Μερικές σκέψεις πάνω στο να είσαι αναρχικός στον 21ο αιώνα
Το «Ξένοι σε έναν άγνωστο κόσμο» είναι ένα βιβλίο σε συνέχειες -που βρίσκεται σε εξέλιξη- από τον Wolfi Landstreicher και εμφανίζεται σε κάθε τεύχος του περιοδικού «Modern slavery» (Μοντέρνα σκλαβιά).
Εισαγωγή
«…είμαστε μόνοι, με έναν ολόκληρο κόσμο στραμμένο εναντίον μας».
–Andrea Dorea
Υπήρξα αναρχικός για πάνω από τριάντα χρόνια τώρα. Για ’μένα, αυτό δεν ήταν ποτέ μια ταυτότητα προς προσκόλληση, μια ετικέτα για να μου δώσει μια αίσθηση του ανήκειν. Ήταν, μάλλον, μια συνεχής πρόκληση να αντιμετωπίσω τη ζωή μου με έναν συγκεκριμένο τρόπο, εγείροντας σταθερά το ερώτημα του τι σημαίνει να απορρίπτεις κάθε μορφή κυριαρχίας και εκμετάλλευσης στη ζωή σου, σε πρακτικό επίπεδο. Αυτή δεν είναι μια απλή ερώτηση με εύκολες απαντήσεις, αλλά ένα πρόβλημα, με το οποίο πρέπει να παλεύω συνεχώς, επειδή αντιμετωπίζω έναν κόσμο εδώ και τώρα, στον οποίο η κυριαρχία και η εκμετάλλευση καθορίζουν τις κοινωνικές σχέσεις, στον οποίο τα περισσότερα άτομα στερούνται κάθε δυνατότητας να καθορίσουν τη δική τους ύπαρξη, αποξενωμένοι από τη δημιουργική ενέργεια, μέσω της οποίας θα μπορούσε να πραγματωθεί ένα τέτοιο έργο. Ως αναρχικός, έχω πάρει την απόφαση να απορρίπτω και να πολεμώ αυτόν τον κόσμο. Αυτό με κάνει έναν λιποτάκτη, ένα αουτσάιντερ, στην πραγματικότητα, έναν ξένο σε έναν εξωγήινο κόσμο. Προφανώς, αυτό δεν είναι μια εύκολη επιλογή. Κάποια χρόνια πριν έγραψα: «Δεν είμαι ένας φιλειρηνικός άνθρωπος, ένα ανθρώπινο περιεχόμενο και πρόθυμος να δεχτώ τη θέληση των θεών. Όχι, είμαι ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε πόλεμο – με τον κόσμο και με την κοινωνία, στην πραγματικότητα, αλλά και με τον εαυτό μου και αυτούς που αγαπώ πιό πολύ». Και νομίζω ότι αυτό ισχύει αναπόφευκτα για κάθε αναρχική, που είναι ειλικρινής στην επιθυμία της να ζήσει την άρνησή της στις επιβολές της άρχουσας τάξης. Για να ξεπεράσει κανείς την απομόνωση αυτής της άρνησης, είναι αναγκαίο να αναζητήσει συνεργούς, με τους οποίους θα επανοικειοποιηθεί τη δημιουργική ενέργεια, με την οποία μπορούμε να οικοδομήσουμε τη ζωή μας μαζί, με τους δικούς μας όρους και με τους οποίους θα χρησιμοποιήσουμε αυτήν την ενέργεια για να καταστρέψουμε τον ξένο κόσμο, που μας επιβάλλει η άρχουσα τάξη. Παλεύω σταθερά με το ερώτημα για το πώς να διαδώσω αυτόν τον τρόπο ζωής και πώς να συνεχίσω αυτό το σχέδιο με χαρά. Οι σκέψεις, που ακολουθούν, πηγάζουν απο αυτό το ερώτημα.
Αν αναφερθώ κυρίως στους αναρχικούς, μιλώντας για το σκοπό που επιδιώκω, αυτό είναι γιατι είμαι αναρχικός και επιλέγω να διεξάγω τα έργα μου με έναν συγκεκριμένο τρόπο, ακριβώς λόγω αυτού. Την ίδια στιγμή, γνωρίζω πολύ καλά πως η συνενοχή δεν μπορεί να περιοριστεί στους αναρχικούς. Υπάρχουν εκείνοι που μισούν τις συνηθισμένες, ασυλλόγιστες ημερήσιες δραστηριότητες, σχέσεις και ρόλους, που απαρτίζουν αυτήν την κοινωνία και που με τη σχεδόν καθολική ασυνείδητη αποδοχή τους επιβάλλονται σε όλους εμάς, οι οποίοι, ωστόσο, δεν εκφράζονται μέσα απο επαναστατικές ή αναρχικές ιδέες. Παρ’ όλα αυτά, δρουν εναντίον αυτής της κοινωνίας στη ζωή τους και είναι, επίσης, εν δυνάμει συνένοχοι. Στην πραγματικότητα, μόνο με το να είμαστε ανοιχτοί σε τέτοιες σχέσεις, μπορούμε εμείς οι αναρχικοί να δραπετεύσουμε απο τα ghetto, μέσα στα οποία χάνουμε τόσο εύκολα τους εαυτούς μας. Γι ‘αυτό, απευθύνω αυτές τις σκέψεις κυρίως στους αναρχικούς, αλλά και σε όποιον περιφρονεί τις επιβολές υποδούλωσης αυτής της κοινωνίας.
Υπάρχουν λέξεις, που θα χρησιμοποιήσω στο γραπτό αυτό, τις οποίες όμως δεν εμπιστεύομαι. Ξέρω οτι είναι προβληματικές και εύκολα παρερμηνεύσιμες. Για τον λόγο αυτό, θα χρησιμοποιήσω κάποιες φορές τη λέξη «εμείς». Υπάρχουν συνθήκες, μέσα στις οποίες η ακριβής μεταφορά είναι η καλύτερη, για να εκφράσω αυτό που θέλω να πω. Όσο δύναμαι, θα αγνοήσω το γενετικό «εμείς» για χάρη του τρίτου προσώπου, αλλά όπου αυτό δημιουργεί μια αδέξια και δυσάρεστη ανάγνωση και αναφέρομαι στα ανθρώπινα όντα γενικά, θα χρησιμοποιήσω αυτήν την αναξιόπιστη λέξη. Επιπλέον, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί οτι η κοινωνία, το κράτος, η οικονομία, η θρησκεία κλπ δεν είναι πράγματα που μπορούν να δράσουν απο μόνα τους. Είναι, περισσότερο, κοινωνικές σχέσεις, δραστηριότητες, που τα άτομα φέρνουν εις πέρας, με έναν συνήθη και απερίσκεπτο τρόπο, γενικότερα. Με αυτήν τη σειρά, συχνά θα χρησιμοποιώ τη «στενή» μορφή της φράσης «η κοινωνία κάνει αυτό», «το κράτος κάνει εκείνο» κλπ, θα ήθελα, όμως, ο αναγνώστης να έχει υπόψιν του ότι αυτό είναι απλά μια απλούστευση, γιατί στην πραγματικότητα, αυτοί που τα κάνουν αυτά είναι τα άτομα, με το να διαδραματίζουν τους προκαθορισμένους, σύνηθεις ρόλους και δραστηριότητες, που δημιουργούν και διατηρούν τις θεσμικές δομές αυτής της κοινωνίας. Εν τέλει, αυτές οι σκέψεις είναι εξερευνήσεις, όχι τελικά συμπεράσματα. Ως τέτοιες, εγώ τις θεωρώ ένα εργαλείο προς χρήση για ’μένα και για άλλους, στην ανάπτυξη και την επέκταση των σχεδίων μας για την επανοικειοποίηση των ζωών μας και την καταστροφή της κοινωνικής τάξης, που τις έκλεψε απο ’μάς.
Κεφάλαιο 1ο – Ζώντας σε έναν ξένο κόσμο
«Ο δικός μας είναι ένας «τελειωμένος» κόσμος, στον οποίο η μη εκπλήρωση έχει δημιουργήσει μια γενική αδυναμία και εκκενώσει από κάθε ηθική ευθύνη. Ο άνθρωπος έχει αρνηθεί τον έλεγχο πάνω στον κόσμο και ως εκ τούτου, μας χτυπάει η μια καταστροφή μετά την άλλη, η κάθε μια πιο «αναπόφευκτη» από την τελευταία.»
–Andrea Dorea
Τι σημαίνει να ζεις σε έναν κόσμο ξένο; Παρ’ όλ’ αυτά, η κατάσταση δεν είναι έτσι μόνο για τους αναρχικούς και τους επαναστάτες, τους συνειδητά εχθρούς αυτού του κόσμου. Είναι η φυσιολογική συνθήκη της ζωής μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία. Η αποξένωση καθορίζει όλες τις κοινωνικές σχέσεις σε έναν κόσμο εργασίας και χρημάτων, πολιτικής και οικονομίας, όπου ο πλούτος και η εξουσία είναι συγκεντρωμένα σε λίγα χέρια. Κάτω απο τέτοιες συνθήκες, δεν υπάρχει καμία ευθής σχέση ανάμεσα στις σκέψεις των ατόμων, τις επιθυμίες τους, τις δραστηριότητες τους και την έκβασή τους. Η «ζωή» είναι κάτι που συμβαίνει σ’ αυτούς, όχι κάτι που δημιουργούν. Είναι μια ξένη επιβολή πάνω στο τίποτα, στο οποίο έχουν μετατραπεί. Αν συνεχίσουν να επιθυμούν έντονα με μια δημιουργική ενέργεια, που απαιτεί να εκφράζεται, η συνθήκη αυτή είναι αβάσταχτη. Αλλά, για να το καταπολεμήσουν αυτό, χρειάζεται να κατανοήσουν τον τρόπο λειτουργίας του.
Επιβίωση εναντίον ζωής
Η μεγαλύτερη απόδειξη ότι η αποξένωση είναι η κεντρική βάση των κοινωνικών σχέσεων σ’ αυτόν τον κόσμο, είναι το γεγονός ότι οι απαιτήσεις για επιβίωση δεν είναι απλώς διαχωρισμένες από την επιθυμία για μια πλήρη και παθιασμένη ζωή, αλλά στην πραγματικότητα, έρχονται σε αντίθεση μ’ αυτήν. Οι θεσμοθετημένες και συνήθεις δραστηριότητες και σχέσεις, που περιλαμβάνουν την κοινωνία της αγοράς και του κράτους, δημιουργούν μια πραγματικότητα, στην οποία είμαστε αναγκασμένοι να θυσιάσουμε το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής μας, με σκοπό να βγάλουμε χρήματα για να καλύψουμε τις βασικές μας ανάγκες, πολύ περισσότερο από το να καταναλώνουμε τις ζωές μας στην προσωπική μας απόλαυση και δημιουργική εξερεύνηση. Για να το θέσω κι αλλιώς, αυτός ο κόσμος μας εκβιάζει στο να τον αναπαράγουμε, στο να θυσιάζουμε τους εαυτούς μας στη συνεχιζόμενη ύπαρξη και επέκτασή του.
Αυτό μου είναι πραγματικά οικείο, αφού έχω αρχίσει να συναντώ όλο και μεγαλύτερη δυσκολία στο να φέρω εις πέρας ό,τι θέλω στη ζωή μου και έχω δεί έναν αυξανόμενο αριθμό φίλων να πέφτουν σε δεινή οικονομική κατάσταση, τώρα τελευταία. Υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες, που όξυναν την πίεση του κοινωνικού εκβιασμού της επιβίωσης, οικονομικές πραγματικότητες, αλλαγές στις συνθήκες παραγωγής και τις ταξικές σχέσεις, που έχουν κάνει τα πράγματα πολύ πιο δύσκολα παντού. Η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών είναι, κι αυτή ξεχωριστά, σε κακή κατάσταση αυτήν τη στιγμή και ως είθισται, αυτοί που βρίσκονται στον πάτο το πληρώνουν πιο ακριβά. Και δεν υπάρχει τίποτα στο να είσαι επαναστάτης ή αναρχικός, που να δημιουργεί ανοσία σ’ αυτές τις δυσκολίες.
Δυστυχώς, για το μεγαλύτερο μέρος, παρά τις κριτικές, που εμείς οι αναρχικοί έχουμε ασκήσει στους εχθρούς της κοινωνίας, τείνουμε να αναζητούμε άμεσες λύσεις σε κατακερματισμένα και κονιορτοποιημένα μέσα. Παρ’ όλο που μπορεί να το αναγνωρίζουμε, με όρους των ονείρων και των επιθυμιών μας, ένας Obama ή ένας Nader δεν είναι καλύτεροι από έναν Bush, δεν εφαρμόζουμε την ίδια λογική στις επιλογές που μας προσφέρει αυτή η κοινωνία για να επιβιώσουμε. Σε έναν βαθμό, αυτό είναι αναπόφευκτο, όσο υπάρχει αυτή η κοινωνία. Δεν υπάρχει τίποτα ζωτικά παθιασμένο και αναζωογονητικό στην πείνα. Πτώση – όλα είναι απλά τρόποι επιβίωσης μέσα στην κοινωνία και τη δουλειά, το επίδομα ανεργίας, τις σχολικές επιχορηγήσεις, τις απάτες, τις κλεψιές, σκουπίδια, τίποτα περισσότερο. Το θέμα είναι ότι η επιβίωση εντός κοινωνίας είναι πάντα κατακερματισμένη και κονιορτοποιημένη κι αυτός είναι ο λόγος, που είναι απαραίτητη για να προσπαθήσουμε να φέρουμε τη χαρά στη ζωή και τα σχέδια της εξέγερσης ενάντια σ’ αυτήν την κοινωνία να υπερισχύσουν ενάντια στην επιβίωση, έτσι ώστε να μπορούμε να μετατρέψουμε τις κατακερματισμένες δραστηριότητες, μέσα απο τις οποίες επιβιώνουμε, σε απλά εργαλεία για τα έργα μας και τις ζωές μας, χρησιμοποιώντας τα ενάντια στην κοινωνία που τα επιβάλλει.
Αυτό είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο σχέδιο. Περιλαμβάνει το να βλέπουμε πέρα από το ποιοι είμαστε, πέρα από τους περιορισμούς της παρούσας ύπαρξής μας. Και αυτό περιλαμβάνει το να μάθουμε πώς να αναγνωρίζουμε τους συνεργούς, όταν τους συναντάμε, μαθαίνοντας πώς να υφαίνουμε μαζί τις προσπάθειές μας για να ξεφύγουμε από τα όρια αυτής της κοινωνίας και τις επαναστάσεις μας ενάντια στις επιβολές της επιβίωσης. Τέτοιες προσπάθειες υπάρχουν όπου οι άνθρωποι δεν έχουν οδηγηθεί στα όρια της απελπισίας, όπου ακόμα και η ελάχιστη ευχαρίστηση μπορεί να εισέλθει στις ζωές των ανθρώπων. Αυτός είναι ο λόγος που τόσοι πολλοί απο’ μάς έχουμε βιώσει τις στιγμές αυτές του να ζείς πέρα από τα όρια που επιβάλλονται από αυτήν την κοινωνία. Στην εισαγωγή του στο «Dancing in the streets» (Χορεύοντας στους δρόμους), ο Franklin Rosemontπεριγράφει μια τέτοια εμπειρία στο North Beach, στο Σαν Φρανσίσκο, κατά τη διάρκεια του Beat Era. Συσχετίζει την εμπειρία των ανθρώπων, που αποφάσισαν να δώσουν τη ζωή τους, τη δημιουργικότητα τους και την προτεραιότητα της απόλαυσης τους ενάντια στην επιβίωση κι έτσι, βρήκαν τρόπους να φροντίσουν το μετά χωρίς να εμποδίζουν το πριν. Με τα λόγια του: «Σχεδόν όλοι ήταν φτωχοί, αλλά κανείς δεν πεινούσε και οι νεοεισερχόμενοι δεν είχαν κανένα πρόβλημα να βρουν ένα μέρος για να μείνουν. Στο North Beach, το 1960, αυτό που είχε σημασία ήταν η ποίηση, η ελευθερία, η δημιουργικότητα και το να περνάς καλά». Είναι ένα ουτοπικό όνειρο, που αντιμετωπίζει τις άθλιες πραγματικότητες της ύπαρξης αυτής, δημιουργώντας έτσι μια ουτοπική πρακτική στο παρόν χωρίς να καταφεύγεις στη φυγή. Την ίδια στιγμή, αναγνωρίζω ότι αυτές ήταν διαφορετικές, πιο εύκολες, πιο ευημερούσες στιγμές. Όπου η ευημερία ακόμα φαίνεται να υπάρχει στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη δυτική Ευρώπη, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό απο το πιστωτικό σύστημα και γι’αυτούς που δεν μπορούν ή δεν θα παίξουν αυτό το παιχνίδι, η ψευδαίσθηση της ευημερίας εξαφανίζεται. Αυτοί, που δεν συνεχίζουν να το παίζουν, παραμένουν σε διαρκές χρέος, που τους σκλαβώνει όλο και πιό πολύ, στον ατέρμονο κύκλο του δούλευε-πλήρωνε και όσο το πιστωτικό σύστημα καταρρέει, στις ραφές είναι δύσκολο να φανταστείς ότι αυτή η ψευδαίσθηση θα κρατήσει, για όποιον διαθέτει ένα ψήγμα νοημοσύνης, πολύ περισσότερο. Αλλά, ο αποξενωμένος κόσμος διατηρεί τη βαμπιρίστικη λαβή του πάνω στις ζωές των άλλων και μόνο μέσα σε μια αδιάκοπη εξέγερση εναντίον του είναι δυνατόν να διακόψεις προσωρινά την αναμονή και να κατανοήσεις αυτές τις στιγμές της πραγματικής ζωής.
Δύσκολες ώρες
Οι άνθρωποι ζουν σε έναν ξένο κόσμο, από τη στιγμή που η οικονομία και το κράτος πρωτοεμφανίστηκαν για να κυριαρχήσουν πάνω στη ζωή, η συγκεκριμένη, όμως, γενιά ζει εξαιρετικά δύσκολες ώρες. Οι διαβεβαιώσεις μερικών δεκαετιών πρίν έχουν καταρρεύσει σε όλα τα επίπεδα και η «σιγουριά», που εκφράζουν αυτοί που εξουσιάζουν αυτόν τον κόσμο, συνεχίζεται σε έναν όλο και πιο τραχύ τόνο, όσο οι αποτυχίες τους συνδυάζονται με τις τρομακτικές συνέπειες των επιτυχιών τους, να εκθέσουν την αβέβαιη φύση του κόσμου, που έχει δημιουργηθεί για όλους. Όντως, είναι η καθημερινή μας δραστηριότητα (δουλειά, κατανάλωση, η αναπαραγωγή της κοινωνικής πραγματικότητας στους ρόλους και τις προκαθορισμένες σχέσεις, που παίζει ο καθένας μας κάθε μέρα) που δημιουργεί τον κόσμο αυτόν. Και όμως, έχει δημιουργηθεί εναντίον μας, τοποθετώντας την ευημερία μας και ακόμα περισσότερο την ύπαρξη μας σε συνθήκες αιχμαλωσίας. Η αβεβαιότητα σε όλα τα επίπεδα έχει έρθει να ορίσει την ανθρώπινη ύπαρξη, όσο ζούμε σε έναν καταστροφικό κόσμο, ο οποίος είναι ένα προϊόν και μια αξίωση της καπιταλιστικής κοινωνίας και της βιομηχανικής μηχανής της.
Από τη στιγμή που άρχισε να αναπτύσσεται, ο καπιταλισμός είναι η καταστροφή για τον καθένα, εκτός από τους άρχοντες και τους διαχειριστές της κοινωνίας. Μπορεί να επιβιώσει μόνο μέσα από την επέκτασή του και η επέκτασή του απαιτεί το συνεχόμενο ξεριζωμό των ανθρώπων από τα εδάφη και τις σχέσεις, που τους παρέχουν την ύπαρξή τους. Αυτό είναι απαραίτητο, ώστε να μπορέσουν οι καπιταλιστές να αποκτήσουν πρόσβαση σε πρώτες ύλες και να εξαναγκάσουν τους ανθρώπους σε μια κατάσταση, στην οποία θα είναι εξαρτημένοι από το να ξεπουλάνε τις ώρες της ζωής τους, σαν αντάλλαγμα για έναν μισθό, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Η επέκταση του κεφαλαίου, όμως, απαιτεί επίσης και την ανάπτυξη ενός βιομηχανικού συστήματος παραγωγής, που ήταν η αρχή για την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Παρόλο που οι καταστροφές είναι κομμάτι της καπιταλιστικής πραγματικότητας από την αρχή, μέσα στις τελευταίες δεκαετίες έχει σημειωθεί μια αξιοσημείωτη άυξηση στον αριθμό και την ένταση των καταστροφών. Αυτό δεν θα ’πρεπε να αποτελεί έκπληξη. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του βιομηχανικού συστήματος συσσωρεύονται και αυτό το σύστημα επεκτείνεται σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τα τεχνολογικά συστήματα γίνονται όλο και πιο πολύπλοκα και εύθραυστα και ως συνέπεια, είναι πιο επιρρεπή στη δυσλειτουργία και τη βλάβη. Όλο αυτό έχει συμβάλλει σε μια κατάσταση, όπου τα συστήματα είναι όλο και πιο διασυνδεδεμένα και χρησιμοποιούν υλικά, των οποίων τις ενδεχόμενες επιπτώσεις δεν γνωρίζουμε. Έτσι, οι βλάβες αυτές μπορούν να είναι πραγματικά καταστροφικές.
Βιομηχανικές καταστροφές, όπως το Three Mile Island, το Chernobyl, το Bhopal, το Τokaimura (Ιαπωνία) [1] και το Baiă Mare (Ρουμανία) [2], ξεχωρίζουν εξαιτίας της έκτασης της ζημιάς και των κραυγαλέων τεχνολογικών αιτίων. Παρόμοιες, όμως, καταστροφές, σε μικρότερη κλίμακα, είναι κομμάτι της φυσιολογικής λειτουργίας του βιομηχανικού συστήματος. Στη Baiă Mare, για παράδειγμα, υπήρξαν πολλές διαρροές χημικών τη χρονιά πριν την καταστροφή, μια άλλη μικρότερη τον ίδιο μήνα, και ένα σταθερό πανηγύρι τέτοιων τον επόμενο χρόνο. Ομοίως, χημικές διαρροές στον ποταμό Μισισσιπή δολοφονούσαν αργά όλο και περισσότερα από τα παράκτια ύδατα του Κόλπου, κατά μήκος της νότιας ακτής των Ηνωμένων Πολιτειών, πολύ πριν τη διαρροή πετρελαίου της British Petroleum το 2010. Οι χειρότερες, ίσως, καταστροφές είναι οι αυτές που συμβαίνουν σταδιακά, με επιπτώσεις που γίνονται ξεκάθαρες μόνο μετά από χρόνια καταστροφής.
Οι αποκαλούμενες, όμως, «φυσικές» καταστροφές έχουν γίνει πιο συχνές και πιο καταστροφικές. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε ειλικρινά για τις απλές φυσικές καταστροφές πια. Κάθε καταστροφή είναι κοινωνική. Απ’ τη μια πλευρά, η καπιταλιστική ανάγκη για επέκταση προωθεί «οικονομικά αποδοτικές» μεθόδους παραγωγής και κατασκευής, που δημιουργούν μια κατωτερότητα, που είναι βέβαιο ότι θα αυξήσει δραστικά την καταστροφή, που προκλήθηκε από διάφορες άλλες καταστροφές. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, ότι κατά τη διάρκεια των σεισμών στην Τουρκία, το 1999, ήταν κατά κύριο λόγο οι πιο καινούριες κατασκευές που κατέρρευσαν. Οι παλιές, χτισμένες πριν να αναλάβει ο καπιταλισμός την κατασκευή στην περιοχή, άντεξαν την καταστροφή. Απ’ την άλλη, τα τεχνολογικά προγράμματα του κράτους και του κεφαλαίου σχεδόν πάντα παίζουν έναν ρόλο στην ένταση και τη συχνότητα των «φυσικών» καταστροφών. Εάν ο ακριβής ρόλος των υπόγειων πυρηνικών όπλων, που δοκιμάζονται στην αυξανόμενη ένταση και συχνότητα των σεισμών, τίθεται πάλι επό τάπητος, ο ρόλος της βιομηχανικής μόλυνσης στην παγκόσμια κλιματική αλλαγή, που σίγουρα έχει εντείνει τους τυφώνες, τις πλημμύρες, τις χιονοθύελλες και άλλες καιρικές καταστροφές τα τελευταία χρόνια, είναι αρκετά προφανής. Ζούμε σε μια κοινωνία, που γεννά την καταστροφή.
Οι καταστροφές, όμως, δεν είναι απλώς μια δυσάρεστη επιρροή αυτής της κοινωνικής τάξης. Απαιτεί τέτοιες καταστροφές. Τώρα που η κοινωνική τάξη του καπιταλισμού έχει απλωθεί σε όλον τον κόσμο, η συνεχιζόμενη καταστροφή είναι απαραίτητη για να διατηρήσει την παραγωγική επέκταση. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο εξαιτίας της ανάγκης για αποκατάσταση των πληγειθέντων περιοχών, αλλά και εξαιτίας των συνθηκών, που παρέχουν δικαιολογίες για τις καινούριες τεχνολογικές εξελίξεις, που φέρεται να προορίζονται για τον περιορισμό των βλαβερών συνεπειών των καταστροφών, αλλά στην πραγματικότητα, προορίζονται για την επέκταση των κερδών. Επιπρόσθετα, η απειλή της καταστροφής παίζει έναν απαραίτητο ρόλο στην αιτιολόγηση του ρόλου των ειδικών και της ηγεσίας τους. Σκιαγραφώντας καταστροφές ως πιο άμεσα και απομονωμένα γεγονότα, ταmedia μας προστατεύουν από το να διατηρούμε συνδέσεις και να πετυχαίνουμε μια κατανόηση της κοινωνικής λειτουργίας της καταστροφής, δίνοντάς της το χαρακτήρα μιας αναπόφευκτης μοίρας. Αυτό διατηρεί την απειλή ως μια πηγή μιας λανθάνουσας ατμόσφαιρας φόβου, που υπηρετεί τους κυβερνήτες αυτού του κόσμου. Οι καταστροφές, όμως, γίνονται όλο και περισσότερο συχνές και έντονες και το βιομηχανικό σύστημα, που επιβάλλεται από το κεφάλαιο, μόνο χειρότερα μπορεί να τα κάνει. Οι εμπειρογνώμονες και οι τεχνολογικές διορθώσεις τους γίνονται όλο και λιγότερο πειστικές λύσεις, όπως κάθε νέα τεχνολογική διόρθωση φέρνει το δικό της τρένο της καταστροφής μαζί της.
Όπως επεσήμανα νωρίτερα, ο καπιταλισμός ξεκίνησε την επέκταση του με το ξερίζωμα τεράστιου αριθμού ανθρώπων από τη ζωή που είχαν δημιουργήσει για τον εαυτό τους. Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα η πλειοψηφία των λαών του κόσμου έχουν καταφέρει να διατηρήσουν την ύπαρξη τους ως αγρότες, κηπουροί, βοσκοί και κτηνοτρόφοι, με μόνο περιστασιακή άμεση επαφή με την πραγματικότητα του καπιταλισμού. Στις δυτικές χώρες, όπου ο καπιταλισμός προχωρά μπροστά, ένα αυξανόμενο τμήμα των ξεριζωμένων έγιναν μισθωτοί εργάτες και ταξικοί αγώνες άρχισαν να εκδηλώνονται εντός των βιομηχανικών κλάδων. Δίπλα δίπλα με την αιματηρή καταστολή, οι κυβερνήτες έκαναν κάποιες παραχωρήσεις στους εργαζομένους, συνήθως μέσω συνδικαλιστικών διεκδικήσεων. Μέχρι τη δεκαετία του 1960, υπήρχαν εγγυήσεις για τους εργαζόμενους και συστήματα κοινωνικής πρόνοιας για τους φτωχούς, που φάνηκαν ότι εγγυούνται τουλάχιστον την επιβίωση στις περισσότερες δυτικές χώρες. Την ίδια στιγμή, όμως, ο καπιταλισμός είχε έρθει στην πραγματικότητα για να εξουσιάσει την υφήλιο και τα αποτελέσματα αυτής της παγκόσμιας κυριαρχίας είχαν αρχίσει να εμφανίζονται.
Η πιο οφθαλμοφανής επιρροή της επέκτασης του καπιταλισμού ανά την υφήλιο είναι ο συνεχιζόμενος ξεριζωμός των ανθρώπων από τη ζωή που ήξεραν. Στη φάση αυτή, περισσότερο από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού ζει στις πόλεις. Επειδή δεν υπάρχουν αρκετές θέσεις για όλους αυτούς τους ανθρώπους στην αγορά εργασίας, πολλοί βρίσκονται σε γκέτο και παραγκουπόλεις, συμπληρώνοντας μια ύπαρξη στο έγκλημα ή στην παραοικονομία. Επιπρόσθετα, οι εθνοτικές, οι εθνικιστικές και οι θρησκευτικές συγκρούσεις, οι επιδημίες ή απλά η φτώχεια, οδήγησαν έναν αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων να βγουν στον δρόμο ή στην ανοιχτή θάλασσα, με την ελπίδα να βρουν κάτι καλύτερο.
Αυτοί οι, συχνά παράνομοι, μετανάστες είναι εύκολα εκμεταλλεύσιμοι ως φθηνό εργατικό δυναμικό, ενώ ζουν σε ένα μόνιμο φόβο σύλληψης και απέλασης. Αυτοί που καταφέρνουν να συνεχίσουν τη ζωή τους σε μικρές παραδοσιακές κοινότητες, όπου το κεφάλαιο δεν έχει ακόμα διεισδύσει πλήρως, παρ’ όλα αυτά αισθάνονται τις επιπτώσεις του, με τη μορφή ενός χώρου που συρρικνώνεται, με την εισβολή ρύπων, με αεροπλάνα να διέρχονται απο πάνω, τη μεταφορά να τους προσπερνά, άτομα να έρχονται για να τους αλλάξουν, στα πρότυπα του κυρίαρχου κόσμου.
Αυτή η επέκταση ανά την υφήλιο πάει χέρι χέρι με μια οικονομική και τεχνολογική αναδόμηση, που έχει επιτρέψει στο κεφάλαιο να υπονομεύσει τις παλιές εγγυήσεις για τους εργαζόμενους και τους φτωχούς στη Δύση. Όσο η ευημερία περικόπτεται, είναι όλο και πιο δύσκολο να βρει κανείς μια σίγουρη δουλειά. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι δουλεύουν σε περιστασιακές δουλειές ή σκατιάρικα επαγγέλματα, όπου είναι αναμενόμενο να παραιτηθούν ή να απολυθούν μετά από ένα σύντομο διάστημα. Το φαινόμενο των αστέγων είναι σε άνοδο. Τα έσοδα δεν μπορούν να «ακολουθήσουν» τα νοίκια που αυξάνονται και τους λογαριασμούς κοινής ωφελείας. Πολλοί δεν μπορούν να πληρώσουν για την ιατρική τους περίθαλψη. Η παράνομη δραστηριότητα και η «μαύρη» οικονομία είναι απαραίτητες για την επιβίωση όλο και περισσότερων ανθρώπων.
Εν ολίγοις, το κεφάλαιο έχει έρθει για να κυριαρχήσει στον κόσμο, ρίχνει όλο και περισσότερους ανθρώπους στο περιθώριο της κοινωνίας, μετατρέποντας την εκμετάλλευση και τις στερήσεις στην απειλή του αποκλεισμού. Ταυτόχρονα, όμως, δημιουργεί μια κατάσταση, που όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα νιώσουν ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν, εστιάζοντας την οργή τους εναντίον της άρχουσας τάξης.
Είναι φανερό ότι μπορούμε να αντιληφθούμε την αυξανόμενη διείσδυση του κοινωνικού ελέγχου και των μεθόδων αστυνόμευσης και φυλακής σε κάθε παράμετρο της καθημερινότητας. Το κράτος γνωρίζει ότι ο ξεριζωμός, που είναι απαραίτητος για την επέκταση του κεφαλαίου, αρχίζει τώρα να αφαιρεί τον πολιτισμό από αυτά που ξεριζώνει, δημιουργώντας έναν αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων δυσαρεστημένων, χωρίς απαιτήσεις και μάλιστα, με τίποτα απολύτως να πουν σε όσους βρίσκονται στην εξουσία. Γι’ αυτό, προσπαθεί να πάρει τον μηχανισμό με το μέρος του, για να κρατήσει αυτήν την αναταραχή φαινομενικά παράλογη, σποραδική και απομονωμένη, ακατανόητη από τον ίδιο της τον εαυτό, όπως είναι και για το κράτος. Στο άμεσο επίπεδο των δρόμων, αυτό σημαίνει στρατιωτικοποίηση της αστυνόμευσης. Αυτή είναι μια αμφίδρομη ανάπτυξη, κατά την οποία οι αστυνομικές δυνάμεις των πόλεων λαμβάνουν στρατιωτική εκπαίδευση σε αστικούς ελιγμούς, ενώ οι στρατιωτικές δυνάμεις χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο σε διεθνείς και εγχώριες αστυνομικές επιχειρήσεις. Το κράτος ασκεί, επίσης, πίεση εναντίον όσων θεωρεί πιθανή απειλή. Οι ιστορίες των mediaπροσπαθούν να παρουσιάζουν τέτοιους εχθρούς του κράτους ως δαίμονες, έτσι ώστε να τους απομονώσουν απο τους υπόλοιπους εκμεταλλευόμενους. Έτσι, σε κάποια μέρα, οι αναρχικοί βρίσκονται κάτω από έντονη πίεση και παντού, οι συνειδητοποιημένοι επαναστάτες στοχοποιούνται. Επιπρόσθετα, οι τεχνολογίες επιτήρησης διαδίδονται μέσα στο αστικό τοπίο, δημιουργώντας ένα αποκεντρωμένο και πανταχού παρόν αποτέλεσμα – το γεγονός οτι βρισκόμαστε σε συνεχή επιτήρηση, έχει σκοπό να μετατρέψει εμάς τους ίδιους σε μπάτσους.
Οι τεχνολογίες αυτές, όμως, είναι εύθραυστες, δυσλειτουργικές κάποιες φορές και πάντα βασίζονται στον άνθρωπο για την επεξεργασία των πληροφοριών που συλλέγουν. Αυτό αντανακλά μια άλλη παράμετρο της ανάγκης για επέκταση του ελέγχου μέσα σε ολόκληρο τον κοινωνικό τομέα. Για να επιτευχθεί αυτό, το κράτος πρέπει να βασίζεται σε ένα εύθραυστο, ανεπαρκώς ανεπτυγμένο τεχνολογικό δίκτυο, ένα απέραντο δίκτυο με πολλές τρύπες και πολλές αδυναμίες. Γι’ αυτόν τον λόγο, πρέπει να βασίζεται στο να πείσει τους ανθρώπους να επιτηρούν οι ίδιοι τους εαυτούς τους.
Για να πείσει τους ανθρώπους προς αυτήν την κατεύθυνση, το κράτος χρησιμοποιεί το μεγαλύτερο όπλο του: το φόβο. Η άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί τα ΜΜΕ, για να παρελάσει μια σειρά απειλών μπροστά στα μάτια του κόσμου. Από την καταστροφή στην τρομοκρατία, από το έγκλημα στην πιο πρόσφατη επιδημία, από την απειλή της ανεργίας και της έλλειψης στέγης σε μια υποτιθέμενη γενετική προδιάθεση για καρκίνο ή σχιζοφρένεια, τα ΜΜΕ διακηρύσσουν ότι ο καθένας είναι υπό συνεχή επίθεση και ότι μόνο το κράτος και οι ειδικοί του μπορούν να σταθούν ανάμεσα στην ολέθρια καταστροφή και όλους εμάς. Με τον τρόπο αυτόν, οι εξουσιαστές αυτού του κόσμου πείθουν σχεδόν τους πάντες να δεχτούν την αστυνόμευση και να γίνουν, όντως, μπάτσοι του εαυτού τους. Όσο οι αρχές χτίζουν μια ευάερη φυλακή γύρω μας, τα καταφέρνουν πολύ καλά στην εκπαίδευση των περισσοτέρων ανθρώπων να ευχαριστούν τους δεσμότες τους ή, ακόμα χειρότερα, να είναι οι δεσμότες του εαυτού τους. Κι όμως, μια προσεκτική ματιά σ’ αυτές τις απειλές δείχνει ότι αυτές, που δεν αποτελούν απλές επινοήσεις για να δικαιολογήσουν συγκεκριμένες τεχνολογικές και πολιτικές εξελίξεις, στην πραγματικότητα, προκαλούνται από την κοινωνική τάξη του ίδιου του κράτους και του κεφαλαίου, από τον κόσμο που αυτή η τάξη κατασκευάζει. Κι αυτό γίνεται όλο και πιο δύσκολο να μείνει κρυφό.
Αυτή είναι μια πολύ ανολοκλήρωτη και σύντομη σκιαγράφηση των δύσκολων στιγμών, που ζούμε αυτήν τη στιγμή. Ως αναρχικός, δεν ενδιαφέρομαι καθόλου να μοιρολογήσω γι’ αυτό. Το περισσότερο που μπορεί να προσφέρει το κεφάλαιο, το κράτος αυτό και όλα τα θεσμικά όργανα του πολιτισμού αυτού, δεν θα με ικανοποιούσε πια. Είμαι ένας ξένος και ένας εχθρός για τον κόσμο αυτόν και όχι ένας ρεφορμιστής. Το ενδιαφέρον μου να ερευνώ την πραγματικότητα είναι για να κατανοώ τον κόσμο, που αντιμετωπίζω στο τώρα, έτσι ώστε να μπορώ να βγάλω ένα συμπέρασμα για το πώς να δημιουργήσω μια ζωή για μένα, ενάντια σ’ αυτήν την πραγματικότητα, βρίσκοντας τα εργαλεία που θα χρησιμοποιήσω και τους συνεργούς, με τους οποίους θα δράσω ενάντια σε έναν κοινωνικό κόσμο, που έκλεψε τη ζωή σας και τη ζωή μου.
Η ζωή ως τάση
Εάν όλοι οι εκμεταλλευόμενοι, οι στερημένοι, οι ξεριζωμένοι είναι ξένοι σ’ αυτόν τον ξένο κόσμο, τότε δεν είναι αυτή η αποξένωση τέτοια, που να ξεχωρίζει εμένα ως αναρχικό. Ούτε είναι η επίγνωση αυτής της κατάστασης. Είναι, μάλλον, το γεγονός ότι αναγνωρίζω σ’ αυτήν την αποξένωση μια μνημειώδη κλοπή – την κλοπή της ζωής μου (και της ζωής όλων) από την κοινωνική τάξη – και ότι γι’ αυτόν τον λόγο, επιλέγω να είμαι ένας άσπονδος εχθρός της τάξης αυτής, αγωνιζόμενος να πάρω πίσω τη ζωή μου εδώ και τώρα, συνεργαζόμενος με άλλους, που αγωνίζονται για το ίδιο πράγμα, όπου αυτό είναι δυνατό.
Η οικονομία και το κράτος έχουν επεκτείνει το εύρος τους παντού [4], οπότε δεν υπάρχει σίγουρα κανένα μέρος, στο οποίο να μπορώ να δραπετεύσω για να χτίσω τη ζωή μου. Η επιθυμία μου να έχω τη ζωή μου δική μου και η εχθρότητα μου απέναντι στην κοινωνική τάξη συνεχώς αντιμετωπίζουν αυτήν την επιβεβλημένη πραγματικότητα. Δημιουργώ τη ζωή μου για τον εαυτό μου, αλλά όχι σε συνθήκες της επιλογής μου. Την ίδια στιγμή, είμαι έξω για να καταστρέψω τις συνθήκες αυτές κι έτσι, η ζωή μου υπάρχει ως μια αέναη τάση ενάντια σ’ αυτό, στο οποίο αυτή η κοινωνία αντιτίθεται. Εφόσον δεν είμαι χριστιανός (ή αριστεριστής), πρόθυμος να θυσιάσω τη ζωή μου για ένα ανώτερο καλό, δεν είμαι και πρόθυμος να περιμένω για να ξεκινήσω τα πειράματά μου για την ανάκτηση της ζωής μου, μέχρι αυτές οι συνθήκες – που τώρα είναι παγκόσμιες – να καταστραφούν. Τα πειράματα αυτά, όμως, προσκρούουν διαρκώς πάνω στην κοινωνική πραγματικότητα. Δεν έχω παρά να επιτεθώ σ’ αυτήν.
Τι σημαίνει, όμως, αυτό σε πρακτικό επίπεδο; Πώς δημιουργώ τη ζωή μου ως μια επίθεση ενάντια στον κοινωνικό κόσμο που την κλέβει; Τα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν να απαντηθούν μια και καλή. Όλες οι τελικές απαντήσεις θα αντιστοιχούσαν σε ένα σύνολο κανόνων, ένα σύνολο επαναπροσδιορισμένων συνθηκών, που ελέγχουν τη ζωή μου. Οι απαντήσεις μου σε τέτοια ερωτήματα πρέπει να είναι δικές μου και πρέπει οι ίδιες να τίθενται υπό αμφισβήτηση σε καθημερινή βάση. Αυτό είναι που κρατά τη ζωή μου στο παιχνίδι, που την κάνει να αξίζει να τη ζω.
Αν η αναρχική τάση είναι η ώθηση για να πάρω πίσω τη ζωή μου όσο κινούμαι ενάντια στην καθημερινή πραγματικότητα αυτής της κοινωνίας, τότε χρειάζομαι να αναπτύξω μια ιδέα της ζωής μου ως σύνολο, ως συνεχή δημιουργία, όχι ως ασύνδετα θραύσματα. Δεν είναι δυνατό να συνεχίσω μ’ αυτήν τη δημιουργική διαδικασία στην απομόνωση, γιατί ζω σε σχέση με τους άλλους. Οι περισσότερες, όμως, από τις σχέσεις αυτές είναι επιβεβλημένες. Είναι κοινωνικοί ρόλοι, που συνδέονται με τον κοινωνικό ρόλο σαν τα γρανάζια μιας μηχανής, μας κάνουν, όμως, να νιώθουμε περισσότερο σαν μπάλες του μπιλιάρδου, που συγκρούονται η μία με την άλλη και φεύγουν μακριά όσο πιο γρήγορα γίνεται, λόγω της αποστροφής μας. Οι καταστασιακοί θεωρούν ότι χρειαζόμαστε να μάθουμε να ανατρέψουμε τους ρόλους αυτούς, να τους στρέψουμε ενάντια στην κοινωνία που τους επιβάλλει και θεωρώ πως αυτό είναι ένα χρήσιμο ανατρεπτικό έργο. Το πιο σημαντικό, όμως, ώστε να πάρω τη ζωή μου πίσω, είναι το γεγονός ότι χρειάζομαι να καλλιεργήσω σχέσεις συγγένειας και συνενοχής με τους άλλους, συνειδητές σχέσεις, που αναπτύσσουμε ως τρόπους για τη δημιουργία της ζωής μας μαζί. Δεν μιλάω για το σχηματισμό συλλογικοτήτων, στις οποίες μια κοινωνική οντότητα οικειοποιείται και πάλι τις ζωές των ατόμων που τις απαρτίζουν, αλλά πιο πολύ για υπολογισμό των τρόπων για να συνυφάνουμε τις ζωές μας, τις επιθυμίες μας, τους αγώνες μας, τις δυνατότητες και τους πόρους μας, έτσι ώστε η ζωή κάθε ατόμου να ενισχύεται και να γίνεται πιο πλήρης η ίδια. Μέσα σε ένα τέτοιο γενικό πλαίσιο, όπου δημιουργούμε τις ζωές μας μαζί ενάντια στον κόσμο, η καταστασιακή πρακτική, που αναφέρθηκε πρωτύτερα, μπορεί να γίνει ένα εργαλείο υπονόμευσης καταστάσεων, που αυτή η κοινωνία μας επιβάλλει, στα δικά μας μέτρα επανάκτησης των ζωών μας και καταστροφής αυτής της κοινωνίας.
Έχω επισημάνει πως, σ’ αυτήν την κοινωνία, η επιβίωση έρχεται σε αντίθεση με μια πλήρη και παθιασμένη ζωή. Κι όμως, είναι προφανές ότι αν κάποιος πεθάνει από την πείνα ή την έκθεση, δεν θα έχει μια τέτοια ζωή. Έτσι, εδώ είναι ένας άλλος τομέας της έντασης. Το να μιλήσουμε εδώ για την πρακτική της κατάληψης, της κλοπής ή για παρόμοιες δραστηριότητες ως λύσεις, θα σήμαινε το να χάσουμε το νόημα. Θεωρώ πως ο καθένας, που το διαβάζει αυτό, είναι ικανός να εντοπίσει διαφορετικούς τρόπους επιβίωσης. Το ερώτημα είναι: πώς προσπερνάω την κυριαρχία της επιβίωσης στη ζωή μου; Πώς μετατρέπω τα μέσα, με τα οποία παίρνω ό,τι χρειάζομαι για να επιβιώσω, σε απλά εργαλεία δημιουργίας της ζωής μου, με έναν επεκτατικό και παθιασμένο τρόπο; Πώς μπορώ να το κάνω αυτό μαζί με άλλους, με τους συντρόφους και τους συνεργούς μου, οι οποίοι, επίσης, πασχίζουν να κατανοήσουν τη ζωή τους; Και πάλι, δεν υπάρχουν τελικές απαντήσεις. Εκτός αν έχουμε μια ιδέα του τι θέλουμε να κάνουμε με τη ζωή μας, εκτός αν «έχουμε έναν καλό λόγο να σηκωθούμε το πρωί από το κρεβάτι», αυτά τα ερωτήματα είναι ανούσια. Απλά, θα παρασυρθούμε από τις απαιτήσεις της επιβίωσης και τις «εναλλακτικές» όπως η κατάληψη, η κλοπή ή η εξαπάτηση, θα είναι απλά άλλες μορφές εργασίας. Μια αντιστροφή προοπτικής είναι χρήσιμη για να ξεκινήσουμε να δημιουργούμε τις ζωές μας ως ένα εν εξελίξει έργο. Εδώ είναι που η αποφυγή της δουλειάς δίνει τρόπο για την καταστροφή της δουλειάς ως κοινωνική σχέση, επειδή οτιδήποτε κάνουμε για τα λεφτά ή την επιβίωση (ακόμα και τα επαγγέλματα) θα γίνουν ένα απλό εργαλείο, ένα προσωρινό μέσο, στο εν εξελίξει έργο της δημιουργίας των ζωών μας, στην εξέγερση ενάντια σ’ αυτήν την κοινωνική τάξη.
Έχω μιλήσει σχετικά με την ανεύρεση συνεργών στις μάχες ενάντια στην κοινωνία. Δεν χρειάζεται να είναι όλοι αναρχικοί. Η επιθυμία για «κάτι εντελώς διαφορετικό» δεν ανήκει αποκλειστικά σε όσους φέρουν αυτήν την ταμπέλα. Ούτε είναι μια συνειδητή επίγνωση αυτής της επιθυμίας απαραίτητη για μια ατομική ή κοινωνική σύγκρουση, για να εκδηλωθεί σε δράση. Οι περισσότερες από αυτές τις συγκρούσεις προκαλούνται από συγκεκριμένες καταστάσεις. Αυτοί, που εμπλέκονται, ανταποκρίνονται σε κάτι συγκεκριμένο που τους εξαγρίωσε. Συχνά, όμως, αρχίζουν να δρουν από μόνοι τους, χωρίς τη μεσολάβηση από οργανισμούς εκπροσώπησης, αρνούμενοι να διαπραγματευτούν, δρώντας για τον εαυτό τους. Οι αναρχικοί είναι, επίσης, γενικά μέσα στους εκμεταλλευόμενους και τους στερημένους αυτής της κοινωνίας και αντιμετωπίζουν την ίδια άμεση πραγματικότητα. Έτσι, τέτοιες καταστάσεις παρέχουν έναν χώρο εξερεύνησης της ολοκλήρωσης σε μια πιο ευρεία κλίμακα. Εξαιτίας της φύσης των αναρχικών ιδανικών, ωστόσο, η συμμετοχή μου σ’ αυτές τις κοινωνικές συγκρούσεις θα εκφράσει το ίδιο είδος έντασης, που υπάρχει στη ζωή μου. Όπως όλοι οι άλλοι, σίγουρα θέλω άμεση ανακούφιση από κάποιες από τις πιο δυσάρεστες παραμέτρους της ζωής μου, δεν θα θυσιάσω, όμως, ποτέ την επιθυμία μου να κάνω τη ζωή μου δική μου σ’ αυτές τις άμεσες συνθήκες. Έτσι, θα φέρω αυτήν την επιθυμία σε κάθε σύγκρουση ως ηθελημένη τάση προς την αυτονομία και την ελευθερία. Θέλουμε ο τρόπος, με τον οποίο θα διαχειριστούμε αυτές τις συγκρούσεις, να αντανακλά τον τρόπο, με τον οποίο θέλουμε να ζήσουμε τη ζωή μας. Γι’ αυτό, επιμένω να χρησιμοποιώ μια μεθοδολογία χωρίς ιεραρχία και πρωτοπορία. Αυτό δημιουργεί μια ένταση της προσπάθειας να ενθαρρύνει τάσεις προς την αυτο-οργάνωση και την αυτόνομη άμεση δράση, που ήδη υπάρχουν σε συγκεκριμένες συγκρούσεις, χωρίς να πέφτουν σε έναν ευαγγελικό ή αρχηγικό ρόλο, που θα υπονόμευε την επιθυμία μου για συνεργούς σε μια σχέση τόσο σταθερή όσο το τσιμέντο. Επειδή βίσκομαι συνειδητά σε πόλεμο με την κοινωνική τάξη, η συμμετοχή μου σε οποιαδήποτε ευρεία κοινωνική σύγκρουση θα πάρει τη μορφή παρέμβασης, που ευελπιστεί να διευρύνει το όραμα αυτής της σύγκρουσης, προωθώντας την στο σημείο, που δεν υπάρχει επιστροφή. Από τη στιγμή, όμως, που δεν έχω καμία επιθυμία να είμαι αρχηγός ή δάσκαλος ή ευαγγελιστής – ρόλοι που παρεμβαίνουν στην ικανότητα μας να είμαστε άτομα, που αλληλεπιδρούν με άλλα άτομα – , η παρέμβαση αυτή θα είναι πάντα ένα βάδισμα σε τεντωμένο σχοινί, ανάμεσα στο βίωμα της δικής μου μάχης σε επίπεδο καθημερινής ζωής και στο να βρω τους τρόπους να συνδέσω αυτήν τη μάχη με τη μάχη όλων εκείνων των εκμεταλλευόμενων και των στερημένων ανθρώπων, που μάχονται ενάντια στη συνθήκη αυτή.
Θα μπορούσα να συνεχίσω να εξετάζω όλες τις περιοχές, στις οποίες υπάρχει αυτή η ένταση. Το θέμα, όμως, είναι ότι ως ένας ξένος μέσα σε έναν ξένο κόσμο, που έχει επίγνωση αυτής της αποξένωσης και έχει επιλέξει να δώσει μάχη εντάντια σ’ αυτόν τον κόσμο, κάθε στιγμή της ζωής μου ως αναρχικός είναι μια ένταση, μια ένταση ενάντια σε κάτι, για το οποίο δεν έχω καν λέξεις και ενάντια στα όρια της επιβεβλημένης πραγματικότητας. Γι’ αυτόν τον λόγο, το να είσαι αναρχικός στον κόσμο αυτόν είναι μια επιλογή, που πρέπει να γίνεται σε κάθε στιγμή, απαλλαγμένη απο ηθικά ή προγραμματικά δεκανίκια. Σε έναν κόσμο, που αντιτίθεται στην ελεύθερη ζωή, δημιουργημένο στην ολότητά του, ο μόνος τρόπος να έχω τη ζωή μου είναι να τη ζήσω ως ένα ποσοστό, που παίζω κάθε μέρα.
Σημειώσεις:
1. Το 1999, ραδιενεργό υλικό διέρρευσε στον πυρηνικό σταθμό εδώ, προκαλώντας σημαντική περιβαλλοντική ζημιά για μια ακτίνα πολλών μιλίων γύρω από αυτό.
2. Μια σημαντική διαρροή επικίνδυνων χημικών ουσιών συνέβη εδώ τον Ιανουάριο του 2000, που κατέστρεψε τριακόσια μίλια της ζωής στα ποτάμια Lapus, Samos, Τίσα και Δούναβη.
3. Γνωστή επίσης και ως «υπερθέρμανση του πλανήτη». Παρά το γεγονός ότι η γενική τάση είναι προς υψηλότερες μέσες θερμοκρασίες, οι πραγματικές επιπτώσεις της, όπως τη βιώνουν, είναι πολύ πιο χαοτικές, γι’ αυτό προτιμούν να την αποκαλούν παγκόσμια κλιματική αλλαγή.
4. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο έλεγχος του κράτους και του κεφαλαίου είναι απόλυτος. Στην πραγματικότητα, αυτή η εκτεταμένη πρόσβαση σε παγκόσμιο επίπεδο έρχεται περίπου σε βάρος του ελέγχου, που εκτείνεται στα όριά του, γεγονός που το καθιστά πολύ αδύναμο παντού. Αυτό συμβαίνει επειδή η επέκταση γίνεται δυνατή κυρίως μέσω της χρήσης περίπλοκων και εύθραυστων τεχνολογικών δικτύων (συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής τεχνολογίας της γραφειοκρατίας), που είναι αναπόφευκτα γεμάτα τρύπες.
Leave a Reply