Άνθρωποι και αγάλματα

Τα πρόσφατα γεγονότα που προέκυψαν στην επικαιρότητα με αφορμή τους βανδαλισμούς μνημείων διαφόρων αμφιλεγόμενων προσωπικοτήτων της ιστορίας, είναι ένα αρκετά εύγλωττο σύμπτωμα των σημείων των καιρών, που σίγουρα φανερώνει πολλά για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η σύγχρονη δυτική κοινωνία, αλλά όχι όμως αυτά που φαντασιώνονται όσοι συμμετέχουν στα «οδοφράγματα» αυτής της ιδιότυπης σκιαμαχίας. Ο Ρενέ Γκενόν (René Guénon), θρεμμένος από ένα πνεύμα λατινικό που τον θωράκιζε απέναντι στον ρομαντικό πεσσιμισμό της γερμανικής σκέψης, είχε διαγνώσει ορθά, ήδη από το 1937, την ασθένεια που ταλαιπωρεί την μοντέρνα, εκκοσμικευμένη κοινωνία: «Στην εποχή μας, επικρατεί παντού μια παράξενη έλλειψη της αίσθησης της αναλογίας, που κάνει πολλούς όχι μόνο να συγχέουν το ουσιώδες με ό,τι πιο τυχάρπαστο ή ασήμαντο, αλλά να βάζουν στη θέση του κανονικού το ανώμαλο και το άνομο στη θέση του νόμιμου, σαν να ήταν όλα ίδια και να είχαν το ίδιο δικαίωμα ύπαρξης. Για να ξεφύγουμε από αυτή τη σύγχυση οφείλουμε κατ’ αρχάς να είμαστε ικανοί να τοποθετούμε το κάθε πράγμα στη θέση του, δηλαδή να βρίσκουμε την ακριβή του σχέση με τα υπόλοιπα, σύμφωνα με τη φύση και τη σημασία του. Κάτι που ο μεγαλύτερος αριθμός των συγχρόνων μας δεν μπορεί να κάνει, γιατί του λείπει κάθε αίσθηση ιεράρχησης»[1]. Είναι αυτή ακριβώς η έλλειψη της αίσθησης της αναλογίας που κάνει τους σημερινούς ανθρώπους, όχι μόνο να ερμηνεύουν λάθος τα φαινόμενα, αλλά και να προσλαμβάνουν ως πραγματικότητα ένα κατεξοχήν μη γεγονός.

Από τη μια μεριά, οι υπερασπιστές της συντήρησης έχουν άδικο να φοβούνται τον βανδαλισμό μερικών, αμφίβολης καλλιτεχνικής ποιότητας, αδριάντων. Θά ‘πρεπε μάλλον να αναλογιστούν το πιο γνωστό ιστορικό παράδειγμα καταστροφής έργων τέχνης, αυτό του Βυζαντίου: εκατό χρόνια εικονομαχίας και αιματηρού εμφύλιου δεν κατάφεραν να αλλοιώσουν ούτε στο ελάχιστο την πνευματική ραχοκοκκαλιά της Αυτοκρατορίας κι αυτό γιατί η ορθόδοξη παράδοση κατείχε μίαν αναμφισβήτητα κεντρική θέση τόσο στη συνείδηση των υπηκόων της όσο και στην οργάνωση της καθημερινής τους ζωής. Αν ο φόβος των σύγχρονων συντηρητικών υποδηλώνει κάτι, είναι μάλλον το ότι και οι ίδιοι δεν είναι πλέον και τόσο σίγουροι για τις αξίες τις οποίες υπερασπίζονται δημόσια – κίνδυνος πολύ μεγαλύτερος από την καταστροφή μερικών αντικειμένων… Από την άλλη, ούτε και οι πολεμοχαρείς ακτιβιστές έχουν δίκιο να νομίζουν ότι με το να επιτίθενται σε ένα κομμάτι μάρμαρο ή μπρούτζο κάνουν κάτι περισσότερο από το να ξεσπάνε την μνησικακία τους ή ότι βοηθούν κατά οποιοδήποτε τρόπο να μειωθεί η αδικία που υφίστανται οι άνθρωποι: οι αδριάντες δουλεμπόρων δεν είναι η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα του κακού και αν συγχέουμε αυτά τα δύο (το αίτιο και το αποτέλεσμα), τότε οι όποιες πράξεις μας δεν μπορούν παρά να έχουν όση αποτελεσματικότητα έχει και μια τελετουργία βουντού, όταν τρυπώντας ένα ομοίωμα θέλουμε να προκαλέσουμε πραγματικό κακό στο αναπαριστώμενο πρόσωπο.

Οι σημερινοί ακτιβιστές δεν έχουν ούτε το κουράγιο του Σπάρτακου, που βάδισε ενάντια στις λεγεώνες, ούτε  την συνέπεια ενός μοντέρνου εστέτ όπως ο Μαρινέττι, που επιθυμούσε να πυρπολήσει το Λούβρο, αλλά και ούτε τον εικονοκλαστικό ηρωισμό ενός Ρεμπώ, ο οποίος αφού έφτασε ως το απώτατο όριο τις δυνατότητες της ποίησης, είχε την τόλμη να βυθίσει το «εγώ» του στην ανωνυμία της καθημερινής ζωής “των άλλων”. Σε αντίθεση με τις εμβληματικές αυτές προσωπικότητες της εξέγερσης, οι σύγχρονοι επαναστατημένοι αρκούνται στο πλιάτσικο: δηλαδή σε αντιδράσεις αγέλης, οι οποίες φανερώνουν ότι όσοι συμμετέχουν σε αυτές δεν αποτελούν ενεργά υποκείμενα αλλά μια άμορφη, παθητική μάζα, η οποία όχι μόνο δεν μπορεί να «ξαναγράψει την ιστορία», αλλά, λόγω της ίδιας της φύσης της, είναι καταδικασμένη να υφίσταται τις συνέπειες των αποφάσεων αυτών που πραγματικά κρατούν τα νήματα του κόσμου στα χέρια τους.

Η έλλειψη αίσθησης της αναλογίας έχει όμως κι ένα άλλο αποτέλεσμα στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία προσλαμβάνει αυτά τα γεγονότα. Τόσο οι απόστολοι της εξαναγκαστικής αλληλεγγύης και του υστερικού δικαιωματισμού, όσο και αρκετοί αντίπαλοί τους, κάνουν το λάθος να βλέπουν αυτά τα φαινόμενα με όρους πολιτικής ή οικονομικής σύγκρουσης, δηλαδή λίγο πολύ ουσιοκρατικά, σαν έναν ηρακλείτειο πόλεμο μεταξύ αντιτιθέμενων στοιχειακών δυνάμεων, το αποτέλεσμα του οποίου θα φέρει, υποτίθεται, την ανατολή ενός νέου κόσμου. Δυστυχώς γι’ αυτούς, η πραγματικότητα δεν είναι απλά πιο πεζή, αλλά και ουσιωδώς διαφορετική. Αυτά που συμβαίνουν αποτελούν βέβαια συμπτώματα παρακμής, τα αίτια της οποίας όμως δεν είναι εξωτερικής αλλά εσωτερικής προέλευσης, άμεσα συνδεδεμένα με την αγωνία και τα αδιέξοδα του νεωτερικού πολιτισμού. Πρόκειται για αποτελέσματα μιας ασθένειας, συγγενικής με αυτή της απώλειας της αίσθησης της αναλογίας, που κατατρώει τα σπλάχνα του δυτικού πολιτισμού εδώ και δύο αιώνες, και την οποία ορίζει ο Ρενέ Αλλώ (René Alleau) στο έργο του Η Επιστήμη των Συμβόλων[2]: πρόκειται, ισχυρίζεται ο Γάλλος ιστορικός, για ένα «παραλήρημα ιδεολογικής αφαίρεσης» που οφείλεται στην «απώλεια του νοήματος της ζωτικής αξίας της ποίησης» και κατ’ επέκταση στην πλήρη παρανόηση της έννοιας και της λειτουργίας του συμβολικού. Με τον όρο “ποίηση”, ο Αλλώ δεν εννοεί βέβαια το φιλολογικό είδος, αλλά τον εν γένει διαμεσολαβητικό Λόγο που καθιστά δυνατή «τη μετουσίωση της φύσης και την ενσάρκωση του πνεύματος», την κατεξοχήν δηλαδή πολιτισμική και εκπολιτιστική δραστηριότητα που επιτρέπει στον άνθρωπο να τοποθετηθεί στον κόσμο και να ιχνηλατήσει το νόημα της ύπαρξής του. Η απώλεια της κατανόησης του λόγου ως συστήματος αναλογιών και ο υποβιβασμός του σε απλό κώδικα – είναι ακριβώς το φαινόμενο της διάρρηξης του δεσμού μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου, μεταξύ λέξης και κόσμου, για το οποίο γράφει ο Τζορτζ Στάινερ στο βιβλίο του Real Presences – κάνει το σύγχρονο πνεύμα να ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο εξίσου λανθασμένες ερμηνείες της γλώσσας: από τη μια μεριά απλός κώδικας κενός περιεχομένου και φορέας πληροφορίας (ο θρίαμβος της ψηφιοποίησης), και από την άλλη, ειδωλολατρία του εικονικού και πλαστογράφηση συμβόλων (ο θρίαμβος της φωτογραφικής εικόνας).

«Η υποσυνείδητη αίσθηση της ιστορικής αποτυχίας του αστικού πολιτισμού εκδηλώνεται, όπως εξ άλλου και σε κάθε νευρωτική κρίση, με μια κρίση πυρετικού συμβολισμού», γράφει ο Αλλώ[3] και είναι ακριβώς επειδή η σύγχρονη κοινωνία έχει λησμονήσει την λειτουργία της αναλογίας που συγχέει την αναπαράσταση με το αναπαριστώμενο, το συμβολικό και το πραγματικό: ο (πραγματικός) θάνατος ενός ανώνυμου πολίτη μετατρέπεται αυτόματα σε παγκόσμιο σύμβολο καταπίεσης, του οποιουδήποτε, οπουδήποτε και για οτιδήποτε, ενώ ένας (κατασκευασμένος) πίνακας ή μια (κατασκευασμένη) ταινία προσλαμβάνονται ως απτή πράξη βίας που χρήζει άμεσης δικαστικής επέμβασης. Αυτή η ανικανότητα διάκρισης πραγματικού και συμβολικού αποτελεί πλέον μια πραγματική αναπηρία για τη σημερινή κοινωνία, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την οπισθοδρόμηση της πνευματικής ορθοκρισίας του μέσου ανθρώπου, αλλά και σε σχέση με την δύναμή του να επηρεάζει τα κοινά και να δρα. Γι’ αυτό και η οποιαδήποτε δράση του σημερινού “πολίτη”, όση βία κι αν εκλύει, δεν μπορεί να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στο πραγματικό, μιας και αποτελεί, ήδη εν τη γενέσει της, μια “νευρωτική” αντίδραση στο εικονικό σύμπαν των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που είναι και το κατεξοχήν σύστημα εκμετάλλευσης της σύγχυσης πραγματικού και συμβολικού.

Αυτός εξ άλλου είναι ο λόγος για τον οποίο ο σύγχρονος, ψηφιακός ακτιβισμός εξαπολύει όλο και συχνότερες και πιο μανιασμένες επιθέσεις στη τέχνη και στα διάφορα καλλιτεχνικά προϊόντα και όχι στη καθαυτό εξουσία και στα κέντρα της: σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζεται, το καίριο πρόβλημα του σύγχρονου ανθρώπου, παγιδευμένου στις οθόνες και στο θέαμα, δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά η αναπαράσταση, ενώ το “πραγματικό” δεν είναι παρά πρόφαση και δεκανίκι. Η στάση των σύγχρονων χιλιαστών του δικαιωματισμού απέναντι στην τέχνη δεν έχει τις ρίζες της στην παλιά εικονομαχία ή στη δογματική disputatio των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά μάλλον στον εξαγνιστικό φανατισμό του Σαβοναρόλα – ο πρώτος στη νεωτερική εποχή που έκαψε στην πυρά έργα τέχνης για πολιτικούς σκοπούς – και βέβαια στα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα στον ναζισμό. Οι ναζιστές – δεξιοτέχνες του πολιτικού ακτιβισμού – μπορεί να διοργάνωναν χάπενινγκ καίγοντας βιβλία, αλλά ποτέ δεν πείραξαν τα πρωτότυπα έργα τέχνης που κατάσχεσαν από τα μουσεία και τις συλλογές της Γερμανίας· αντιθέτως, τα φύλαξαν προσεχτικά προκειμένου να τα πουλήσουν, αναγνωρίζοντας έτσι έμμεσα την “αξία” τους και φανερώνοντας ταυτόχρονα την αδιαφορία τους για την τέχνη καθαυτή. Αυτό που ενδιέφερε τους ναζί ήταν η τέχνη ως μέσο διάπλασης και χειραγώγησης της κοινωνίας, η τέχνη ως προπαγάνδα, η οποία για να είναι αποτελεσματική έπρεπε να εξαγνιστεί, να ευθυγραμμιστεί δηλαδή με την κυρίαρχη ιδεολογία. Γι’ αυτό και τους αρκούσε απλά η απόσυρση των ενοχλητικών έργων από την κοινή θέα και από την συλλογική μνήμη. Είναι το ίδιο ακριβώς που συμβαίνει και σήμερα: τα έργα τέχνης του παρελθόντος φυλάσσονται ζηλότυπα σε μουσεία και συλλογές ως ανυπολόγιστης αξίας σπάνια αντικείμενα, την ίδια στιγμή που η μοντέρνα σεμνοτυφία απαιτεί τον κατάλληλο υπομνηματισμό τους, προκειμένου να καταστούν ακίνδυνα για τα χρηστά ήθη της πολιτικής ορθότητας.

Και βέβαια, ό,τι επιχειρείται στον τομέα της τέχνης, αποτελεί κοινή τάση σε όλα τα κοινωνικά πεδία: ο συνεχής πειραματισμός στο κοινωνικό σώμα, κυρίαρχη τάση όλης της νεωτερικότητας,  προκαλεί όλα αυτά τα φαινόμενα εννοιολογικής “κοπτοραπτικής”, τα οποία με τη σειρά τους παράγουν έναν όλο και πιο ασφυκτικό νομικισμό, μια εμμονική τάση για όλο και περισσότερες νομοθετικές ρυθμίσεις, μέσω των οποίων οι διάφορες κοινωνικές ομάδες παντοειδούς τύπου (φυλετικές, σεξουαλικές, ΜΚΟ κτλ.) προσπαθούν να προσεταιριστούν λίγη από την συνεχώς διογκούμενη κρατική εξουσία. Κι αν είναι παρακινδυνευμένο να προδικάσουμε με βεβαιότητα το αποτέλεσμα της διαδικασίας αποσύνθεσης της δυτικής κοινωνίας, οφείλουμε τουλάχιστον να έχουμε υπ’ όψιν, αν θέλουμε να την κατανοήσουμε έστω και κατ’ ελάχιστο, ότι αυτή η μάχη είναι ένας εμφύλιος πόλεμος στα σπλάχνα του μετα-αστικού πολιτισμού, στον οποίο τα όποια αλλοεθνή ή αλλόφυλλα θύματα παίζουν ένα ρόλο καθαρά υποβοηθητικό και συμβολικό, δηλαδή διακοσμητικό, είτε ως είδωλα είτε ως φετίχ, αλλά σε καμία περίπτωση ως ενεργούντα υποκείμενα ικανά να αλλάξουν τη μοίρα τους.


[1]René Guénon, Il Demiurgo e altri saggi, Adelphi 2007, σελ. 212.

[2]René Alleau, La Science des Symboles, Payot 1976, σσ. 236,237.

[3]ό.π.

Πηγή: respublica

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.