; Όχι ακριβώς, αν διαβάσετε τι είναι γραμμένο στο χαρτόνι: 69% (μερικές φορές μπορεί να πέφτει μέχρι το 65%) βοδινός κιμάς, “καρυκευμένος” με φυτικές πρωτεΐνες. Στην πραγματικότητα αυτό το 31% φυτικών πρωτεϊνών δεν είναι καρύκευμα αλλά αποτελεί ένα είδος πρόσθετης γέμισης στο πραγματικό κρέας.» (Cosmopolitan, Ιούνιος 1985.)

Αλλά η λογική που υπάρχει στην υπενθύμιση όλων όσα έχουμε ήδη καταπιεί δεν χρειάζεται να διατυπώνεται με τόση ειλικρίνεια για να είναι περιοριστική: αρκεί να μας κάνει να ξεχάσουμε όλα όσα δεν μπορούμε πλέον να γευτούμε. Έτσι, αφού η μπίρα έγινε απαίσια ώστε να μπορεί να αποθηκευτεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν θα μας λείψει τίποτα ιδιαίτερο όταν θα προσαρμοστεί ακόμα καλύτερα στις ανάγκες της εμπορευματικής κυκλοφορίας: «Η ζυθοποιία Adelshoffen στο Σιλτιγκχάιμ [Schiltigheim] στα περίχωρα του Στρασβούργου λανσάρει τώρα τη συμπυκνωμένη μπίρα. Ένας όγκος μπίρας για πέντε όγκους ανθρακούχου νερού. Χάρη στις σύγχρονες τεχνικές υπερδιήθησης, η μπίρα δεν είναι πλέον παρά μια μηχανική με την οποία μπορεί να διαχωριστεί κάθε στοιχείο: νερό, αλκοόλη, αρωματικές ουσίες… Όπως η Coca-Cola, η Adelshoffen ονειρεύεται ήδη να μεταφέρει από την Αλσατία σε ολόκληρο τον κόσμο σιρόπι που μπορεί να ανασυσταθεί επί τόπου από τοπικούς εμφιαλωτές. […] “Αυτό μειώνει τα έξοδα μεταφοράς και συσκευασίας καθώς οι ζυθοποιοί είναι ολοένα περισσότερο πωλητές συσκευασιών, κρίνοντας από το μερίδιο της τιμής του υγρού στο κόστος του τελικού προϊόντος” εξηγεί ο Μισέλ Ντεμπύφ [Michel Debuf]. “Το συμπύκνωμα μπίρας είναι ένα τεράστιο σχέδιο με παγκόσμιες προοπτικές”, δηλώνει με ενθουσιασμό. Στο εξής ένας απλός τοπικός εμφιαλωτής θα μπορεί να σπάει τα μονοπώλια των ζυθοποιιών. “Με το συμπύκνωμα αρκεί μια γραμμή εμφιάλωσης για να προστεθεί το νερό και το διοξείδιο του άνθρακα. Κάθε εμφιαλωτής αναψυκτικών, τύπου Coca-Cola, μπορεί να το κάνει.”» (Libération, 29 Ιουνίου 1985).

Με αυτή την ανόητη επιδίωξη κάθε εξοικονόμησης χρόνου και δαπανών εργασίας ή υλικών (παραγόντων που μειώνουν παρομοίως το κέρδος) τείνει να επικρατήσει στην αφηρημένη καθαρότητά της η λογική του εμπορεύματος, που, μαζί με τον χρόνο (για παράδειγμα τον χρόνο που συσσωρεύτηκε στην ανθρώπινη ιστορία προκειμένου να αποκτηθεί η απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη για την παρασκευή μιας καλής μπίρας) θέλει να παραβλέπει το ποιοτικό. Το οποίο επιστρέφει αρνητικά, ως ασθένεια. Υποκαθίσταται έτσι από διάφορες ιδεολογικές αξιώσεις, κρατικούς νόμους που υποτίθεται ότι επιβάλλονται στο όνομα της υγιεινής, ή απλώς της εγγυημένης εμφάνισης, ώστε να ευνοηθεί προφανώς η συγκέντρωση της παραγωγής· η οποία θα μεταφέρει καλύτερα το κανονιστικό βάρος του νέου μολυσμένου προϊόντος. Στο τέλος της διαδικασίας, το μονοπώλιο στην αγορά στοχεύει να αφήσει μόνο την επιλογή μεταξύ του κατασταλτικού της πείνας και της ίδιας της πείνας.

Έτσι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την Food and Drugs Administration [Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων], και εδώ η αφηρημένη κατανάλωση αφηρημένων εμπορευμάτων έχει αποκτήσει προφανώς τους νόμους της –αν και δεν λειτουργούν πολύ καλά– με τους κανονισμούς της λεγόμενης “Κοινής Αγοράς”. Είναι ακριβώς η κύρια ουσιαστική πραγματικότητα αυτού του θεσμού. Κάθε ιστορική παράδοση πρέπει να εξαφανιστεί, και η αφαίρεση πρέπει να βασιλεύει μέσα στη γενική απουσία της ποιότητας (βλ. το άρθρο Abstraction [Αφαίρεση]). Όλες οι χώρες δεν είχαν βέβαια τα ίδια χαρακτηριστικά (γεωγραφικά και πολιτιστικά) στη διατροφή. Για να παραμείνουμε στην Ευρώπη, η Γαλλία είχε κακή μπίρα (εκτός από την Αλσατία), πολύ κακό καφέ, κ.λπ.. Αλλά η Γερμανία έπινε καλή μπίρα, η Ισπανία έπινε καλή σοκολάτα και καλό κρασί, η Ιταλία καλό καφέ και καλό κρασί. Η Γαλλία είχε καλό ψωμί, καλά κρασιά, πολυάριθμα τυριά, πολλά πουλερικά και βοδινά. Στο πλαίσιο της Κοινής Αγοράς, όλα πρέπει να υποβιβαστούν σε μια ισότητα του μολυσμένου εμπορεύματος. Ο τουρισμός έπαιξε έναν ορισμένο ρόλο σε αυτό, με τον προσερχόμενο τουρίστα να συνηθίζει επί τόπου στην αθλιότητα των εμπορευμάτων που είχαν ακριβώς μολυνθεί για εκείνον, καθώς ερχόταν να καταναλώσει όλα όσα είχαν επιδεινωθεί εξαιτίας της ίδιας της παρουσίας του. Ο τουρίστας είναι στην πραγματικότητα αυτός που αντιμετωπίζεται παντού τόσο άσχημα όσο και κατ’ οίκον: είναι ο ψηφοφόρος σε κίνηση.

Η βασική χρησιμότητα του σύγχρονου εμπορεύματος, που αναπτύχθηκε σε βάρος οποιασδήποτε άλλης, έγκειται στο να αγοράζεται: έτσι με ένα από αυτά τα θαύματα των οποίων κατέχει το μυστικό, και με τη μεσολάβηση του κεφαλαίου, μπορεί να “δημιουργεί θέσεις απασχόλησης”! Όσο για τη δική του ενασχόληση, τη χρήση του, αυτή θεωρείται αυταρχικά ως δεδομένη ή υπονοείται παραπλανητικά, στην περίπτωση των τροφίμων διατηρώντας τεχνητά ορισμένα χαρακτηριστικά της προηγούμενης κατάστασής τους. Αλλά αυτές οι εξωτερικές όψεις απευθύνονται βέβαια στις αισθήσεις που είναι πιο εύκολο να εξαπατηθούν: “Χάρη στις νέες μεθόδους που χρησιμοποιούνται για να αποφευχθεί η αλλοίωση των τροφίμων, βρίσκουμε σε όλες τις εποχές φρούτα και λαχανικά που παλιότερα εμφανίζονταν στις αγορές μας μόνο μερικές εβδομάδες κάθε μήνα. Τα μήλα, για παράδειγμα, που αποθηκεύονται μέσα σε γιγαντιαίους καταψύκτες. Το μόνο σοβαρό πρόβλημα είναι ότι τα φρούτα που καταψύχονται χάνουν ένα μεγάλο μέρος από τη φυσική τους γεύση” (Cosmopolitan, ό.π.). Παλιότερα, όταν οι μήνες δεν είχαν παρά μόνο μερικές εβδομάδες, υπήρχε ένας χρόνος για κάθε πράγμα: σήμερα στερούμαστε ταυτόχρονα την πραγματικότητα του χρόνου και εκείνη των πραγμάτων. Οι πιο άμεσα πρακτικές αισθήσεις είναι αυτές που θυσιάζονται: η γεύση, η όσφρηση, η αφή καταργούνται προς όφελος δολωμάτων που παραπλανούν διαρκώς την όραση και την ακοή (βλ. το άρθρο Abbé [Αβάς]). Καθώς η χρήση ορισμένων αισθήσεων καταπνίγεται (είναι σίγουρα προτιμότερο να χάσει κανείς την όσφρηση όταν κατοικεί σε μια μεγάλη πόλη), και εκείνη ορισμένων άλλων παραπλανάται κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαπιστώνεται μια γενικευμένη υποχώρηση της αισθαντικότητας, που συμβαδίζει με την ακραία υποχώρηση της πνευματικής διαύγειας· η οποία ξεκινάει από τη ρίζα με την απώλεια της ανάγνωσης και του μεγαλύτερου μέρους του λεξιλογίου. Για τον ψηφοφόρο που οδηγεί ο ίδιος το αυτοκίνητό του και βλέπει τηλεόραση, κανένα είδος γεύσης δεν έχει πλέον καμία σημασία: γι’ αυτό μπορούν να τον κάνουν να φάει Findus ή να ψηφίσει Fabius, να καταπιεί Fabius ή να επιλέξει Findus [2]. Οι σημαντικές δραστηριότητές του, η κατακλύζουσα παθητικότητά του, δεν του αφήνουν πραγματικά τον χρόνο να διαμορφώσει και να αναπτύξει γούστα που η ίδια η εμπορευματική παραγωγή δεν έχει άλλωστε τον χρόνο να ικανοποιήσει: αυτή η αξιοθαύμαστη αντιστοιχία μεταξύ απουσίας χρήσης και χρήσης της απουσίας χαρακτηρίζει τη σημερινή απώλεια οποιουδήποτε κριτηρίου αξίας. Επανερχόμαστε λοιπόν στο σημαίνον ζήτημα του χρόνου, αυτού του χρόνου που κερδίζεται παντού ώστε να μη βιώνεται. Έτσι, αφού ο χρόνος που αφιερωνόταν παλιότερα στην προετοιμασία γευμάτων απορροφάται σήμερα από την ενατένιση της τηλεόρασης, “οι καταναλωτές ζητάνε ολοένα λιγότερο τεμάχια κρέατος δεύτερης διαλογής που απαιτούν μακράς διάρκειας μαγειρικές παρασκευές”. Αυτά τα “τεμάχια δεύτερης διαλογής”, με τη βοήθεια των οποίων φτιάχνονταν κάποτε πολλά εξαίρετα πιάτα της γαλλικής λαϊκής κουζίνας, πρέπει σήμερα να ανακυκλωθούν με μια όψη πιο κατάλληλη για γρήγορο μαγείρεμα: «Αν την κοιτάξει κανείς από (όχι πολύ) κοντά και την δοκιμάσει, θα ξεγελαστεί. Έχει όλα τα γνωρίσματα μιας σπαλομπριζόλας: την εμφάνιση, τη μαλακή υφή, την “τρυφερότητα”. Ωστόσο, αυτή είναι φτιαγμένη από κότσι, από λάπα, από λαιμό βοδινού κρέατος, με λίγα λόγια από εκείνα τα κομμάτια που συνήθως προορίζονται για την παρασκευή μπραιζέ ή σιγοβρασμένων ραγού. Το μοσχάρι μπραιζέ μεταμορφώθηκε σε μπριζόλα; Αυτό μας ετοιμάζουν οι ερευνητές και βιομήχανοι που καταστρέφουν την αρχιτεκτονική του κρέατος, αναμιγνύουν λιγότερο ή περισσότερο λεπτοτεμαχισμένα κομμάτια και τα μορφοποιούν ξανά δημιουργώντας “αναδομημένο” κρέας.» (Le Monde, 25 Σεπτεμβρίου 1985.) Δεν αμφιβάλλουμε ότι αυτή η αναδόμηση θα επεκτείνει πολύ γρήγορα το πεδίο της δράσης της πολύ πέρα από τον τομέα των βοοειδών: «Αν καταφέρουμε να φτιάξουμε νόστιμες και τρυφερές “μπριζόλες” από κρέας πουλερικών ή από χοιρινό, που είναι λιγότερο ακριβά από το βοδινό, “τα βοοειδή θα έχουν το μέλλον πίσω τους”, όπως επισημαίνει ο κ. Ντυμόν [Dumont].» (ό.π.) Αυτός ο πολλά υποσχόμενος Ντυμόν είναι διευθυντής του ερευνητικού εργαστηρίου κρέατος του Εθνικού Ινστιτούτου Γεωπονικής Έρευνας (I.N.R.A.)· είναι λοιπόν ένας ειδικός των κατασταλτικών της πείνας, όπως και εκείνος που, αναφορικά με την τεχνική της “θερμικής εξώθησης” που καθιστά δυνατή την παραγωγή “προϊόντων με κυψελοειδή δομή”, σαν αυτών που προορίζονται για τους σκύλους και τις γάτες, δηλώνει: «Όσον αφορά τις εφαρμογές αυτής της διαδικασίας στην ανθρώπινη διατροφή, “υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να γίνουν”.» (ό.π.) Όσον αφορά την προσχώρησή μας σε μια κτηνώδη κατάσταση χωρίς ένστικτο, έχουν ήδη γίνει πολλά.

Η αστική τάξη είχε πει εδώ και πολύ καιρό: “Η ιστορία υπήρχε, αλλά δεν υπάρχει πια.” (Μαρξ.) Καθώς γραφειοκρατικοποιεί την κυριαρχία της, προσθέτει: “Το γούστο υπήρχε, αλλά δεν υπάρχει πια.” Δεν πρέπει καν να υπάρχει πια, για τον καθένα, αυτή η ατομική ιστορία μέσω της οποίας ανακάλυπτε και διαμόρφωνε τα γούστα του. Πρέπει να αποδεχτεί κανείς όλα όσα υπάρχουν εδώ αδιακρίτως, χωρίς να επιδιώκει να διατηρήσει οποιοδήποτε δικό του κριτήριο αξιολόγησης. Πρέπει να ακούγονται μόνο οι διακηρύξεις των ειδικών που, για παράδειγμα, μας περιγράφουν το ακτινοβόλο μέλλον του ακτινοβολημένου λαχανικού και ισχυρίζονται ήδη ότι “ποτέ δεν ήταν τόσο καλά τα λαχανικά” (l’ Express, 6-12 Σεπτεμβρίου 1985). Αυτό είναι το τελευταίο “look” της κοινωνίας του θεάματος, και κάθε ατομικό “look”, όσο μοδάτο και αν θέλει να φαίνεται, δεν μπορεί παρά να συνδέεται μαζί της· γιατί αυτή είναι που διατηρεί ολόκληρο το δίκτυο. Έτσι αυτό το “κρέας-πατέ” που αποτελεί το κατασταλτικό της πείνας του φτωχού μισθωτού, και που το καταπίνει όρθιος με φόντο τις τουαλέτες ενός σιδηροδρομικού σταθμού, μπορεί ακόμα και να μοιάζει με την τελευταία λέξη ενός νεωτερισμού, τον οποίο μάλλον επιλέγουν παρά υπομένουν αυτοί που τρώνε Mac Donald και σκέφτονται Actuel.

Πώς φτάσαμε ως εδώ; Ποιος το ήθελε; Παλιότερα, κανένας. Από τους φυσιοκράτες, το αστικό σχέδιο ήταν ρητά να βελτιωθούν ποσοτικά και ποιοτικά τα προϊόντα της γης, γνωρίζοντας ότι είναι σχετικά πιο αμετάβλητα από τα προϊόντα της βιομηχανίας. Αυτό επιτεύχθηκε πράγματι καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μετά. Οι επικριτές του καπιταλισμού ενδιαφέρονταν μερικές φορές περισσότερο για την υψηλότερη ποιότητα. Ο Φουριέ [Fourier] ειδικότερα, που υποστήριζε πολύ τις απολαύσεις και τα πάθη, και ήταν μεγάλος λάτρης των αχλαδιών, προσδοκούσε από το βασίλειο της αρμονίας μια πρόοδο των γευστικών ποικιλιών αυτού του φρούτου. Εδώ όπως και αλλού οι πρόοδοι του πολιτισμού τον δικαίωσαν πραγματοποιώντας το αντίθετο. Σήμερα η κατάσταση του προβλήματος θα μπορούσε να περιγραφεί πολύ συγκεκριμένα παίρνοντας μια κλασική συνταγή της γαλλικής κουζίνας και δείχνοντας ακριβώς τι έχει γίνει καθένα από τα συστατικά της στο πλαίσιο της σημερινής κατανάλωσης (βλ. το άρθρο Agro-alimentaire [Αγρο-διατροφικός]).

Οι οχλήσεις των κατασταλτικών της πείνας δεν περιορίζονται σε όσα εξαλείφουν, αλλά επεκτείνονται σε όσα κομίζουν με την ίδια την ύπαρξή τους, σύμφωνα με ένα σχήμα που εφαρμόζεται σε κάθε νέα παραγωγή του παλιού κόσμου. Η τροφή που έχασε τη γεύση της παρουσιάζεται σε κάθε περίπτωση ως υγιεινή, διαιτητική, ωφέλιμη, σε σύγκριση με τις επικίνδυνες περιπέτειες των προ-επιστημονικών μορφών διατροφής. Αλλά ψεύδεται κυνικά. Όχι μόνο περιέχει μια απίστευτη δόση δηλητηρίου, με τη θλιβερά διάσημη Union Carbide να κατασκευάζει για παράδειγμα τα δραστικά προϊόντα της για τη γεωργία [3], αλλά προάγει κάθε είδους ελλείψεις των οποίων οι επιπτώσεις αποτιμώνται, κατόπιν εορτής, στη δημόσια υγεία: όπως ανέφερε ένας γιατρός με μια απόλυτα επιστημονική αίσθηση του ευφημισμού, “φαίνεται ότι η αύξηση της γεωργικής παραγωγικότητας υλοποιείται χωρίς επαρκή μέριμνα για εκείνη την έννοια της ποιότητας για την οποία τα ιχνοστοιχεία αποτελούν έναν σημαντικό παράγοντα” (Ανρί Πικάρ, Θεραπευτική χρήση των ιχνοστοιχείων.[4]) Αυτό που είναι νόμιμο, αν και τρομακτικό, στην επεξεργασία των τροφίμων συνοδεύεται επιπλέον από ένα μερίδιο ανεκτής παρανομίας, και από την ανενδοίαστη παρανομία που υπάρχει σε κάθε περίπτωση (υπέρβαση των δόσεων ορμονών στο βοδινό, αντιψυκτικό στο κρασί, κ.λπ.) Είναι γνωστό ότι ο ευρύτερα διαδεδομένος καρκίνος στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι αυτός που αρέσκεται στους πνεύμονες του καπνιστή μολυσμένου καπνού ή του κατοίκου των ακόμα πιο μολυσμένων πόλεων, αλλά εκείνος που κατατρώει τα σωθικά ενός προέδρου Ρήγκαν[5], και των συνδαιτυμόνων του είδους του.

Αυτή η ευρεία πρακτική των κατασταλτικών της πείνας είναι επίσης υπεύθυνη για την έλλειψη τροφίμων στις χώρες της περιφέρειας που υπόκεινται πιο απόλυτα, αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο, στο καπιταλιστικό σύστημα. Η διαδικασία είναι απλή: οι εδώδιμες καλλιέργειες εξαλείφονται από την παγκόσμια αγορά, και οι αγρότες των λεγόμενων υπανάπτυκτων χωρών μετατρέπονται μαγικά σε ανέργους στις ραγδαία επεκτεινόμενες παραγκουπόλεις της Αφρικής ή της λατινικής Αμερικής. Γνωρίζουμε ότι τα ψάρια που αλίευαν και έτρωγαν οι Περουβιανοί υφαρπάζονται σήμερα από τους ιδιοκτήτες των προηγμένων οικονομιών, προκειμένου να ταΐσουν με αυτά τα πουλερικά που διαθέτουν εδώ στην αγορά. Και για να εξαφανιστεί η γεύση αυτών των ψαριών, χωρίς προφανώς να αποκατασταθεί οποιαδήποτε άλλη γεύση, πρέπει να χρησιμοποιηθεί η ακρολεΐνη, ένα πολύ επικίνδυνο χημικό προϊόν, που οι κάτοικοι της Λυών, μεταξύ των οποίων κατασκευάζεται, δεν γνωρίζουν –τόσο ως καταναλωτές όσο και ως γείτονες του παραγωγού–· αλλά που είναι βέβαιο ότι θα μάθουν κάποια στιγμή, υπό το φως μιας καταστροφής.

Οι ειδικοί της πείνας στον κόσμο (υπάρχουν πολλοί τέτοιοι, και συνεργάζονται στενά με άλλους ειδικούς που επιχειρούν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι εδώ κυριαρχούν οι άφθονες λιχουδιές ποιος ξέρει ποιου “μεγάλου συμποσίου”) μας γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών τους: ο πλανήτης θα εξακολουθούσε να παράγει αρκετά δημητριακά ώστε κανένας να μην υποφέρει από την πείνα, αλλά αυτό που χαλάει το ειδύλλιο είναι ότι οι “πλούσιες χώρες” καταναλώνουν καταχρηστικά τα μισά από αυτά τα δημητριακά για τη διατροφή των ζώων τους. Αλλά όταν γνωρίζουμε την απαίσια γεύση του κρέατος των σφαγίων που παχύνονται έτσι γρήγορα με δημητριακά, μπορούμε άραγε να μιλάμε για “πλούσιες χώρες”; Σίγουρα όχι. Ένα μέρος του πλανήτη πρέπει να πεθαίνει από την πείνα για να ζούμε εμείς όχι μέσα στον συβαριτισμό, αλλά μέσα στη λυματολάσπη. Αλλά στον ψηφοφόρο αρέσει να τον κολακεύουν, υπενθυμίζοντάς του ότι είναι λίγο σκληρόκαρδος, αφού ζει τόσο καλά ενώ κάποιες άλλες χαμένες χώρες τον παχαίνουν με τα πτώματα των παιδιών τους, stricto sensu [κυριολεκτικά]. Αυτό που είναι σε κάθε περίπτωση ευχάριστο για τον ψηφοφόρο, σε αυτή τη συζήτηση, είναι ότι του λένε πως ζει πλουσιοπάροχα. Του αρέσει να το πιστεύει.

Όχι μόνο τα φάρμακα, αλλά και η τροφή, όπως και πολλά άλλα πράγματα, έχουν γίνει κρατικό μυστικό. Μια από τις ισχυρότερες αντιρρήσεις εναντίον της δημοκρατίας, την εποχή όπου οι ιδιοκτήτριες τάξεις εξακολουθούσαν να διατυπώνουν αντιρρήσεις, επειδή φοβούνταν ακόμα, όχι αναίτια, τι θα σήμαινε γι’ αυτές μια πραγματική δημοκρατία, ήταν η επίκληση της άγνοιας της πλειονότητας των ανθρώπων, ως ουσιαστικά ανυπέρβλητου εμποδίου για να γνωρίζουν και να διευθύνουν οι ίδιοι τις υποθέσεις τους. Σήμερα λοιπόν νιώθουν καθησυχασμένες από τα εμβόλια που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα έναντι της δημοκρατίας, ή μάλλον έναντι εκείνης της υπολειμματικής δόσης που ισχυρίζονται ότι μας εξασφαλίζουν: γιατί οι άνθρωποι αγνοούν αυτό που υπάρχει στο πιάτο τους εξίσου με τα μυστήρια της οικονομίας, τις αναμενόμενες επιδόσεις των στρατηγικών όπλων ή τις ανεπαίσθητες “επιλογές της κοινωνίας” που παρουσιάζονται έτσι ώστε να επαναλαμβάνεται η ίδια και να ανανεώνεται.

Καθώς το μυστικό πυκνώνει έως και μέσα στο πιάτο μας, δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι όλοι αγνοούν τα πάντα. Αλλά οι ειδικοί, εντός του θεάματος, δεν πρέπει να διαδίδουν τόσο επικίνδυνες αλήθειες. Τις αποσιωπούν. Όλοι έχουν συμφέρον να το κάνουν. Και το πραγματικό απομονωμένο άτομο που δεν εμπιστεύεται τη δική του γεύση και τις δικές του εμπειρίες δεν μπορεί να εμπιστευτεί παρά μόνο την κοινωνικά οργανωμένη απάτη. Ένα συνδικάτο θα μπορούσε να μιλήσει; Δεν μπορεί να πει κάτι που θα ήταν ανεύθυνο και επαναστατικό. Το συνδικάτο υπερασπίζεται κατά βάση τα συμφέροντα των μισθωτών εντός του πλαισίου της μισθωτής εργασίας. Υπερασπιζόταν, για παράδειγμα, “την μπριζόλα τους”. Αλλά ήταν μια αφηρημένη μπριζόλα (σήμερα υπερασπίζεται, ή αντιθέτως δεν υπερασπίζεται, κάτι ακόμα πιο αφηρημένο, “την εργασία τους”). Ενώ η πραγματική μπριζόλα έχει σχεδόν εξαφανιστεί, αυτοί οι εδικοί δεν την είδαν να εξαφανίζεται, τουλάχιστον επισήμως. Γιατί η μπριζόλα που εξακολουθεί να υπάρχει κρυφά, αυτή που φτιάχνεται από κρέας το οποίο έχει εκτραφεί χωρίς χημεία, έχει προφανώς υψηλότερη τιμή, και η αποκάλυψη και μόνο της ύπαρξής της θα κλόνιζε συθέμελα τις στήλες του ναού της “συμβατικής πολιτικής”. Η δυτική νομενκλατούρα γνωρίζει ωστόσο αρκετά καλά τι συμβαίνει ώστε να πληρώνει συνήθως ακριβά τα υγιεινά τρόφιμα.

Την περίοδο αμέσως πριν από την επανάσταση του 1789, θυμόμαστε πόσες λαϊκές εξεγέρσεις πυροδοτήθηκαν εξαιτίας των τότε μετριοπαθών προσπαθειών παραποίησης του ψωμιού, και πόσοι τολμηροί πειραματιστές σύρθηκαν κατευθείαν στον φανοστάτη πριν μπορέσουν να εξηγήσουν τους λόγους τους, που ήταν σίγουρα πολύ σοβαροί. Εκείνη την εποχή, και καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η παραποίηση, ελάσσων και χειροτεχνική, εφαρμοζόταν στο επίπεδο του λιανοπωλητή: δεν είχε αναχθεί ακόμα στην ίδια την πηγή της παρασκευής τροφίμων, όπως έμελλε να συμβεί, με όλα τα μέσα της σύγχρονης βιομηχανίας, από τον πόλεμο του 1914, που γέννησε τα υποκατάστατα. Αλλά προκαλούσε μια δίκαιη οργή. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη· ή, για να το θέσουμε καλύτερα, τα οφέλη που αντλεί η ταξική κοινωνία από τον θεαματικό βαρύ εξοπλισμό της, σε μηχανήματα και σε προσωπικό, υπερβαίνουν κατά πολύ τις δαπάνες που είναι αναγκαίες για να συνοδευτούν τα υποκατάστατα από το απαραίτητο συμπλήρωμά τους, την πλύση εγκεφάλου. Έτσι όταν είδαμε, πριν από περίπου δέκα χρόνια, το ψωμί να εξαφανίζεται στη Γαλλία, και να αντικαθίσταται σχεδόν παντού από ένα ψευδο-ψωμί (μη αρτοποιήσιμα άλευρα, χημικές ζύμες, ηλεκτρικούς φούρνους), όχι μόνο αυτό το τραυματικό γεγονός δεν πυροδότησε κάποιο κίνημα διαμαρτυρίας και υπεράσπισης σαν εκείνο που εμφανίστηκε πρόσφατα υπέρ του λεγόμενου ελεύθερου σχολείου, αλλά κυριολεκτικά κανένας δεν μίλησε γι’ αυτό. Και ως αποκορύφωμα κυνισμού, αφού μας έκαναν με αυτόν τον τρόπο να χάσουμε τη γεύση του ψωμιού, επιχειρούν τώρα να την καταστήσουν αντικείμενο διδασκαλίας για μια νέα επέκταση της γραφειοκρατίας της κουλτούρας: «Πρόκειται για την εφαρμογή ενός είδους εκπαίδευσης της γεύσης που, ενδεχομένως, θα ξεκινούσε από στοιχειώδη πράγματα: την παρασκευή ψωμιού, την αναγνώριση της σύνθεσής του. Αυτού του ίδιου ψωμιού που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μιας ενημερωτικής εκστρατείας, “του ψωμιού που θεωρείται ως αντικείμενο κληρονομιάς”, ως “ζωντανός εθνικός θησαυρός”, όπως θα έλεγαν οι Ιάπωνες.» (Ζακ Λανγκ[6], όπως παρατίθεται από την le Monde, 7-8 Απριλίου 1985.) Με αυτό το νέο ψωμί “εκστρατείας”, δεν θα μπορούσε να μας υποδειχθεί καλύτερα ότι σε αυτόν τον κόσμο το αυθεντικό δεν έχει πλέον θέση στην καθημερινή ζωή και πρέπει να καταλήξει στο μουσείο.

Έτσι όλες οι απολαύσεις που παλιότερα χαρακτηρίζονταν “απλές” γίνονται, με την εξαφάνισή τους, αντικείμενο μιας ειδικευμένης μουσειογραφίας. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική έχει ήδη εξαλείψει ένα μεγάλο μέρος τους μέσα στην τεράστια σφαίρα δράσης της. Φυσικά, αν η απόλαυση αποτελούταν από θεαματικές διασκεδάσεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι καταναλωτές είναι ευχαριστημένοι εφόσον βρίσκουν εικόνες για να βοσκήσουν. Αλλά η επικίνδυνη διαλεκτική επιστρέφει με διαφορετικό τρόπο. Γιατί βλέπουμε καθαρά ότι όλες οι κατακτήσεις αυτού του κόσμου αποσυντίθενται. Ενώ η κριτική αποφεύγει οποιαδήποτε διαχείρισή τους, όλα τα αποτελέσματα τις εξαλείφουν. Είναι το σύνδρομο της θανάσιμης ασθένειας του τέλους του 20ου αιώνα: η κοινωνία των τάξεων και των εξειδικεύσεων, με μια αδιάκοπη και εκτενή προσπάθεια, αποκτά ανοσία έναντι όλων των απολαύσεων. Η κατάρρευση της ανοσοποιητικής άμυνάς της έναντι όλων των δηλητηρίων που παράγει θα είναι ακόμα πιο καθολική.

Σημειώσεις της μετάφρασης

[1] INRA (Institut National de la Recherche Agronomique): Εθνικό Ινστιτούτο Γεωπονικής Έρευνας της Γαλλίας.

[2] Findus: Σουηδική εταιρεία παραγωγής κατεψυγμένων τροφίμων.
Fabius, Laurent: Ηγετικό μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, πρωθυπουργός της Γαλλίας κατά την περίοδο 1984-1986.

[3] Αναφέρεται στα τοξικά χημικά αέρια που διέρρευσαν από το εργοστάσιο παρασκευής εντομοκτόνων της εταιρείας Union Carbide κοντά στην πόλη Μποπάλ της Ινδίας τη νύχτα της 2ας προς 3η Δεκεμβρίου 1984. Υπολογίζεται ότι λόγω της διαρροής πέθαναν συνολικά 15.000-25.000 άνθρωποι και έμειναν ανάπηροι πάνω από 500.000.

[4] Henry Picard (1972). Utilisation thérapeutique des oligo-éléments.

[5] Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση τον Ιούλιο του 1985 για να αφαιρεθούν καρκινικοί πολύποδες από το παχύ του έντερο.

[6] Ζακ Λανγκ [Jack Lang]: Υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας κατά την περίοδο 1981-1986 και 1989-1993.

Πηγή: The Bad Days Will End