Αυτοκρατορικό Πανόραμα: Μια περιήγηση στον γερμανικό πληθωρισμό
1.Στα αποθέματα φρασεολογίας που απογυμνώνουν το αμάλγαμα της ηλιθιότητας και της δειλίας που συναπαρτίζουν τον τρόπο ζωής του γερμανού αστού, είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτη η φράση που αναφέρεται στην επερχόμενη καταστροφή — ότι “τα πράματα δεν πάνε άλλο”. Η ανήμπορη εμμονή σε ιδέες ασφάλειας και ιδιοκτησίας που αντλείται από περασμένες δεκαετίες αποτρέπει τον μέσο πολίτη απ’ το να αντιληφθεί τις μάλλον εντυπωσιακές σταθερές νέας κοπής που αποτελούν και το υπόστρωμα της σημερινής κατάστασης. Επειδή η σχετική σταθεροποίηση των προπολεμικών ετών τον εξυπηρέτησε, νιώθει την ανάγκη να βλέπει κάθε κατάσταση που απειλεί το βιός του ως ασταθή. Αλλά οι σταθερές συνθήκες δεν είναι με κανένα τρόπο αναγκασμένες να είναι ευχάριστες συνθήκες, και ακόμα και πριν απ’ τον πόλεμο υπήρχαν στρώματα για τα οποία οι σταθερές συνθήκες σήμαιναν σταθερή εξαθλίωση. Η παρακμή δεν είναι λιγότερο σταθερή, ούτε περισσότερο αναπάντεχη από την άνοδο.
Μόνο μια οπτική που παραδέχεται την πτώση ως μοναδική αιτία της τωρινής κατάστασης μπορεί να προχωρήσει πέρα από την εκνευριστική έκπληξη με αυτό που καθημερινά επαναλαμβάνεται και να αντιληφθεί τα φαινόμενα της παρακμής ως σταθερά, βλέποντας μόνο την σωτηρία ως εξαιρετική, ως κάτι που αγγίζει το θαυματουργό και το ακατανόητο. Οι άνθρωποι στις εθνικές κοινότητες της Κεντρικής Ευρώπης ζουν όπως οι κάτοικοι μιας περικυκλωμένης πόλης της οποίας οι προμήθειες και το μπαρούτι εξαντλούνται, και για τις οποίες η σωτηρία είναι, με βάση την ανθρώπινη λογική, μάλλον απίθανη — περίπτωση στην οποία η παράδοση, ίσως άνευ όρων, θα έπρεπε να τύχει της πιο σοβαρής εξέτασης ως λύση.
Αλλά η σιωπηρή, αόρατη δύναμη που η Κεντρική Ευρώπη νιώθει ότι έχει απέναντί της δεν διαπραγματεύεται. Τίποτε, συνεπώς, δεν απομένει παρά να κινήσουμε το βλέμμα, εν τη διαρκή αναμονή του τελικού ολέθρου, στην κατεύθυνση τίνος άλλου πράγματος, παρά του εκπληκτικού συμβάντος από το οποίο και μόνο εξαρτάται η σωτηρία πλέον. Αλλά αυτή η απαραίτητη κατάσταση εντατικής και αδιαμαρτύρητης προσοχής θα μπορούσε, επειδή βρισκόμαστε σε μυστηριώδη επαφή με τις δυνάμεις που μας πολιορκούν, να αποφέρει όντως ένα θαύμα. Αντιστρόφως, η υπόθεση ότι “τα πράματα δεν πάνε άλλο” θα βρει μια μέρα τον εαυτό της να αντιλαμβάνεται το γεγονός πως σε ό,τι αφορά την οδύνη των ατόμων και των κοινοτήτων υπάρχει μόνο ένα όριο πέρα από το οποίο δεν μπορούν να πάνε τα πράματα: η εξάλειψη.
2.Ένα παράξενο παράδοξο: οι άνθρωποι έχουν κατά νου μόνον το στενότερο προσωπικό τους συμφέρον όταν δρουν, κι όμως την ίδια στιγμή καθορίζονται περισσότερο από ποτέ σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά τους από τα ένστικτα της μάζας. Και τα μαζικά ένστικτα έχουν πέσει σε σύγχυση και έχουν αποξενωθεί από τη ζωή περισσότερο από ποτέ. Ενώ το θολό ένστικτο του ζώου (όπως μας αφηγούνται ατέλειωτες ιστορίες) εντοπίζει, καθώς το πλησιάζει ο κίνδυνος, έναν τρόπο διαφυγής που παραμένει ακόμα αόρατος, η κοινωνία τούτη, της οποίας τα μέλη νοιάζονται μόνο για την δική τους ατομική μίζερη καλοπέραση, πέφτει θύμα –με ζωώδη αναισθησία αλλά χωρίς την διαίσθηση του ζώου– ως τυφλή μάζα ακόμα και του προφανέστερου των κινδύνων. Και η ετερογένεια των ατομικών στόχων είναι ασήμαντη μπροστά στην ταυτότητα των καθοριστικών δυνάμεων.
Ξανά και ξανά αναδεικνύεται το γεγονός πως η προσκόλληση της κοινωνίας στην ζωή που της είναι οικεία αλλά την οποία έχει εδώ και καιρό απεμπολήσει ως δικαίωμα είναι τόσο άκαμπτη ώστε να εκμηδενίζει την αυθεντικά ανθρώπινη εφαρμογή του νου, της προνοητικότητας, ακόμα και όταν ο κίνδυνος είναι τεράστιος. Κι έτσι, στην κοινωνία αυτή, η εικόνα της ηλιθιότητας έχει φτάσει την τελειότητα: αβεβαιότητα, και ακόμα και διαστροφή των ζωτικών ενστίκτων· και ανημπόρια, και ακόμα και αποσύνθεση, του νου. Αυτή είναι η κατάσταση ολάκερης της γερμανικής αστικής τάξης.
3.Όλες οι στενές σχέσεις φωτίζονται από μια σχεδόν αβάσταχτη, διατρητική καθαρότητα απ’ την οποία μόλις και μετά βίας μπορούν να επιβιώσουν. Γιατί απ’ τη μία, το χρήμα στέκεται καταστροφικά στο κέντρο κάθε ζωτικού συμφέροντος, αλλά απ’ την άλλη, αυτό το ίδιο είναι το εμπόδιο πάνω στο οποίο συντρίβονται όλες σχεδόν οι σχέσεις. Έτσι, όλο και περισσότερο, στην φυσική αλλά και στην ηθική σφαίρα, η αστόχαστη εμπιστοσύνη, η ηρεμία και η υγεία εξαφανίζονται.
4.Δεν είναι χωρίς λόγο που συνηθίζεται να μιλάμε για “γυμνή” εξαθλίωση. Αυτό που είναι καταστροφικότερο στην επίδειξή της, μια πρακτική που ξεκινά κάτω από τις επιταγές τής αναγκαιότητας και που καθιστά ορατό μόνο το ένα χιλιοστό της στενοχώριας που κρύβει, δεν είναι η λύπηση του θεατή ούτε η εξίσου τρομερή του συναίσθηση για την δική του ατιμωρησία, αλλά η ντροπή του. Είναι αδύνατο να μείνεις σε μια μεγάλη γερμανική πόλη, όπου η πείνα αναγκάζει τους πιο εξαθλιωμένους να ζουν με τα χαρτονίσματα με τα οποία οι περαστικοί προσπαθούν να κρύψουν μια γύμνια που τους πληγώνει.
5.”Η φτώχεια δεν ατιμάζει κανένα”. Πολύ καλά. Όμως αυτοί που το λένε ατιμάζουν τους φτωχούς. Το κάνουν, και μετά τους παρηγορούν με το μικρό αυτό τσιτάτο. Είναι από τις φράσεις εκείνες που κάποτε μπορεί να ήταν αλήθεια, έχει όμως προ πολλού εκφυλιστεί. Δεν ισχύει κάτι διαφορετικό με την κτηνώδη φράση “αν δε δουλεύει ο άνθρωπος, δεν πρέπει και να τρώει.” Όταν υπήρχε δουλειά για να ταϊζει τον άνθρωπο, υπήρχε επίσης φτώχεια που δεν τον ατίμαζε, εφόσον ήταν το αποτέλεσμα δυσμορφίας ή κάποιας άλλης κακοτυχίας στη ζωή. Αλλά αυτή η στέρηση, μες στην οποία γεννιούνται εκατομμύρια και μέσα στην οποία σέρνονται από την φτωχοποίηση εκατοντάδες χιλιάδες, αυτή πράγματι φέρνει ατίμωση. Η βρώμα και η μιζέρια φυτρώνουν γύρω της σαν τους τοίχους, έργο αόρατων χειρών. Και όπως ένας άνθρωπος μπορεί να αντέξει πολλά μόνος του αλλά νιώθει δικαίως ντροπή όταν η γυναίκα του τον βλέπει να υποφέρει ή υποφέρει και η ίδια εξαιτίας του, έτσι μπορεί να αντέξει πολλά όσο είναι μόνος του, και τα πάντα όσο μπορεί να τα κρύψει.
Αλλά κανείς δεν μπορεί να συνάψει ειρήνη με τη φτώχεια όταν αυτή πέφτει σα γιγάντια σκιά πάνω στους συμπατριώτες του και στο σπίτι του. Τότε θα πρέπει να είναι ευαίσθητος σε κάθε ταπείνωση που προκαλείται σε βάρος του, και έτσι να πειθαρχήσει τον εαυτό του ώστε το μαρτύριό του να μην είναι πια ο κατηφορικός δρόμος της θλίψης αλλά το ανηφορικό μονοπάτι της εξέγερσης. Όμως δεν υπάρχει ελπίδα για αυτό όσο το πιο κατάμαυρο, το πιο φριχτό χτύπημα της μοίρας, που το συζητά ο Τύπος καθημερινά κι ακόμα και κάθε ώρα, εκθέτοντας το με όλες του τις απατηλές αιτίες και συνέπειες, δεν βοηθά κανέναν να ξεσκεπάσει τις σκοτεινές δυνάμεις που κρατούν τη ζωή του δέσμια.
6.Για τον ξένο που γνωρίζει επιφανειακά τον τρόπο της γερμανικής ζωής και που έχει ταξιδέψει σύντομα στα διάφορα μέρη της χώρας, οι κάτοικοί της μοιάζουν το ίδιο αλλόκοτοι όσο και και κάποια εξωτική φυλή. Ένας πνευματώδης Γάλλος είπε: “Ο Γερμανός σπάνια καταλαβαίνει τον εαυτό του. Αν φτάσει και τον καταλάβει, δεν θα το πει. Και αν το πει, δεν θα γίνει κατανοητός.” Αυτή η χωρίς παρηγοριά απόσταση αυξήθηκε με τον πόλεμο, όχι όμως απλώς μέσω των πραγματικών και θρυλικών αγριοτήτων που αναφέρεται ότι διέπραξαν οι Γερμανοί. Μάλλον, αυτό το οποίο ολοκληρώνει την απομόνωση της Γερμανίας στα μάτια των υπόλοιπων Ευρωπαίων –αυτό το οποίο πράγματι προκαλεί την στάση ότι, όταν έχεις να κάνεις με Γερμανούς, έχεις να κάνεις με μαύρους της Νότιας Αφρικής (όπως έχει τεθεί εύστοχα)– είναι η βία, ακατανόητη για όσους βρίσκονται απ’ έξω και εντελώς μη αντιληπτή σε όσους εγκλωβίζονται μέσα της, με την οποία οι συνθήκες, η βρώμα, και η ηλιθιότητα υποτάσσουν τους ανθρώπους εδώ εντελώς σε συλλογικές δυνάμεις, καθώς μόνο οι ζωές των αγρίων υποτάσσονται στους νόμους της φυλής. Η πιο ευρωπαϊκή απ’ όλες τις κατακτήσεις, αυτή η λίγο-πολύ ευδιάκριτη ειρωνεία με την οποία η ζωή του ατόμου επιβεβαιώνει το δικαίωμά της να πάρει το δρόμο της ανεξάρτητα από την κοινότητα μέσα στην οποία έτυχε να βρεθεί, έχει πλήρως εγκαταλείψει τους Γερμανούς.
7. Η ελευθερία στην συζήτηση έχει χαθεί. Αν παλιότερα ήταν δεδομένο σε μια συζήτηση να λάβεις υπόψη τα ενδιαφέροντα του συνομιλητή σου, τώρα η έγνοια αυτή υποκαθίσταται με ερωτήσεις για το πόσο κόστισαν τα παπούτσια του ή η ομπρέλλα του. Αυτό που εισβάλλει ακαταμάχητα σε κάθε φιλική συνομιλία είναι η θεματική των συνθηκών διαβίωσης, του χρήματος. Αυτό που αφορά αυτή η θεματική δεν είναι τόσο οι έγνοιες και οι λύπες των ατόμων, στις οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο, αλλά η συνολική εικόνα. Είναι σαν να ήταν κάποιος παγιδευμένος σ’ ένα θέατρο και να έπρεπε να παρακολουθήσει τα διαδραματιζόμενα στη σκηνή είτε το θέλει είτε όχι — σαν να ‘πρεπε να τα καταστήσει ξανά και ξανά, θέλοντας και μη, το θέμα στο οποίο επικεντρώνει τη σκέψη και την ομιλία του.
8. Όποιος δεν αρνείται απλώς να αντιληφθεί την παρακμή θα βιαστεί να βρει μια ιδιαίτερη νομιμοποίηση για την δική του εξακολουθητική παρουσία, την δραστηριότητά του, και την εμπλοκή του σ’ αυτό το χάος. Υπάρχουν τόσες εξαιρέσεις σε ό,τι αφορά την σφαίρα δραστηριοποίησης κάποιου, το μέρος όπου μένει, και την στιγμή του στο χρόνο όσες και ενοράσεις για την γενική αποτυχία. Παντού σχεδόν θριαμβεύει η τυφλή αποφασιστικότητα να διασώσουμε το κύρος της ατομικής μας ύπαρξης αντί, μέσα από μια αμερόληπτη περιφρόνηση για την σημασία της και τις εμπλοκές της, να την αποσπάσουμε τουλάχιστο από το συνολικό πλαίσιο της οικουμενικής αυταπάτης. Για αυτό κι ο αέρας έχει κορεστεί τόσο από θεωρίες περί της ζωής και κοσμοαντιλήψεις, για αυτό και σ’ αυτή τη χώρα εμφανίζονται τόσο αυτάρεσκες, αφού σχεδόν πάντοτε ο στόχος τους είναι να νομιμοποιήσουν κάποια εντελώς ασήμαντη ατομική κατάσταση. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο ο αέρας είναι γεμάτος φαντάσματα, οπτασίες ενός ένδοξου πολιτιστικού μέλλοντος που θα πέσει επάνω μας αναπάντεχα και στα κλεφτά, αφού όλοι αφοσιώνονται στις οπτικές ψευδαισθήσεις του απομονωμένου τους οπτικού σημείου.
9. Οι άνθρωποι που τσουβαλιάζονται σ’ αυτή τη χώρα δεν διακρίνουν πλέον το περίγραμμα της ανθρώπινης προσωπικότητας. Κάθε ελεύθερος άνθρωπος τους φαίνεται εκκεντρικός. Ας φανταστούμε τις κορυφές των Άλπεων να προβάλλουν όχι σε αντίθεση με τον ουρανό αλλά σε αντίθεση με τις δίπλες κάποιου σκούρου υφάσματος. Αυτές οι επιβλητικές μορφές θα διακρινόντουσαν μόνο θολά. Με τον τρόπο αυτό, μια βαριά κουρτίνα κρύβει τον ουρανό της Γερμανίας, και δεν διακρίνουμε πια το προφίλ ούτε των μεγαλύτερων ανδρών.
10. Η θέρμη εγκαταλείπει τα πράγματα. Τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης μας απωθούν, τρυφερά μα επίμονα. Μέρα με τη μέρα, στην προσπάθειά μας να ξεπεράσουμε τις μυστικές αντιστάσεις –και όχι μόνο τις φανερές– που βάζουν στο διάβα μας, αντιμετωπίζουμε ένα γιγάντιο έργο. Πρέπει να αποζημιώσουμε την ψυχρότητά τους με την δική μας θερμότητα αν δεν θέλουμε να τα αφήσουμε να μας ξεπαγιάσουν, και να χειριστούμε τις αγκαθωτές τους μορφές με ατέρμονη δεξιότητα αν δεν θέλουμε να μας αιμορραγήσουν μέχρι θανάτου. Από τους συνανθρώπους μας δεν μπορούμε να περιμένουμε στήριξη. Αλλά οι διευθυντές, οι αξιωματούχοι, οι εργαζόμενοι, οι πωλητές — όλοι τους νιώθουν πως είναι οι εκπρόσωποι ενός αντιστεκόμενου υλικού κόσμου, του οποίου την απειλητικότητα μπαίνουν στον κόπο να την αποδείξουν με την κατήφειά τους. Και η ίδια η φύση συνομωτεί με την αποφυσικοποίηση των πραγμάτων, μια αποφυσικοποίηση με την οποία, μιμούμενα την ανθρώπινη αποσύνθεση, τα πράγματα τιμωρούν την ανθρωπότητα. Μας τρώει όπως μας τρώνε τα πράγματα, και η γερμανική άνοιξη, που δεν έρχεται ποτέ, είναι μόνο ένα από τα αμέτρητα φαινόμενα της σήψης της γερμανικής φύσης. Ζούμε σαν το βάρος της στήλης αέρα που υποστηρίζει ο καθένας μας να έχει γίνει στις περιοχές μας αισθητό, αιφνίδια, και κόντρα σε κάθε φυσικό νόμο.
11. Κάθε ανθρώπινη κίνηση, είτε πηγάζει από διανοητικό είτε ακόμα από φυσικό ένστικτο, εμποδίζεται στην εκδίπλωσή της από την ατέρμονη αντίσταση του εξωτερικού κόσμου. Η έλλειψη κατοικιών και το αυξανόμενο κόστος του ταξιδιού βρίσκονται καθ’ οδόν να εξαλείψουν το βασικό σύμβολο της ευρωπαϊκής ελευθερίας, η οποία υπήρχε σε ορισμένες μορφές ακόμα και στο Μεσαίωνα. Την ελευθερία επιλογής κατοικίας. Και αν ο μεσαιωνικός εξαναγκασμός έδενε τους ανθρώπους με τις φυσικές διασυνδέσεις, τώρα οι άνθρωποι δένονται μαζί σε μια αφύσικη κοινότητα. Λίγα πράγματα θα βοηθήσουν στην προώθηση της απειλητικής ανόδου της λατρείας της αλητείας όσο ο στραγγαλισμός της ελευθερίας κατοικίας. Και ποτέ πριν δεν ήταν μεγαλύτερη η ασυμμετρία ανάμεσα στην ελευθερία της κίνησης και την αφθονία μέσων ταξιδίου.
12. Όπως όλα τα πράγματα, μέσα από μια ανεπίστρεπτη διαδικασία μίξης και αλληλεπίδρασης, χάνουν τον εγγενή τους χαρακτήρα ενώ η αμφισημία εκτοπίζει την αυθεντικότητα, έτσι συμβαίνει και με την πόλη. Οι μεγάλες πόλεις –των οποίων η ασύγκριτη ισχύς συντήρησης και επιβεβαίωσης περικλείει όσους εργάζονται εντός τους με μια εσωτερική ανακωχή και σηκώνει μέσα τους, στη θέα του ορίζοντα, την επίγνωση της παρουσίας των ακοίμητων δυνάμεων των στοιχείων– εμφανίζονται να κατακερματίζονται παντού από την εισβάλλουσα ύπαιθρο. Όχι από το τοπίο της υπαίθρου, αλλά απ’ αυτό που είναι ό,τι πικρότερο στην ανεμπόδιστη φύση: την οργωμένη γη, τους αυτοκινητοδρόμους, τον νυχτερινό ουρανό που δεν τον κρύβει πια το πέπλο του παλλόμενου κόκκινου. Η ανασφάλεια ακόμα και των πολυάσχολων περιοχών της πόλης βάζει τον κάτοικό της στην δυσδιάκριτη και αληθινά φριχτή κατάσταση στην οποία είναι αναγκασμένος να εγκολπώσει, εκτός από τα απομονωμένα τερατουργήματα της ανοιχτής υπαίθρου, τα εκτρώματα της αστικής αρχιτεκτονικής.
13. Η ευγενής αδιαφορία για τις σφαίρες του πλούτου και της ένδειας έχει μάλλον εγκαταλείψει τα βιομηχανικά προϊόντα. Το κάθε τι σφραγίζει τον ιδιοκτήτη του, αφήνοντάς του μόνο την επιλογή να εμφανιστεί ως φτωχοδιάβολος ή μεγαλοαπατεώνας. Γιατί αν και η αληθινή πολυτέλεια μπορεί να εμποτιστεί από το πνεύμα και την ανθρώπινη συντροφικότητα κι έτσι να ξεχαστεί, τα εμπορεύματα πολυτελείας που κορδώνονται πια μπροστά μας παρελαύνουν με τέτοια εκθρασυμένη απτότητα που όλα τα όπλα του νου συντρίβονται ανήμπορα στην επιφάνειά τους.
14. Τα πιο πρώιμα έθιμα των λαών μοιάζουν να μας στέλνουν μια προειδοποίηση πως, δεχόμενοι αυτό που παίρνουμε τόσο άφθονα από τη φύση, πρέπει να φυλαχτούμε από μια χειρονομία απληστίας. Γιατί είμαστε ανίκανοι να δώσουμε στη Μητέρα Γη οποιοδήποτε δικό μας δώρο. Είναι λοιπόν πρέπον να δείχνουμε σεβασμό όταν παίρνουμε, επιστρέφοντας ένα μέρος όσων παίρνουμε πριν βάλουμε το χέρι μας στο δικό μας μερίδιο. Αυτός ο σεβασμός εκφράζεται με το αρχαίο έθιμο της σπονδής. Πράγματι, είναι ίσως τούτη η πανάρχαια πρακτική που έχει επιβιώσει, μεταμορφωμένη, στην απαγόρευση της συλλογής ξεχασμένων καλαμποκιών ή σταφυλιών που έχουν πέσει στη γη, που αφήνονται να επιστρέψουν στη γη ή στους προγονικούς αποστολείς της ευλογίας. Ένα αθηναϊκό έθιμο απαγόρευε την συλλογή των ψίχουλων απ’ το τραπέζι, αφού αυτά ανήκαν στους νεκρούς ήρωες. Αν η κοινωνία έχει αλλοιώσει τόσο τη φύση της μέσα από την αναγκαιότητα και την απληστία που να μπορεί πια να λάβει τα δώρα της φύσης με τέτοια αρπαχτικότητα, ώστε να αρπάζει τους καρπούς άγουρους απ’ τα δέντρα για να τους πουλήσει με το περισσότερο κέρδος, κι ώστε να αδειάζει κάθε πιάτο με την αποφασιστικότητα να χορτάσει, τότε το χώμα θα γίνει φτωχό και η γη θα δίνει κακή σοδειά.
Μονόδρομος, 1923-1926, πρώτη δημοσίευση 1928
Μετάφραση: Lenin Reloaded
Πηγή: theshadesmag
Leave a Reply