Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Gilles Deleuze, Présentation de Sacher-Masoch, μεταφρασμένο από τον Χάρη Ράπτη για λογαριασμό του περιοδικού ”Αλήθεια”, τεύχος 8, σ. 116 και επ. Ευχαριστούμε τον Π.Α για τη δακτυλογράφηση και την αποστολή του κειμένου.
Στο κείμενο αυτό ο Deleuze προσδιορίζει τις φροϋδικές έννοιες ”Έρωτα” και ”Θάνατο”, όχι ως ”ορμές” αλλά ως a priori υπερβατολογικές αρχές σύνθεσης των επιμέρους ενορμήσεων: ο Έρωτας ενώνει, συνδέει, ο Θάνατος χωρίζει, αποσυνδέει. Αυτές οι ”υπερβατολογικές συνθέσεις” είναι μια μετατόπιση της προβληματικής του Kant από το υπερβατολογικό υποκείμενο-συνείδηση, σε μια υπερβατολογική αισθητική της επιθυμίας, ο δρόμος για την οποία, σύμφωνα με τον Gilles Deleuze, ανοίγεται ήδη από τη ”Κριτική της Κριτικής Δύναμης” και τη καντιανή αντίληψη του ”Χρόνου” ως προσυνειδησιακής εσωτερικής προς το υποκείμενο μορφής της εποπτείας, που παρέχει το πλαίσιο δυνατότητας της ίδιας της αισθητής εμπειρίας. Ο Deleuze, με μοναδικό στη φιλοσοφία του 20ου αιώνα τρόπο, αναπτύσσει συστηματικά, ιδίως στο ”Διαφορά και Επανάληψη”, τις ”συνθέσεις του Χρόνου” (παρόν, παρελθόν, μέλλον), σε σχέση με τις ”συνθέσεις της επιθυμίας”. Κόντρα σε ερμηνείες που βλέπουν στη συνεργασία του Deleuze με τον Guattari στο δίτομο ”Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια” μια ριζική τομή, ο ”Αντι-Οιδίποδας” και τα ”Χίλια Πλατώ”, δεν είναι παρά η πολιτική και ”σχιζοαναλυτική”, μέσω του Guattari, συγκεκριμενοποίηση της κριτικής, συστηματικής ντελεζιανής φιλοσοφίας.
Απ’ όλα τα κείμενα του Φρόυντ το αριστούργημα “Πέραν της Αρχής της Ευχαρίστησης” είναι αναμφίβολα αυτό στο οποίο ο Φρόυντ διεισδύει αμεσότερα – και με τι ιδιοφυΐα- σ’ έναν στοχασμό αμιγώς φιλοσοφικό. Ο φιλοσοφικός στοχασμός θα πρέπει να ονομαστεί υπερβατολογικός. το όνομα αυτό δηλώνει έναν ορισμένο τρόπο θεώρησης του προβλήματος των αρχών. Πράγματι γρήγορα καθίσταται εμφανές ότι με τον όρο “περαν” ο Φρόυντ διόλου δεν εννοεί εξαιρέσεις στην αρχή της ευχαρίστησης. Όλες οι φαινομενικές εξαιρέσεις που παραθέτει : οι δυσαρέσκειες και εκτροπες που η πραγματικότητα μας επιβάλλει· οι συγκρούσεις που έχουν σαν αποτέλεσμα αυτό που είναι η ευχαρίστηση για ένα μέρος του εαυτού μας βιώνεται ως δυσαρέσκεια από ένα άλλο, τα παιχνίδια μέσω των οποίων πασχίζουμε να αναπαραγάγουμε και να υπερνικήσουμε ένα δυσάρεστο συμβάν, ακόμα και λειτουργικές διαταραχές ή τα φαινόμενα μεταβίβασης, σύμφωνα με τα οποία ένα απόλυτα δυσάρεστο συμβάν(δυσάρεστο για όλα τα μέρη του εαυτού μας) αναπαράγεται επίμονα- όλες αυτές οι εξαιρέσεις παρατίθενται ως φαινομενικές, και στην πραγματικότητα συμβιβάσιμες με την αρχή της ευχαρίστησης.Κοντολογίς, δεν υπάρχει εξαίρεση στην αρχή της ευχαρίστησης, παρ’ οτι υπάρχουν ιδιόμορφες περιπλοκές της ίδιας της ευχαρίστησης.Εδώ ακριβώς αρχίζει το πρόβλημα διότι εν τίποτα δεν αντίκειται στην αρχή της ευχαρίστησης, εάν όλα συμβιβάζονται μαζί της, αυτό δεν σημαίνει κι ότι είναι υπόλογη η ίδια για εκείνα τα στοιχεία και για εκείνες της διαδικασίες που περιπλέκουν την εφαρμογή της. Εάν όλα επιστρέφουν στη νομιμότητα της αρχής της ευχαρίστησης, αυτό δε σημαίνει και όλα προκύπτουν από αυτή. Και καθώς ούτε οι απαιτήσεις της πραγματικότητας επαρκούν για την εξήγηση των εν λόγω περιπλοκών, που τις περισσότερες φορές πηγάζουν από τη φαντασίωση, πρέπει να πούμε ότι η αρχή της ευχαρίστησης άρχει μεν επί των πάντων αλλά δεν ορίζει τα πάντα. Δεν υπάρχει εξαίρεση στην αρχή αλλά υπάρχει ένα υπόλοιπο μη αναγώγιμο στην αρχή· δεν υπάρχει τίποτε που να αντιτίθεται στην αρχή, υπάρχει όμως κάτι το εξωτερικό, και το ετερογενές ως προς την αρχή- ένα πέραν…
Εδώ διαφαίνεται η αναγκαιότητα του φιλοσοφικού στοχασμού.Ονομάζουμε κατά πρώτο λόγο, αρχή αυτό που διέπει ένα πεδίο· πρόκειται λοιπόν για μια εμπειρική αρχή ή για νόμο. Έτσι: η αρχή της ευχαρόιστησης διέπει(ανεξαιρέτως) την ψυχική ζωή στο επίπεδο του Εκείνου. Ωστόσο το τι υπάγει το πεδίο στην αρχή είναι εντελώς άλλο ζήτημα. Χρειάζεται μια άλλου είδους αρχή, μια αρχή δευτέρου βαθμού, που να εξηγεί την αναγκαία υπαγωγή του πεδίου στην εμπειρική αρχή. Αυτήν ακριβών την άλλη αρχή ονομάζουμε υπερβατολογική. Η ευχαρίστηση είναι αρχή καθ’ όσο διέπει την ψυχική ζωή. Όμως: ποια είναι η ανώτατη βαθμίδα που υπάγει την ψυχική ζωή στην εμπειρική κυριαρχία της αρχής της ευχαρίστησης; ο φιλόσοφος Χιουμ παρατηρούσε ήδη: στην ψυχική ζωή υπάρχουν ευχαριστήσεις, όπως υπάρχουν και πόνοι· αλλά όσο πολυεδρικά κι αν εξετάσουμε τις ιδέες της ευχαρίστησης και του πόνου, δεν πρόκειται ποτέ να συναγάγουμε τη μορφή μιας αρχής σύμφωνα με την οποία αποζητούμε την ευχαρίστηση και αποφεύγουμε τον πόνο. Το ίδιο λέει και ο Φρόυντ: υπάρχουν φισικά στην ψυχική ζωή ευχαριστήσεις και πόνοι, αλλά εδώ κι εκεί, σε κατάσταση ελέυθερη, σκόρπια, ασταθή, «αδέσμευτη»[non lié]. Το γεγονός οτι μια αρχή είναι οργανωμένη κατά τέτοιο τρόπο ώστε η ευχαρίστηση να είναι συστηματικά αυτό που αναζητείται και ο πόνος αυτό που αποφεύγεται, να τι απαιτεί μια ανωτέρου τύπου εξήγηση.Εν ολίγοις υπάρχει τουλάχιστον κάτι που δεν εξηγείται βάσει της ευχαρίστησης, και το οποίο παραμένει εξωτερικό ως προς αυτή. Ήτοι: η αξία αρχής που η ευχαρίστηση είναι προορισμένη να προσλάβει στην ψυχική ζωή. Ποιά είναι η ανώτερης τάξης δέσμευση[liaison] που ανάγει σε αρχή την ευχαρίστηση, που της προσδίδει την περιοπή αρχής και υπάγει την ψυχική ζωή σε αυτήν; μπορούμε να πούμε οτι το πρόβλημα που έθεσε ο Φρόυντ είναι το αντιθετο από εκείνο που συχνά του αποδίδεται: το θέμα δεν είναι οι εξαιρέσεις στην αρχή της ευχαρίστησης αλλά η θεμελίωση αυτής της αρχής. Το θέμα είναι η ανακάλυψη μιας υπερβατολογικής αρχής: πρόβλημα «εικοτολογικό-θεωρησιακό»[de «spéculation»], διευκρινίζει ο Φρόυντ.
Η απάντηση του Φρόυντ είναι: μόνον η δέσμευση της διέγερσης την καθιστά «διαλυτή»[résoluble] σε ευχαρίστηση, δηλαδή καθιστά δυνατή την εκφόρτησή της. Χωρίς τη δραστηριότητα της δέσμευσης, θα υπήρχαν αναμφίβολα εκφορτήσεις και ευχαριστήσεις, αλλά διασκορπισμένες τυχαίες και συγκυριακές, άνευ συστηματικής αξίας. Η δέσμευση είναι αυτή που καθιστά δυνατή την ευχαρίστηση, ως αρχή, ή που θεμελιώνει την αρχή της ευχαρίστησης. Να λοιπόν που ανακαλύπτουμε τον Έρωτα[Eros] ως θεμέλιο, υπό τη διττή όψη της δέσμευσης/συνδεσης[liaison]: ενεργειακής δέσμευσης της ίδιας της διέγερσης, βιολογική σύνδεση των κυττάρων(ίσως η πρώτη να μη συντελείται παρά μέσω της δεύτερης, ή να βρίσκει στη δεύτερη συνθήκες ιδιαίτερα ευνοϊκές). Και αυτή τη συστατική του Έρωτα δέσμεση/σύνδεση μπορούμε, πρέπει να την προσδιορίσουμε ως «επανάληψη»[répétition]: επανάληψη σε σχέση με τη διέγερση·επανάληψη της στιγμής της ζωής, ή της αναγκαίας ακόμη και στους μονοκύτταρους οργανισμούς ένωσης.
Το ίδιον μιας υπερβατολογικής έρευνας είναι ότι δε μπορούμε να την αναστείλουμε όποτε θέλουμε. Πώς θα μπορούσαμε να καθορίσουμε ένα θεμέλιο χωρίς την ίδια στιγμή να κατακρημνιστούμε, ακόμη πιο πέρα, στην άβυσσο του αθεμελίωτου από την οποία αναδύεται; «Τρομερή δύναμη της επανάληψης» λέει ο Μούζιλ «τρομερή θεότητα!Έλξη του κενού που σας παρασύρει πάντοτε πιο χαμηλά σαν τη χοάνη μιας δίνης που τα τοιχώματά της ανοίγουν…Αλλά στο τέλος το γνωρίζουμε: δεν ήταν παρά η βαθιά, αμαρτωλή πτώση σ’ έναν κόσμο όπου η επανάληψη σας οδηγεί βαθμιαία όλο και πιο χαμηλά». Πώς θα έπαιζε η επανάληψη το ρόλο ενός ταυτόχρονα(ταυτόχρονα με τη διέγερση, ταυτόχρονα με τη ζωή) χωρίς να παίζει επίσης το ρόλο του πρίν, πάνω σ’ έναν άλλο ρυθμό και στο πλαίσιο ενός άλλου παιχνιδιού(πριν η διέγερση έλθει να ταράξει την αδιαφορία του αδιέγερτου, πριν η ζωή έλθει να ταράξει τον ύπνο του άψυχου); Πώς θα δεσμευόταν, και ως εκ τούτου θα «διαλυόταν»[résolue], η διέγερση, εάν η ίδια δύναμη δεν έτεινε επίσης να την αρνηθεί; Πέραν από τον Έρωτα, ο Θάνατος[Thanatos]. Πέραν από το θεμέλιο η άβυσσος του αθεμελίωτου. Πέραν από την επανάληψη-δεσμός η επανάληψη-γόμα, που σβήνει και σκοτώνει. Εξ ου και η πολυπλοκότητα των κειμένων του Φρόυντ: σε άλλα αφήνει να εννοηθεί ότι η επανάληψη είναι ίσως μια και η αυτή δύναμη, που ασκείται δαιμονικά στην περίπτωση του Θανάτου και σωτήρια στην περίπτωση του Έρωτα· σε άλλα, πάλι, απορρίπτει αυτή την υπόθεση και καταφάσκει οριστικά τον πλέον αμιγή ποιοτικό δυισμό ανάμεσα στον Έρωτα και τον Θάνατο, ως διαφορά φύσεως ανάμεσα στην ένωση, την κατασκευή ολοένα πιο εκτεταμένων ενοτήτων, και στην καταστροφή·σε άλλα τέλος επισημαίνει ότι αυτή η αυτή η ποιοτική διαφορά στηρίζεται μάλλον σε μια διαφορά ρυθμού και εύρους, μια διαφορά ως προς τα καταληκτικά σημεία (στην απαρχή της ζωής, ή πριν την απαρχή…). Πρέπει να γίνει κατανοητό οτι η επανάληψη, όπως τη συλλαμβάνει ο Φρόυντ σε αυτά τα μεγαλοφυή κείμενα, είναι καθεαυτή σύνθεση του χρόνου, «υπερβατολογική» σύνθεση του χρόνου. Είναι συνάμα επανάληψη του πριν, του κατά[pendant] και του μετά. Συγκροτεί μέσα στο χρόνο το παρελθόν, το παρόν, ακόμη και το μέλλον. Το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον συγκροτούνται μέσα στο χρόνο ταυτόχρονα, παρότι υπάρχει ανάμεσά τους μια ποιοτική διαφορά ή μια διαφορά φύσεως, και παρότι το παρελθόν διαδέχεται το παρόν, και το παρόν το μέλλον. Εξ ου και οι τρεις όψεις, ενός μονισμού, ενός δυισμού και μια διαφοράς ρυθμού. Και ο λόγος που μπορούμε και προσθέτουμε το μέλλον ή το μετά στις άλλες δύο δομές της επανάληψης-στο πριν και στο κατά- είναι ότι αυτές οι δύο συσχετικές δομές δεν συγκροτούν τη σύνθεση του χρόνου χωρίς να διανοίγουν και να καθιστούν δυνατή μέσα στο χρόνο τη διάσταση του μέλλοντος: στην επανάληψη που δεσμεύει/συνδέει-και συγκροτεί το παρόν-, στην επανάληψη που σβήνει-και συγκροτεί το παρελθόν-,προστίθεται, σύμφωνα με τους συνδυασμούς τους, μια επανάληψη που διασώζει…ή δεν διασώζει.(Εξ ου και ο αποφασιστικός ρόλος της μεταβίβασης ως προοδευτικής επανάληψης, που απελευθερώνει και διασώζει, ή αποτυγχάνει)
Ας επανέλθουμε στην εμπειρία: η επανάληψη που, ως θεμέλιο και απουσία θεμελίου, προηγείται της αρχής της ευχαρίστησης, βιώνεται τώρα ανεστραμμένα και υπόκειται σε αυτή την αρχή(επαναλαμβάνουμε σε συνάρτηση με μιαν ευχαρίστηση πρωτύτερα αποκτημένη ή προς απόκτηση). Τα αποτελέσματα της υπερβατολογικής έρευνας είναι οτι ο Έρως είναι αυτό που καθιστά δυνατή την εγκαθίδρυση της εμπειρικής αρχής της ευχαρίστησης, αλλά πάντοτε και αναγκαστικά εφέλκει το Θάνατο. Ούτε ο Έρως ούτε ο θάνατος μπορούν να δοθούν ή να βιωθούν. Μόνο συνδυασμοί των δύο δίδονται εντός της εμπειρίας-καθως ο ρόλος του Έρωτα είναι να δεσμεύει/συνδέει την ενέργεια του Θανάτου και να υπάγει αυτούς τους συνδυασμούς στην αρχή της ευχαρίστησης στο επίπεδο του Εκείνου. Γι’ αυτό και, παρότι ο Έρως δεν δίδεται περισσότερο απ’ ό,τι ο Θάνατος, τουλάχιστον κάνει αισθητή την παρουσία του· είναι μια δρώσα δύναμη. Ο Θάνατος όμως, το αβυσσαλέο που κομίζει και φέρνει στην επιφάνεια ο Έρως είναι ουσιαστικά σιωπηλός: γι’ αυτό άλλωστε είναι και τόσο τρομερός. Έτσι μας φάνηκε σωστό να κρατήσουμε(στα γαλλικά) τη λέξη «instinct», «ένστικτο», ένστικτο θανάτου, για να δηλώσουμε αυτή την υπερβατική και σιωπηλή βαθμίδα. Σε ό,τι αφορα τις ενορμήσεις, ενορμήσεις ερωτικές και ενορμήσεις καταστροφικές, θα δήλωναν μόνο τις συνιστώσες των διδόμενων συνδυασμών, δηλαδή τους εκπροσώπους αυτού από τον Έρωτα και από το Θάνατο που δίδεται,τους άμεσους εκπροσώπους του Έρωτα και έμμεσους εκπροσώπους του Θανάτου, πάντοτε μικτούς στο επίπεδο του Εκείνου. Ο Θάνατος είναι· δεν υπάρχει ωστόσο «όχι» στο ασυνείδητο, γιατί στο ασυνείδητο η καταστροφή παρουσιάζεται πάντοτε ως η άλλη όψη μιας κατασκευής, ως μια ενόρμηση που συνδυάζεται αναγκαστικά με εκείνη του Έρωτα.
Ποια είναι επομένως η σημασίας της απόμιξης[désintrication] των ενορμήσεων; Είναι το προτιμότερο να ρωτήσουμε: τι γίνεται με το συνδυασμό των ενορμήσεων όταν δεν εξετάζουμε πλέον το Εκείνο αλλά το εγώ, το υπερεγώ και τη συμπληρωματικότητά τους; Ο Φρόυντ έδειξε πως η συγκρότηση του ναρκισσιστικού εγώ και ο σχηματισμός του υπερεγώ συνεπάγονταν αμφότερα ένα φαινόμενο «αποσεξουαλικοποίησης» [désexualisation]. Δηλαδή: μια ορισμένη ποσότητα λίμπιντο(ενέργεια του Έρωτα) εξ-ουδετερώνεται, καθίσταται ουδέτερη, αδιαφοροποίητη και μεταθέσιμη. Η αποσεξουαλικοποίηση στη μια και στην άλλη περίπτωση φαίνεται να παρουσιάζει βαθιές διαφορές: στη μία περίπτωση συγχέεται με μια διαδικασία εξιδανίκευσης, που συγκροτεί ίσως τη δύναμη της φαντασίας στο εγώ· στην άλλη, με μια διαδικασία ταύτισης, που συγκροτεί τη δύναμη της σκέψης στο υπερεγώ. Όμως, σε σχέση με την εμπειρική αρχή της ευχαρίστησης, η αποσεξουαλικοποίηση εν γένει έχει δύο δυνατά αποτελέσματα: είτε εισάγει λειτουργικές διαταραχές στην εφαρμογή της αρχής· είτε προάγει μια μετουσίωση των ενορμήσεων που υπερβαίνει την ευχαρίστηση προς την κατεύθυνση ικανοποιήσεων μιας άλλης τάξεως. Σε κάθε περίπτωση θα ήταν λάθος να εννοήσουμε την απόμιξη ως διάψευση της αρχής της ευχαρίστησης, ως κατάλυση των υποκείμενων σε αυτήν συνδυασμών, υπέρ μιας εμφάνισης του Έρωτα ή του Θανάτου σε κάθε μορφή. Η απόμιξη σημαίνει μόνο, σε σχέση με το εγώ και υπερεγώ , τη διαμόρφωση αυτής της μεταθέσιμης ενέργειας εντός των συνδυασμών. Η αρχή της ευχαρίστησης ούτε κατ’ ελάχιστο δεν εκθρονίζεται, όσο σοβαρές κι αν είναι οι διαταραχές της λειτουργίας που είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή της (έτσι ο Φρόυντ μπορεί και διατηρεί την αρχή του ονείρου ως εκπλήρωσης επιθυμιών, ακόμη και στις περιπτώσεις τραυματικής νεύρωσης όπου η λειτουργία του ονείρου έχει υποστεί σοβαρότατες διαταραχές). Η αρχή της ευχαρίστησης δεν ανατρέπεται ούτε από τις παραιτήσεις που επιβάλλει σε αυτήν η πραγματικότητα, ή από τις πνευματικές προεκτάσεις που ανοίγονται με τη μετουσίωση. Ο Θάνατος δεν δίδεται ποτέ, δεν μιλάει ποτέ· η ζωή πληρούται πάντοτε από την εμπειρική αρχή της ευχαρίστησης και από τους υποκείμενους σε αυτήν συνδυασμούς-αν και ο τύπος του συνδυασμού ποικίλει σημαντικά.
Δεν υπάρχει εντούτοις άλλη λύση εκτός από τις λειτουργικές διαταραχές της νεύρωσης και τις πνευματικές προεκτάσεις της μετουσίωσης; Δεν υπάρχει άραγε μια άλλη οδός, που δεν θα συνδεόταν πλέον με τη λειτουργική συμπληρωματικότητα του εγώ και του υπερεγώ, αλλά με τη δομική τους σχάση; Αυτήν ακριβώς την οδό δεν υποδεικνύει άραγε ο Φρόυντ με το όνομα «διαστροφή»; Η διαστροφή φαίνεται να παρουσιάζει το εξής φαινόμενο: η αποσεξουαλικοποίηση λαμβάνει χώρα εν πρκειμένω ακόμη πιο ευδιάκριτα απ ό,τι στη νεύρωση και στη μετουσίωση, δρα μάλιστα με ασύγκριτη ψυχρότητα· πλην όμως συνοδεύεται από μιαν επανασεξουαλικοποίηση[resexualisation], που επ’ ουδενί δεν έρχεται να τη διαψεύσει, αλλά λειτουργεί πάνω σε νέες βάσεις, εξίσου ξένες προς τις λειτουργικές διαταραχές και προς τις μετουσιώσεις. Όλα συμβαίνουν ως εάν το αποσεξουαλικοποιημένο να επανασεξουαλικοποιούνταν ως τέτοιο και με νέο τρόπο. Υπ’ αυτή την έννοια η ψυχρότητα, ο πάγος, είναι το ουσιώδες στοιχείο της διαστροφικής δομής. Το βρίσκουμε τόσο στη σαδιστική απάθεια όσο και στο ιδεώδες του μαζοχιστικού ψύχους: ως «αντικείμενο θεωρητικοποίησης» [théorisé] στην απάθεια, ως «αντικείμενο φαντασίωσης» [phantasmatisé] στο ιδεώδες. Και όσο πιο έντονη υπήρξε η ψυχρότητα της αποσεξουαλικοποίησης, τόσο πιο κραταία και εκτεταμένη είναι η δύναμη της διαστροφικής επανασεξουαλικοποίησης: έτσι, δεν θεωρούμε ότι η διαστροφή μπορεί να οριστεί ως απλή απουσία απαρτίωσης [intégration]. O Σαντ[Sade] δείχνει οτι κανένα πάθος, είτε πρόκειται για την πολιτική φιλοδοξία,τη φιλαργυρία κ.λπ., δεν είναι ξένο προς τη «λαγνεία»: όχι με την έννοια ότι αρχή [principe] τους είναι η λαγνεία, αλλά αντίθετα επειδή η λαγνεία προβάλλει στο τέλος ως αυτό που προβαίνει επί τόπου [sur place] στην επανασεξουαλικοποίησή τους (και η Ζυλιέτ [Juliette] άρχιζε τις συστάσεις της για τη μεγιστοποίηση της δύναμης της σαδιστικής προβολής με τα εξής λόγια: «Για δεκαπέντε ολόκληρες μέρες μην επιδίδεστε σε ακολασίες, ξεχαστείτε, διασκεδάστε με άλλα πράγματα…»). Μολονότι η μαζοχιστική ψυχρότητα είναι εντελώς άλλου είδους, σε αυτή ξαναβρίσκουμε τη διαδικασία αποσεξουαλικοποίησης ως όρο μιας επί τόπου επανασεξουαλικοποίησης, μέσω της οποίας όλα τα πάθη του ανθρώπου, είτε αφορούν στο χρήμα, στην ιδιοκτησία,στο κράτος κ.λπ., μπορούν και στρέφονται προς όφελος του μαζοχιστή. Και αυτό είναι το ουσιώδες: ότι η επανασεξουαλικοποίηση λαμβάνει χώρα επί τόπου, εν είδει άλματος.
Και σε αυτή την περίπτωση, η αρχή της ευχαρίστησης πάλι δεν εκθρονίζεται. Διατηρεί εξολοκλήρου την εμπειρική της κυριαρχία. Ο σαδιστής βρίσκει ευχαρίστηση στο πόνο του άλλου, ο μαζοχιστής βρίσκει ευχαρίστηση στο προσίδιο πόνο, ο οποίος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τον προσπορισμό ευχαρίστησης. Ο Νίτσε [Nietzsche] έθετε το, εξόχως πνευματοκρατικό, πρόβλημα το νοήματος της οδύνης. Και έδινε σε αυτό τη μόνη πρέπουσα απάντηση: εάν η οδύνη, εάν ο πόνος έχει κάποιο νόημα, θα πρέπει να προκαλεί ευχαρίστηση σε κάποιον. Στο πλαίσιον αυτής της συλλογιστικής υπάρχουν τρεις μόνο δυνατές δυνατές υποθέσεις. Η φυσιολογική, ηθική ή υψηλή, υπόθεση: οι πόνοι μας προκαλούν ευχαρίστηση στους θεούς που μας ατενίζουν και μας επιτηρούν. Και οι δύο διαστροφικές υποθέσεις: ο πόνος προξενεί ευχαρίστηση σε αυτόν που τον προξενεί, ή σε αυτόν που τον υφίσταται. Είναι προφανές ότι η φυσιολογική απάντηση είναι και η πιο φανταστική, η πιο ψυχωτική από τις τρεις. Δεδομένου όμως ότι η αρχή η αρχή της ευχαρίστησης διατηρεί την κυριαρχία της στην περίπτωση της διαστροφικής δομής όπως και αλλού, τι άλλαξε άραγε στον τύπο των υποκείμενων σε αυτή συνδυασμών; Ποια η σημασία του επί τόπου άλματος [saut sur place]; Σε προηγούμενο κεφάλαιο αναδείξαμε τον ιδιαίτερο ρόλο που παίζει η λειτουργία της επαναληπτικότητας [réitération] τόσο στο μαζοχισμό όσο και στο σαδισμό, καθώς και τις ιδιαίτερες μορφές που παίρνει: συσσώρευση [accumulation] και επίσπευση [précipitation] ως ποσοτικοί προσδιορισμοί του σαδισμού, εκκρεμότητα [suspens] και πάγωμα [figeage] ως ποιοτικοί προσδιορισμοί του μαζοχισμού. Από αυτή την άποψη, υπάρχει κίνδυνος το έκδηλο περιεχόμενο των διαστροφών να μας αποκρύψει το βαθύτερο. Ο εμφανής δεσμός του σαδισμού με τον πόνο, ο εμφανής δεσμός του μαζοχισμού με τον πόνο, υπόκεινται στην πραγματικότητα στη λειτουργία της επαναληπτικότητας. Ο Σαντ ορίζει το κακό ως ένα με την αέναη κίνηση των μαινόμενων μορίων· η Κλαιρβίλ [Clairwi] δεν ονειρεύεται εγκλήματα παρά μόνον όσο αυτά θα είχαν ένα διηνεκές αποτέλεσμα και θα απάλλασσαν την επανάληψη από κάθε υποθήκη· και στο σύστημα του Σαιν-Φον [Saint-Fond], η προξενούμενη οδύνη δεν έχει αξία παρά μόνο στο μέτρο που καλείται να αναπαράγεται επ’ άπειρον, πάντοτε μέσα από το παιχνίδι των κακοποιών μορίων. Σε άλλο πλαίσιο, είδαμε ότι ο μαζοχιστικός πόνος εξαρτάται απόλυτα από την αναμονή, και από τη λειτουργεία που έχει σε αυτή η επαναφορά [reprise] και η επαναληπτικότητα. Αυτό είναι το ουσιώδες: ο πόνος δεν απόκτα αξία παρά μόνο σε σχέση με τις μορφές επανάληψης που καθορίζουν τη χρήση του. Αυτό το σημείο υποδεικνύει ο Κλοσσοφσκί, όταν γράφει για τη μονοτονία του Σαντ: « Δεν μπορεί να υπάρξει παράβαση στη σαρκική πράξη, αν η σαρκική πράξη δεν βιωθεί σαν πνευματικό συμβάν· αλλά για να συλληφθεί το αντικείμενο της παράβασης, το συμβάν πρέπει να αναζητηθεί και να αναπαραχθεί σε μια επανειλημμένη περιγραφή της σαρκικής πράξης. Αυτή η επανειλημμένη περιγραφή της σαρκικής πράξης όχι μόνον εξηγεί την παράβαση, είναι η ίδια μια παράβαση της γλώσσας δια της γλώσσας»-ή,πάλι, όταν επισημαίνει το ρόλο της επανάληψης, αυτήν τη φορά από την πλευρά του μαζοχισμού και των παγωμένων σκηνών του: « Η ζωή που επαναλαμβάνεται για να ξαναβρεί τον εαυτό της μέσα στην πτώση της, σαν να κρατούσε την αναπνοή της σε μιαν ακαριαία σύλληψη της απαρχής της…».
Ένα τέτοιο αποτέλεσμα φαντάζει ωστόσο απογοητευτικό, καθώς ανάγεται στην ιδέα ότι η επανάληψη προκαλεί ευχαρίστηση… Αλλά πόσο μυστήριο κρύβεται στα bis repetita[κατά λέξη «δις επανειλημμένα»]! Υπό τον πάταγο του σαδισμού και του μαζοχισμού, η τρομερή δύναμη της επανάληψης είναι επί το έργον. Αυτό που άλλαξε είναι η σχέση επανάληψη-ευχαρίστηση. Αντί να βιώνεται η επανάληψη ως μια συμπεριφορά σε σχέση με μιαν ευχαρίστηση αποκτημένη ή προς ευχαρίστηση, αντί να διέπεται από την ιδέας μιας ευχαρίστησης προς ανάκτηση ή απόκτηση, να λοιπόν που η επανάληψη τινάζει τα δεσμά της και ανεξαρτητοποιείται από κάθε προηγούμενη ευχαρίστηση. Η επανάληψη είναι αυτή που έχει γίνει ιδέα, ιδεώδες. Και η ευχαρίστηση είναι αυτή που έχει γίνει συμπεριφορά σε σχέση με την επανάληψη, αυτή είναι που συνοδεύει και ακολουθεί τώρα την τρομερή ανεξάρτητη δύναμη δύναμη της επανάληψης. Η ευχαρίστηση και η επανάληψη αντάλλαξαν επομένως ρόλους: ιδού το αποτέλεσμα του επί τόπου άλματος, δηλαδή της διπλής διαδικασίας αποσεξουαλικοποίησης και επανασεξουαλικοποίηση. Στο μεσοδιάστημα θα έλεγε κανείς ότι το ένστικτο του θανάτου ετοιμάζεται να μιλήσει· αλλά επειδή το άλμα γίνεται επί τόπου,στη στιγμή θαρρείς, αυτή του συνεχίζει να έχει το ρόλο είναι πάντοτε η αρχή της ευχαρίστησης. Υπάρχει ένας μυστικισμός του διαστροφικού: από όσο περισσότερα παραιτείται ο διαστροφικός, τόσο περισσότερα και καλύτερα ανακτά. Είναι όπως σε μια σκοτεινή θεολογία όπου η ευχαρίστηση παύει να είναι το κίνητρο της θέλησης, και γίνεται ουσιαστικά αντικείμενο αποκήρυξης, απάρνησης,«αποποίησης», για να ανακτηθεί όμως καλύτερα ως ανταμοιβή ή αποτέλεσμα, και ως νόμος. Ο τύπος του διαστροφικού μυστικισμού είναι ψυχρότητα και άνεση (η ψυχρότητα της αποσεξουαλικοποίησης, η άνεση της επανασεξουαλικοποίησης, τόσο έκδηλη στα πρόσωπα του Σαντ). Όσον αφορά την πρόσδεση του σαδισμού και του μαζοχισμού στον πόνο, στην πραγματικότητα δεν την καταλαβαίνουμε όσο την εξετάζουμε καθεαυτήν: ο πόνος εν προκειμένω δεν έχει κανένα απολύτως σεξουαλικό νόημα, αλλά αντίθετα αντιπροσωπεύει την αποσεξουαλικοποίηση που καθιστά την επανάληψη αυτόνομη, και που υπάγει σε αυτήν επί τόπου τις ευχαριστήσεις της επανασεξουαλικοποίησης. Ο Έρως αποσεξουαλικοποιείται, απονεκρώνεται, για να επανασεξουαλικοποιηθεί καλύτερα ο Θάνατος. Στο σαδισμό και το μαζοχισμό δεν υπάρχει κανένας μυστηριώδης δεσμός του πόνου με την ευχαρίστηση. Το μυστήριο βρίσκεται αλλού· στη διαδικασία αποσεξουαλικοποίησης που συνενώνει την επανάληψη με το αντίθετο της ευχαρίστησης, κατόπιν στη διαδικασία επανασεξουαλικοποίησης που κάνει την ευχαρίστηση της επανάληψης να απορρέει φαινομενικά από τον πόνο. Στο σαδισμό όπως και στο μαζοχισμό, η σχέση με τον πόνο είναι ένα αποτέλεσμα [effet].
Leave a Reply