Το “μεταναστευτικό ζήτημα” είναι εξολοκλήρου χαλκευμένο, όπως είναι κάθε δημόσιο ζήτημα στην σύγχρονη κοινωνία, και για τους ίδιους λόγους: η ερώτηση εγείρεται από την οικονομία (δηλ. την ψευδο-οικονομική ψευδαίσθηση) και συζητάται από τους θεαματικούς μηχανισμούς.
Η συζήτηση επί του θέματος άλλωστε περιορίζεται σε ηλιθιότητες, του τύπου: θα πρέπει να κρατήσουμε ή να ξεφορτωθούμε τους μετανάστες; (Φυσικά ο πραγματικός μετανάστης δεν είναι ο μόνιμος κάτοικος ξενικής προέλευσης αλλά εκείνος ο οποίος θεωρείται και θεωρεί ο ίδιος τον εαυτό του ως διαφορετικό, και πρόκειται να παραμείνει έτσι. Πολλοί μετανάστες, ή τα παιδιά τους, έχουν Γαλλική υποκοότητα. Πολλοί Πολωνοί ή Ισπανοί μετανάστες κατέληξαν να αφομοιωθούν στην μάζα του Γαλλικού πληθυσμού, η οποία τότε ήταν ακόμη διακριτή).
Όπως τα πυρηνικά απόβλητα και πετρελαιοκηλίδες, οι μετανάστες αποτελούν ένα προϊον του σύγχρονου καταπιλιστικού τρόπου διαχείρισης –με τη διαφορά πως τα “όρια ασφαλείας” στην περίπτωση τους ορίζονται με μεγαλύτερη ταχύτητα και “επιστημονικότητα”. Εξάλλου, όπως τα πυρηνικά απόβλητα και οι πετρελαιοκηλίδες, θα παραμείνουν μαζί μας για αιώνες, χιλιετίες, για πάντα. Θα παραμείνουν επειδή ήταν πολύ ευκολότερο να εξολοθρευθούν οι γερμανοεβραίοι επί Χίτλερ παρά οι Βορειοαφρικανοί ή οι υπόλοιποι, σήμερα: αφού δεν υπάρχει σήμερα στην Γαλλία ούτε ναζιστικό κόμμα ούτε κάποιος μύθος περί ανώτερης φυλής!
Θα πρέπει να τους ενσωματώσουμε, ή να “σεβαστούμε την πολιτισμική τους διαφορετικότητα”; Άλλο άχρηστο ψευτοδίλλημα. Δεν μπορούμε πλέον να ενσωματώσουμε κανέναν: ούτε τους νέους, ούτε τους Γάλλους εργάτες, ούτε καν τους επαρχιώτες ή τις παλαιές εθνικές μειονότητες (Κορσικανούς, Βρετόνους, κλπ), μια και το Παρίσι, μια κατεστραμμένη πόλη, έχει χάσει τον ιστορικό του ρόλο, ο οποίος ήταν η παραγωγή Γάλλων. Τι νόημα έχει η αστική συσσώρευση χωρίς πρωτεύουσα; Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν έκαναν Γερμανούς τους εκτοπισμένους ευρωπαίους. Αντίστοιχα, η διάχυση του συγκεντρωμένου θεάματος μπορεί να ενώσει μόνο θεατές.
Πιπιλάμε σαν καραμέλα, χρησιμοποιώντας μια καθαρά διαφημιστική γλώσσα, τα περί άνθισης της “πολιτισμικής διαφορετικότητας”. Ποιός πολιτισμός; Δεν έχει απομείνει στάλα. Ούτε χριστιανικός, ούτε μουσουλμανικός, ούτε σοσιαλιστικός, ούτε επιστημονικός. Ας μη μιλάμε λοιπόν για κάτι πεθαμένο. Αν εξετάσουμε, έστω και στιγμιαία τα στοιχεία και την πραγματικότητα, βλέπουμε πως δεν έχει απομείνει τίποτα πέρα από την παγκόσμια-θεαματική (Αμερικάνικη) κατάρρευση κάθε κουλτούρας και πολιτισμού.
Αυτό που σίγουρα δεν μπορεί να βοηθήσει στην ενσωμάτωση, είναι το δικαίωμα ψήφου. Οι Γάλλοι έχουν δικαίωμα ψήφου και παρόλα αυτά δεν είναι τίποτα (το κάθε κόμμα είναι ίδιο με κάθε άλλο, κάθε κομματική υπόσχεση ισοδυναμεί με την άρνηση της, κλπ. Πρόσφατα, άλλωστε, τα προγράμματα των κομμάτων –που όλοι γνωρίζουν πως δεν πρόκειται να υλοποιηθούν–, σταμάτησαν να προσπαθούν έστω και να εξαπατήσουν, αφού δεν προτείνουν πλέον λύσεις σε κανένα από τα σημαντικά ζητήματα). Μια ιστορική απόδειξη ότι η ψήφος δεν σημαίνει τίποτα, ακόμα και για τους Γάλλους: το 25% των “πολιτών” στην ηλικία 18-25 δεν έχουν γραφτεί στα μητρώα ψήφοφόρων, από αηδία. Σε αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και όσους είναι εγγεγραμμένοι, αλλά απέχουν.
Ορισμένοι προτείνουν ως κριτήριο την “ευχέρεια στα Γαλλικά”. Αξιογέλαστο. Μήπως οι ίδιοι οι σημερινοί Γάλλοι μιλάνε Γαλλικά; Είναι μήπως γαλλικά η γλώσσα που μιλούν οι σημερινοί αγγράματοι, ο Φαμπιούζ (“Bonjour les degats!”), η Φρανσουάζ Καστρό (“Ca t’habite ou ca t’effleure?”), ή ο Μπερνάρ Ανρύ Λεβύ;[1] Δεν οδεύουμε ολοφάνερα προς την απώλεια κάθε ικανότητας ορθού συλλογισμού και χρήσης της γλώσσας με σαφήνεια, ακόμη και χωρίς να λάβουμε υπόψιν μας τους μετανάστες; Εξάλλου, δείτε ποιές απείρως γελοιότερες του Ισλάμ και του Καθολικισμού σέκτες κατέκτησαν εύκολα μερίδα των σπουδαγμένων ηλιθίων μας (Μουν, κλπ). Για να μην αναφέρουμε τους ουσιαστικά ηλίθιους ή αυτιστικούς ανθρώπους τους οποίους παρόμοιες σέκτες επιλέγουν να μην προσυλητίσουν, καθώς δεν υπάρχει οικονομικό ενδιαφέρον στην εκμετάλλευση τους –και οι οποίοι αφήνονται επομένως στα χέρια των δημοσίων αρχών.
Μετατραπήκαμε σε Αμερικανούς. Δεν είναι λοιπόν έκπληξη το ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε όλα τα άθλια προβλήματα των Ηνωμένων Πολιτειων, από τα ναρκωτικά και την μαφία, μέχρι το “φαστ φουντ” και τον πολλαπλασιασμό των εθνικοτήτων. Για παράδειγμα, αν και η Ιταλία και η Ισπανία έχουν αμερικανοποιηθεί επιφανειακά -και σε ορισμένες πλευρές εις βάθος-, δεν είναι εντούτοις μικτές εθνοτικά. Με αυτή την έννοια παραμένουν περισσότερο χαρακτηριστικά Ευρωπαϊκές χώρες (όπως η Αλγερία είναι χαρακτηριστικά Βορειοαφρικάνικη).
H Γαλλία έχει τα προβλήματα της Αμερικής χωρίς την δύναμη της. Κανείς δεν εγγυάται πως το Αμερικάνικο “χωνευτήρι” (melting pot) εθνικοτήτων θα συνεχίσει να λειτουργεί για πολύ ακόμα (παράδειγμα οι “Τσικάνος”, οι οποίοι ομιλούν διαφορετική γλώσσα). Είναι όμως ξεκάθαρο πως δεν μπορεί να λειτουγήσει ούτε προς στιγμή εδώ. Ο λόγος είναι πως οι Η.Π.Α αποτελούν τη βιομηχανία του σύγχρονου τρόπου ζωής, την καρδιά του θεάματος που σπρώχνει το αίμα του ως την Μόσχα και το Πεκίνο, και αυτό το θέαμα δεν μπορεί να δώσει την παραμικρή αυτονομία στους κατά τόπους υπερ-εργολάβους του. (Αν γίνει κατανοητό, το παραπάνω γεγονός καταδεικνύει μια πολύ σοβαρότερη μορφή υποδούλωσης από εκείνη την οποία καταγγέλουν οι συνηθισμένοι κριτικοί του “ιμπεριαλισμού”).
Εδώ στην Γαλλία, δεν είμαστε πλέον τίποτα: είμαστε αποικιοκρατούμενοι οι οποίοι δεν κατάφεραν να εξεγερθούν, είμαστε οι yes-men του θεάματος και της αλλοτρίωσης. Πόσες και πόσες δικαιολογίες δεν επανανακαλύπτουμε στην Γαλλία, όταν αντιμετωπίζουμε την αύξηση των μεταναστών πάντως χρώματος! Λες και μας έκλεψε κάποιος κάτι το οποίο ήταν ακόμα δικό μας. Τι θα ήταν αυτό; Σε τι πιστεύουμε, ή μάλλον, σε τι υποκρινόμαστε ακόμα πως πιστεύουμε; Δεν είναι παρά από περηφάνια για τις ολοένα αραιότερες κεκτημένες διακοπές τους, που οι καθαρόαιμοι σκλάβοι διαμαρτύρονται πως οι μουλάτοι απειλούν την ανεξαρτησία τους!
Υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας ενός απάρτχάιντ; Ναι! Μάλιστα δεν υπάρχει απλά κίνδυνος, έχει ήδη μοιραία δημιουργηθεί (με την έννοια του γκέτο, τον φυλετικών συγκρούσεων, και -δεν θα αργήσουν-, λουτρών αίματος). Μια κοινωνία σε πλήρη αποσύνθεση είναι προφανώς πολύ λιγότερο ικανή να δεχθει ένα μεγάλο αριθμό μεταναστών χωρίς ανυπόφορο άγχος από ότι μια συνεκτική και ευημερούσα κοινωνία. Το 1973 [2] είχαμε ήδη θέσει το θέμα της ομοιότητας ανάμεσα στην εξέλιξη των οικοδομικών τεχνικών και την εξέλιξη της συμπεριφοράς: “Καθώς το αστικό περιβάλλον ξανακτίζεται, ολοένα και πιο βεβιασμένα, με σκοπό τον καταπιεστικό έλεγχο και το κέρδος, ταυτόχρονα γίνεται όλο και πιο ευάλωτο και προκαλεί όλο και περισσότερους βανδαλισμούς. Ο καπιταλισμός στο θεαματικό του στάδιο ξανακτίζει τα πάντα ως ψεύτικα και παράγει εμπρηστές. Επομένως το σκηνικό του γίνεται παντού το ίδιο έφλεκτο όσο ένα γαλλικό πανεπιστήμιο”.
Η παρουσία των μεταναστών ήδη εξυπηρέτησε πολλούς μεγαλοσυνδικαλιστές, όπου κατήγγηλαν σαν “θρησκευτικές διαμάχες” τις απεργίες ορισμένων εργατών τις οποίες δεν μπορούσαν να ελέγξουν. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως οι υπάρχουσες εξουσίες θα προωθήσουν την εξάπλωση σε μεγαλύτερη κλίμακα των τύπων σύγκρουσης που έχουμε ήδη δεί εν δράση μέσω “τρομοκρατών (πραγματικών ή όχι) [3], ή μέσω των χούλιγκανς (και δεν μιλάμε μόνο για τους εγγλέζους τέτοιους).
Είναι όμως εύκολα κατανοητό γιατί οι πολιτικοί κάθε απόχρωσης (συμπεριλαμβανομένων των ηγετών του Εθνικού Μετώπου [4]) προσπαθούν να μειώσουν την σημασία του “μεταναστευτικού προβλήματος”. Όλα αυτά τα οποία επιθυμούν να διατηρήσουν, τους απαγορεύουν να αναφερθούν στο πρόβλημα άμεσα, στην πραγματική του διάσταση. Ορισμένοι υποκρίνονται πως πιστεύουν πως είναι απλά θέμα να εξαπλωθεί η “αντι-ρατσιστική καλή θέληση”, ενώ άλλοι ότι χρειάζεται να αναγνωρίσουμε το μετριοπαθές δικαίωμα στην “δίκαιη ξενοφοβία”. Όλοι συμφωνούν στην αντιμετώπιση του θέματος σαν να επρόκειτο για το πλέον σοβαρό από τα κοινωνικά μας προβλήματα -αν όχι το μόνο, ενόσω υπάρχουν τόσα τρομακτικά προβλήματα από τα οποία αυτή η κοινωνία δεν θα καταφέρει να ξεπεράσει.
Το γκέτο του καινούργιου θεαματικού απαρτχάιντ (όχι η τοπική, φολκλορική εκδοχή του στην Νότια Αφρική) είναι ήδη εδώ, στην σημερινή Γαλλία: η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι δέσμια, πράγμα που την σοκάρει. Αυτό δεν θα άλλαζε ακόμη και αν δεν υπήρχε ούτε ένας μετανάστης. Ποιός αποφάσισε να κατασκευάσει την Σαρσέλ και την Λε Μιγκέτ, να καταστρέψει το Παρίσι και την Λυόν; [5]. Πράγματι, οι μετανάστες έχουν ανακατευθεί σε αυτή την απαίσια υπόθεση. Αλλά δεν έκαναν τίποτα πέρα από το να ακολουθήσουν επακριβώς τις οδηγίες που τους δώθηκαν: η συνηθισμένη αθλιότητα της μισθωτής εργασίας.
Πόσοι ξένοι ζουν πραγματικά στην Γαλλία; (και όχι με βάση το νομικό καθεστώς τους, το χρώμα τους, ή τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους). Μάλλον θα ήταν καλύτερα να ρωτήσουμε: πόσοι Γάλλοι έχουν απομείνει, και που βρίσκονται; (Και τι άραγε χαρακτηρίζει ένα Γάλλο σήμερα;). Γνωρίζουμε ότι το ποσοστό των γεννήσεων μειώνεται. Αποτελεί μήπως έκπληξη; Οι Γάλλοι δεν ανέχονται πλέον τα ίδια τους τα παιδιά. Τα στέλνουν στο σχολείο από τα τρία τους χρόνια, και μέχρι τουλάχιστον τα 16, για να μάθουν αγραμματοσύνη. Όσο για πριν την ηλικία των τριών ετών, ολοένα και περισσότεροι τα βρίσκουν “ανυπόφορα” και τα αντιμετωπίζουν λίγο ή πολύ βίαια. Στην Ισπανία, την Ιταλία, την Αλγερία, ή και ανάμεσα στους Τσιγκάνους, αγαπάνε ακόμη τα παιδιά. Αυτό δεν συνηθίζεται τόσο στην σημερινή Γαλλία. Ούτε οι κατοικίες, ούτε οι δρόμοι είναι κατάλληλοι για παιδιά πλέον (εξ ου και η κυνική κρατική διαφημιστική εκστρατεία με θέμα: “ανοίγοντας την πόλη στα παιδιά”). Από την άλλη, η αντισύλληψη είναι ευρύτατα διαδεδομένη και η έκτρωση νόμιμη. Σχεδόν όλα τα παιδιά στην Γαλλία σήμερα προέκυψαν μετά από απόφαση των γονιών τους. Αλλά όχι ελεύθερη. Ο ψηφοφόρος-καταναλωτής δεν ξέρει τι πραγματικά θέλει. “Επιλέγει” κάτι το οποίο δεν του αρέσει. Η διανοητική του συγκρότηση δεν του επιτρέπει πλέον να θυμάται πως κάποτε θέλησε κάτι όταν βρεθεί απογοητευμένος από το αποκτημά του.
Στα πλαίσια του θεάματος, μια ταξική κοινωνία επιχείρησε συστηματικά να εξαφανίσει την ιστορία. Σήμερα, υποκρίνεται πως λυπάται για το αποτέλεσμα της παρουσίας τόσων μεταναστών, επειδή η Γαλλία “χάνεται”! Είναι για γέλια. Η Γαλλία χάνεται για πολύ διαφορετικούς λόγους, και μάλιστα ταχύτατα, σχεδόν σε κάθε τομέα.
Οι μετανάστες έχουν κάθε δικαίωμα να ζήσουν στην Γαλλία. Αποτελούν εκπροσώπους της αποστέρησης, η οποία είναι σαν στο σπίτι της στην Γαλλία, τόσο διαδεδομένη που καταντά σχεδόν ολική. Οι μετανάστες απώλεσαν την χώρα και τον πολιτισμό τους, και όπως γνωρίζουμε, δεν κατόρθωσαν να βρούν άλλον. Οι Γάλλοι είναι στην ίδια κατάσταση, μονάχα ελάχιστα πιο συγκαλυμένα.
Με την ισοπέδωση ολόκληρου του πλανήτη στην αθλιότητα του νέου περιβάλλοντος, και με την λαθεμένη τους πρόσληψη κάθε θέματος, οι Γάλλοι, οι οποίοι τα δέχθηκαν όλα αυτά αδιαμαρτύρητα (με την εξαίρεση του 1968), δεν έχουν το δικαίωμα να πουν πως έπαψαν να νιώθουν πλέον σαν στο σπίτι τους εξαιτίας των μεταναστών. Σίγουρα, έχουν κάθε λόγο να μην νιώθουν σαν στο σπίτι τους. Αλλά αυτό συμβαίνει επειδή όλοι κατάντησαν μετανάστες στον απαίσιο νέο κόσμο της αλλοτρίωσης.
Θα υπάρξουν άνθρωποι που θα ζούνε στην επιφάνεια της Γής, ακόμη και σε αυτό το μέρος, όταν η Γαλλία θα έχει πλέον εξαφανιστεί. Το μείγμα των εθνικοτήτων που θα κυριαρχήσει είναι δύσκολο να το προβλέψει κανείς, όπως άλλωστε και τον πολιτισμό τους ή ακόμη και τις γλώσσες τους.
Μπορούμε να διαβεβαιώσουμε ότι το κύριο ζήτημα θα είναι το εξής: αυτοί οι μελλοντικοί λαοί, θα καταφέρουν, μέσω μιας απελευθερωτικής πρακτικής, να κυριαρχήσουν στην σημερινή τεχνολογία η οποία είναι γενικά όργανο εξαπάτησης και αποστέρησης; Ή θα κυριαρχούνται από αυτή με τρόπο ακόμα περισσότερο ιεραρχικό και υποδουλωμένο; Θα πρέπει να αναμένουμε το χειρότερο και να πολεμάμε για το καλύτερο. Η Γαλλία σίγουρα αξίζει τη θλίψη μας. Η θλίψη όμως είναι μάταιη.
(Το κείμενο γράφτηκε από τον Γκυ Ντεμπόρ το 1985. Περιέχεται στην συλλογή “Guy Debord: Oeuvres” των εκδόσεων Gallimard).
– – – –
[1] Ο Λοράν Φαμπιούζ, πρωθυπουργός της Γαλλίας το 1985. Η Φρανσουάζ Καστρό, παραγωγός κινηματογράφου, ήταν η γυναίκα του. Ο Μπερνάρ Ανρύ Λεβύ ήταν ο ιδρυτής της σχολής των “Νέων Φιλοσόφων”, οι οποίοι αποκήρυξαν τον Μαρξισμό και τον Σοσσιαλισμό ως αντίδραση ενάντια στα γεγονότα του 1968.
[2] Στην ταινία “Η κοινωνία του Θεάματος”
[3] Η “ψεύτικοι τρομακράτες” αναφέρονται σε παρακρατικούς και πράκτορες μυστικών υπηρεσιών οι οποίοι πληρώνονταν για την εκτέλεση τρομοκρατικών πράξεων που αποδίδονταν σε φανταστικές αριστερές ή άλλες οργανώσεις. Ιδιαίτερα έπαιξαν ρόλο στην Ιταλία της δεκαετίας του ’70.
[4] Ακροδεξιό κόμμα του οποίου ηγείται ο Ζαν Μαρύ Λεπέν.
[5] Η Σαρσέλ και η Λε Μινγκέτ είναι δυο από τα “εξωτερικά προάστια” του Παρισιού, κτισμένα στις δεκαετίας του ’60 και του ’70, αποτελούμενα από γκρίζους μπετονένιους οικισμούς. Η “καταστροφή” του Παρισιού και της Λυών αναφέρεται σε τέτοια φαινόμενα, που περιλαμβάνουν την κατεδάφιση παλαιών κτιρίων για να κτιστούν σύγχρονες πολυκατοικίες στην θέση τους, τον διωγμό της εργατικής τάξης από το αστικό κέντρο προς περιφεριακά προάστια, και την “αναπαλαίωση” και ντισνευλαντοποίηση ιστορικών συνοικιών.
Leave a Reply