Λάβαμε στις 14/06/2020
Τσάκισε τους μπάτσους όπου τους συναντάς. Δεν έχει σημασία να ξέρεις τον λόγο, τον ξέρουν αυτοί.
Δυστυχώς, όμως, οι αποκτηνωμένοι υποτακτικοί της καπιταλιστικής αυτοκρατορίας δε γαλουχούνται να κατανοούν και να διαπιστώνουν ό,τι δε σχετίζεται άμεσα με την ταυτοποίηση υπόπτων και την εξόντωση παραβατικών -για το κυρίαρχο δικαϊκό σύστημα- ανθρώπων. Το κατεργασμένο και εύπλαστο εγκεφαλικά φύραμα που καταχρηστικά τούς κατατάσσει στους νοήμονες οργανισμούς, είναι η απαραίτητη πρώτη ύλη όταν ο κόσμος του κεφαλαίου μηχανεύεται μεθόδους υπεράσπισης της παραδεδεγμένης κοινωνικής του οργάνωσης. Δεν εξυπηρετεί στον αναστοχασμό και την καλλιέργεια της αυτοσυνείδησης, αλλά στην άμεση και τελεσφόρα κατάπνιξη όσων στοχάζονται και καλλιεργούν τη δική τους σε ένα αντίξοο περιβάλλον αφανισμού εν μέσω κρίσης. Δεν είναι εφικτό γι’ αυτούς να προσεγγίσουν στοχαστικά τον αντίκτυπο των επιλογών τους σε κοινωνική κλίμακα, άρα εξίσου ανέφικτη είναι και η ανάλυση οποιουδήποτε παράγοντα θίγει και διαταράσσει τη σαθρή διανοητική δομή της σκέψης τους, ικανή να τους εξασφαλίζει μόλις μία υποτυπώδη βιολογική συνέχεια. Αντιθέτως, αναρίθμητοι ανά την πλούσια σε αίσχη ιστορία των κρατικών οντοτήτων, δέκτες των συνεπειών του κοινωνικού τους ρόλου (χαρακτηριζόμενου ως επάγγελμα κεφαλαιώδους σημασίας μόνον απ’ όσους αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε ό,τι επιτείνει την παρακμή του ανθρώπου), μπορούν να επιβεβαιώσουν ήδη ότι καθεμιά και καθένας μας, πάντα επηρεασμένος από τις διαφορετικές αφετηρίες, επιθυμίες και στοχεύσεις του, γνωρίζει έστω επιφανειακά: Ο μπάτσος δεν έχει πρόσωπο, και όποιος αγωνίζεται να αποκτήσει πρόσωπο δε γίνεται μπάτσος. Οι μπάτσοι, μια αξιολύπητη ασπίδα επιστρατευμένη ανέκαθεν για την προστασία όσων προσώπων ευδαιμονούν κάνοντας τα δικά μας να συνοφρυώνονται, έχουν -εφόσον εκτελούν μια ενιαία λειτουργία- την ίδια μούρη, και μοναδικός μας ευσεβής και διαχρονικός στόχος: να την κάνουμε να ματώνει.
Δεν πρόκειται, όπως ήδη αναγράφηκε, για δικό μας προνομιακό συμπέρασμα. Όλα τα πληθυσμιακά σύνολα -πάντα λαμβάνοντας υπόψιν τις κοινωνικές τους καταβολές και ατομικές ιδιαιτερότητες- γνωρίζουν ασυναίσθητα πως ο μπάτσος είναι κάτι λιγότερο από άνθρωπος, και εμείς θα προσθέταμε -επηρεασμένοι σαφώς απ’ τα δικά μας κίνητρα- ίσως λίγο λιγότερο από έμβια ύλη. Είναι πρωτίστως μηχανισμός, και οι μηχανισμοί κρίνονται πάντα σε σχέση με τη χρησιμότητα και την αποδοτικότητά τους.
Εδώ, οι άνθρωποι και τα διαφορετικά συλλογικά σώματα ξεκινούν να βαδίζουν σε πολύ διαφορετικά μονοπάτια αποτίμησης. Οι μπάτσοι, εν είδει ενός δαπανηρού και πολυέξοδου μηχανισμού, συγκεντρώνουν πάνω τους το άχθος ποικίλων αξιολογήσεων, προσδοκιών και χρήσεων. Ανταγωνιστικών πολλές φορές, μα πάντα υπό την κοινή θέαση πως η αστυνομία μαζί με όσους την επανδρώνουν συνιστά, στην καλύτερη περίπτωση, έναν θεσμό ζωτικό για την ομαλή συνέχεια της κυρίαρχης κοινωνικής οργάνωσης. Θεσμός · όχι πλάσμα ή ανθρώπινο ον. Ακόμα και ο μέσος φιλήσυχος νοικοκοιραίος γνωρίζει ότι την αστυνομία θα καλέσει εφόσον απειληθούν τα θεσμικά του δικαιώματα, όπως γνωρίζει πως την αστυνομία πρέπει ν’ αποφύγει όταν παρκάρει παράνομα ή όταν λογομαχεί με κάποιον παραβιάζοντας τους κανόνες κοινής ευπρέπειας. Ας αναλογιστούμε πως μέχρι κι οι οργανωμένοι φασίστες προσαρμόζουν την άποψή τους για την αστυνομία και τους μπάτσους αναλόγως τη συγκυρία: Είναι απαραίτητοι και πολύτιμοι όταν αξιοποιούνται για την αναχαίτιση κατατρεγμένων στα σύνορα ή την εξολόθρευση πολιτικών τους αντιπάλων, αλλά τους επιτίθενται χυδαία όταν το ίδιο σώμα επιστρατεύεται για την καταστολή τους σε στιγμές όπου υπερβαίνουν τα όρια ενός επιτρεπόμενου -στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας- ακτιβισμού. Όλοι συμφωνούν πως οι μπάτσοι -και όχι ο Τάσος, Ο Γρηγόρης και ο Βασίλης- κάνουν ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους, είναι χρήσιμοι ή επιβλαβείς, επικίνδυνοι ή ηρωικοί. Κρίνονται πάντα ως σώμα, ως μηχανισμός, ως ρόλος, βάσει του πώς αξιολογείται κοινωνικά η δουλειά τους και από ποιους. Η δουλειά τους είναι να πολεμούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου της καπιταλιστικής κοινωνίας, και όταν πολεμάς στην πρώτη γραμμή είναι φυσικό επακόλουθο να δέχεσαι και τα πρώτα βόλια του αντιπάλου.
Οι μπάτσοι δεν είναι άνθρωποι, δεν είναι ζωντανά πλάσματα, δεν είναι υποκείμενα με ιδιαιτερότητες, προτιμήσεις και ευαισθησίες. Είναι μηχανισμός. Ένας κοινωνικός αυτοματισμός οχύρωσης μιας κοινωνίας θεμελιωμένης στην υπαγωγή του ζωντανού στη μηχανή, ενός κόσμου βασισμένου στην αυτοματοποίηση και απομύζηση κάθε πτυχής του ανθρώπινου βίου και του φυσικού κόσμου.
Δεν είναι απλά ένας ακόμα ρόλος, απότοκος του εργασιακού καταμερισμού και της οργάνωσης της παραγωγής, αλλά ο προαπαιτούμενος για τη διαφύλαξη αμφότερων από τα βέλη της αμφισβήτησης και τις επαναστατικές απόπειρες. Σε μια κοινωνία συστηματικής καθυπόταξης κάθε ατόμου στον μισερό του ρόλο -συνέπεια της εξειδικευμένης εργασίας, της θεαματικής προώθησης απομιμήσεων ζωής, της αδιάκοπης κατασκευής πλασματικών αναγκών, του γενικευμένου διαχωρισμού του ανθρώπου από τις συνθήκες αναπαραγωγής της κοινωνικής του ύπαρξης, και της προώθησης ιδεοληψιών απαραίτητων για τη διαιώνιση των κυρίαρχων σχέσεων-, οι μπάτσοι είναι οι θεματοφύλακες της καθολικής απαξίωσης του ανθρώπινου προσώπου. Ο ρόλος τους, στον οποίο έχουν αφιερώσει τη ζωή τους και βασίσει την υλική αναπαραγωγή τους ως μισθωτά ανδράποδα, είναι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των υπολοίπων, καταστέλλοντας, τιμωρώντας και εξολοθρεύοντας όποιον θελήσει να αρνηθεί τον δικό του. Ο ρόλος τους αναπαριστά τον ρόλο της βαρύτητας στο καπιταλιστικό σύμπαν, θέτοντας όλους τους υπολοίπους σε τροχιά. Είναι το ειδοποιό χαρακτηριστικό των κρατικών ζωνών διαχείρισης της παραγωγής, αφού εκπροσωπούν τη βία που το κράτος εποφθαλμιά να μονοπωλήσει αναζητώντας την ολοκλήρωσή του, όντας τίποτα παραπάνω από οργανωμένη και συγκεντρωτική βία. Ο ρόλος τους καθορίζει τον τρόπο έκφρασης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κάθε μεμονωμένου μπάτσου, και όχι το αντίστροφο. Ο μπάτσος είναι πάντα πρωτίστως μπάτσος, και αυτό τού υπενθυμίζει το υπηρεσιακό όπλο που φέρει μαζί του ακόμα και με την λήξη της βάρδιάς του.
Η αστυνομία είναι επιπλέον το πρότυπο, ο ιδανικός σύμβουλος και ο οδοδείκτης για όλα τα υπόλοιπα επαγγέλματα και τους κοινωνικούς ρόλους. Η στρατιωτική πειθαρχία κατά τη διάρκεια του καθήκοντος και η απόλυτη υποχώρηση του προσώπου μπροστά στις επιταγές του επαγγέλματος αποκαλύπτει εμφατικά τον δέοντα δρόμο για σύνολη την κοινωνική αναπαραγωγή. Δεν είναι διόλου παράξενο το γεγονός ότι τεχνικές πειθάρχησης εφαρμοσμένες στον στρατό και την αστυνομία από τα πρώιμα χρόνια των καπιταλιστικών εθνών-κρατών, τεχνικές όπως η εξάλειψη της ιδιωτικότητας του υποκειμένου, η ιδεολογική κατήχηση στο εκμαγείο των κυρίαρχων ιδεών, η αυστηρή ενστάλαξη του σεβασμού της ιεραρχίας, και η ταύτιση του ατομικού συμφέροντος με αυτό του συλλογικού σώματος, πλέον υιοθετούνται πιστά από τους επιχειρηματικούς ομίλους και τις δεξαμενές σκέψης τους σε μια προσπάθεια εντατικοποίησης της παραγωγής και κατάπνιξης των ατομικών και συλλογικών αντιστάσεων. Στον δρόμο που χάραξε το παράδειγμα της αστυνομίας, ένα επίκαιρο στοίχημα για την οργάνωση της παραγωγής αποτελεί το εγχείρημα απόλυτης ταύτισης του κάθε προσώπου με τις κοινωνικές του λειτουργίες. Από το επάγγελμα μέχρι τις καταναλωτικές του προτιμήσεις εντός μιας καθημερινότητας πλήρως υποταγμένης στην οικονομική αξιολόγηση του κόσμου, στόχος είναι ο άνθρωπος να καθίσταται φορέας του συμβόλου της λειτουργίας του κάθε ώρα και στιγμή.
Αν ως αναρχικές κι αναρχικοί αρνούμαστε πεισματικά την περιχαράκωση της ζωής μας στα στενά πλαίσια των χρήσιμων για την κυρίαρχη πραγματικότητα κοινωνικών ρόλων, αν αναζητούμε διακαώς τους αποτελεσματικότερους τρόπους να τους σαμποτάρουμε, επιφέροντας από τη μία πλήγματα στην κυριαρχία, και διανοίγοντας από την άλλη απελευθερωτικές προοπτικές μέσω των τερπνών στιγμών σύγκρουσης με ό,τι μας καθυποτάσσει, τότε πόσο μίσος πρέπει δικαιολογημένα να υποθάλπτουμε για όσους επέλεξαν να φορέσουν τη στολή της ντροπής και να παραταχθούν απέναντί μας αναλαμβάνοντας τις πιο βρώμικες υπηρεσίες στο όνομα προστασίας της καθεστηκύιας τάξης;
Ρητορικό το ερώτημα αφού σε όποια γωνία υποχώρησης των δημοκρατικών ιδεολογικών προφάσεων κι αν στρέψει κανείς το βλέμμα, η αποφορά από τα ένστολα περιττώματα είναι ανυπόφορη. Ξεχειλίζει όταν τους βλέπουμε στους δρόμους να περιπολούν υπάκουα, σε επαγρύπνηση για ό,τι απειλεί με την παρουσία του να ξεσκεπάσει τις αντιφάσεις αυτής την κοινωνίας εκθέτοντας την παρακμή της. Όταν τους βλέπουμε στα σύνορα να σακατεύουν κολασμένους. Όταν τους βλέπουμε στις πορείες ξαμολημένους να χτυπούν και να εξευτελίζουν με τις πλάτες του νόμου. Όταν τους βλέπουμε με τα παραχωρημένα όπλα τους να δολοφονούν νόμιμα, αδιαφορώντας για την προέλευση και την ταυτότητα του θύματός τους, αφού αυτοί δεν αναγνωρίζουν στους παραβατικούς το προνόμιο να είσαι άνθρωπος. Όταν τους βλέπουμε να μολύνουν όλο και περισσότερο τους δρόμους της πόλης με την ποταπή παρουσία τους, παρενοχλώντας κατατρεγμένους και εκτονώνοντας τους κτηνώδεις συμπλεγματισμούς τους σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, προασπίζοντας τα συμφέροντα και την περιουσία κάθε αφεντικού ή πολιτικού, όσο οι αποφάσεις τους μαζί με το βάθεμα των ταξικών χασμάτων και την περαιτέρω υποβάθμιση της ζωής συνυπογράφουν τη συνέχεια του αστυνομικού κράτους ως απάντηση στις παραπάνω συνέπειες. Όταν τους βλέπουμε στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης να αναχαιτίζουν τους αγώνες των εγκλείστων, φροντίζοντας εν συνεχεία την εκτέλεση οποιασδήποτε εκδικητικής διοικητικής απόφασης. Όταν τους βλέπουμε να φρουρούν με σθένος κάθε εμπορικό, καταναλωτικό και χρηματιστηριακό ναό, αποτρέποντας οποιαδήποτε υποτίμηση των θεμελιωδών για την κοινωνία του εμπορεύματος (που καθιστά τον παρασιτισμό τους απαραίτητο) κατηγοριών μέσω απαλλοτριώσεων, βανδαλισμών, λεηλασιών και άλλων επιθέσεων. Και τους βλέπουμε παντού, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους: να φαίνονται στη θέση όσων αποτελούν τα πραγματικά διαχειριστικά και οργανωτικά εξαρτήματα του νόμου και της αγοράς. Όπου αυτά προσκρούουν σε σκοπέλους αντίστασης, οι μπάτσοι είναι εκεί να εκτελέσουν το λειτούργημά τους. Και όταν αυτό επιτελείται, κανένας και καμιά απέναντί τους δεν αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστό πρόσωπο, μα ως αφαίρεση δεσποτικά εξομοιωμένη από τις τεχνικές ποινικοποίησης και καταστολής.
Το παράδοξο εντοπίζεται στο ότι, ενώ οι μπάτσοι υπάρχουν ώστε να τους βλέπουμε -καθώς στην επιβλητική παρουσία τους παίζεται η αποτελεσματικότητα της δραστηριότητάς τους-, τείνουμε καμιά φορά παράλληλα να τους παραβλέπουμε, έμφορτοι από ανθρωπιστικά ιδεώδη και λοιπούς ρομαντικούς εξωραϊσμούς. Τους αντιμετωπίζουμε σαν ανθρώπους, σαν νοήμοντα όντα, σαν πρόσωπα, ξεχνώντας πως οι μηχανές δεν έχουν πρόσωπο, και πως, όταν χρησιμοποιούνται για την καταστολή, την καθυπόταξη και τον έλεγχό μας (ζημιώνοντάς μας), οφείλουμε να τους διαλύουμε.
Ο εξανθρωπισμός της αστυνομικής μηχανής πραγματοποιείται απ’ όσους πιστεύουν ακόμα πως μπορούν να μεταχειριστούν τη σκόπιμα καλοκουρδισμένη αυτή μηχανή παραγωγής δυστυχίας, απόγνωσης, φτώχιας, ασχήμιας, βίας και ταπείνωσης προς το συμφέρον και τους σκοπούς τους, ή προς το συμφέρον και τους σκοπούς όσων ποδηγετούν τη συνείδησή τους. Αυτοί, ενώ μετέρχονται την αστυνομική μηχανή και, κατ’ επέκταση, τους μπάτσους ως απλά όργανα του νόμου και εξυπηρετικούς για τις επιδιώξεις τους εκτελεστές θεσμικών αποφάσεων, επιχειρούν να καταστήσουν οικεία και προσιτή στην υπόλοιπη κοινωνία μία μηχανή υποτίμησης του ανθρώπου, εξανθρωπίζοντάς την. Εμείς, κομμάτι μιας πολιτικής παράδοσης εναντίωσης σε κάθε υπαγωγή του ανθρώπου στους κοινωνικούς αυτοματισμούς, καθώς και όσες και όσοι δεν προσδοκούν ν’ αποκτήσουν θέση περιωπής εντός μιας τάξης ολοκληρωτικής καθυπόταξης του υποκειμένου στον ρόλο και την λειτουργία του, αντιλαμβανόμαστε τους μπάτσους ως έναν στυγνό μηχανισμό εξουσίας, έχοντας απομακρυνθεί από κάθε ανθρωπιστική πρόφαση που θολώνει το πεδίο κατανόησης της καθημερινής μας εμπειρίας. Εξάλλου, κάθε παραμορφωτικό φτιασίδωμα απόκρυψης ενός ωμού μηχανισμού καταστολής προσιδιάζει στην ψυχοσύνθεση όσων αυτο-θυματοποιούνται και δικαιολογούν την απραξία τους μπροστά στην ισχύ και τα όργανα του νόμου.
Όσο λοιπόν προσπαθούν να μας πείσουν ότι κάθε ξεχωριστός μπάτσος είναι κάτι περισσότερο από μία στολή, όλα τα επιχειρήματα και οι λογικοί συνειρμοί δίχως στρεψοδικίες διαφωνούν. Αν υποχρεωτικά συρθούμε στη θέση να ποσοτικοποιήσουμε τη σύγκριση, τότε ενδείκνυται να ομολογήσουμε πως ο κάθε μεμονωμένος μπάτσος είναι κάτι λιγότερο από μία στολή. Γιατί η ζωή ενός ανδρείκελου πρόθυμου να εκποιήσει την ατομικότητά του με αντάλλαγμα έναν χωλό μισθό και μία θέση υποτυπώδους εξουσίας, είναι από μόνη της ενδεικτική των προτεραιοτήτων του κάθε ενστόλου, και δεν πρόκειται να διαφωνήσουμε στην προκειμένη μαζί τους.
Η ζωή κάθε μεμονωμένου μπάτσου αξίζει λιγότερο από την επονείδιστη στολή του, άρα είναι αποτελεσματικότερο για όλες και όλους μας να προτιμάμε τη συμπλοκή μαζί τους όταν βρίσκονται εκτός υπηρεσίας. Το καλό είναι πως, μαζί με τα καθημερινά τους ρούχα, δεν ανακτούν και την ξεπουλημένη τους ανθρωπινότητα. Όπως εμείς δεν είμαστε αναρχικές κι αναρχικοί μόνο όταν φοράμε κουκούλα, όταν επιτιθόμαστε στην έννομη τάξη ή κατεβαίνουμε σε συνελεύσεις, έτσι κι αυτοί δε σταματούν να είναι μπάτσοι όταν περιδιαβαίνουν δίχως τη στολή, όταν μοιράζονται χρόνο με όσους έχουν το θράσος να είναι φίλοι τους ή αράζουν στα εξαγορασμένα από τον μισθό της ξεφτίλας σπίτια τους. Δεν είναι λιγότερο μπάτσοι, απλά είναι μπάτσοι ανυπεράσπιστοι, ανυποψίαστοι κι ευάλωτοι μπρος στις ξαφνικές εμπνεύσεις μας. Ας μην τους παραδώσουμε αμαχητί το προνόμιο να μας αποσπούν από την “οικιακή γαλήνη” όποτε αυτοί θελήσουν, επειδή δεν αναγνωρίζουν στην εξόντωσή μας κάτι πέραν της δικαιολόγησης του μισθού τους. Ας τους το ανταποδώσουμε επιστρέφοντάς τους ό,τι προέκυψε από την συνειδητοποίηση των αιτιών του άλγους μας. Κάθε αποσυναρμολογημένο εξάρτημα της αστυνομικής μηχανής αποτελεί κερδισμένο έδαφος από την ασφυκτική καπιταλιστική κανονικότητα. Συνεπάγεται περισσότερες ελεύθερες πνοές στο πνιγηρό περιβάλλον της αυτοματοποιημένης μητρόπολης.
Γι’ αυτό τσακίστε τους όπου τους βρείτε. Σακατέψτε τους τις πιο ευάλωτες κι απρόσμενες στιγμές, και μαζί τους κάθε όνειρο να γαλουχήσουν μόμολα τα οποία καρτερούν να μπουν σε μπατσοσχολές ενισχύοντας τις άμυνες του κυρίαρχου συστήματος κοινωνικής οργάνωσης. Ένας τραυματισμένος ή αποσυρμένος μπάτσος, εκτός της συμβολικής του αξίας, είναι επίσης ένας ένστολος εκτελεστής των κατασταλτικών πολιτικών λιγότερος, ένα πετυχημένο σαμποτάζ όπως όλα τα άλλα στην καπιταλιστική μηχανή. Πολλές φορές μάλιστα, το ίδιο το σύστημα πρόσληψης και τροφοδότησής τους αποδεικνύει πόσο κοστίζει η ζωή και η ακεραιότητά τους, όταν τους εκθέτει προκειμένου ν’ αποτρέψει πιθανές καταστροφές άλλων κοινωνικών δομών, όπως εμπορικά κέντρα, πολιτικά μέγαρα, γραφεία εταιρειών, λεωφόροι. Κάποιος μάλιστα θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τους σεβόμαστε περισσότερο από το σύστημα χρηματοδότησης που υπηρετούν, όταν ως ανθρώπινους στόχους τούς ιεραρχούμε πιο ψηλά από τα κέντρα κυριαρχίας που καλούνται να προστατέψουν ως μέρος του επαγγέλματός τους. Αφού συμφωνούμε όμως πως όντως ένας μπάτσος αξίζει λιγότερο από ένα άδειο ταμείο ή έναν πυρπολημένο στόχο, και αφού γνωρίζουμε πως όπου κι αν κινηθούμε θα τους βρούμε απέναντί μας, ας ξεκινήσουμε το σμπαράλιασμά τους για να χαράξουμε ρότα προς πιο ουσιώδεις κι ευγενείς σκοπούς.
Τσακίστε τους στα σπίτια, στις γειτονιές και στις εξόδους τους. Σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους. Με παρέα ή μόνους τους. Με στολή ή χωρίς. Όλοι μας έχουμε έναν γνωστό μπάτσο, έναν συγγενή ή έναν γνωστό γνωστού. Τα μιάσματα κυκλοφορούν ανάμεσά μας ως επί το πλείστον αφύλακτα κι ανυποψίαστα. Αν διστάζουμε οι ίδιοι να αναλάβουμε δράση και πρωτοβουλίες, ας μιλήσουμε σε όσες δε συγκρατούνται από ενδοιασμούς κι αδημονούν ν’ αξιοποιήσουν δημιουργικά τις πληροφορίες. Στο εξωτερικό έχουν ήδη ξεκινήσει οι μαζικές εκθέσεις προσωπικών δεδομένων μπάτσων σε αντιεξουσιαστικά μέσα αντιπληροφόρησης, και κάτι τέτοιο σίγουρα συνιστά παράδειγμα προς μίμηση. Μην ξεχνάμε πως πρόκειται για αδύναμα, θρασύδειλα, απρόσωπα σκουπίδια που, δίχως τη στολή και την προστασία των υπερεξοπλισμένων από το κράτος συναδέλφων τους, θα τρέκλιζαν από φόβο αντιμέτωπα με τις ερεθισμένες από την άθλια δράση τους ορέξεις μας. Η αύξηση των περιστατικών επιθέσεων σε αστυνομικούς είναι προσέτι ο ενδεδειγμένος τρόπος να υπερφορτώσουμε τον μηχανισμό πρόληψης και αντιμετώπισης εγκλήματος, πολλαπλασιάζοντας τις πιθανότητες οι δράστες να μην προλαβαίνουν να ταυτοποιηθούν και να συλληφθούν από τους εύθικτους γραφειάτους ερευνητές.
Ξύλο, μηχανισμοί, στοχοποίηση, όπλα, αναλόγως τα ευκταία επίπεδα βίας των ενδιαφερομένων, όλα είναι χρήσιμα και επιθυμητά για την καταστροφή όσων καταστέλλουν επί μισθώση. Καθώς η τεχνολογία, οι πολιτικές ηγεμονίες και οι κυρίαρχες δεξαμενές σκέψης αφιερώνουν σταδιακά όλο και περισσότερο χρόνο στην αναβάθμιση του οπλοστασίου της κρατικής μηχανής υλικά και ιδεολογικά, είναι θανάσιμη παγίδα η υιοθέτηση στάσης οίκτου απέναντι στους φρουρούς της όψιμης καπιταλιστικής δυστοπίας. Ειδικά μάλιστα όταν καταντάει να συνεισφέρει στην αποσιώπηση της διόλου τυχαίας αύξησης των κρουσμάτων αστυνομικής βίας και κατάχρησης εξουσίας, συγκαλύπτοντας υποκριτικά τα αίτιά της.
Κλείνοντας, οφείλουμε ν’ αποδεχτούμε μία δυσοίωνη πρόβλεψη. Όσο δεν επιτιθόμαστε στα οπλισμένα χέρια που υπερασπίζονται τα τείχη της φιλελεύθερης δημοκρατικής αυτοκρατορίας, αυτή θα τα ενισχύει, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα ανατροπής της με υλικούς όρους σε ένα υποθετικό μέλλον. Το θέμα δυστυχώς καθίσταται ολοένα και πιο απλό: Ή θα τσακίσουμε την αστυνομική μηχανή μαζί με τα εξαρτήματά της ή θα χάσουμε σύντομα κάθε ευκαιρία να αρθρώνουμε λόγο πάνω στη λειτουργία και τις μεθόδους της, αποκλεισμένες και αποκλεισμένοι βίαια εντελώς από τις δυνατότητες διαχείρισης των ζωών μας.
Επίθεση, εκδίκηση και μνήμη πάντα ακονισμένη.
Να χαράξουμε την προοπτική της ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού κόσμου, περνώντας πάνω απ’ την πρώτη γραμμή της πολεμικής του μηχανής.
Δεν ξεχνάμε τον George Floyd, και τον κάθε George Floyd που έπεσε κάτω απ’ την μπότα των σύγχρονων πραιτωριανών.
Δεν ξεχνάμε τα έγκλειστα αναρχικά συντρόφια μας, και κάθε άνθρωπο που βιώνει τη βίαιη συνθήκη της αιχμαλωσίας.
Δεν ξεχνάμε τα 2 συντρόφια μας στη Θεσσαλονίκη που συνελήφθησαν στις 27/5 λόγω υποθέσεων των μπάτσων περί στοχοποίησης του Δ. Σταμάτη, πρώην υπουργού της Ν.Δ. και νυν προέδρου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.
Δεν ξεχνάμε τα συντρόφια μας στην Ιταλία που διώχθηκαν και αφέθηκαν με περιοριστικούς όρους στα πλαίσια της επιχείρησης “Ritrovo”, όπως επίσης και τα συντρόφια που συνελήφθησαν στα πλαίσια της επιχείρησης “Bialystock” στις 12/6, 5 εκ των οποίων φυλακίστηκαν και 2 τέθηκαν υπό κατ’ οίκον κράτηση.
Consumimur Igni
Απρόσωπη πρωτοβουλία ενάντια στη μηχανή παραγωγής βίας και θανάτου
Leave a Reply