“Στην εμπορευματική πρακτική οι άνθρωποι επιτελούν πραγματικά ό,τι επιτελούν ιδεωδώς στο μεταφυσικό σκέπτεσθαι”
Alfred Sohn-Rethel
του Lucifugo, a diavolo in corpo
(1)
Η Ναρκισσιστική Προσωπικότητα είναι μια ακρωτηριασμένη, εσωτερικά διαιρεμένη ατομικότητα που θεωρεί τον κόσμο ως είδωλο του εαυτού της και που μπροστά στον καθρέπτη της βλέπει τον εαυτό της να μαραζώνει και να αρρωσταίνει όσο αδυνατεί να επιβληθεί και να κυριαρχήσει απάνω στους “Άλλους”, όσο οι “Άλλοι” δεν την προσκυνούν και δεν τη λατρεύουν σαν δική τους προσωπική Θεότητα.
(2)
Η Υστερική Προσωπικότητα είναι και αυτή μια εξίσου ακρωτηριασμένη, εσωτερικά διαιρεμένη ατομικότητα που βιώνει ως δικό της, βουβό και εσωτερικό δράμα τον αποκλεισμό και την απόρριψή της από τους “Άλλους”. Σωματοποιεί το άγχος του αποκλεισμού και της απόρριψης[1] και ενοχοποιεί τον εαυτό της βιώνοντας την οδύνη του αποκλεισμού ως δίκαιη προσωπική τιμωρία[2].
(3)
Είναι σαφές – αν και όχι τόσο προφανές – πως ανάμεσα στη Ναρκισσιστική και στην Υστερική Προσωπικότητα υπάρχει τόσο απόσταση όσο και αλληλοεπικάλυψη. Η μία είναι η αποκλειόμενη πλευρά της άλλης και μέσα από την αλληλοπροϋπόθεση και τον αλληλοαποκλεισμό τους παράγονται, δομούνται και οι δυο. Η Ναρκισσιστική προϋποθέτει όσα αποκλείει ως όρο της δικής της ύπαρξης και το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την Υστερική. Η μία βρίσκεται στον αντίποδα της άλλης και η καθεμία συγκροτείται ως το αντικατοπτρικό είδωλο της άλλης: καθεμιά ψηλαφώντας το σώμα της άλλης βλέπει και παρατηρεί το δικό της πρόσωπο και εαυτό.
(4)
Όλο αυτό μοιάζει να τεμαχίζει την ανθρώπινη προσωπικότητα με το νυστέρι μιας αφηρημένης διαλεκτικής Εννοιών. Εκτός και αν ο τεμαχισμός της είναι καθόλα πραγματικός και η ματωμένη διαλεκτική της πράγμα αληθινό. Η “ανθρώπινη, συνειδητή προσωπικότητα” πάντως, παραμένει μια έννοια εντελώς κενή, αφηρημένα γενική και σκοτεινή που καταλήγει (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) στη μυστικιστική ορολογία του “αυθυπόστατου, φυσικού ατόμου με εγγενή ψυχισμό”, αν δεν γίνεται κατανοητή ως η ζωντανή ενότητα θεωρητικού και διαισθητικού, κατηγορικού και προκατηγορικού που θεμελιώνεται ως συγκεκριμένη μορφή της ανθρώπινης, κοινωνικής δραστηριότητας, ως ενσώματη σχέση του “Εαυτού” με το “μη Εγώ”, με τους “Άλλους”, μέσα στους κόλπους της γήινης φύσης[3].
(5)
Τούτων λεχθέντων, είναι εδώ, μέσα στην ίδια την κοινωνική πραγματικότητα με όλες τις οδυνηρές τις αντιφάσεις, είναι εδώ, μέσα απ’ τα συγκεκριμένα κοινωνικο-ιστορικά περιεχόμενα των ανθρώπινων σχέσεων που αναδύονται όλοι οι Δράκοι και τα Τέρατα, οι Ναρκισσισμοί και οι Υστερίες. Κατά τον δέκατο ένατο αιώνα λοιπόν, η Υστερία, ως Επιστημονική Διάγνωση πια της Ψυχιατρικής[4] ήταν κατά κύριο λόγο “γένους θηλυκού” καθώς η γυναίκα βίωνε ως δικό της προσωπικό δράμα και αναπόδραστο πεπρωμένο τον αποκλεισμό της από τον “έξω” καπιταλιστικό κόσμο ο οποίος την έκλεινε μέσα στα ορθολογικά ντουβάρια της πυρηνικής/πατριαρχικής οικογένειας ως “αναπαραγωγική βιολογική μηχανή με ανορθολογικά συναισθήματα”. Από τότε μέχρι τώρα έχει κυλήσει πολύ νερό στο μύλο της καπιταλιστικής εκκοινώνησης γεμάτο τόσο από προλεταριακές ανταρσίες ενάντια στο “αυτονόητο” της αξιακής μορφής να αλέθει κοινωνικές σχέσεις ξερνώντας μισθωτούς σκλάβους και εμπορεύματα όσο και από άλλες τόσες συντριβές. Και οι συντριβές, μέχρι τώρα παραμένουν, κάνοντας όχι μόνο αόρατη την αλυσίδα του μισθωτού σκλάβου και της μισθωτής σκλάβας[5] αλλά και “αδιανόητη τη ζωή” χωρίς τα σημάδια της απάνω στο σώμα του και στο σώμα της. Αυτό το ανώτερο Μυστήριο και ύψιστο Φετίχ του “Αδιανόητου της Ζωής” έξω από τις πρακτικές και νοητικές κατηγορίες του κεφαλαίου (χρήμα, αξία, εμπόρευμα, αφηρημένη εργασία, Κράτος-Έθνος) ως μυστικοποιημένης και ολοποιητικής κοινωνικής σχέσης σηματοδοτεί – τόσο λογικά όσο και ιστορικά – την πρακτική μεταφυσική/κοινωνική διαδικασία ανθρωπομορφοποίησης του Κεφαλαίου, την τάση του Κεφαλαίου να γίνει Αιώνιος Άνθρωπος όπου “όλες” οι εκδηλώσεις της ζωής, “όλες” οι σχέσεις και οι δραστηριότητες μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ των ανθρώπων με τη γήινη φύση μετατρέπονται σε α-διάφορους “φορείς” επικύρωσης μιας τιμής. Με άλλα λόγια η τάση του Κεφαλαίου-της-Κρίσης να γίνει Αιώνιος Άνθρωπος δεν είναι παρά η άλλη όψη, ως τάση, της καθολικής νεκροποίησης των κοινωνικών σχέσεων και των σχέσεων των ανθρώπων με τη γήινη φύση.
(6)
Είναι το λιγότερο αξιοσημείωτο το πώς με την εδραίωση και την πρακτική και θεωρητική “αυτο-προϋπόθεση” των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων χάθηκε σε μεγάλο βαθμό (αν όχι ολοκληρωτικά[6]) η θεωρητική έκφραση της αναδυόμενης καπιταλιστικής κοινωνίας που δεν ήταν μόνο κούφια απολογητική των “νέων” κοινωνικών σχέσεων και οντολογικοποίηση των υπαρξιακών κατηγοριών της αλλά και μια (μη) κριτική προσπάθεια να διαβαστούν τα κοινωνικά ιερογλυφικά της αξιακής μορφής. Στα πλαίσια αυτής της θεωρητικής προσπάθειας η κλασσική πολιτική οικονομία (Petty, Smith, Ricardo κ.α.) εκκινούσε τους συλλογισμούς της από μια φανταστική και υπερϊστορική “κοινωνία των εμπορευματοπαραγωγών” που παράγουν για την αγορά ανταλλάσσοντας χρήματα με εμπορεύματα και εμπορεύματα με χρήματα μέσα από διαδοχικές στο χρόνο και στο χώρο πράξεις αγοράς και πώλησης. Το κίνητρο κάθε “ατομικού εμπορευματοπαραγωγού” μέσα από τις αναρίθμητες αγοραπωλησίες είναι το προσωπικό όφελος και κέρδος. Οι συνεχιζόμενες διακυμάνσεις των τιμών των εμπορευμάτων στην αγορά (προς τα “κάτω” και προς τα “πάνω”) δεν είναι παρά η φυσική, αιώνια συνέπεια του ανταγωνισμού μεταξύ των πωλητών, μεταξύ των αγοραστών και μεταξύ των πωλητών και των αγοραστών (Φυσικός Νόμος της Προσφοράς και της Ζήτησης) καθώς προσπαθούν όλοι να μεγιστοποιήσουν το προσωπικό τους όφελος και κέρδος αγοράζοντας “φθηνά” και πουλώντας “ακριβότερα” (ή και λιγότερο “ακριβά” από τους άλλους ώστε να εκτοπιστούν ως ανταγωνιστές και να “τιμωρηθούν” από την “ελεύθερη φυσική οικονομία της αγοράς” μέσα από το Αόρατο Χέρι (Adam Smith) του Αιώνιου Φυσικού Νόμου της Προσφοράς και της Ζήτησης). Αυτό που έκανε πρακτική ανάγκη την παραγωγή της έννοιας της “αξίας” ως “αναγκαίας φυσικής τιμής” γύρω από την οποία “τυχαία στροβιλίζονται” οι διακυμάνσεις των τιμών είναι το θεωρητικό στραμπούληγμα της παραπάνω ιδεολογικής αφήγησης με την προφανή(;) ανικανότητά της να εξηγήσει τόσο την πραγματική προέλευση των ποσοστών του κέρδους όσο και το εντελώς κοινότυπο καπιταλιστικό εμπειρικό γεγονός της συνολικής τους μεγιστοποίησης: όλοι οι πωλητές όταν ξαναγίνονται αγοραστές (είναι ήδη αγοραστές πρώτου γίνουν πωλητές) χάνουν ό,τι ατομικά κερδίζουν. Είτε οι πωλήσεις γίνονται “πάνω”, είτε οι αγορές γίνονται “κάτω” από τις “φυσικές τιμές” των εμπορευμάτων, όταν πωλητές και αγοραστές ανταλλάζουν οικονομικούς ρόλους (dramatis personae, Μαρξ) τα ατομικά κέρδη αλλάζουν τσέπες και δεν βγαίνει κερδισμένος κανείς: η συνολική ποσότητα του κέρδους “της κοινωνίας των εμπορευματοπαραγωγών” δεν αυξάνεται παρά αναδιανέμεται από τους μεν στους δε και το αντίστροφο. Η έννοια της “αξίας” (ή και “φυσική τιμή”) των εμπορευμάτων σύμφωνα με το “δαπανώμενο χρόνο εργασίας[7]” για την παραγωγή τους είναι η λύση-μη-λύση των κλασσικών πολιτικών οικονομολόγων σε αυτό το γενικό θεωρητικό αδιέξοδο που φυσικοποιεί και αιωνιοποιεί τα “αυτονόητα χωρίς εξήγηση” της καπιταλιστικής κοινωνίας: το κέρδος, τις τιμές, τα εμπορεύματα, το χρήμα, τη μισθωτή εργασία, το κεφάλαιο. Τα εμπορεύματα είτε πουλιούνται “πάνω”, είτε “κάτω”, είτε στις “αξίες” τους (σ.σ. στο “χρόνο εργασίας τους”), η συνολική ποσότητα του κέρδους της καπιταλιστικής κοινωνίας δεν αυξάνει. Hic rhodus, hic salta! To θεωρητικό αδιέξοδο όμως τίθεται και λύνεται από τις ίδιες τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις (ακόμα και αν παραμένει απροσπέλαστο από τη σκέψη και τη θεωρία) αρκεί στην αγορά και στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων να υπάρχει, να βρίσκεται, αδιαλείπτως να αναπαράγεται ένα αλλόκοτο ανθρωπόμορφο εμπόρευμα η “παραγωγική κατανάλωση” του οποίου έχει τη θαυματουργό ιδιότητα να δημιουργεί μεγαλύτερη “αξία” από την “αξία” του.
(7)
Οι άνθρωποι του αστικού πολιτισμού – καθότι μη κοινωνικοί στην αμεσότητα και στην καθημερινότητά τους – “κοινωνικοποιούνται αντικοινωνικά” και ex post facto εν μέσω γενικευμένης αφαίρεσης, εξίσωσης και ανταγωνιστικής ατομικοποίησης αντιμετωπίζοντας ο ένας τον άλλο όχι σαν συγκεκριμένα, διαφορετικά και ιδιαίτερα κοινωνικά άτομα αλλά σαν να “ενσαρκώνουν” και να “προσωποποιούν” αφηρημένες οικονομικές κατηγορίες. Οι άνθρωποι ως υποκειμενοποιημένες ανταλλακτικές αξίες και ως αντικείμενα-για-το-κεφάλαιο κοιτάζονται αλλά δεν βλέπονται πραγματικά γιατί αυτό που μπολιάζεται στην αντίληψή τους είναι ένα (ταυτο)λογικό μέσο αξιοποίησης του εαυτού τους μέσω της αφηρημένης δραστηριότητας-για-χρήμα. Η αναπαραγωγή του κεφαλαίου μέσω της Εργασίας γενικά (αφηρημένη δραστηριότητα-για-χρήμα) μεταμορφώνει μυστηριακά τα συγκεκριμένα κοινωνικά άτομα σε εξατομικευμένες “ενσαρκώσεις” της που “κοινωνικοποιούνται” post festum με βάση τις αφηρημένες προσδιοριστικότητες του Εισοδήματος και του Επαγγέλματος[8]. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι συγκροτούν τις κοινωνίες του κεφαλαίου ως “μάσκες χαρακτήρων” (Charakter Maske, Μαρξ) που ενσαρκώνουν και προσωποποιούν αφηρημένες οικονομικές κατηγορίες (Καπιταλιστές, Εργάτες, Έμποροι, Τραπεζίτες, Αυτοαπασχολούμενοι, Παραγωγοί, Καταναλωτές, Πωλητές, Αγοραστές κτλ κτλ). Ως τέτοιες πραγματικές αφαιρέσεις είμαστε όλοι “μας” ταυτοχρόνως (αν και σε βαθμό που ποικίλει “ταξικά”[9]) θύτες και θύματα μιας καθημερινής (αυτο)απαγωγής από την αυτονομημένη Λογική της συσσώρευσης/αξιοποίησης του κεφαλαίου, του αφηρημένου κοινωνικού “πλούτου” (Μαρξ). Και με αυτό τον τρόπο υπάρχουμε – “εδώ” και “τώρα” – κοινωνικά και πραγματικά: παρά μόνον ως αντικοινωνικές και αφηρημένες “πρώτες ύλες” για την αναπαραγωγή ενός στοιχειωμένου, πραγμώδη εμπορευματικού κόσμου, θεμελιωμένου πάνω στις νεκροποιημένες κοινωνικές σχέσεις του κεφαλαίου. Αυτό άλλωστε είναι (εν συντομία) το κεφάλαιο ως μυστικοποιημένη και ολοποιητική κοινωνική σχέση: η καθολική νεκροποίηση των κοινωνικών σχέσεων και, εν μέσω αυτής της γενικευμένης νεκροποίησης, τότε και μόνον τότε, αποκτά πραγματική κοινωνικότητα το φάντασμα της αξιακής μορφής. Η πραγματική αφαίρεση της αξίας ως γενική και αντικειμενική κοινωνικότητα (“πρέπει να βγάζουμε/να κερδίζουμε/να ξοδεύουμε λεφτά δουλεύοντας /παράγοντας /καταναλώνοντας εμπορεύματα”) είναι η εκκοσμικευμένη Θεότητα[10] των κοινωνιών του κεφαλαίου, σε αυτήν υποκλίνονται άπαντες (“καπιταλιστές και εργάτες”) και άπαντες είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι τα-πάντα-να-θυσιάζουν για να έχουν εξασφαλισμένη την πρόσβαση σε Αυτήν. Εδώ ερείδεται και η (αυτο)καταστροφική τάση του αστικού πολιτισμού, η βαθύτερη ουσία του μηδενισμού που τον προσδιορίζει εξολοκλήρου (Karel Kosik).
(8)
Στις κοινωνίες του Κεφαλαίου-της-Κρίσης, όπου η ολοκληρωτική υπαγωγή “κάθε πόρου” της κοινωνικής ζωής στην αυτονομημένη Λογική της “αξιοποιήσης της αξίας” μέσω της “αφηρημένης εργασίας” (“πρέπει να δουλεύω-για-να-βγάζω / να κερδίζω / να ξοδεύω λεφτά”) είναι “αυτονόητη, καθημερινή πρακτική Αλήθεια”, φαίνεται πως η κοινωνική κατηγορία της Ναρκισσιστικής Προσωπικότητας διαρρηγνύει την “κρυμμένη” διαλεκτική με το “Άλλο” της, την Υστερική, και την υπερσκελίζει ως κυρίαρχη κοινωνική κατηγορία. Και τούτο όντως συμβαίνει και αληθεύει αλλά μόνο φαινομενολογικά. Στην πραγματικότητα έχουμε γάμο και τερατογένεση μαζί. Η γιγάντωση της Ναρκισσιστικής Προσωπικότητας που έχει ολοκληρωτικά υπαχθεί στις νοητικές και πρακτικές κατηγορίες του κεφαλαίου δεν είναι παρά μια ανεστραμμένη Υστερική Προσωπικότητα που βιώνει με ανείπωτο άγχος, με άφατο προσωπικό δράμα την ενδεχόμενη απόρριψη και τον πιθανό αποκλεισμό-της-από-αυτές: είναι ο “αέναος” και “ατομοκεντρικός συλλογικός αγώνας” για την έστω και ελάχιστη-πρόσβαση-σε-αυτές γύρω από την αφηρημένη Επαγγελματική ταυτότητα που οδηγεί στην “Πλήρωση” και στη “Λύτρωση του Εαυτού”. Ναρκισσισμός και Υστερισμός δεν είναι πλέον δυο αναλυτικά διακριτές κοινωνικές κατηγορίες που συναντιούνται και απωθούνται και το αντίστροφο αλλά μορφές εκδήλωσης και τρόποι ύπαρξης ενός και του αυτού ερμαφρόδιτου κοινωνικού σώματος (τόσο “αρσενικού” όσο και “θηλυκού”), του ΝαρκισσοΥστερικού ο οποίος/η οποία χωρίς κανένα όριο και φραγμό αυτο-ενοχοποιείται όσο δεν πασχίζει μέχρι θανάτου να δείξει στους Άλλους “πόσο Αξίζει” ως σχιζοειδές “αντικειμενικό υποκείμενο” (Κurz) που συνθλίβει και συνθλίβεται στις “συμπληγάδες του ανταγωνισμού” και του “υπέρτατου αυτο-σκοπού” (Fine in Sè) της συσσώρευσης “ανθρώπινου κεφαλαίου”.
(9)
Bellum omnium contra omnes/Πόλεμος όλων εναντίων όλων (Hobbes). Οι καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων πραγματοποιούμενες μέσα από τις γενικευμένες εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις είναι μια τροποποιημένη συνέχεια αρχαϊκών τελετουργικών σχέσεων λατρείας, σφαγής και θυσίας; Το χρήμα ως “καθολικό εμπόρευμα” και αντικειμενικό σύμβολο της πραγματικής αφαίρεσης της ανταλλακτικής “αξίας” των εμπορευμάτων μπορεί να αποθηκεύεται και να συσσωρεύεται ως “αφηρημένος κοινωνικός πλούτος” (Μαρξ) όπως μπορεί και να ανταλλάσσεται με κάθε άλλο εμπόρευμα. Μπορεί ακόμα να λειτουργήσει ως κεφάλαιο (ο καθορισμός του χρήματος ως κεφάλαιο το διακρίνει από το προνεωτερικό χρήμα), δηλαδή να αυξήσει κρυπτικά την “αξία” του αλέθοντας “παραγωγικά” τους προσωποποιημένους “φορείς” του εμπορεύματος “εργασιακή δύναμη”. Το χρήμα ως κεφάλαιο φέρει πάνω του τα σημάδια της γέννας του αρχαϊκού/πρωτόγονου χρήματος ως αντικειμενικού-συμβόλου-θυσίας για τους θεούς που επιτρέπει κάθε είδους “υποχρεώσεις” και “πληρωμές” στο αρχαίο ιερατείο το οποίο ενσαρκώνει ως μυστικοποιημένη κοινωνική σχέση την υπερβατική σχέση με το θείο (Le Goff, Laum, Polany). Ο χρυσός ως μέταλλο δεν παρουσιάζει κανένα υπεραισθητό μυστήριο αλλά ως χρήμα και “γενικό ισοδύναμο” των “αξιών” όλων των εμπορευμάτων η σωματική, αισθητή μορφή του χρυσού μετατρέπεται σε κάτι αντικειμενικά “αισθητά υπεραισθητό” και ιδεατό/συμβολικό φέροντας “αυτό καθεαυτό” τη μυστηριακή ιδιότητα της “εγγενούς αξίας”. Ο υπερβατικός χαρακτήρας του χρυσού ως χρήματος είναι λογικά ομόλογος του χριστιανικού μυστικισμού της “μετουσίωσης” όπου το κρασί στην αισθητή, σωματική του μορφή είναι ταυτόχρονα “εν εαυτώ αισθητά υπεραισθητό” συμβολίζοντας το Αίμα του Χριστού. Η γένεση του αρχαϊκού/πρωτόγονου χρήματος δεν είναι ο απότοκος ενός πιο σύνθετου αντιπραγματισμού ή η φυσική μετεξέλιξη του προηγούμενου. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει απολύτως τίποτα το μυστικιστικό στον αντιπραγματισμό (Barnes). Η συγκεκριμένη έννοια και η κοινωνικο-ιστορική πρακτική του αντιπραγματισμού θεμελιώνεται ως αμοιβαία δωρεά μεταξύ τροφοσυλλεκτικών κοινοτήτων, μεταξύ μη ιεραρχικά οργανωμένων αγροτικών κοινοτήτων (δηλαδή χωρίς καμιά μορφή Κράτους) και μεταξύ των τελευταίων με τους πρώτους. Αντίθετα η εμπορευματική ανταλλαγή κατάγεται από τη λεηλασία και την κατάκτηση των παραπάνω από πολεμικά ποιμενικά/κτηνοτροφικά φύλα (δεν είναι καθόλου τυχαίο πως η πρωταρχική σημασία της λέξης “κεφάλαιο” είναι “κεφάλια ζώων”) και το πρώτο λογικά και ιστορικά εμπόρευμα είναι ο σκλάβος ο οποίος αφού πρώτα έχει απαχθεί λειτουργεί και ως “άμεσο ανταλλακτικό μέσο”. Ο σκλάβος είναι ταυτόχρονα “εκτρεφόμενο ζώο” και “ομιλούν εργαλείο” (instrumentum vocale) και ως τέτοια “αξία χρήσης” αποτελεί άμεσα ανταλλακτική “αξία” και εμπόρευμα που μπορεί – εν δυνάμει – να ανταλλαχθεί με όλα τα άλλα εμπορεύματα. Λογικός και ιστορικός απόγονος αυτής της “κοινωνικής πρακτικής λεηλασίας και αρπαγής” (Αθανάσιος Δρατζίδης) είναι η γένεση του αρχαϊκού/πρωτόγονου χρήματος ως αντικειμενικού-συμβόλου-προσφοράς στο αρχαίο ιερατείο που συγκροτείται από εμπόρους/πολεμιστές καθώς η διάκριση εμπόρου και πολεμιστή, όπως μας λέει και ο Όμηρος, είναι αδύνατη: εκεί που τελειώνει το μαχαίρι και το τσεκούρι του πολεμιστή ξεκινά το χρήμα και οι τιμές του εμπόρου με την κοινωνική λογική της Βίας να γίνεται η κοινωνική βία της Λογικής, της ίδιας της Μεταφυσικής ως πρακτικής κοινωνικής σχέσης, αδιαχώριστα πραγματικής και μυστικοποιημένης και τανάπαλιν[11].
(10)
Οι άνθρωποι των κοινωνιών του κεφαλαίου αποτελούν οι ίδιοι (σε βαθμό που ποικίλει “ταξικά” αλλά όχι ουσιαστικά ως προς την αναπαραγωγή της αφηρημένης αξίας ως κοινωνικής ολότητας) τον σφαγέα και τον σφαγιασμένο που ταΐζουν την αχόρταγη Οικονομία. Όταν το σφαγείο της Οικονομίας “δουλεύει ρολόι”, η ανθρώπινη σκόνη με τη μορφή των κερδών και των μισθών κατακάθεται πάνω στα μάτια όλων (τόσο των σφαγέων όσο και των σφαγιασμένων) και “αντιλαμβάνονται όλοι τον εαυτό τους, τους άλλους και τον κόσμο ολόκληρο” παρά μόνο όσο πουλάνε/πουλιούνται και αγοράζουν/αγοράζονται. Όταν “έρχεται η κρίση” το ανθρώπινο προκάλυμμα περισσεύει και αποκαλύπτεται ο αιμοδιψής βωμός της Οικονομίας σε όλο το μακάβριο μεγαλείο της. Πρέπει “να γίνουν θυσίες από όλους” στο “Όνομα της Ανάκαμψης της Εθνικής Οικονομίας” και αναθαρρεύουν οι “ενοχές” και τα “εθνικά χρέη[12]”, δηλαδή η αφηρημένη αξία πρέπει να συνεχίζει πάση θυσία να επιβιώνει, να παράγεται-να κυκλοφορεί-να καταναλώνεται, να γίνεται εκείνη Αιώνιος Άνθρωπος στη θέση των πραγματικών, ζωντανών ανθρώπων. Η “δικαιωματική” πρόσβαση-στην-“αξία” είναι ο λόγος της ύπαρξης (raison d’être) του ερμαφρόδιτου ΝαρκισσοΥστερικού κοινωνικού υποκειμένου όπως η πρώτη δομείται σχειζοειδώς μέσα από κοινότητες αμοιβαίου αποκλεισμού συγκροτημένες η καθεμία εντός και εκτός της άλλης, έλκοντας και απωθώντας η μία όλες τις άλλες: “δικαιωματική” (σ.σ. δηλαδή εγγυημένη από το Κράτος-Έθνος) πρόσβαση-στη-δουλειά, στην οικογένεια που “βάλλεται”, στην εκπαίδευση “που εκφυλίζεται” κτλ κτλ. Η (τελική;) “κρίση” των κοινωνικών σχέσεων της “αξίας” είναι κατά συνέπεια και φαινομενολογικά πολλαπλής υφής: “κρίση” της “φυσικής” δικαιωματικής πρόσβασης, που είναι “κρίση” της παραγωγικότητας των “τρόπων αντίληψης και συμπεριφοράς” (Barnes) γύρω από την “αξία”, που είναι ανασυγκρότηση “δικαιωματικών εθνικιστικών λόγων” υπερασπιστών όμως της Δημοκρατίας (ενάντια στον “κλασσικό” φασισμό) που “απειλείται πανταχόθεν” από τους “μη παραγωγικούς” (μετανάστες, πρόσφυγες, τεμπέληδες εργαζόμενους και άνεργους κτλ κτλ). Ο ερμαφρόδιτος ΝαρκισσοΥστερικός ζει και αναπνέει στον μαγικό “καθεαυτό κόσμο” της “αξιοποίησης του εαυτού του” τον οποίο (προ)κατηγορικά θέτει υπεράνω όλων των “άλλων κόσμων”. Ζει λοιπόν μέσα σε ένα θρυμματισμένο κόσμο διαχωρισμών και αποκλεισμών τη βαναυσότητα του οποίου δεν την κατανοεί αλλά μόνο την κατηγορεί όταν απειλείται η πρόσβασή-του/της-σε-αυτήν. Τότε θα επιθυμήσει – διακαώς – ο “κόσμος να αλλάξει”, για να παραμείνει αυτός/αυτή αυτό-που-είναι. Κουβαλά λοιπόν ένα πολύ μεγάλο σκοτάδι “μέσα του” ο ΝαρκισσοΥστερικός, μια “μισθοφορική ηθική”, που δεν νιώθει δράμα και τραγικότητα πέρα από το μόνιμο άγχος που συνεχώς τον/την κατατρέχει μην τυχόν τον/την απορρίψει ο θρυμματισμένος καπιταλιστικός κόσμος που συγκροτείται κοινωνικά πετώντας “Άλλους” εκτός. Γιαυτό άλλωστε μιλά αφηρημένα για “Βαναυσότητα του Κόσμου” εξαρχής, γιατί τρέμει ο ΝαρκισσοΥστερικός την απόρριψη και τον αποκλεισμό του από αυτόν-εδώ-τον-κόσμο: δεν του περνά από το μυαλό, πραγμοποιημένο όπως είναι μέσα στα εμπορεύματα, στα θεάματα και στη δουλειά-για-λεφτά, (φανταστικά και πραγματικά) να τον αρνηθεί.
(11)
Το “Μέσο είναι το Μήνυμα” (Μcluhan) είναι η μόνιμη επωδός του ΝαρκισσοΥστερικού κοινωνικού υποκειμένου ή αλλιώς η αναγωγή της φαινομενικότητας και του εικονικού σε σχιζοειδή “μορφή γνώσης και επικοινωνίας” με πραγματικό περιεχόμενο την πρακτική-κοινωνική αφαίρεση της “αξίας” που γίνεται Ανθρώπινη Φύση, Υποκείμενο και Αντικείμενο ταυτόχρονα και Κοινωνικοποιείται “αξιοποιούμενη” μέσω της αυτο-πειθάρχησης στην αφηρημένη Γνώση και Εργασία (βλέπε: Επάγγελμα). Τα διάφορα ψηφιακά “Μέσα Κοινωνικής και Επαγγελματικής Δικτύωσης” είναι ταυτοχρόνως η πιο ολοκληρωμένη σύλληψη και η “υλική” πραγματοποίηση του “ιδεαλισμού” της αξιακής μορφής και του συνόλου των αστικών ιδεωδών (Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη κτλ) που είναι εμμενή και ενυπάρχων σε αυτό το σύγχρονο κοινωνικό φετίχ. Μια εσώκλειστη πολλαπλότητα πανομοιότυπων ατόμων διπλά Ελεύθερων, Ίσων και Σχιζοφρενικών: α) Ελεύθερων και Ίσων στην υποκειμενική και κατά βούληση διαφοροποίησή τους εν μέσω της αντικειμενικής ομοιογενοποίησης του 1) Επαγγέλματος, 2) του “τεχνολογικού μέσου επικοινωνίας” (υπολογιστής, κινητό κτλ) και 3) των υπνωτικών στερεοτυπιών των “τεχνολογικών εκφραστικών μέσων” (τηλεόραση, ράδιο, κινηματογράφος κτλ) και β) Ελεύθερα και Ίσα με το πάτημα ενός κουμπιού ενώπιον της οθόνης του κινητού, του υπολογιστή κτλ να φαντασιώνονται ό,τι είναι/γίνονται τα πάντα, Δημόσια/Καθολικά Πρόσωπα εν μέσω της ταυτολογικής αυτο-αναφοράς και της μεγαλομανούς αυτάρκειας του Προσωπικού, Ιδιωτικού βίου εντός και εκτός της αφηρημένης Επαγγελματικής ταυτότητας. Στο Facebook για παράδειγμα ισχύει ό,τι και στις πολιτικές εκλογές του κεφαλαίου: ένα Like και ένα “Ακολουθείστε” ισούται με ένα αφηρημένο, κομμένο κεφάλι στα μυσταγωγικά δίχτυα της “Δημοκρατίας της Πληροφορίας”[13].
(12)
Ο ερμαφρόδιτος ΝαρκισσοΥστερικός είναι η κυρίαρχη ανθρωπολογική “φιγούρα” των κοινωνιών του Κεφαλαίου-της-Κρίσης, του Κεφαλαίου που τείνει να γίνει Αιώνιος Άνθρωπος νεκροποιώντας τους ζωντανούς. Η ανθρωπολογική “φιγούρα” του ερμαφρόδιτου ΝαρκισσοΥστερικού είναι ταυτόχρονα η γενική προϋπόθεση και το ιδιαίτερο αποτέλεσμα της κονιορτοποίησης “κάθε” κοινωνικής σχέσης σε αυτο-αναφορικά θραύσματα ατόμων που συγκροτούν/συγκροτούνται σε ετερόκλητες ή ομοειδείς ομάδες εντός και εκτός της αφηρημένης Επαγγελματικής ταυτότητας όπου η “μόνη κατανοητή γλώσσα” (Μαρξ) που ομιλούν είναι αυτή της “αξιοποιησης” του εαυτού τους ενάντια-στα-άλλα (ομαδοποιημένα ή μη) θραύσματα ατομικότητας. Το ΝαρκισσοΥστερικό άτομο προσδεδεμένο στα “μαγικά δεσμά” της “αυτο-αξιοποίησης της αξίας” και απογυμνωμένο-αποψιλωμένο-αποκλεισμένο από κάθε κοινωνικότητα μη σύμμορφη με την “κίνηση” της αξιακής μορφής είναι, ταυτόχρονα, τόσο ένα μαζο-ποιημένο άτομο που αντιλαμβάνεται “εαυτόν και αλλήλους” με βάση των πολλαπλών αφαιρέσεων του Επαγγέλματος και του Εισοδήματος, όσο και μια ατομικοποιημένη/εξατομικευμένη πολυπληθής μάζα η “ιδιαιτερότητα” και η “διαφορά” της οποίας είναι έγκλειστη/εγκλωβισμένη στην “ιδιαιτερότητα” και τη “διαφορά” της παραγωγής/κατανάλωσης εμπορευμάτων. Με άλλα λόγια ο ερμαφρόδιτος ΝαρκισσοΥστερικός νοηματοδοτεί το εύρος της ύπαρξής του σαν προσωποποιημένος “φορέας” επικύρωσης μιας τιμής και ενάντια-στα-άλλα-άτομα συντρίβεται από το φόβο, την αγωνία και την ελπίδα του να δείξει “πόσο αξίζει”. Ως τέτοιο σχιζοειδές και εσωτερικά διαιρεμένο, το ΝαρκισσοΥστερικό άτομο αιωρείται εσαεί διχασμένο ανάμεσα σε μια τυφλή απόφαση και σε μια καρτερική αναμονή (Kosik).
(13)
Οι αφηρημένες εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις και οι πραγμοποιημένες μορφές υποκειμενοποίησης ως αντικείμενα-για-το-κεφάλαιο που τις θεμελιώνουν καλύπτουν σαν σάβανο, σαν παραπέτασμα λήθης τα ζωντανά, συγκεκριμένα άτομα τα οποία υπομένουν βουβά και εκκωφαντικά τόσο την έλλειψη όσο και τον κορεσμό των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων. Η πραγματική αφαίρεση της αξιακής μορφής ως κοινωνικής ολότητας και οι “αντικοινωνικές μορφές κοινωνικοποίησης”[14] των ανθρώπων ως εσώκλειστων ατόμων/βουβών “φορέων αξίας” που όσο πηγάζουν από αυτήν άλλο τόσο την αναπαράγουν αποτελούν το εκκοσμικευμένο μεταφυσικό “Απόλυτο” που συγκροτεί την καπιταλιστική κοινωνία ως σχιζοειδές όλον. Η ολότητα της κοινωνικής ζωής των ατόμων (τόσο των Κυρίων όσο και των Υποτελών) υποτάσσεται στην “Τυραννία του Αυτονόητου” και στην πολύχρωμη μονοτονία της καθημερινής για-το-κεφάλαιο-ζωής, όντας πολλαπλά διχασμένη εντός της φετιχιστικής αυτονομίας διαχωρισμένων “λειτουργικών σφαιρών” και ταυτολογικών “αιώνιων” διπόλων (Πολιτική και Οικονομία, Εργασία και Ελεύθερος Χρόνος, Δημόσια και Ιδιωτική “ζωή”, Οικογένεια και Εκπαίδευση[15], Επιστήμη και Κοινός Νους, Θέαμα και Νεκροταφείο κτλ) που ενοποιούν με τη διχαλωτή γλώσσα του γενικευμένου διαχωρισμού τις Φυλές των Εμπορευματοκατόχων, την κοινωνία του κεφαλαίου[16]. Αυτές οι κοινότητες των αμοιβαίων διαχωρισμών και αποκλεισμών συγκροτούνται όλες από την αυτονομημένη κοινωνική “κίνηση” της αξιακής μορφής η οποία σαν εκκοσμικευμένη υπερβατικότητα χωρίς θεό (Kurz) επιβάλλει την “αντικοινωνική κοινωνικοποίηση” των ανθρώπων ως υποκειμενοποιημένων ανταλλακτικών “αξιών” που συνιστούν ταυτοχρόνως αντικείμενα-για-το-κεφάλαιο. Η εκκοσμικευμένη μεταφυσική της “διαδικασίας αξιοποίησης της αξίας” μέσω της “αφηρημένης εργασίας” εμφανίζεται εμπειρικά και άμεσα με τις διακριτές μορφές της Οικονομίας και του Κράτους[17] οι οποίες ορθώνονται έναντι των ζωντανών ανθρώπων σαν αφηρημένες καθολικότητες, δηλαδή σαν υπερβατικοποιημένες και “αισθητά υπεραισθητές” οντότητες που καταπίνουν και φτύνουν τους ανθρώπους ως αδιάφορες “πρώτες ύλες” για την παραγωγή ενός στοιχειωμένου, πραγμώδη κόσμου φτιαγμένου από εμπορεύματα. Αυτός ο πρακτικός κοινωνικός μυστικισμός, ομόλογος του μυθικού και θεολογικού φετιχισμού που “αντιστρέφει” τις σχέσεις μεταξύ “υποκειμένου και κατηγορήματος”, συγκεκριμένου και αφηρημένου (ο άνθρωπος της Αγοράς, ο άνθρωπος της Εργασίας, ο άνθρωπος του Κράτους, ο άνθρωπος της Επιστήμης, ο άνθρωπος του Θεού κτλ κτλ) είναι το θεμέλιο (η γενική προϋπόθεση και το ιδιαίτερο ιστορικό αποτέλεσμα) των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων όπου η πραγματική αφαίρεση της “αξίας”, η εμπορευματική μορφή του κοινωνικού προϊόντος, είναι η καθολική μορφή της κοινωνικής αναπαραγωγής οργανωμένη/δομημένη ως εσωτερικά διαφοροποιημένη/λειτουργικά τεμαχισμένη/σχιζοειδής ολότητα.
Ζούμε τις Ημέρες της Κρίσης…
Σημειώσεις
[1] Βλέπε για παράδειγμα: “La Belle Indifference”, μια σπάνια μορφή ψυχογενούς παράλυσης (αισθητικής, κινητικής, φωνητικής) που συνοδεύεται από γενικευμένη απάθεια έναντι των συμπτωμάτων από το ίδιο το πάσχων υποκείμενο. Σχετικά “πιο κοινή” τον δέκατο ένατο αιώνα.
[2] Η “φυσική ενοχή” και η “δίκαιη τιμωρία” που την ακολουθεί, φαινομενολογικά, είναι οι τρόποι της ύπαρξης μιας εξαναγκαστικής και διχοτομημένης κοινωνικής συνείδησης που αντιλαμβάνεται τους άλλους και τον εαυτό της ασυναίσθητα. Οι “τύψεις” αυτής της μορφής συνείδησης (ενάντια στο Χριστιανικό δόγμα) δεν είναι το “προαιώνιο ενοχικό αγκάθι στο φωτοστέφανο της ψυχής” (Θωμάς Ακινάτης) η οποία μετά ιερών κόπων/βασάνων/τιμωριών θα “λυτρωθεί/πληρωθεί”: με έναν συνειδητά ασυνείδητο τρόπο οι “τύψεις” είναι οι ομολογίες του βλέμματος και της προσοχής που εκτινάσσεται από ό,τι πράττεται ασυναίσθητα για να προλειάνει το σωτηριολογικό έδαφος του εαυτού μέσω της απαράβατης “ενοχής” και της απαράβατης “τιμωρίας” εαυτού και αλλήλων. Η “ενοχική συνείδηση” δεν μπορεί να ζει κοινωνικά παρά σχιζοειδώς, τιμωρώντας και αυτο-τιμωρούμενη προσκυνώντας Θεότητες που ως κοινωνικές πρακτικές διαιωνίζουν προκατηγορικά τόσο τον “αυτονόητο” χαρακτήρα των κοινωνικών οδυνών όσο και τη “φυσική ενοχή” και τη “δίκαιη τιμωρία” για την “αναπότρεπτη” ύπαρξή τους. Σε επίπεδο φαινομενολογικό η διχοτομημένη “ενοχική συνείδηση” ως “φυσικός τιμωρός” και ως “δικαίως τιμωρημένος” έχει ως τυφλή και σιωπηλή της κοινωνική προϋπόθεση τη διαιώνιση των κοινωνικών εγκλημάτων με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η αυτονομημένη δικαστική εξουσία θεμελιώνεται κοινωνικά από το ίδιο το “έγκλημα” που δικάζει.
[3] Διαβάζοντας τον Χέγκελ στο φως του Μαρξ και τον Μαρξ στο φως του Χέγκελ μπορούμε να συμπεράνουμε χωρίς λαθροχειρίες πως όλες οι κατηγορίες της Νόησης (του “Πνεύματος”) είναι – κάθε φορά – συγκεκριμένες πρακτικές μορφές του κοινωνικού Είναι ως διαμεσοποιητικές δραστηριότητες της ανθρώπινης, κοινωνικής πρακτικής μέσα στους κόλπους της γήινης φύσης. Ως τέτοιες, είναι χαρακτηριστικές της ιδιαίτερης (και ιστορικής) κοινωνικής ύπαρξης των ανθρώπων. Κάθε επιστημολογία, κάθε θεωρία της γνώσης, κάθε γνώση της πραγματικότητας βασίζεται, σιωπηρά ή ρητά, πάνω σε μια καθορισμένη θεωρία της πραγματικότητας και προϋποθέτει μια καθορισμένη έννοια της πραγματικότητας. Η έννοια της πραγματικότητας, η ιδεατή της “εικόνα”, το συγκεκριμένο όλον των εννοιών είναι ταυτόχρονα όρος και αποτέλεσμα των ιστορικών κοινωνικών σχέσεων και των συγκεκριμένων κοινωνικών μορφών δραστηριότητας που (ανα)παράγουν προθετικά (θεωρητικά και κατηγορικά, προκατηγορικά και διαισθητικά) αυτές τις σχέσεις μέσα στους κόλπους της γήινης φύσης. Η επιστημολογία με αυτό τον θεωρητικό προσδιορισμό της κάνει δυνατή την κριτική της ιδεολογίας, δηλαδή τη θεματοποίηση της συγκεκριμένης κοινωνικο-ιστορικής σχέσης μεταξύ “εννοιών” και “πραγματικότητας”. Για την δεύτερη οι “έννοιες της πραγματικότητας” και οι “κοινωνικο/ιστορικές σχέσεις” είναι μυστικιστικά διαχωρισμένες από ένα γνωσιολογικό/οντολογικό, αιώνιο/διαρκές μεταφυσικό χάσμα και “συναντιούνται/συνυπάρχουν” εξωτερικά και αδιάφορα ως εγγενώς αυθύπαρκτες, δηλαδή ως ταυτολογική δικαίωση και προκατηγορική απολογητική των Εννοιών στο όνομα της Φύσης / της Κοινωνίας / της Ιστορίας και το αντίστροφο και πότε ως συγκεκριμένα “αντικείμενα” της κριτικής που θεματοποιεί και εναντιώνεται σε κάθε Μεταφυσική, δηλ. στη μυστικοποίηση της αδιαχώριστα ιστορικής και κοινωνικής σχέσης μεταξύ των “εννοιών” και της “πραγματικότητας” μέσα στους κόλπους της γήινης φύσης.
[4] Οι νομιναλιστικές έννοιες της Ψυχιατρικής κατονόμαζαν “διαταραχές” και συνέλεγαν “σύνδρομα” χωρίς να εξηγούν και να θεματοποιούν τίποτα και εξακολουθούν να “κατονομάζουν και να συλλέγουν” χωρίς να εξηγούν τίποτε καθώς όλο το εννοιολογικό ρεπερτόριο της Ψυχιατρικής έχει ως προκατηγορική της αναφορά την Επιστήμη της Φύσης ως βουβής Μηχανικής Υλικών Σωμάτων κι έτσι υπόρρητα μυστικοποιεί τον ανθρώπινο ψυχισμό ως μια “ιδιαίτερη μηχανική μορφή ψυχο-υλικών ουσιών” όταν δεν θεωρεί (αυτο-γελοιοποιούμενη) την ίδια την κατηγορία της “συνείδησης” ως μεταφυσικό κατάλοιπο. Ο νομιναλισμός των ψυχιατρικών “εννοιών” ως ιατρικής της “ψυχής” και του “νου” αποτελεί και την άλλη όψη του φαρμακολογικού ρεαλισμού της ιατρικής ως ιατρικής του “υλικού σώματος”. Το τελευταίο ως “αποκλειστικό αντικείμενο” της ιατρικής “θεματοποιείται” διαμελισμένο στο τραπέζι της ανατομοφυσιολογίας ως εκκενωμένος “υλικός φορέας” Υγείας και Αρρώστιας όπου η “παθολογικότητα” προσδιορίζεται ταυτολογικά, φαρμακοκεντρικά και εργαλειακά σαν απόκλιση από τους “σωστούς βιοχημικούς παραμέτρους” της Υγείας, σαν ποσοτική αυξομείωση μιας κάποιας λίγο-πολύ μυστηριακής “ουσίας” τα συμπτώματα/φαινόμενα της οποίας υποχωρούν ή όχι με τη χορήγηση φαρμάκων κάνοντας το σώμα πιο Υγιεινό και πιο “παραγωγικό”.
[5] Μισθωτός σκλάβος/σκλάβα είναι μια αντιφατική ποιητική έκφραση που αποσκοπεί να προσδώσει ιστορική συνέχεια και καθολικότητα στις κοινωνικές πρακτικές κυριαρχίας και εκμετάλλευσης απαλείφοντας όμως την ιστορική και συγκεκριμένη ιδιαιτερότητά τους. Η αφηρημένη/νομικά ελεύθερη/μισθωτή εργασία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή στην ιστορική ιδιαιτερότητά της ως απλή “δουλεία/σκλαβιά” αν και το κεφάλαιο στην τυπική υπαγωγή του είχε ανάγκη και από “καθαρόαιμους φυσικούς σκλάβους” (αποικιοκρατία κτλ). Αυτό που διαφοροποιεί το μισθωτό σκλάβο των κοινωνιών του κεφαλαίου από το σκλάβο των αρχαίων δουλοκτητικών κοινωνιών είναι πως ο δεύτερος είναι ο ίδιος ανταλλακτική “αξία” και εμπόρευμα που έχει απαχθεί και ανήκει “για πάντα” στον αφέντη/ιδιοκτήτη που τον απέκτησε/αγόρασε. Ο μισθωτός σκλάβος των κοινωνιών του κεφαλαίου, αντίθετα, φροντίζει ως ίδιος “ελεύθερα” να πουλάει την αφηρημένη ικανότητά του για εργασία για ένα καθορισμένο ωρομίσθιο. Επιπλέον ο μισθωτός σκλάβος ως ελεύθερος “φορέας” και πωλητής/κάτοχος/ιδιοκτήτης ο ίδιος του εμπορεύματος “εργασιακή δύναμη” αυτο-απαγάγεται όντας ταυτόχρονα αφηρημένο πολιτικό/νομικό υποκείμενο Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων που επικυρώνουν με τη σφραγίδα του Κράτους-Έθνους την ενσωμάτωσή του στο κεφάλαιο: το ιδιαίτερο “γενικό συμφέρον” του Κράτους των κοινωνιών του κεφαλαίου ως νομικού και πολιτικού θεσμού που εγγυάται τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου σημαίνει πως συνοψίζει και συμπυκνώνει ως Φυσικό Εθνικό Δίκαιο και ως Φυσικό Εθνικό Νόμο τη διαιώνιση της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης γενικά, δηλαδή το δικαίωμα του καπιταλιστή/καπιταλιστών ως “προσωποποιημένο” κεφάλαιο να αγοράζει αφηρημένη “εργασιακή δύναμη” συσσωρεύοντας “αξία” και το δικαίωμα του ατομικού/συλλογικού “φορέα” της ως “προσωποποιημένη” εργασία να την πουλά για να “αξιοποιείται”.
[6] Η πολιτική οικονομία, όπως είναι γνωστό, δεν υπάρχει πια. Υπάρχουν “οικονομικές επιστήμες” που είναι καθαρή εφαρμογή μαθηματικών συστημάτων για την “πιθανότητα κερδών από παντού” αποκλείοντας εκ των προτέρων το σκοπό, την πρόθεση της κλασσικής πολιτικής οικονομίας που ήταν να κατανοήσει το “ποιος είναι εκείνος ο αιώνιος γενικός νόμος” που καθορίζει τα ποσοστά του κέρδους και τις διακυμάνσεις των τιμών των εμπορευμάτων. Στα πλαίσια αναζήτησης αυτού του “αιώνιου φυσικού νόμου” παράχθηκε και η έννοια “αξία” ως “δαπανώμενος χρόνος εργασίας” από τον William Petty. Όταν λοιπόν οι κλασσικοί οικονομολόγοι μιλούν για “αξία” (ή και για “φυσική τιμή” που είναι το ίδιο) ως μορφή του “Πλούτου εν γένει” και θεωρούν ως μέτρο αυτού του αφηρημένου μεταφυσικού κτήνους ένα άλλο αφηρημένο μεταφυσικό τέρας, το χρόνο “Εργασίας εν γένει” δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να περιγράφουν μη κριτικά τη διαδικασία γένεσης των κοινωνιών του κεφαλαίου, εκείνων των κοινωνιών δηλαδή που αχόρταγα “καταβροχθίζουν εργασία και χέζουν εμπορεύματα” για να το πούμε φαινομενολογικά. Στις κοινωνίες του κεφαλαίου όπου η εμπορευματική (αξιακή) μορφή του κοινωνικού προϊόντος είναι η καθολική μορφή της κοινωνικής (ανα)παραγωγής οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο όχι σαν συγκεκριμένα, ιδιαίτερα και διαφορετικά κοινωνικά άτομα αλλά σαν αφηρημένους αγοραστές και πωλητές εμπορευμάτων όπου η ex post facto “ατομική εργασία” τους αναπαρίσταται μέσω του χρήματος ως αφηρημένη και αδιαφοροποίητη “ίση ανθρώπινη εργασία γενικά” μετρήσιμη σε αφηρημένο κοινωνικό χρόνο εργασίας, ποιοτικά ομογενοποιημένο και ποσοτικά δυναμοποιημένο. Η συσσώρευση του κεφαλαίου, η πραγματική κοινωνική μεταφυσική της αξιακής μορφής που “αυτο-αξιοποιείται” καθίσταται δυνατή με την πρακτική αναγωγή της συγκεκριμένης κοινωνικής δραστηριότητας σε αφηρημένη εργασία, σε εργασία γενικά, σε μισθωτή και ανταγωνιστικά ατομικοποιημένη εργασία που μετριέται με-το-ρολόι σε ομοιογενής μονάδες χρόνου. Το πρακτικό μεταφυσικό τέρας της αφηρημένης εργασίας αντικειμενοποιείται πραγμωδός, μηχανιστικά και αθροιστικά, ως “στοιχειώδης” και “απλούστατη δαπάνη εργασιακής δύναμης”, ως ομοιογενής “φορέας” μιας αφηρημένης και αδιαφοροποίητης “ουσίας”, της “αξίας”, που όταν “καταναλώνεται παραγωγικά” (όσο “καίγεται” και “αναλώνεται”) παράγει νέα αφηρημένη αξία αξιοποιώντας τη νεκρή παρελθοντική αφηρημένη “γνώση και εργασία” που ενσωματώνονται και συσσωρεύονται σαν αλλότριες και “αισθητά υπεραισθητές δυνάμεις” στις μηχανές.
[7] Δαπανώμενος Χρόνος Εργασίας εν Γένει, απλά και καθαρά, σε αυτή την πραγματικά αφηρημένη και αδιαφοροποίητη, βουβή και ακαθόριστη γενικότητα, ανεξάρτητα δηλαδή από το συγκεκριμένο περιεχόμενο, το νόημα, τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της “εργασίας”
[8] Το “επάγγελμα” με την προτεσταντική ηθική της εργασίας ως γενικού αυτοσκοπού και ταυτολογικής αξιοποίησης του εαυτού στα “μάτια του Θεού” δεν είναι παρά η φαινομενική μορφή της “αφηρημένης” και ανταγωνιστικά ατομικοποιημένης “εργασίας” που αξιοποιεί το κεφάλαιο, δηλ. της αυτο-αναφορικής δουλειάς-για-χρήμα που παράγει/κυκλοφορεί/καταναλώνει εμπορεύματα.
[9]Η έννοια και η πραγματικότητα της “ταξικής πάλης” ως “αέναου Αγώνα” για την παραγωγή και την αναδιανομή του κοινωνικού φετίχ της “αξίας” περιλαμβάνει και περιλαμβάνεται στην έννοια και στην πραγματικότητα του κεφαλαίου. Δεν υπάρχει “νίκη” της εργατικής τάξης που να μην είναι ταυτόχρονα και “ήττα”: η “πάλη των τάξεων” δεν είναι κάποια οντολογική/υπερϊστορική και αναπόδραστη συνθήκη των ανθρώπινων, κοινωνικών σχέσεων εν γένει αλλά μια συγκεκριμένη πρακτικο-νοητική κατηγορία της ιδιαίτερης ιστορικής ανθρωπολογίας του κεφαλαίου.
[10] Οι προ-καπιταλιστικές κοινότητες νοηματοδοτούσαν και νομιμοποιούσαν την κοινωνική τους ύπαρξη μέσα από άμεσα προσωπικές και ελέω Θεού σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής. Στις κοινότητες του κεφαλαίου αντίθετα, η κοινωνική σχέση κυριαρχίας και υποταγής, διαιωνίζεται και αναπαράγεται εν μέσω της διχοτόμησης / αυτονόμησης / υπερβατικοποίησης των “αναγκαίων κοινωνικών θεσμών”, που εννοούνται ως “αιώνιοι” και “απόλυτοι”, έναντι των “αναλώσιμων προσώπων/ατόμων”, που “τυχαία και συμπτωματικά” τους “ενσαρκώνουν” (Καλβίνος, Λούθηρος κ.α.).
[11] Μια κομβική παρατήρηση πάνω στην “αξία” και στο ρόλο της ως “ουσίας” των εμπορευμάτων. Εδώ η διαφορά στον τρόπο της θεωρητικής διατύπωσης έχει μεγάλη σημασία για τον προσδιορισμό του ίδιου του ζητήματος της “αξίας” ως “ουσίας” των εμπορευμάτων. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα η αξία ως “ουσία” που (προ) ή και (εν)υπάρχει, που (προ)περιέχεται ή και (προ)ενσωματώνεται /εντειχίζεται σε κάθε ξεχωριστό εμπόρευμα και η αξία ως “κοινή ουσία” όλων των εμπορευμάτων. Στην πρώτη περίπτωση η αξία υποστασιοποιείται ως “φυσικό μέγεθος”, ως αυθύπαρκτος ποσοτικός προσδιορισμός, σταθερός ή μεταβαλλόμενος (χρόνος εργασίας, είτε “ατομικός” είτε “κοινωνικά αναγκαίος” ή οτιδήποτε άλλο) “μέσα” σε κάθε ξεχωριστό εμπόρευμα, “μέσα” σε όλα τα εμπορεύματα που ταυτολογικά και φυσιολογικά “έχουν αξία” ως εκ της αιώνιας φύσης τους ως εμπορευμάτων. Στη δεύτερη περίπτωση η αξία εκφράζει την πραγματική αφαίρεση της εμπορευματικής πρακτικής, κάθε εμπορευματικής πρακτικής ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη μορφή της “αξιακής ισοδυναμίας” και ως τέτοια πραγματική αφαίρεση η αξία είναι όντως (και με την άκρως μεταφυσική/υπερβατολογική έννοια του όρου) η “κοινή ουσία” όλων των εμπορευμάτων. Η πρώτη περίπτωση εκφράζει πάνω-κάτω τις θέσεις όλων των λεγόμενων κλασσικών οικονομολόγων, η δεύτερη τη θέση του Μαρξ, αν και δεν ήταν πάντοτε συνεπής με αυτήν. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η θέση του Μαρξ είναι πως αναγνωρίζει όχι μία και ενιαία αλλά πολλές και ετερογενείς “μορφές της αξίας” εισάγοντας συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο σε αυτές, ανασυνθέτοντας τη λογική και ιστορική γενεαλογία των αφηρημένων “μορφών της αξίας” ως πρακτική κοινωνική μεταφυσική. Το μυστήριο των αφηρημένων “μορφών της αξίας” δεν ξεκινά καθόλου από και με το χρήμα όταν, ήδη από την εποχή του Ομήρου, έχουμε, για παράδειγμα 5 δούλους να “αξίζουν” όσο 10 βόδια και όλα αυτά (να “αξίζουν”) όσο ένας Γενναίος Άνδρας (σ.σ. ικανός πολεμιστής). Με το χρήμα η πρακτικο-νοητική αφαίρεση “αξία” κυριολεκτικά “ενσαρκώνεται, σωματοποιείται και εξυλικεύεται” ως τιμή/ες αποκτώντας αντικειμενική/ κοινωνική/ιδεατή/συμβολική μορφή και το μυστήριο της αξιακής μορφής περιπλέκεται και αναβαπτίζεται ως κοινωνικό φετίχ ιδιαίτερα όσο το χρήμα διασπώντας την άμεση πράξη της εμπορευματικής ανταλλαγής σε δυο πράξεις που δεν συμπίπτουν αναγκαστικά στο χώρο και στο χρόνο (σε αγορά και σε πώληση) θέτει σε “κίνηση” τα εμπορεύματα και τον εαυτό του για να επιστρέψει ταυτολογικά πάλι στον εαυτό του (συσσώρευση αξίας/κέρδος). Η αφηρημένη ανταλλακτική αξία “ενσαρκωμένη, σωματοποιημένη και εξυλικευμένη” στο χρήμα και στις τιμές των εμπορευμάτων είναι ταυτόσημη με τον ποιοτικά ομογενοποιημένο-ποσοτικά δυναμοποιημένο εαυτό της, θέτει σε αέναη “κίνηση” (Perpetuum Mobile) τα εμπορεύματα σαν να είναι η “ψυχή” τους, η καθολική “ουσία” τους, η απόλυτη λογική αρχή τους, για να επιστρέψει στον ταυτολογικό εαυτό της δομώντας δια του διαχωρισμού, της εξίσωσης και του αποκλεισμού μια αφηρημένη γενική “ισοδυναμία” από ταυτόσημα και σύμμετρα πράγματα-εμπορεύματα. Γιαυτό λοιπόν και ο Ηράκλειτος λέει πως: “Όλα αλλάζονται με τη φωτιά και η φωτιά με όλα, όπως ο χρυσός με τα εμπορεύματα και τα εμπορεύματα με το χρυσό”. Με αυτή τη μυστικιστική φράση ο Ηράκλειτος θέτει σε ευθεία “οντολογική αναλογία” την “αέναη κοσμική μεταβολή” με την εμπορευματική-εκχρηματισμένη ανταλλαγή. Η Φωτιά του Ηράκλειτου είναι το φυσικοποιημένο σύμβολο και – ως τέτοιο – ο “υλικός φορέας” του Λόγου ο οποίος, ανυψωμένος σε οντολογικό/φυσικό θεμέλιο του κόσμου, αέναος και αναλλοίωτος, ανάβει και σβήνει σύμφωνα με ορισμένα ποσοτικά μέτρα. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνει αυτή η “αναλογική προβολή” σε κοσμική-οντολογική κλίμακα της πεζότατης εμπορικής πράξης των ανταλλαγών; Πως η πραγματική αφαίρεση της εμπορευματικής πρακτικής είναι και η κοινωνική/ιστορική μήτρα των μεταφυσικών αφαιρέσεων του Πνεύματος, του Λόγου. Η αφηρημένη ανταλλακτική αξία ,“ενσαρκωμένη, σωματοποιημένη και εξυλικευμένη” στο χρήμα και στις τιμές των εμπορευμάτων, σαν αφηρημένος Λόγος/Φωτιά που όλα τα διαλύει στον Απόλυτο/Καθολικό/Αναλλοίωτο εαυτό της, σαν Ιδεώδες δίχτυ αφαίρεσης που συσσωρεύει αφηρημένους γενικούς προσδιορισμούς μέσα σε μια απεριόριστη θάλασσα σύμμετρων και ταυτόσημων-με-τον-Eαυτό-τους πραγμάτων είναι 1) η “γενική, έσχατη, καθολική ουσία όλων των πραγμάτων” αποτελώντας την αφηρημένη “κοινή νοητή ουσία” όλων των πραγμάτων ως εμπορευμάτων και 2) είναι αδιαχώριστη από την πρακτική κοινωνική μεταφυσική των αδιαφοροποίητων και αφηρημένων γενικών/καθολικών/αναλλοίωτων “νοητών πρώτων υλικών στοιχείων” που είναι ταυτολογικά “κοινά σε όλα τα Φυσικά Πράγματα” μιας και της αυτής Απόλυτης Λογικής Τάξης απαλείφοντας το συγκεκριμένο και ιδιαίτερο περιεχόμενο από αυτά. Στην εμπορευματική πρακτική οι άνθρωποι επιτελούν πραγματικά ό,τι επιτελούν ιδεωδώς στο μεταφυσικό σκέπτεσθαι (Rethel), δηλαδή παραβλέπουν το συγκεκριμένο περιεχόμενο και την ιδιαιτερότητα των πραγμάτων και τα θέτουν αφηρημένα και ιδεωδώς ως “ισοδύναμα”, ως αφηρημένες και ίσο-μορφικές “αξίες”. Η κοινωνική πρακτική της εμπορευματικής ανταλλαγής είναι η αρχετυπική μορφή, τόσο ιστορικά όσο και λογικά, της ιδεώδους ταυτιστικής Λογικής, της ίδιας της Μεταφυσικής. Γράφει – σε ελεύθερη μετάφραση – ο γαιοκτήμονας και ιδιοκτήτης δούλων Παρμενίδης στο “Περί Φύσεως”: “Τίποτα δεν Γίνεται, ό,τι Υπάρχει Είναι, Είναι πριν Υπάρξει, Είναι και Νοείν είναι Ένα”. Με άλλα λόγια οι αφηρημένες γενικές Έννοιες προσδιορίζονται κρυπτικά και ταυτολογικά στον αναλλοίωτο, καθολικό, απόλυτο εαυτό τους αδιαφορώντας και προκαταλαμβάνοντας ως μυθικά/θεϊκά παντοδύναμες κάθε συγκεκριμένο και ιδιαίτερο περιεχόμενο. Ο Παρμενίδης δεν είναι “ιδεαλιστής” ενώ, για παράδειγμα, ο Ηράκλειτος (σ.σ. ένας φιλόσοφος της αρχαιότητας ιδιαίτερα αγαπητός στους μαρξιστές γιατί βλέπουν σε αυτόν ένα “φωτισμένο πρόγονο του διαλεκτικού υλισμού”) “υλιστής”. Πέρα από το γεγονός πως η διάκριση σε “υλισμό” και “ιδεαλισμό” είναι χαρακτηριστική της νεώτερης εποχής και της σχιζοειδούς συγκρότησης του αστικού υποκειμένου ως “αντικειμενικού υποκειμένου” της αξίας με τη “φυσική αντικειμενική υλικότητα” να αποτελεί απλώς την άλλη πλευρά της φαντασμαγορίας και του “αντικειμενικού ιδεαλισμού” της πραγματικής/κοινωνικής αφαίρεσης της αξιακής μορφής (προκατηγορική αναγωγή μέσω της Τεχνο-Επιστήμης των ανθρώπων και της γήινης φύσης σε “πρώτες ύλες” για την παραγωγή ενός κόσμου εμπορευμάτων) και οι δυο αρνούνται την “ύπαρξη της Αλήθειας” στο “αισθητά αντιληπτό” (Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί, Ηράκλειτος) το οποίο έχει 1) ήδη μυστηριωδώς φυσικοποιηθεί – οντολογικά και γνωσιολογικά – και 2) εν κρυπτώ απογυμνωθεί/αποσπαστεί από κάθε συγκεκριμένη, ενσώματη νοηματοδότηση/σημασία με τις τελευταίες να υπερβατικοποιούνται στον “καθαρό αιθέρα” του Λόγου, της αφηρημένης Διάνοιας, που καθορίζει ως ταυτολογικός Φυσικός Νόμος/αναλλοίωτη καθολική “ουσία” τη μουγκή φυσικοποιημένη ύπαρξη του “αισθητά αντιληπτού”. Με άλλα λόγια η διαλεκτική οντολογία/πρωτοφιλοσοφία του Ηράκλειτου είναι μια αντεστραμμένη Παρμενιδική μεταφυσική/θεοσοφία η οποία υποστασιοποιεί το Γίγνεσθαι στη θέση του Παρμενιδικού Είναι. Αν έγραφε και ο Ηράκλειτος ένα “Περί Φύσεως” θα ήταν κάπως έτσι: “Τίποτα δεν Είναι, ό,τι Υπάρχει Γίνεται, Γίνεται πριν Υπάρξει, Γίγνεσθαι και Νοείν είναι Ένα”. Η αφηρημένη Διάνοια του υπερβατολογικού Πνεύματος ως “ισοδύναμου” και “ισομορφικού” της αισθητής Ύπαρξης με την πρώτη να θέτει εν κρυπτώ και ταυτολογικά τον Εαυτό της ως Απόλυτη / Καθολική /Αναλλοίωτη /Έσχατη Ουσία της δεύτερης είναι το αυτο-απολογητικό θεμέλιο κάθε Φιλοσοφίας /Επιστήμης /Μεταφυσικής που φυσικοποιεί/οντολογικοποιεί ως “Αιώνιες και Αυτονόητες” κοινωνικές σχέσεις πρακτικής και νοητικής κυριαρχίας πάνω στην ίδια την αντίληψη του “πραγματικού”. Τόσο λογικά όσο και ιστορικά οι ίδιες οι λεγόμενες a priori κατηγορίες της Μεταφυσικής Σκέψης, του Λόγου (ουσία και φαινόμενο, αντικείμενο και υποκείμενο, χώρος και χρόνος κτλ κτλ) που προ-υποθέτουν στον αντίποδά τους μια μουγκή Εμπειρία για να την κανονικο-ποιήσουν/τυπο-ποιήσουν ταυτολογικά είναι ομόλογες της ανταλλακτικής “αξίας” των εμπορευμάτων ως πραγματικά μεταφυσικών κοινωνικών πραγμάτων. Οι αφηρημένες, καθολικές, απόλυτες Έννοιες της Υπερβατολογικής Συνείδησης ως “Χρήμα της Εμπειρίας”, ως γενικά ισο-μορφικά και ισο-δύναμα αυτής-εδώ-της-Εμπειρίας που έχει a priori και εν κρυπτώ αποκλειστεί από κάθε συγκεκριμένη σημασία και ενσώματη νοηματοδότηση είναι ομό-λογες της αφηρημένης ανταλλακτικής “αξίας” των εμπορευμάτων που συμμετροποιεί ταυτολογικά ταυτόσημα-με-τον Εαυτό τους πράγματα αποκλείοντας τα από κάθε συγκεκριμένο περιεχόμενο. Και ετυμολογικά να το δούμε η Ηρωική/Μυθική αναζήτηση από μέρος της Φιλοσοφίας/Επιστήμης του “Αυθεντικού Καθεαυτού Νοήματος της Ζωής” ως τέτοιου, της “Αιώνιας Καθεαυτής Φύσης των Πραγμάτων” ως τέτοιων δεν είναι παρά το “νόημα της ζωής” ως τέτοιο-για-τον-Αφέντη που επιδιώκει να διατηρεί ως “φυσική αιωνιότητα” την κοινωνική κυριαρχία του. Η Μεταφυσική, δεν θα κουραστούμε να το επαναλαμβάνουμε, δεν είναι ένα αφηρημένο ζήτημα του “Πνεύματος” για την “πραγματικά πραγματική Αλήθεια”. Βρίσκεται στην ίδια τη ρίζα της “φυσικοποίησης και του αυτονόητου” των κυριαρχικών κοινωνικών πρακτικών.
[12] Το πρόβλημα με την αύξηση του χρέους και της πίστωσης τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι το μέγεθός τους αυτό καθεαυτό αλλά η σχέση που έχουν με το υπόλοιπο της καπιταλιστικής οικουμενικότητας. Το Κράτος αποκτά χρέη όταν προμηθεύεται πιστώσεις από τις τράπεζες, εκδίδοντας δηλαδή κρατικά ομόλογα τα οποία πωλούνται στις χρηματαγορές. Ό,τι για το κράτος είναι χρέος, για τους καπιταλιστές του χρήματος είναι κρατικό χρεόγραφο. Όμως σε αντίθεση με την αγορά ενός εμπορεύματος, του οποίου η ιδεατή “αξία” ανταλλάσσεται με χρήμα, κατά τη λήψη της πίστωσης και την πώληση ενός κρατικού εγγράφου η ιδεατή “αξία” υπάρχει μόνο από τη μια μεριά, μόνο ως χρήμα, και όχι και ως τίτλος. Παραταύτα ο τίτλος μπορεί να μεταπωληθεί και να αγοραστεί από έναν τρίτο σαν πλασματικό κεφάλαιο. Ακριβώς όπως το χρήμα στις κοινωνίες του κεφαλαίου δεν είναι μια απλή καταχώρηση σε λογιστικά βιβλία αλλά αντικειμενική συμβολική/ιδεατή αναπαράσταση αφηρημένης εργασίας(!) που “ενσωματώνεται” και παρίσταται στην εμπορευματική (αξιακή) μορφή του κοινωνικού προϊόντος, έτσι και η πίστωση και το χρέος έχει “νόημα” μόνο επειδή υποστηρίζεται από μελλοντικά κέρδη, από “πιθανή” παραγωγή αφηρημένης αξίας, συνεπώς από κερδοφόρα εκμετάλλευση “παραγωγικής” αφηρημένης εργασίας η οποία είναι ένα καπιταλιστικό στοίχημα αν θα λάβει χώρα ή όχι: αν αυτό που στηρίζει το χρέος και την πίστωση απουσιάζει (ή δεν επαρκεί) τότε αυτά τα κτήνη χάνουν την τερατώδη πραγματικότητά τους και γίνονται “φούσκες”. Δίχως πιστωτικό σύστημα και χρέος δεν υπάρχει καπιταλισμός: με την πίστωση και το χρέος μετατρέπεται σε εμπόρευμα η φαντασμαγορική αντικειμενική ικανότητα του χρήματος να λειτουργεί ως κεφάλαιο και να αποδίδει κέρδος. Η πίστωση και το χρέος απορρέουν οργανικά από τον θεμελιακό φετιχισμό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή από τη “συλλογική αντικειμενική/κοινωνική πίστη” στην ικανότητα του χρήματος να λειτουργεί ως κεφάλαιο, να “αυτοπολλαπλασιάζεται” μέσω της “αφηρημένης εργασίας” και να γεννά χρήμα από τον ταυτολογικό εαυτό του.
[13] Η τυραννία του “μέσου επικοινωνίας” που υψώνεται μπροστά στο “χρήστη του” με τον τελευταίο ακόμα-και-να-ταυτίζεται/εξισώνεται με αυτό μέχρι να αυτο-εκμηδενιστεί δεν παρά ο “υλικός” φαινομενικός τρόπος με τον οποίο η αυτονομημένη κοινωνική κίνηση της “αξίας” συγκροτεί τον “απόλυτο αφηρημένο σκοπό της” κατακερματίζοντας αυτο-αναφορικές και εσώκλειστες μονάδες “ατομικότητας” έξω και μέσα από το Επάγγελμα που είναι Ελεύθερες, Ίσες και Αδελφωμένες να ανταγωνίζονται “παραγωγικά” η μία την άλλη μέχρι την Τελική Νίκη που δεν είναι άλλη από την αλληλοεξόντωσή τους.
[14] Με την έννοια της “κοινωνικο-ποίησης” ή και “κοινωνιο-ποίησης” δεν αναφερόμαστε στη διαδεδομένη κοινωνιολογική σημασία του όρου (βλέπε π.χ. Ντιρκέμ) η οποία θεωρητικοποιεί την “κοινωνία” όπως και αυτή είναι στις κοινωνίες του κεφαλαίου: ως μια μουγκή αφαίρεση στη μορφή πραγμοποιημένων/αντικειμενοποιημένων/ “αυτοδύναμων” θεσμών “πάνω” και “πέρα” από τις κοινωνικο-ιστορικές σχέσεις των ανθρώπων, “πάνω” και “πέρα” από τις κοινωνικο-ιστορικές μορφές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Εννοούμε με τις παραπάνω έννοιες την ιστορικο/κοινωνική μορφή του ανθρώπινου πράττειν και νοείν ως αδιαχώριστη πλευρά των κοινωνικών/ιστορικών σχέσεων των ανθρώπων μέσα στους κόλπους της γήινης φύσης.
[15] Το δημόσιο πανεπιστήμιο με τον λειτουργικό διαχωρισμό του από την οικονομία της αγοράς και την ιδεολογία της γνώσης ως “συλλογικού κοινωνικού αγαθού”, παράγει “γνώση” για την τελευταία, δηλαδή για τις επιχειρήσεις ως “έμμεση παραγωγική δαπάνη” του Κράτους. Η ιδιωτικοποίηση του πρώτου από κάποιο/α ατομικό/α κεφάλαιο/α με την ιδεολογία της γνώσης ως “ατομικής επένδυσης” μετατρέπει άμεσα το ίδιο το πανεπιστήμιο σε επιχείρηση που “παράγει γνώση” για τις επιχειρήσεις “πιο εξορθολογισμένα”, δηλαδή “πιο αποδοτικά” για τη συγκυρία της συσσώρευσης που είναι, μην το ξεχνάμε, και ένα ανοιχτό καπιταλιστικό στοίχημα αν θα είναι όντως “πιο αποδοτική” από την άποψη της κερδοφορίας/αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Παρόλα αυτά, αυτό που ουσιαστικά αλλάζει με τη μετατόπισή της ως προς τον ένα ή τον άλλο “πόλο” (Δημόσια “δαπάνη” – Ιδιωτική “επένδυση”) είναι η μορφή της γνώσης ως προς τη νομική της ιδιοκτησία (την οποία την εγγυάται πάντα – και όχι χωρίς “αντιδικίες” και “συγκρούσεις” – μόνο το Κράτος) και όχι το περιεχόμενό της αυτό καθεαυτό το οποίο και στις δυο περιπτώσεις καθορίζεται από το μουγκό κοινωνικό a priori της “αξιοποίησης της αξίας” μέσω της “αφηρημένης εργασίας” που αυτοπειθαρχεί στην αφηρημένη Γνώση ως προϋπόθεση και της δικιάς της “αξιοποίησης” – ανέλιξης στην κινούμενη κοινωνική άμμο του κεφαλαίου (Βλέπε Καριερισμός, κρετινισμός του Επαγγέλματος κτλ κτλ). Ο αριθμός των πτυχίων και τα αθροιζόμενα εν εαυτώ έτη σπουδών είναι φορτισμένα με μια μεταφυσική αίγλη παντοδύναμης γνώσης και αντίληψης. Ο λόγος του “άλλου” αμέσως ακυρώνεται και υποτιμάται ως εξω-πραγματικός αν δεν μετέχει στην “αναγνωρισμένη γνώση”, δηλαδή στη γνώση που πλάθεται και αναπλάθεται σύμφωνα με την εθνική ιδεολογία του κάθε κράτους και τις λογικές αξιοποίησης του “ανθρώπινου κεφαλαίου” ούτως ώστε η πρώτη να νομιμοποιεί τη δεύτερη και η δεύτερη να ομοιάζει ως “φυσική Αλήθεια” μέσω της πρώτης στα μυαλά των μορφωμένων αναλφάβητων. Μορφωμένοι γιατί είναι ταυτολογικά και χρονο-λογικά σπουδαγμένοι, αναλφάβητοι γιατί ανίκανοι να αντιληφθούν την ίδια τη δραστηριότητά τους, το κοινωνικό προελεύσιμό της και τους σκοπούς που αυτή εξυπηρετεί. Τελικά πίσω από τη λάμψη της παντοδύναμης αντίληψης του σπουδαγμένου υποκειμένου (Εγώ γνωρίζω ως βουβή και κουφή συμπύκνωση τάδε χρόνου σπουδών) κρύβεται η ίδια του η αδυναμία, το μαινόμενο και διαρκές άγχος της απόρριψής του από κάποιον/κάποια με περισσότερα πτυχία, περισσότερα έτη σπουδών κτλ που βρίσκουν “τελικό” αγοραστή στην αρένα του ανταγωνισμού για τη μια και μοναδική Αλήθεια που μετριέται με χρόνια σπουδών υποταγής στην κάθε εθνική ιδεολογία και στη λογική της αξιοποίησης του “ανθρώπινου κεφαλαίου”.
[16] Η “Κρίση της Νεωτερικότητας” (Karel Kosik) δεν είναι απλώς και αφηρημένα “Οικονομικής” ή και “Πολιτικής” ή και “Ηθικής τάξεως” κτλ κτλ μέχρι το “κακό” άπειρο. Ο κατακερματισμός όλων των κοινωνικών σχέσεων και η λειτουργιστική, ωμή αναγωγή των ιδιαίτερων μορφών εκδήλωσής τους σε αυτονομημένες/λειτουργικά τεμαχισμένες και ανταγωνιστικές “τάξεις”, “σφαίρες”, “δομές” κτλ είναι μέρος του προβλήματος της “Κρίσης της Νεωτερικότητας” που παρουσιάζεται ιδεολογικά και προκατηγορικά και ως “λύση” του. Η “μόνη λύση” είναι το ξεπέρασμα της κοινωνικής διαστροφής της αξιακής μορφής. Η συγκεκριμένη, ζωντανή, κοινωνική ατομικότητα είναι εδώ, στην καπιταλιστική πραγματικότητα, που γίνεται μια μουγκή αφαίρεση, ως πολλαπλά ομοιογενής ενότητα και τυφλό σημείο διέλευσης και διατομής της “ψευδούς αμεσότητας” όλων αυτών των διαχωρισμένων και απομονωμένων “σφαιρών” καθώς όλες αυτές οι πραγματικές, κοινωνικές αφαιρέσεις είναι μεσολαβημένες και παραγόμενες ως τέτοιες – πρακτικά και νοητικά – από το μοντέρνο κοινωνικό φετίχ της “διαδικασίας αξιοποίησης της αξίας” μέσω της “αφηρημένης εργασίας”.
[17] Το θεμέλιο της αξιακής μορφής του κοινωνικού προϊόντος είναι ταυτοχρόνως τόσο ο διαχωρισμός των ανθρώπων που βρίσκονται στην προλεταριακή συνθήκη από τους όρους αναπαραγωγής της ζωής τους όσο και η διαιώνιση αυτού του διαχωρισμού. Αυτός ο θεμελιακός διαχωρισμός και η διαιώνισή του μπορεί να έχει τη νομική και πολιτική μορφή τόσο της ιδιωτικής όσο και της κρατικής ιδιοκτησίας των “μέσων παραγωγής”. Η κοινωνική σχέση του κεφαλαίου ως καθορισμένη σχέση μεταξύ ζωντανής και νεκρής εργασίας(!) (“μέσα παραγωγής”, “πρώτες ύλες” κτλ) θεμελιώνεται αναπαράγοντας τη ζωντανή ως βουβό “μέσο αξιοποίησης” της νεκρής. Τίποτα απολύτως δεν αλλάζει ως προς το γενικό περιεχόμενο της κοινωνικής σχέσης του κεφαλαίου αν τα “μέσα παραγωγής κρατικοποιηθούν” (βλέπε: Σοβιετική Ένωση), δηλαδή αν το Κράτος λειτουργεί ως συλλογικός αγοραστής και πωλητής εμπορευμάτων για να αναπαράγει το εμπόρευμα “εργασιακή δύναμη”. Επιπλέον, τόσο το Κράτος-Έθνος ως Homo Politicus όσο και η Οικονομία της Αγοράς ως Homo Economicus είναι δυο διαφορετικές και αλληλοσυμπληρωματικές όψεις μιας και της αυτής κοινωνικής πραγματικότητας, της καπιταλιστικής. Το Κράτος των κοινωνιών του κεφαλαίου με το θεσμικό διαχωρισμό του από την Οικονομία της Αγοράς εκπληρώνει ένα διπλό ρόλο. Από τη μια είναι η ρυθμιστική-θεσμική αρχή της σχέσης του ατόμου ως σχιζοειδούς (ως “Πολίτη”/Civile και ως “Ιδιώτη”/Borghese) με την Οικονομία της Αγοράς και από την άλλη αναλαμβάνει τόσο “άμεσα παραγωγικές δραστηριότητες” συσσωρεύοντας κεφάλαιο όσο και “μη παραγωγικά κόστη” (αστυνομία, στρατός, δικαστήρια, φυλακές κτλ) και “έμμεσα παραγωγικές δαπάνες” (κατασκευή δρόμων, σχολείων, πανεπιστημίων, νοσοκομείων, μέρος των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών και της “παραγωγής ενέργειας” κτλ) που είναι όλες “απαραίτητες” ως γενικές υποδομές για την “ελευθερία” της Οικονομίας της Αγοράς, δηλαδή για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια το Κράτος λειτουργεί με διπλή υπόσταση τόσο θεσμική (νομική-πολιτική) όσο και οικονομική. Δεν υπάρχουν “δυο οικονομίες”, μια “ιδιωτική” και μια άλλη “δημόσια-κρατική” αλλά μία και αυτή κοινωνική πραγματικότητα, η καπιταλιστική, η οποία δεν μπορεί να αναπαράγεται χωρίς το Κράτος της και χωρίς να ξοδεύει τον “αφηρημένο πλούτο” της με τρόπο “μη ή και έμμεσα παραγωγικό”. Με την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, η συσσώρευση της αφηρημένης “αξίας” (παραγωγή – κυκλοφορία – κατανάλωση) έχει ιστορικές μορφές διεθνοποίησης και παγκοσμιότητας οι οποίες προϋποθέτουν σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση μια συγκεκριμένη μορφή του Kράτους, τις διακρατικές συμμαχίες και το διακρατικό ανταγωνισμό που επικυρώνουν νομικά και πολιτικά (όχι χωρίς “εσωτερικές” και “εξωτερικές” ρήξεις και συγκρούσεις) τη διαρκή φυσικοποίηση του ποσοστού του κέρδους (ιδιοποίηση της αφηρημένης αξίας).
Πηγή: https://theshadesmag.wordpress.com/2016/03/15/13simeioseis/
Leave a Reply