Ζωή σε καραντίνα: homo sacer?

Ζωή σε καραντίνα | homo sacer?

Το πρώτο πράγμα που δείχνει το κύμα του πανικού το οποίο έχει παραλύσει τη χώρα είναι ότι η κοινωνία μας δεν πιστεύει σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την “γυμνή ζωή”. Είναι σαφές ότι οι Ιταλοί είναι διατεθειμένοι  να θυσιάσουν σχεδόν τα πάντατις κανονικές συνθήκες ζωής, τις κοινωνικές σχέσεις, την εργασία, ακόμα και τις φιλίες, την στοργή, τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις– μπροστά στον κίνδυνο να ασθενήσουν. Η “γυμνή ζωή” –και ο κίνδυνος αυτή να χαθεί– δεν είναι κάτι που ενώνει τους ανθρώπους, αλλά που τους τυφλώνει και τους χωρίζει.

Τζόρτζιο Αγκάμπεν

Ανάμεσα στο κλιματιστικό και στον Πάπα, διαλέγω το κλιματιστικό.

Γούντι  Άλεν

Αυτή τη φράση του Γ. Άλεν χρησιμοποίησαν κάποιοι για να απαντήσουν στον Τζ. Αγκάμπεν καθώς αυτός σε πρόσφατο κείμενό του αποπειράται να ταυτίσει την “γυμνή ζωή” (μια ζωή που εξυπηρετεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, απεκδυμένη από κάθε πολιτικό χαρακτηριστικό) με την “ζωή σε καραντίνα”. Ο Αγκάμπεν, όμως, δεν έγραψε μόνον αυτό: «υπάρχει αυξανόμενη τάση να καθίσταται η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης φυσιολογικός τρόπος διακυβέρνησης». Ο Ρ. Εσπόζιτο, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης, ένιωσε την ανάγκη να αποκαταστήσει την ισορροπία σε μια φιλοσοφική διχοστασία που είχε παραχθεί σχετικά με την υπόθεση των απαγορεύσεων που επιβλήθηκαν στην Ιταλία με αφορμή την πανδημία, και να προσπαθήσει να αποδώσει “τα του καίσαρος τω καίσαρι”. Σωστά, κατά την άποψή μας, υπερασπίστηκε τον Αγκάμπεν αναφορικά με την “βιοπολιτική προβληματική” του. Και σωστά στη συνέχεια τού άσκησε κριτική: «ένα πράγμα είναι να υποστηρίζει κανείς, όπως ο Φουκώ, ότι εδώ και δυόμιση αιώνες η πολιτική και η βιολογία συνδέονται όλο και πιο στενά, με αποτελέσματα προβληματικά και συχνά τραγικά. Άλλο πράγμα όμως είναι να εξισώνονται γεγονότα που δεν συγκρίνονται μεταξύ τους. Προσωπικά θα απέφευγα να συγκρίνω τις φυλακές υψίστης ασφαλείας με την καραντίνα δύο εβδομάδων στην κοιλάδα του Πράδο».

Ο Αγκάμπεν έρχεται από το 1995, με το βιβλίο του Homo Sacer, να μιλήσει για την γυμνή ζωή, με σημείο αναφοράς την συνθήκη της ύπαρξης μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, ως συνθήκη εξαίρεσης που επιδιώκει να ρυθμίζει την κανονικότητα: «η υπερβατολογικά παράδοξη φιγούρα του homo sacer κινείται εντός μιας υπαρξιακής αβύσσου, στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, όπου το ίδιο το ανθρώπινο πράττειν εντοπίζεται μόνο εντός μιας σχέσης εξαίρεσης. Πράγματι, η ζωή του homo sacer δεν είναι πια μια απλή ζωή, αλλά μια ζωή εκτεθειμένη μόνιμα στον θάνατο (γυμνή ζωή ή ιερή ζωή) που κατά τη γνώμη του συνιστά το αρχέγονο πολιτικό στοιχείο». Η έννοια της “γυμνής ζωής” εκβάλλει σε μια μορφή απεχθούς και απάνθρωπου στρατωνισμού στον 20o αιώνα, προερχόμενη, ωστόσο, από την αρχαιότητα για να πάρει αυτή τη μορφή με την οποία την αντιλαμβανόμαστε σήμερα: «Δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε την “εθνική” και βιοπολιτική εξέλιξη και τάση του νεωτερικού κράτους κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, αν δεν λάβουμε υπόψη ότι ως θεμέλιό του δεν έχει τον άνθρωπο ως ελεύθερο και ενσυνείδητο πολιτικό υποκείμενο, αλλά, κατά κύριο λόγο, τη γυμνή ζωή του, την απλή γέννηση, η οποία, κατά τη μετάβασή του από υπήκοο σε πολίτη, επενδύεται ως τέτοια με την αρχή της κυριαρχίας… τα δικαιώματα αποδίδονται στον άνθρωπο (ή εκπορεύονται από τον ίδιον), μόνο στο μέτρο που εκείνος συνιστά το αμέσως εξαφανιζόμενο θεμέλιο (και το οποίο, μάλιστα, δεν πρέπει να έρθει ποτέ στο φως ως τέτοιο) του πολίτη».

Στη βάση αυτής ακριβώς της λογικής, ισχυρίζεται ότι η συνθήκη έκτακτης ανάγκης την οποία βιώνουμε σήμερα κινείται προς την απαλοιφή τού αμέσως εξαφανιζόμενου θεμέλιου του πολίτη για να επιστρέψει η κυριαρχία στο θεμελιακό σημείο αναφοράς της, την γυμνή ζωή. Η προβληματική, την οποία αναγνωρίζουμε σε αυτή τη θέση, βρίσκεται σε μια κίνηση ευθείας αναλογίας και άμεσης αντιστοίχισης του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, ως καθεστώτος εξαίρεσης, με την γυμνή ζωή χωρίς κανένα ενδιάμεσο πεδίο κοινωνικής και πολιτικής αντιπαλότητας και ανάσχεσης.

Αδιαμφισβήτητα αναγνωρίζουμε την ιστορική “γοητεία” που ασκεί η εξαίρεση στην κυριαρχία. Όπως γράφει και ο Κ. Σμιτ, νομικός και πολιτικός θεωρητικός του ναζισμού, στην Πολιτική Θεολογία: «Η εξαίρεση είναι πιο ενδιαφέρουσα από την κανονική περίπτωση. Το κανονικό δεν αποδεικνύει τίποτε, η εξαίρεση αποδεικνύει τα πάντα. Δεν επιβεβαιώνει απλώς τον κανόνα, παρά ο κανόνας ζει από την εξαίρεση και μόνο. Ένας προτεστάντης θεολόγος ο οποίος απέδειξε πόσο ζωτική ένταση είναι ικανός να έχει ο θεολογικός στοχασμός ακόμη και στον 19ο αιώνα, το είπε: «Η εξαίρεση εξηγεί το γενικό και τον εαυτό της. Κι αν θέλει κανείς να μελετήσει σωστά το γενικό, χρειάζεται απλώς να αναζητήσει μια πραγματική εξαίρεση. Αυτή τα φανερώνει όλα πολύ πιο ξεκάθαρα απ’ ό,τι το ίδιο το γενικό. Τελικά αηδιάζει κανείς με την ασταμάτητη φλυαρία για το γενικό. Υπάρχουν εξαιρέσεις. Αν δεν μπορούμε να τις εξηγήσουμε, τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε ούτε το γενικό. Συνήθως δεν παρατηρούμε τη δυσκολία, γιατί το γενικό ούτε καν το στοχαζόμαστε με πάθος, παρά με μια βολική επιφανειακότητα. Αντίθετα, η εξαίρεση στοχάζεται το γενικό με ενεργό πάθος».

Η “γοητεία” της εξαίρεσης, από τα ρωμαϊκά χρόνια μέχρι τον Κ. Σμιτ και τις μέρες μας και κάθε φορά (να θυμίσουμε ότι στην αρχαία Ελλάδα, στην κλασική αρχαιότητα, δεν προβλεπόταν, από επιλογή, καθεστώς έκτακτης ανάγκης, καθεστώς εξαίρεσης), προβάλλεται στην κυριαρχική συγκρότηση ως ένα ιδιότυπο καθεστώς. Η κατάσταση εξαίρεσης δεν συνιστά δικτατορία, αλλά είναι ένας κενός χώρος δικαίου, μέσα στον οποίο όλοι οι νομικοί ορισμοί έχουν αδρανοποιηθεί. Ακριβώς αυτή η απροσδιοριστία του νόμου που ισχύει εν αναστολή του, μοιάζει να απελευθερώνει μια δύναμη, ένα μυστικό στοιχείο, το οποίο τόσο η εξουσία όσο και οι αντίπαλοί της προσπαθούν με κάθε μέσο να οικειοποιηθούν. Όσα συμβαίνουν σήμερα –και σχεδόν όλα είναι τρομακτικά– πηγάζουν από αυτή τη δύναμη που φαίνεται να απελευθερώνεται από την κυριαρχία, αυτό το μυστικό στοιχείο, την απροσδιοριστία των νόμων εν αναστολή τους, την δημιουργία ενός κενού χώρου δικαίου που, όταν τα προσχήματα αδυνατούν, τροφοδοτεί με εικόνες το κοινωνικό φαντασιακό ως μια δίνη που χωνεύει κάθε κοινωνική δυναμική.

Μέσα σε ένα τέτοιο καθεστώς κάθε αναφορά στην έννομη τάξη παράγει τα δικά της παράδοξα. Όπως γράφει ο Αγκάμπεν: «ο κυρίαρχος βρίσκεται την ίδια στιγμή εντός και εκτός της έννομης τάξης… σύμφωνα με ένα από τα παράδοξα της κατάστασης εξαίρεσης, σε αυτή δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε την παράβαση του νόμου από την εκτέλεσή του, με συνέπεια αυτό που είναι σύμφωνο προς τον κανόνα και αυτό που τον παραβιάζει να ταυτίζονται σε αυτή χωρίς υπόλειμμα (όποιος κάνει περίπατο κατά τη διάρκεια απαγόρευσης της κυκλοφορίας δεν παραβαίνει περισσότερο το νόμο από ό,τι τον εφαρμόζει ο στρατιώτης, ο οποίος ενδεχομένως τον σκοτώνει)».

Θεωρούμε ότι αυτά ακριβώς τα παράδοξα τροφοδοτούν και την κοινωνική σύγχυση δημιουργώντας λογικές ανασχέσεις στην “ψυχολογία” των αντιστάσεων. Δημιουργείται μια πολυπλοκότητα στην αντίληψη των σχέσεων μεταξύ της κοινότητας: «Εξαίρεση και παράδειγμα είναι έννοιες σχετιζόμενες μεταξύ τους, που τείνουν οριακά να αναμειχθούν και παρεμβαίνουν κάθε φορά που χρειάζεται να προσδιορίσουμε το ίδιο το νόημα του ανήκειν των ατόμων, της αίσθησης ότι αποτελούν μέρος μιας κοινότητας. Σε κάθε λογικό σύστημα, η σχέση μεταξύ του εντός και του εκτός, της αλλοτριότητας και της οικειότητας είναι εξίσου πολύπλοκη».

Μέσα σε αυτόν το πλαίσιο αντίληψης, εντοπίζονται δύο εξόχως σημαντικά σημεία αναφοράς για την συγκρότηση μιας εναντιωματικής στάσης. Το ένα αφορά τη διαπίστωση του Αγκάμπεν σχετικά με την αδυναμία των επαναστάσεων να απαντήσουν στο ζήτημα του κράτους: «Όταν πρέπει να αντιμετωπιστεί ένας εχθρός, η δομή του οποίου παραμένει άγνωστη, τότε αργά ή γρήγορα ταυτιζόμαστε με το κράτος και η θεωρία του κράτους είναι ακριβώς ο σκόπελος πάνω στον οποίο οι επαναστάσεις του 20ου αιώνα μοιραίως ναυάγησαν». Αυτή η διαπίστωση μπορεί να χρεώνεται, βέβαια, σε μια απαισιόδοξη αντίληψη που χαρακτηρίζει τον Αγκάμπεν από την μία, αλλά από την άλλη καθιστά φανερό ότι για το ξεπέρασμα των καταστάσεων εξαίρεσης αναδεικνύεται ως αναπόφευκτο, για μια ακόμη φορά, το ζήτημα της καταστροφής του κράτους. Το άλλο σημείο αναφοράς, στο ίδιο πλαίσιο αντιληπτικής προσέγγισης, στο Homo Sacer παρατίθεται o Β. Μπένγιαμιν, από τις Θέσεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας: «Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η “κατάσταση εξαίρεσης” στην οποία ζούμε αποτελεί τον κανόνα. Οφείλουμε να καταλήξουμε σε μια έννοια της ιστορίας η οποία να ανταποκρίνεται σε αυτό το γεγονός. Τότε θα έχουμε απέναντί μας, ως καθήκον, τη δημιουργία μιας πραγματικής κατάστασης εξαίρεσης». Η άρνηση να αντιληφθούμε την κανονικότητα ως διαρκή κατάσταση εξαίρεσης μάς εμποδίζει να αναγνωρίσουμε και την ίδια την κατάσταση εξαίρεσης. Είναι πρόβλημα όταν αντιμετωπίζουμε την κανονικότητα με τον τρόπο που η κυριαρχία επιβάλλει: ως αυτονόητη, ως μια σταθερή συνθήκη που εκπηγάζει από βασικές και αναλλοίωτες κυριαρχικές θεμελιακές αρχές και δεν επιδέχεται καμία απολύτως επεξήγηση. Αντιθέτως, η κάθε είδους απόκλιση είναι αυτή που πρέπει να εξηγήσει τον εαυτό της. Η αναλυτική ανάγκη της επιτελεστικότητας, για την κατανόηση του κόσμου της κυριαρχίας, είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη.

Στο Homo Sacer ο Αγκάμπεν παραθέτει μια θέση του Ζ. Λ. Νανσύ για την εγκατάλειψη ως αναπόφευκτη σχέση με το νόμο: «Εγκαταλείπω σημαίνει παραιτούμαι, αναθέτω, εμπιστεύομαι ή εναποθέτω σε μια κυρίαρχη εξουσία, και αναθέτω, εμπιστεύομαι ή εναποθέτω στο ανάθεμά της, δηλαδή στη διακήρυξη της, στη σύγκλησή της, στην τελική της απόφαση. Εγκαταλειπόμαστε πάντα ως προς ένα νόμο… Η εγκατάλειψη σέβεται το νόμο, δεν δύναται να πράξει διαφορετικά». Η εγκατάλειψη είναι μια συναισθηματική συνθήκη που εύκολα μπορεί να ανιχνευτεί στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ημερών. Δεν είναι, ωστόσο, μια καινοφανής κατάσταση, καθώς αποτελεί εμπρόθετο μέρος των ίδιων των νόμων για την κοινωνική τους πρόσληψη. Η απάντηση του Αγκάμπεν είναι εξαιρετικά χρήσιμη για την ξεθεμελίωση των κυριαρχικών προϋποθέσεων: «Αν κατορθώσουμε να στοχαστούμε το είναι της εγκατάλειψης πέρα από κάθε ιδέα νόμου (ακόμη κι αν πρόκειται για την κενή μορφή μιας ισχύος άνευ σημασίας), θα μπορέσουμε να πούμε ότι σταθήκαμε ικανοί να εξέλθουμε από το παράδοξο της κυριαρχίας προς μια πολιτική απαλλαγμένη από κάθε ανάθεμα».

Η βιοπολιτική μάς κλείνει το μάτι μέσα από τα καθεστώτα εξαίρεσης: «Αν σε κάθε εποχή εναπόκειται στον κυρίαρχο, στο βαθμό που αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης, να αποφασίζει ποια ζωή μπορεί να θανατωθεί δίχως να διαπράττεται ανθρωποκτονία, στην εποχή της βιοπολιτικής αυτή η εξουσία τείνει να χειραφετηθεί από την κατάσταση εξαίρεσης για να μεταμορφωθεί σε εξουσία απόφασης περί του σημείου στο οποίο η ζωή παύει να είναι πολιτικώς υπολογίσιμη». Αυτό που συμβαίνει ήδη στην Ιταλία και την Ισπανία, με την επιλογή των περισσότερο ικανών να επιβιώσουν, έχει ιστορικό βάθος: «το γεγονός πως το εθνικοσοσιαλιστικό Ράιχ σηματοδοτεί τη στιγμή στην οποία η ενοποίηση ιατρικής και πολιτικής, που αποτελεί ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της νεωτερικής βιοπολιτικής, αρχίζει να προσλαμβάνει την ολοκληρωμένη μορφή της. Το στοιχείο αυτό συνεπάγεται ότι η κυρίαρχη απόφαση περί γυμνής ζωής μετατοπίζεται από στενά πολιτικές επιταγές και σφαίρες σε ένα περισσότερο ασαφές πεδίο, όπου ο γιατρός και ο κυρίαρχος φαίνεται να ανταλλάσσουν ρόλους».

Βιώνουμε μια συνθήκη που θέλει να αντλήσει από τον νεοπαγή κίνδυνο ενός κοροναϊού τη νομιμοποίηση για τις δήθεν καινοφανείς μορφές της κυριαρχίας. Τα εργαλεία της κυριαρχίας, όπως φαίνεται, έχουν ιστορικό βάθος, όπως ακριβώς και η διαμεσολάβηση του ιού (αν αφήσουμε στην άκρη τις βιολογικές του καταβολές μέσα στην καπιταλιστική συνθήκη) μεταξύ των ανθρώπινων σχέσεων. Σίγουρα δεν ζούμε μια γυμνή ζωή, όπως την περιγράφει ο Αγκάμπεν, αλλά σίγουρα ζούμε μια συνθήκη έκτακτης ανάγκης, μια συνθήκη εξαίρεσης, χωρίς να γνωρίζουμε ποια είναι τα στοιχεία αυτά που θα ενσωματωθούν στην κανονικότητα του μέλλοντος, έτσι όπως το φαντάζεται η κυριαρχία. Ο Γ. Σταυρακάκης, επιμελητής της ελληνικής έκδοσης του Homo Sacer, στο επίμετρο του βιβλίου γράφει: «Πρόκειται για την πιο απαισιόδοξη, αλλά οπωσδήποτε μια από τις πλέον δόκιμες ερμηνείες του επιχειρήματος του Agamben, σύμφωνα με την οποία στον “διοικούμενο κόσμο” του ύστερου καπιταλισμού ο έλεγχος και η διοίκηση της γυμνής ζωής «αναγνωρίζονται και επιβάλλονται απευθείας ως ουσία της ίδιας της πολιτικής» οδηγώντας μια μακρά όσο και αναπόδραστη ιστορική πορεία στο “τελικό της κλείσιμο”. Εκείνο βέβαια που λείπει από μια τέτοια θεώρηση είναι κάθε αναφορά στους «λόγους, τις δυνάμεις, τα συμφέροντα, τους αγώνες, τα κινήματα, τις στρατηγικές και τους δρώντες που ήταν και παραμένουν εμπλεκόμενοι στην εκδίπλωση της πολιτικής της βιο-κυριαρχίας». Με λίγα λόγια, σύμφωνα με αυτόν τον άξονα κριτικής αποτίμησης, το σχήμα του Agamben φαίνεται πως αδυνατεί να λάβει υπόψη την ενδεχομενικότητα των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων».

Εδώ ακριβώς είμαστε λοιπόν.


Σε πείσμα της δυσοίωνης συνθήκης που ενοχοποιεί το συλλογικό εν ονόματι του “κοινού καλού”, οι συναντήσεις της αφανούς κοινότητας αποκτούν μεγαλύτερη ένταση μετατοπίζοντας τον τρόπο τους, έχοντας προσλάβει έναν διαρκή χαρακτήρα. Η συνθήκη της “ζωής σε καραντίνα” έχει μετατραπεί σε μια συνθήκη αναδιοργάνωσης μέσων και προοπτικών, αναστοχασμού περιεχομένων, επαγρύπνησης αισθητηρίων, διεύρυνσης των εκφραστικών μέσων, πεισματικής δημιουργικότητας. Το μοίρασμα είναι αστείρευτο. Στήνουμε το δικό μας μικρό, αλλά άθραυστο, παρατηρητήριο της επικαιρότητας αποκωδικοποιώντας την κυρίαρχη φαινομενικότητα για να εντοπίσουμε την ουσία όσων συμβαίνουν. Με μοναδική προοπτική να συμβάλλουμε, έτσι ώστε η εξεγερσιακή ευαισθησία να ενισχύεται, ανασυγκροτώντας τα πολιτικά της αισθητήρια. Η διαρκής διαδικασία των συναντήσεων εκβάλλει, με την ίδια λογική, σε ένα διαρκές κείμενο με τίτλο “ζωή σε καραντίνα” όπου κάθε άξονας, τον οποίο επεξεργαζόμαστε, όταν αποκτά μια τελική μορφή δημοσιοποιείται άμεσα. Η “ζωή σε καραντίνα”, στην τελική της μορφή, θα είναι η σύνθεση όλων των επιμέρους κειμένων που θα έχουν δημοσιοποιηθεί ετεροχρονισμένα, κειμένων που ως ψηφίδες θα συνδέονται μεταξύ τους αλληλοσυμπληρούμενες, αλλά χωρίς να έχουν χάσει και την περιεχομενική τους αυτονομία.

Πηγή: Αφανής Κοινότητα

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.