Εισαγωγικό Σημείωμα της Ελληνικής Μετάφρασης
Το κείμενο πoυ ακολουθεί γράφτηκε από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν το 1914-15 και δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Der neue Merkur το 1915. Μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον RodneyLivingstone και αναδημοσιεύτηκε στη συλλογή κειμένων με τίτλο Walter Benjamin, Selected Writings Volume 1, 1913-1926 (Belknap Press of Harvard University Press, Cambridge, MA: 1996). H ελληνική μετάφραση έγινε από τα αγγλικά.
Πριονιστήριο το Χρυσό Χέρι
Σεπτέμβρης 2009
Υπάρχει μια αντίληψη της ιστορίας που εναποθέτει την πίστη της στο άπειρο εύρος του χρόνου και, επομένως, ενδιαφέρεται μονάχα για την ταχύτητα – ή για την έλλειψη ταχύτητας – με την οποία οι άνθρωποι και οι εποχές προχωράνε στο μονοπάτι της προόδου. Αυτή η αντίληψη αντιστοιχεί σε μια ορισμένη έλλειψη συνοχής και αυστηρότητας ως προς τις απαιτήσεις που θέτει στο παρόν. Αντίθετα, οι ακόλουθες παρατηρήσεις σκιαγραφούν μια ιδιαίτερη συνθήκη όπου η ιστορία εμφανίζεται συμπυκνωμένη σε ένα μόνο επίκεντρο σημείο, όπως εκείνα που υπάρχουν παραδοσιακά στις ουτοπικές εικόνες των φιλοσόφων. Τα στοιχεία της έσχατης κατάστασης δεν εκδηλώνονται ως άμορφες προοδευτικές τάσεις αλλά είναι βαθιά ριζωμένα σε κάθε παρόν με τη μορφή των πλέον απειλούμενων, αποφλοιωμένων και γελοιοποιημένων ιδεών και προϊόντων της δημιουργικής σκέψης. Το καθήκον του ιστορικού είναι να αποκαλύψει αυτή την εμμενή κατάσταση τελειότητας και να την καταστήσει απόλυτη, να την καταστήσει ορατή και κυρίαρχη στο παρόν. Αυτή η συνθήκη δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με όρους μιας πραγματιστικής περιγραφής των λεπτομερειών (ιστορία των θεσμών, των εθίμων κ.ο.κ.)· στην πραγματικότητα, διαφεύγει αυτών των λεπτομερειών. Αντίθετα, το καθήκον είναι να γίνει αντιληπτή η μεταφυσική δομή αυτής της συνθήκης – όπως συμβαίνει με τη μεσσιανική σφαίρα ή με την ιδέα της Γαλλικής Επανάστασης. Αξίζει τον κόπο να περιγραφεί η σημερινή σημασία των φοιτητών και του πανεπιστημίου, η σημασία της μορφής που έχει η παρούσα ύπαρξή τους, μόνο εφόσον κατανοηθούν ως μια μεταφορά, ως εικόνα της υψηλότερης μεταφυσικής κατάστασης της ιστορίας. Μόνο τότε αυτή η κατάσταση θα γίνει κατανοητή και εφικτή.
Μια τέτοια περιγραφή δεν αποτελεί ένα κάλεσμα στα όπλα ούτε ένα μανιφέστο· και τα δύο αυτά είναι εξίσου μάταια. Αλλά ρίχνει φως στην κρίση που, μέχρι σήμερα, παραμένει θαμμένη στη φύση των πραγμάτων. Αυτή η κρίση θα οδηγήσει στην αποφασιστική λύση που θα συνεπάρει τους λιπόψυχους και στην οποία θα ενδώσουν οι γενναιόκαρδοι. Ο μόνος τρόπος να πραγματευθεί κανείς την ιστορική σημασία των φοιτητών και του πανεπιστημίου είναι να εστιάσει στο σύστημα συνολικά. Εφόσον απουσιάζουν οι προϋποθέσεις γι’ αυτό, η μόνη δυνατότητα είναι να απελευθερωθεί το μέλλον από τις παραμορφώσεις του στο παρόν μέσω μιας πράξης επίγνωσης. Αυτό πρέπει να είναι το αποκλειστικό έργο της κριτικής.
Το ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί αφορά τη συνειδητή ενότητα της φοιτητικής ζωής. Αυτό είναι το σημείο αφετηρίας, διότι δεν έχει νόημα να γίνεται διάκριση μεταξύ ιδιαίτερων προβλημάτων – της επιστήμης, της ηθικής ή της πολιτικής – εφόσον κάποιος στερείται συνολικά το θάρρος να ενδώσει. Αυτό που διακρίνει τη φοιτητική ζωή είναι το ακριβώς αντίθετο: είναι η θέληση της υποβολής σε μια αρχή, της πλήρους ταύτισης με μια ιδέα. Η έννοια της “επιστήμης” ή της ακαδημαϊκής πειθαρχίας χρησιμεύει κυρίως για να συγκαλύψει μια βαθιά ριζωμένη, αστική αδιαφορία. Η αξιολόγηση της φοιτητικής ζωής με κριτήριο αυτή την επιστήμη δε συνεπάγεται αναγκαστικά κάποιο είδος πανλογισμού η διανοουμενισμού – σύμφωνα με μια συνήθη ανησυχία – αλλά είναι μια δικαιολογημένη κριτική, καθώς η επιστήμη είναι αυτή που συνήθως επικαλείται κανείς ως προπύργιο ενάντια σε “αλλότριες” απαιτήσεις. Επομένως, ασχολούμαστε εδώ με την εσωτερική ενότητα και όχι με μια εξωτερική κριτική. Και η απάντησή μας είναι ότι, για την τεράστια πλειονότητα των φοιτητών, οι ακαδημαϊκές σπουδές δεν είναι τίποτα παραπάνω από επαγγελματική κατάρτιση.
Καθώς “οι ακαδημαϊκές σπουδές δεν έχουν καμία σχέση με τη ζωή”, πρέπει να αποτελούν τον αποκλειστικό παράγοντα που καθορίζει τη ζωή εκείνων που ακολουθούν αυτές τις σπουδές. Οι αθώα υποκριτικές επιφυλάξεις που έχουν οι άνθρωποι σχετικά με την επιστήμη συνδέονται με την προσδοκία ότι οι ακαδημαϊκές σπουδές πρέπει να οδηγήσουν σε ένα επάγγελμα. Η ακαδημαϊκή μόρφωση, ωστόσο, αντί να οδηγεί αναπόδραστα σε κάποιο επάγγελμα μπορεί στην πραγματικότητα να το αποκλείει, διότι δε σου επιτρέπει να την εγκαταλείψεις. Κατά κάποιο τρόπο, υποχρεώνει το φοιτητή να γίνει ένας δάσκαλος αλλά να μην ενστερνιστεί ποτέ το επίσημο επάγγελμα του γιατρού, του δικηγόρου ή του πανεπιστημιακού καθηγητή. Δεν ωφελεί να αποκαλούνται κέντρα μάθησης τα ιδρύματα που παρέχουν τίτλους, προσόντα και άλλες προϋποθέσεις για τη ζωή ή για κάποιο επάγγελμα. Η αντίρρηση ότι το σημερινό κράτος δεν μπορεί να παράγει με διαφορετικό τρόπο τους γιατρούς, τους δικηγόρους και τους καθηγητές που έχει ανάγκη είναι άσχετη. Καταδεικνύει απλώς το μέγεθος του έργου που εμπεριέχεται στη δημιουργία μιας κοινότητας μάθησης, σε αντίθεση με ένα σώμα στελεχών και ανθρώπων που διαθέτουν ακαδημαϊκά προσόντα. Δείχνει απλώς σε πόσο μεγάλο βαθμό η ανάπτυξη των επαγγελματικών διατάξεων έχει αναγκάσει (μέσω της συσσωρευμένης γνώσης και της ειδίκευσης) τους σύγχρονους επιστημονικούς κλάδους να εγκαταλείψουν την αρχική τους ενότητα ως προς την ιδέα της γνώσης, μια ενότητα που, στα μάτια τους, έχει μετατραπεί πλέον σε μυστήριο – αν όχι σε αποκύημα της φαντασίας.
Οποιοσδήποτε αποδέχεται το σύγχρονο κράτος ως δεδομένο και πιστεύει ότι τα πάντα πρέπει να υπηρετούν την ανάπτυξή του θα αναγκαστεί να απορρίψει αυτές τις ιδέες. Μπορεί κανείς να ελπίζει μονάχα ότι ένας τέτοιος άνθρωπος δε θα απευθύνει στο κράτος την έκκληση να προστατεύσει και να υποστηρίξει τη “μάθηση”. Διότι το πραγματικό σημάδι της παρακμής δεν είναι η σύμπραξη ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και το κράτος (η οποία σε καμία περίπτωση δεν είναι ασύμβατη με μια γνήσια βαρβαρότητα) αλλά η θεωρία και η εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, όταν στην πραγματικότητα οι άνθρωποι αποδέχονται εκ προοιμίου με κτηνώδη αφέλεια ότι ο σκοπός της σπουδής είναι να προσανατολίσει τους μαθητές της σε μια κοινωνικά εννοημένη ατομικότητα και σε μια υπηρεσία προς το κράτος. Καμία ανοχή στις γνώμες και τις διδασκαλίες – οσοδήποτε ελεύθερες κι αν είναι αυτές – δεν μπορεί να είναι επωφελής εφόσον δεν υπάρχει η εγγύηση για μια μορφή ζωής την οποία συνεπάγονται αυτές οι ιδέες – και αυτό δεν ισχύει λιγότερο για τις ελεύθερες ιδέες απ’ ό,τι για τις απόλυτες· εφόσον οι άνθρωποι μπορούν να αρνούνται το τεράστιο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις ιδέες και τη ζωή τονίζοντας τη σύνδεση ανάμεσα στα πανεπιστήμια και το κράτος.
Είναι παραπλανητικό να δημιουργεί κανείς προσδοκίες στο άτομο εφόσον η εκπλήρωση αυτών των προσδοκιών αναιρεί το πνεύμα που συνδέει αυτά τα άτομα, ενώ το μόνο αξιοπρόσεκτο ή ακόμα και εκπληκτικό σημείο που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ο βαθμός στον οποίο τα ιδρύματα ανώτερης μόρφωσης χαρακτηρίζονται από ένα γιγαντιαίο κρυφτούλι όπου οι φοιτητές και οι καθηγητές – καθένας με τη δική του ενοποιημένη ταυτότητα – συνωθούνται και προσπερνούν ο ένας τον άλλον χωρίς καν να κοιτάζονται. Οι φοιτητές είναι πάντα κατώτεροι από τους καθηγητές επειδή δεν έχουν κανένα επίσημο κύρος, ενώ το νομικό καθεστώς του πανεπιστημίου – που υποστασιοποιείται στον υπουργό εκπαίδευσης, ο οποίος διορίζεται από τον ανώτατο άρχοντα και όχι από το πανεπιστήμιο – αποτελεί μια ελάχιστα συγκαλυμμένη συμμαχία ανάμεσα στις ακαδημαϊκές αρχές και το κράτος πάνω από τα κεφάλια των φοιτητών (ή, σε κάποιες σπάνιες και καλοδεχούμενες περιπτώσεις, πάνω και από τα κεφάλια των καθηγητών).
H άκριτη και ασπόνδυλη συναίνεση σε αυτή την κατάσταση αποτελεί βασικό γνώρισμα της φοιτητικής ζωής. Είναι αλήθεια ότι οι λεγόμενες ανεξάρτητες φοιτητικές οργανώσεις [Freie Studentenschaft] – καθώς επίσης και άλλες οργανώσεις που ανήκουν στη μία ή την άλλη κοινωνική τάση – έχουν προσπαθήσει να επιλύσουν αυτό το πρόβλημα [1]. Ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση η απάντησή τους βασίζεται στην πλήρη ενσωμάτωση των ακαδημαϊκών θεσμών στις αστικές συνθήκες, δείχνοντας έτσι με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι οι φοιτητές σήμερα ως κοινότητα είναι ανίκανοι ακόμα και να διατυπώσουν το ζήτημα που αφορά το ρόλο της μάθησης ή να κατανοήσουν τις άρρηκτες διακηρύξεις της μάθησης ενάντια στις απαιτήσεις της εποχής για κατάρτιση. Είναι απαραίτητο να ασκηθεί κριτική στις ανεξάρτητες φοιτητικές οργανώσεις και στις ιδέες εκείνων που τις περιβάλλουν, διότι αυτή η κριτική θα ρίξει φως στη χαοτική αντίληψη που έχουν για την ακαδημαϊκή ζωή. Για το σκοπό αυτό, θα παραθέσω ένα απόσπασμα από μια ομιλία που έδωσα σε φοιτητικό κοινό με την ελπίδα να συμβάλω σε ένα μεταρρυθμιστικό κίνημα.
Υπάρχει ένα πολύ απλό και αξιόπιστο κριτήριο μέσω του οποίου μπορεί να εξεταστεί η πνευματική αξία μιας κοινότητας. Αρκεί κανείς να ρωτήσει: Επιτρέπει αυτή η κοινότητα να εκφραστούν όλες οι προσπάθειες ενός ατόμου; Είναι το ανθρώπινο ον συνολικά δεσμευμένο και απαραίτητο σε αυτή την κοινότητα; Ή μήπως η κοινότητα είναι εξίσου περιττή για κάθε άτομο όσο περιττό είναι και το κάθε άτομο για την κοινότητα; Είναι πολύ εύκολο να τεθούν και να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα σε σχέση με τις σημερινές μορφές της κοινωνικής κοινότητας. Και η απάντηση έχει αποφασιστική σημασία. Κάθε άνθρωπος που πετυχαίνει αγωνίζεται για την ολότητα, και η αξία της επιτυχίας του έγκειται σε αυτή την ολότητα – δηλαδή στο γεγονός ότι η συνολική, αδιαίρετη φύση ενός ανθρώπινου όντος θα πρέπει να εκφράζεται στην επιτυχία του. Αλλά όταν καθορίζεται από την κοινωνία μας, όπως συμβαίνει σήμερα, η επιτυχία δεν εκφράζει μια ολότητα· είναι εντελώς κατακερματισμένη και παράγωγη. Η κοινότητα είναι συνήθως ο τόπος όπου διεξάγεται ένας συντονισμένος και συγκαλυμμένος αγώνας ενάντια σε υψηλότερες επιθυμίες και ενάντια σε πιο προσωπικούς στόχους, ενώ επισκιάζεται η βαθύτερα οργανική ατομική ανάπτυξη. Η κοινωνικά σημαντική επιτυχία του μέσου ανθρώπου χρησιμεύει στις περισσότερες περιπτώσεις για να καταστείλει τις αυθεντικές και πρωτογενείς, εσωτερικές επιθυμίες του ανθρώπινου όντος.
Μιλάμε εδώ για ακαδημαϊκά καταρτισμένους ανθρώπους οι οποίοι έχουν – για επαγγελματικούς λόγους – κάποιο είδος εσωτερικού δεσμού με τους πνευματικούς αγώνες και με τις σκεπτικιστικές ή κριτικές στάσεις των φοιτητών. Αυτοί οι άνθρωποι οικειοποιούνται ένα περιβάλλον που είναι απολύτως ξένο προς τον εαυτό τους και το καθιστούν τόπο εργασίας τους· σε αυτόν τον απομακρυσμένο τόπο ενσαρκώνουν μια περιορισμένη δραστηριότητα, και το σύνολο αυτής της εργασίας θεμελιώνεται στην υποτιθέμενη χρησιμότητά της για μια κοινωνία η οποία γίνεται συχνά αντιληπτή με αφηρημένο τρόπο. Δεν υπάρχει καμία εσωτερική ή αυθεντική σχέση ανάμεσα στην πνευματική ύπαρξη ενός φοιτητή και – για παράδειγμα – στο ενδιαφέρον του για την ευημερία των παιδιών των εργατών ή ακόμα για τους υπόλοιπους φοιτητές. Καμία σχέση, δηλαδή, εκτός από μια αντίληψη καθήκοντος που δε συνδέεται με τη δική του εσωτερική εργασία. Πρόκειται για μια αντίληψη που βασίζεται σε μια μηχανική αντίθεση: από τη μια πλευρά, είναι υπότροφος· από την άλλη, διενεργεί το κοινωνικό του καθήκον. Η αντίληψη του καθήκοντος εδώ είναι υπολογισμένη, δευτερογενής και διαστρεβλωμένη· δεν απορρέει από την ίδια τη φύση της εργασίας. Αυτή η αίσθηση του καθήκοντος δεν ικανοποιείται υποφέροντας για χάρη της αλήθειας, υπομένοντας όλες τις αμφιβολίες ενός ειλικρινούς ερευνητή ή μέσω ενός συνόλου πεποιθήσεων που συνδέονται με μια αυθεντική πνευματική ζωή. Αντίθετα, αυτή η αίσθηση του καθήκοντος γίνεται αντιληπτή με όρους ενός ακατέργαστου, επιφανειακού δυισμού – όπως εκείνου ανάμεσα στα ιδεώδη και τον υλισμό ή ανάμεσα στην θεωρία και την πρακτική. Με δυο λόγια, όλη αυτή η κοινωνικά σημαντική εργασία δεν αντιπροσωπεύει μια αυξημένη ηθική ένταση αλλά μονάχα την άτολμη αντίδραση της πνευματικής ζωής.
Ωστόσο, η βαθύτερη και σημαντικότερη ένσταση δεν είναι ότι αυτή η κοινωνικά σημαντική εργασία αφήνεται απλώς μετέωρη να αντιτίθεται αφηρημένα στις πραγματικές δραστηριότητες του φοιτητή και, επομένως, αποτελεί μια ακραία και παντελώς αξιοκατάκριτη μορφή σχετικισμού που είναι ανίκανη για οποιαδήποτε πραγματική σύνθεση και άρα προσπαθεί δειλά και αγωνιωδώς να διασφαλίσει ότι κάθε πνευματική δραστηριότητα συνοδεύεται από μια σωματική δραστηριότητα, ότι κάθε διανοητική δέσμευση συνοδεύεται από το αντίθετό της. Ο αποφασιστικός παράγοντας, επομένως, δεν είναι ότι αυτή η κοινωνικά σημαντική εργασία είναι απλώς μια κενή, άσκοπη επιθυμία να είναι κανείς “χρήσιμος”. Η κριτική που έχει πραγματικά αποφασιστική σημασία είναι ότι – παρόλα όσα αναφέρθηκαν –αυτή η εργασία διεκδικεί τη χειρονομία της αγάπης, εκεί όπου υπάρχει μονάχα το μηχανικό καθήκον. Αυτό το καθήκον συχνά δεν είναι παρά μια παρέκκλιση από το στόχο, μια διαφυγή από τις συνέπειες της κριτικής, πνευματικής ύπαρξης στην οποία είναι δεσμευμένοι οι φοιτητές. Διότι, στην πραγματικότητα, ένας φοιτητής ορίζεται ως τέτοιος επειδή τα προβλήματα της πνευματικής ζωής βρίσκονται πιο κοντά στην καρδιά του από την πρακτική της κοινωνικής ευημερίας.
Τέλος – και αυτό είναι ένα αλάθευτο σημάδι – αυτή η κοινωνικά σημαντική φοιτητική δραστηριότητα δεν πετυχαίνει να επαναστατικοποιήσει την αντίληψη και την αξία αυτής της κοινωνικής εργασίας εν γένει. Για τον κοινό νου, αυτή η εργασία εξακολουθεί να εμφανίζεται ως ένα περίεργο μίγμα καθήκοντος και φιλανθρωπίας εκ μέρους του ατόμου. Οι φοιτητές δεν έχουν κατορθώσει να αποδείξουν την πνευματική αναγκαιότητα αυτής της εργασίας και, γι’ αυτόν το λόγο, δεν έχουν κατορθώσει ποτέ να εδραιώσουν μια πραγματικά σοβαρή κοινότητα στη βάση της – εν αντιθέσει προς μια κοινότητα η οποία συνέχεται μέσω του καθήκοντος και του ίδιου συμφέροντος. Το Τολστοϊκό πνεύμα, το οποίο αποκάλυψε το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στην αστική και την προλεταριακή ύπαρξη· η αντίληψη ότι η υπηρεσία για λογαριασμό των φτωχών είναι το καθήκον της ανθρωπότητας και όχι μια δραστηριότητα για τον ελεύθερο χρόνο των φοιτητών – αυτή η αντίληψη απηύθυνε μια ξεκάθαρη έκκληση: καθολική δέσμευση ή τίποτα. Το Τολστοϊκό πνεύμα, το οποίο αναπτύχθηκε στη σκέψη των πιο βαθιά αφοσιωμένων αναρχικών ή στα Χριστιανικά μοναστικά τάγματα, αυτή η πραγματικά σοβαρή αίσθηση της κοινωνικής εργασίας που δε χρειαζόταν καμιά παιδιάστικη προσπάθεια για να συμπάσχει με την ψυχή των εργατών ή του λαού – αυτό το πνεύμα απέτυχε να αναπτυχθεί στις φοιτητικές κοινότητες. Η προσπάθεια να μετατραπεί η ακαδημαϊκή κοινότητα σε οργανισμό υπέρ της κοινωνικής ευημερίας απέτυχε εξαιτίας της αφηρημένης φύσης του αντικειμένου της, καθώς επίσης επειδή οι φοιτητές στερούνταν οποιασδήποτε εσωτερικής σύνδεσης με αυτή την προσπάθεια. Η γενική βούληση δεν μπορούσε να εκφραστεί επειδή η βούληση στο εσωτερικό αυτής της κοινότητας δεν μπορούσε να κατευθυνθεί προς την ολότητα.
Η συμπτωματική σημασία αυτών των προσπαθειών εκ μέρους των ανεξάρτητων φοιτητών – συμπεριλαμβανομένων των Χριστιανοσοσιαλιστών και πολλών άλλων – είναι ότι, στην προσπάθειά τους να αποδείξουν τη χρησιμότητά τους για το κράτος και για τη ζωή, επανενεργοποιούν στο μικρόκοσμο του πανεπιστημίου την ίδια εκείνη σύγκρουση που παρατηρήσαμε στη σχέση του πανεπιστημίου με το κράτος. Κατέκτησαν ένα άσυλο στο πανεπιστήμιο για όλα σχεδόν τα είδη εγωισμών και αλτρουισμών, για κάθε αυτονόητο τρόπο ύπαρξης στον πραγματικό κόσμο. Μονάχα η ριζική αμφιβολία, η θεμελιώδης κριτική και το πιο σημαντικό απ’ όλα – η ζωή που θα ήταν πρόθυμη να αφοσιωθεί στην αναδόμηση – αποκλείονται. Αυτό που βλέπουμε εδώ δεν είναι το προοδευτικό πνεύμα των ανεξάρτητων φοιτητών σε αντιπαράθεση με την αντιδραστική εξουσία των αντιμαχόμενων αδελφοτήτων. Όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε εδώ – και όπως μπορούμε να δούμε από την ομοιομορφία και την παθητικότητα των πανεπιστημίων συνολικά – οι ανεξάρτητοι φοιτητές απέχουν πολύ από την κατοχή μιας καλά επεξεργασμένης πνευματικής στρατηγικής. Η φωνή τους δεν έχει ακουστεί για κανένα από τα ζητήματα που αναδείχθηκαν εδώ. Η αναποφασιστικότητά τους έχει ως συνέπεια να μην ακούγονται. Η αντιπολίτευσή τους ακολουθεί τον ομαλό δρόμο της φιλελεύθερης πολιτικής· οι κοινωνικές αρχές τους δεν έχουν αναπτυχθεί πέρα από το επίπεδο του φιλελεύθερου τύπου. Οι ανεξάρτητοι φοιτητές δεν έχουν σκεφτεί το πρόβλημα του πανεπιστημίου και, για το λόγο αυτό, αποτελεί γι’ αυτούς μια πικρή ιστορική δικαίωση ότι, σε επίσημες περιστάσεις, οι αντιμαχόμενες αδελφότητες – οι οποίες στο παρελθόν είχαν όντως βιώσει και αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ακαδημαϊκής κοινότητας – εμφανίζονται τώρα ως ανάξιοι εκπρόσωποι της φοιτητικής παράδοσης. Το πνεύμα που επιδεικνύουν οι ανεξάρτητοι φοιτητές σε σχέση με τα θεμελιώδη ζητήματα δεν είναι υψηλότερο και η αποφασιστικότητά τους δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη των αδελφοτήτων, ενώ η επιρροή τους είναι σχεδόν ακόμα πιο ολέθρια. Αυτή η επιρροή είναι πιο απατηλή και πιο παραπλανητική, διότι αυτό το απείθαρχο, αστικό και μικρόμυαλο κίνημα διεκδικεί το ρόλο του πρωταθλητή και του απελευθερωτή στην πανεπιστημιακή ζωή.
Το σημερινό φοιτητικό σώμα δεν μπορεί να βρεθεί εκεί όπου μαίνονται οι συγκρούσεις σχετικά με την πνευματική αναγέννηση του έθνους – στις διενέξεις αναφορικά με μια καινούρια τέχνη – ούτε στο πλευρό των συγγραφέων και των ποιητών του ή στις πηγές της θρησκευτικής ζωής. Αυτό ισχύει διότι το Γερμανικό φοιτητικό σώμα δεν υπάρχει ως τέτοιο. Όχι επειδή αρνείται να συμμετάσχει στα πρόσφατα “μοντέρνα” κινήματα αλλά επειδή, ως φοιτητικό σώμα, έχει πλήρη άγνοια γι’ αυτά τα κινήματα· επειδή, ως φοιτητικό σώμα, μετατοπίζεται συνεχώς ακολουθώντας την κοινή γνώμη· επειδή φλερτάρεται και κακομαθαίνεται από κάθε συμμαχία και κάθε κόμμα, επειδή κολακεύεται από τους πάντες και υποτάσσεται στους πάντες. Και, με όλα αυτά, εξακολουθεί να στερείται από κάθε άποψη την ευγένεια που, μέχρι πριν από έναν αιώνα, έδινε στους Γερμανούς φοιτητές μια ορατή παρουσία και τους επέτρεπε να προχωράνε μπροστά ως πρωταθλητές της ζωής στις καλύτερες στιγμές της.
Η διαστροφή του δημιουργικού πνεύματος σε πνεύμα κατάρτισης – την οποία βλέπουμε παντού να βρίσκεται σε εξέλιξη – έχει καταλάβει τα πανεπιστήμια συνολικά και τα έχει απομονώσει από την ανεπίσημη, δημιουργική ζωή της σκέψης. Αυτό αποδεικνύεται με επώδυνο τρόπο από την περιφρόνηση που δείχνουν οι γραφειοκράτες πανεπιστημιακοί για τις δραστηριότητες ανεξάρτητων καλλιτεχνών και ακαδημαϊκών οι οποίες είναι ξένες και συχνά εχθρικές προς το κράτος. Ένας από τους πιο φημισμένους Γερμανούς πανεπιστημιακούς καθηγητές αναφέρθηκε σε μια διάλεξή του σε εκείνους τους «λόγιους των καφενείων, σύμφωνα με τους οποίους ο Χριστιανισμός έχει τελειώσει». Το ύφος και η ακρίβεια αυτής της διατύπωσης αλληλοεξισορροπούνται στην εντέλεια. Και αν ένα πανεπιστήμιο οργανωμένο με αυτόν τον τρόπο είναι εχθρικό προς τις ακαδημαϊκές σπουδές – μολονότι αυτές οι σπουδές μπορούν να προσποιούνται ότι διεκδικούν τη “σύνδεσή” τους με τις άμεσες φροντίδες του κράτους – πόσο περισσότερο άγονη θα είναι άραγε η προσέγγισή του στις τέχνες και τις Μούσες; Κατευθύνοντας τους φοιτητές προς τα επαγγέλματα, το πανεπιστήμιο πρέπει αναγκαστικά να αποτυγχάνει να αντιληφθεί την άμεση δημιουργικότητα ως μορφή κοινοτικής δραστηριότητας. Στην πραγματικότητα, η ακατανόητη εχθρότητα της ακαδημίας απέναντι στη ζωή που απαιτεί η τέχνη μπορεί να ερμηνευτεί ως απόρριψη κάθε μορφής άμεσης δημιουργικότητας που δε συνδέεται με γραφειοκρατικά αξιώματα. Αυτό επιβεβαιώνεται – με όρους εσωτερικής συνείδησης – από την ανωριμότητα και τη σχολιαρούδικη αντίληψη των φοιτητών. Από αισθητική άποψη, η πιο εντυπωσιακή και επώδυνη πλευρά του πανεπιστημίου είναι η μηχανική αντίδραση των φοιτητών όταν ακούνε μια διάλεξη. Μονάχα μια αυθεντικά ακαδημαϊκή και εκλεπτυσμένη κουλτούρα συζήτησης θα μπορούσε να αντισταθμίσει αυτό το επίπεδο δεκτικότητας. Και, βεβαίως, τα πανεπιστημιακά σεμινάρια απέχουν έτη φωτός από μια τέτοια κουλτούρα, διότι κι εκείνα βασίζονται κυρίως στη μορφή της διάλεξης, ενώ δεν έχει μεγάλη σημασία αν οι ομιλητές είναι καθηγητές ή φοιτητές.
Η οργάνωση του πανεπιστημίου έχει πάψει να βασίζεται στη δημιουργικότητα των φοιτητών του, όπως είχαν οραματιστεί οι ιδρυτές του. Εκείνοι φαντάζονταν τους φοιτητές ως δασκάλους και ταυτόχρονα ως μαθητές: ως δασκάλους, επειδή η δημιουργικότητα συνεπάγεται την πλήρη αυτονομία, με τη σκέψη να είναι προσηλωμένη στην επιστήμη και όχι στην προσωπικότητα του εκπαιδευτή τους. Αλλά εκεί όπου το επάγγελμα και τα αξιώματα είναι οι ιδέες που διευθύνουν τη φοιτητική ζωή, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική μάθηση. Δεν μπορεί πλέον να τεθεί το ζήτημα της αφοσίωσης σε μια μορφή γνώσης απέναντι στην οποία υπάρχει η ανησυχία ότι θα οδηγούσε τους φοιτητές μακριά από την αστική ασφάλεια. Δεν μπορεί να υπάρξει ούτε αφοσίωση στη μάθηση ούτε αφοσίωση της ζωής σε μια νεότερη γενιά. Ωστόσο, η αποστολή της διδασκαλίας – αν και με μορφές αρκετά διαφορετικές από τις σημερινές – αποτελεί επιτακτική ανάγκη για οποιαδήποτε αυθεντική μάθηση. Μια τέτοια ριψοκίνδυνη αυτο-αφοσίωση στη μάθηση και στη νεολαία πρέπει να εκδηλωθεί στο φοιτητή ως ικανότητα για αγάπη, και πρέπει να αποτελεί την πηγή της δημιουργικότητάς του. Αλλά, με τον ίδιο τρόπο, ο φοιτητής πρέπει επίσης να ακολουθεί τα χνάρια των πρεσβυτέρων· πρέπει να αποκτήσει τη μάθηση από το δάσκαλό του, χωρίς να τον ακολουθήσει στο επάγγελμά του. Με ήσυχη τη συνείδησή του, μπορεί να αποχωριστεί την κοινότητα που τον ενώνει με τους άλλους δημιουργούς, καθώς αυτή η κοινότητα αντλεί τη γενική μορφή της αποκλειστικά από τη φιλοσοφία. Πρέπει να γίνει ένας ενεργητικός δημιουργός, φιλόσοφος και δάσκαλος ταυτόχρονα, και όλα αυτά πρέπει να αποτελούν μέρος της βαθύτερης και πρωταρχικότερης φύσης του. Αυτά ορίζουν το επάγγελμα και τη ζωή του.
Η κοινότητα των δημιουργικών ανθρώπινων όντων εξυψώνει σε οικουμενικό κάθε ιδιαίτερο πεδίο σπουδών με τη μορφή της φιλοσοφίας. Αυτή η οικουμενικότητα δεν επιτυγχάνεται φέρνοντας τους δικηγόρους αντιμέτωπους με λογοτεχνικά ζητήματα ή τους γιατρούς αντιμέτωπους με νομικά ζητήματα (όπως έχουν προσπαθήσει να κάνουν διάφορες φοιτητικές ομάδες). Μπορεί να επέλθει μόνο αν η κοινότητα διασφαλίσει ότι οι εξειδικευμένες σπουδές (οι οποίες δεν μπορύν να υπάρξουν χωρίς να έχουν κατά νου ένα επάγγελμα) και όλες οι δραστηριότητες των ειδικών επιστημονικών κλάδων υπάγονται σταθερά στην κοινότητα του πανεπιστημίου ως τέτοιου, διότι μονάχα αυτό είναι ο δημιουργός και ο θεματοφύλακας της φιλοσοφίας ως μορφής κοινότητας. Αυτή η φιλοσοφία, με τη σειρά της, θα πρέπει να ασχολείται όχι με τα περιορισμένα τεχνικά φιλοσοφικά ζητήματα αλλά με τα μεγάλα μεταφυσικά ερωτήματα του Πλάτωνα και του Σπινόζα, των Ρομαντικών και του Νίτσε. Αυτό – και όχι η διεξαγωγή εκδρομών σε οργανισμούς πρόνοιας – θα δημιουργήσει τους στενότερους δεσμούς ανάμεσα στη ζωή και τα επαγγέλματα, αν και η ζωή θα γίνεται κατανοητή με βαθύτερο τρόπο. Αυτό θα εμπόδιζε τον εκφυλισμό των σπουδών σε συσσώρευση πληροφοριών. Το καθήκον των φοιτητών είναι να συντάσσονται γύρω από το πανεπιστήμιο, το οποίο θα είναι σε θέση να μεταδώσει τη συστηματική κατάσταση της γνώσης μαζί με προσεκτικές και ακριβείς αλλά ταυτόχρονα τολμηρές εφαρμογές νέων μεθοδολογιών. Οι φοιτητές που θα αντιλαμβάνονταν το ρόλο τους με αυτόν τον τρόπο θα έμοιαζαν σε μεγάλο βαθμό με τα άμορφα κύματα του πληθυσμού που περικυκλώνουν το παλάτι του πρίγκιπα, το οποίο χρησιμεύει ως χώρος μιας ακατάπαυστης πνευματικής επανάστασης – ένα σημείο όπου κυοφορούνται νέα εωτήματα με πιο φιλόδοξο, λιγότερο ξεκάθαρο, λιγότερο σαφή τρόπο, αλλά ίσως με μεγαλύτερη βαθύτητα από τα παραδοσιακά επιστημονικά ερωτήματα. Ίσως τότε η δημιουργικότητα των φοιτητών θα μας επέτρεπε να τους θεωρήσουμε σαν τους μεγάλους μεταμορφωτές, των οποίων το καθήκον είναι να αξιοποιούν τις καινούριες ιδέες – που εμφανίζονται νωρίτερα στις τέχνες και στην κοινωνία απ’ ό,τι στο πανεπιστήμιο – και να τις μεταπλάθουν δίνοντάς τους επιστημονική μορφή, υπό την καθοδήγηση της φιλοσοφικής τους προσέγγισης.
Η μυστική τυραννία της επαγγελματικής κατάρτισης δεν είναι η χειρότερη από τις παραμορφώσεις των οποίων το αποκρουστικό αποτέλεσμα είναι ότι δηλητηριάζουν σταθερά την ουσία της δημιουργικής ζωής. Υπάρχει επίσης μια κοινότοπη αντίληψη της ζωής που ανταλλάσσει την πνευματική δραστηριότητα με διάφορα υποκατάστατα. Αυτή η αντίληψη πετυχαίνει σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό να αποκρύπτει τους κινδύνους της πνευματικής ζωής και επομένως να γελοιοποιεί τους ελάχιστους επιζώντες οραματιστές ως αιθεροβάμονες ονειροπόλους. Ένα βαθύτερο πρόβλημα προκύπτει από την ασυνείδητη διαστρέβλωση της φοιτητικής ζωής από τις κυρίαρχες ερωτικές συμβάσεις. Όπως η ιδεολογία της επαγγελματικής κατάρτισης έχει μετατραπεί σε αποδεκτή αλήθεια και έχει μονοπωλήσει πλήρως την πνευματική συνείδηση, έτσι ακριβώς η έννοια του γάμου και η ιδέα της οικογένειας έχουν βαρύνουσα σημασία στην αντίληψη του έρωτα. Το ερωτικό στοιχείο μοιάζει να έχει εξαφανιστεί από ένα χώρο που εκτείνεται – κενός και ακαθόριστος – ανάμεσα στην παιδική ηλικία του ατόμου και τη δημιουργία της δικής του οικογένειας. Εφόσον η σιωπηρή προσδοκία του γάμου παραμένει αδιαμφισβήτητη, δεν μπορεί να τεθεί το ερώτημα αν είναι δυνατή η ενότητα μεταξύ δημιουργίας και αναπαραγωγής ή αν αυτή η ενότητα μπορεί να βρεθεί στην οικογένεια, καθώς αυτό θα σήμαινε μια αδικαιολόγητη ανάπαυλα εν μέσω της οποίας κάποιος θα μπορούσε το πολύ-πολύ να θέσει εμπόδια στον πειρασμό. Ο έρωτας για τη δημιουργικότητα – αν κάποια ομάδα ήταν σε θέση να τον κατανοήσει και να αγωνιστεί για να τον εκπληρώσει, τότε αυτή η ομάδα θα έπρεπε να είναι το φοιτητικό σώμα. Αλλά ακόμα και όταν οι εξωτερικές αστικές συνθήκες απουσίαζαν και δεν υπήρχε καμία προοπτική για τη δημιουργία οικογένειας· ακόμα και εκεί – όπως σε πολλές Ευρωπαϊκές πόλεις – όπου μια πολυπρόσωπη μάζα γυναικών στήριζαν ολόκληρη την οικονομική τους ύπαρξη στους φοιτητές (μέσω της πορνείας) – ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις οι φοιτητές δεν μπόρεσαν να θέσουν εκείνα τα ερωτήματα για τον έρωτα που προσιδίαζαν στον εαυτό τους. Χρειαζόταν οπωσδήποτε να αναρωτηθούν αν η αναπαραγωγή και η δημιουργικότητα έπρεπε να παραμείνουν διαχωρισμένες και αν – εφόσον και οι δύο διαστρεβλώνονταν εξαιτίας αυτού του διαχωρισμού – καμία από τις δύο δεν έπρεπε να απορρέει από την ιδιόμορφή ύπαρξη αυτού του διαχωρισμού. Ένα τέτοιο ερώτημα – μολονότι είναι επώδυνο και ταπεινωτικό να τίθεται στους σημερινούς φοιτητές – δεν μπορεί να αποφευχθεί, διότι αυτοί οι δύο πόλοι της ανθρώπινης ύπαρξης είναι στενά συνδεμένοι ιστορικά.
Αντιμετωπίζουμε ένα ζήτημα που καμία κοινότητα δεν μπορεί να αφήσει ανεπίλυτο και το οποίο, ωστόσο, κανένας λαός δεν μπόρεσε να απαντήσει από την εποχή των Ελλήνων και των πρώτων Χριστιανών. Το ερώτημα αυτό είχε πάντα βαρύνουσα σημασία για τα μεγάλα δημιουργικά πνεύματα: Πώς θα μπορούσαν να δικαιώσουν την εικόνα τους για την ανθρωπότητα και ταυτόχρονα να μοιραστούν μια κοινότητα με τις γυναίκες και τα παιδιά, των οποίων η δημιουργικότητα έχει διαφορετική μορφή; Οι Έλληνες, όπως γνωρίζουμε, έλυσαν αυτό το πρόβλημα με τη βία. Υπέταξαν την αναπαραγωγή στη δημιουργία έτσι ώστε, μακροχρόνια, αποκλείοντας τις γυναίκες και τα παιδιά από τη ζωή του κράτους επέφεραν την κατάρρευσή του. Οι Χριστιανοί προσέφεραν μια πιθανή λύση για την Πολιτεία του Θεού [Civitas Dei]: αποκήρυξαν τη διχωρισμένη ύπαρξη σε οποιαδήποτε σφαίρα. Ακόμα και οι πιο προοδευτικοί φοιτητές δεν έχουν προχωρήσει ποτέ πέρα από ατέλειωτες καλαισθητικές συζητήσεις για τη συντροφικότητα με τις γυναίκες φοιτήτριες. Δε δίστασαν να διατυπώσουν την ελπίδα για μια “υγιή” εξουδετέρωση του ερωτικού στοιχείου τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Και πραγματικά, με τη βοήθεια που παρείχαν οι πόρνες, το ερωτικό στοιχείο εξουδετερώθηκε στα πανεπιστήμια. Και εκεί όπου δεν εξουδετερώθηκε, αντικαταστάθηκε από μια ακατάσχετη αθωότητα, από μια μεθυστική ατμόσφαιρα κεφιού, ενώ η ανάξια-για-μια-κυρία νεαρή φοιτήτρια καλωσορίστηκε θορυβωδώς στη μικτή εκπαίδευση ως διάδοχος της άσχημης, ηλικιωμένης γεροντοκόρης καθηγήτριας. Είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς εδώ τη γενική παρατήρηση ότι η Καθολική Εκκλησία διαθέτει μια πολύ μεγαλύτερη (αν και άτολμη) ενστικτώδη εκτίμηση για τη δύναμη και τις αδιάλλακτες απαιτήσεις του ερωτικού στοιχείου από εκείνη που διαθέτει το πανεπιστήμιο.
Στα πανεπιστήμια, ένα τεράστιο πρόβλημα παραμένει θαμμένο, ανεπίλυτο και αποκηρύσσεται. Πρόκειται για ένα πρόβλημα πολύ μεγαλύτερο από τις αμέτρητες αιτίες τριβής που υπάρχουν στην κοινωνία. Είναι το εξής: Πώς θα ενοποιήσουμε την πνευματική ζωή, όταν αυτό που βρίσκουμε μπροστά μας είναι ο αξιοθρήνητος διαχωρισμός ανάμεσα στην πνευματική αυτονομία του δημιουργικού πνεύματος (στις αδελφότητες) και μια ακαταδάμαστη δύναμη της φύσης (στην πορνεία) – δηλαδή το διαστρεβλωμένο και κατακερματισμένο σώμα του ενιαίου ερωτικού πνεύματος; Ο στόχος που θα έπρεπε να επιδιώκουν οι φοιτητές – σε συμφωνία με τη μορφή της ζωής τους – είναι να μετασχηματιστεί η αναγκαία ανεξαρτησία του δημιουργικού πνεύματος και να εκπληρωθεί η απαραίτητη συμμετοχή των γυναικών (οι οποίες δεν είναι δημιουργικές με την αρρενωπή έννοια) σε μια ενιαία κοινότητα δημιουργικών ανθρώπων, μέσω της αγάπης. Σήμερα, ωστόσο, οι θανατηφόρες συμβάσεις κυριαρχούν πάνω μας σε τέτοιο βαθμό ώστε οι φοιτητές δεν έχουν φτάσει ούτε καν στο σημείο να ομολογήσουν την ενοχή τους απέναντι στις πόρνες. Επιπλέον, οι άνθρωποι εξακολουθούν να φαντάζονται ότι όλη αυτή η βλάσφημη διαδικασία της ανθρώπινης καταστροφής μπορεί να ανασχεθεί με εκκλήσεις υπέρ της αγνότητας, καθώς δεν έχουν το θάρρος να κοιτάξουν κατά πρόσωπο την ομορφότερη δική τους ερωτική φύση. Ο ακρωτηριασμός της νεότητας πηγαίνει πολύ βαθιά για να σπαταλήσει κανείς πολλά λόγια μιλώντας γι’αυτόν. Αντίθετα, με την αντιμετώπισή του πρέπει να επιφορτιστεί το πνεύμα εκείνων που σκέφτονται και η αποφασιστικότητα των ατρόμητων, διότι είναι απρόσιτος σε κάθε πολεμική.
Πώς βλέπει τον εαυτό της η νέα γενιά; Ποια είναι η εικόνα που έχει για τον εαυτό της, εφόσον επιτρέπει μια τέτοια συσκότιση των ιδεών της, μια τέτοια διαστρέβλωση των αξιών της; Αυτή η εικόνα έχει διαμορφωθεί από τις αδελφότητες, οι οποίες αποτελούν την πιο ορατή ενσάρκωση της φοιτητικής αντίληψης για τη νεότητα, ενάντια στην οποία οι υπόλοιποι φοιτητές – με επικεφαλής τις “ελεύθερες φοιτητικές οργανώσεις” – εξαπολύουν τα κοινωνικά τους συνθήματα. Οι Γερμανοί φοιτητές διακατέχονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό από την έμμονη ιδέα ότι πρέπει να απολαύσουν τα νιάτα τους. Έπρεπε να δοθεί κάποιο περιεχόμενο στην εντελώς ανορθολογική περίοδο αναμονής ως το γάμο και την άσκηση ενός επαγγέλματος, και έπρεπε αυτό να είναι ένα παιγνιώδες και ψευδο-ρομαντικό περιεχόμενο που θα βοηθούσε να περάσει ο καιρός. Ένα φοβερό στίγμα προσάπτεται ακόμα στην περιβόητη αμέριμνη διασκέδαση των φοιτητικων τραγουδιών, του “ Gaudeamus igitur…”[2]. Αντιπροσωπεύει ένα φόβο για το μέλλον και, ταυτόχρονα, μια αυτάρεσκη συμφωνία με τον απαραίτητο φιλισταϊσμό με τον οποίο θέλει κανείς να απεικονίζει στοργικά τον εαυτό του, σύμφωνα με το σχήμα των “μεγάλων αγοριών”[3]. Αλλά επειδή οι φοιτητές έχουν πουλήσει την ψυχή τους στην αστική τάξη – μαζί με το γάμο και το επάγγελμα – διεκδικούν με επιμονή αυτά τα λίγα χρόνια αστικής ελευθερίας. Αυτή η ανταλλαγή πραγματοποιείται στο όνομα της νεότητας. Είτε ανοιχτά είτε με μυστικότητα – σε ένα μπαρ ή εν μέσω εκκωφαντικών λόγων στις φοιτητικές συναθροίσεις – δημιουργείται μια ακριβά αγορασμένη κατάσταση μέθης, το δικαίωμα στην οποία δεν πρέπει να αμφισβητείται.
Αυτή η εμπειρία εμφανίζεται ανάμεσα στη νεότητα που διασπαθίζεται και τα γηρατειά που ποθούν τη γαλήνη και την ησυχία, και εδώ ακριβώς κάθε απόπειρα να εμπνεύσει κανείς στους φοιτητές υψηλότερα ιδανικά έχει καταλήξει σε οικτρή αποτυχία. Ωστόσο, καθώς αυτός ο τρόπος ζωής αποτελεί εμπαιγμό για κάθε πραγματικότητα, τιμωρείται – εν είδει εκδίκησης – από όλες τις φυσικές και πνευματικές δυνάμεις: από την επιστήμη με τη μεσολάβηση του κράτους, από τον έρωτα με τη μεσολάβηση που παρέχουν οι πόρνες, και επομένως από τη φύση με τη μορφή του επερχόμενου αφανισμού. Διότι οι φοιτητές δεν είναι η νεότερη γενιά· είναι η γηράσκουσα γενιά. Για εκείνους που έχασαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους στα Γερμανικά σχολεία, χρειάζεται μια ηρωική απόφαση ώστε να αναγνωρίσουν την έναρξη του γήρατος, καθώς τα πανεπιστημιακά χρόνια έμοιαζαν να τους προσφέρουν επιτέλους την προοπτική μιας νεότητας γεμάτης από ζωή – μόνο και μόνο για να ακυρώσουν αυτή την προοπτική χρόνο με το χρόνο.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουν ότι πρέπει να γίνουν δημιουργικοί παραγωγοί και, επομένως, μοναχικά γηράσκοντες άνθρωποι, και ότι μια πλουσιότερη γενιά παιδιών και νέων έχει ήδη γεννηθεί, στην οποία αυτοί μπορούν μονάχα να αφοσιωθούν ως δάσκαλοι. Από όλα τα συναισθήματα, τούτο είναι το πιο περίεργο γι’ αυτούς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούν να αποδεχτούν την ύπαρξή τους και δεν είναι καλά προετοιμασμένοι να ζήσουν από την αρχή με τα παιδιά (διότι αυτό ακριβώς σημαίνει να είναι κανείς δάσκαλος), καθώς τα παιδιά δεν έχουν εισέλθει ακόμα στη σφαίρα της μοναξιάς. Επειδή δεν αναγνωρίζουν τη διαδικασία της γήρανσης, σπαταλούν το χρόνο τους. Η παραδοχή της λαχτάρας τους για μια όμορφη παιδική ηλικία και για μια άξια νεότητα αποτελεί προϋπόθεση της δημιουργικότητάς τους. Χωρίς αυτή την παραδοχή, χωρίς τη θλίψη για ένα χαμένο μεγαλείο δεν είναι δυνατή η ανανέωση της ζωής τους. Ο φόβος της μοναξιάς – ο φόβος τους να ενδώσουν – ευθύνεται για την απουσία ερωτικής δέσμευσης. Μετράνε τον εαυτό τους σε σχέση με τον πατέρα τους, όχι σε σχέση με τις επόμενες γενιές, και με αυτόν τον τρόπο διασώζουν την ψευδαίσθηση της νεότητάς τους. Η φιλία τους στερείται μεγαλείου και μοναξιάς. Εκείνη η περιεκτική φιλία ανάμεσα στα δημιουργικά πνεύματα, με την αίσθηση της απεραντοσύνης της και το ενδιαφέρον της για την ανθρωπότητα συνολικά ακόμα και όταν αυτά τα πνεύματα είναι ταυτόχρονα μαζί και μόνα ή όταν βιώνουν τη λαχτάρα σε κατάσταση μοναξιάς, δεν έχει καμία θέση στη ζωή των φοιτητών. Αντί γι’ αυτή, υπάρχει μόνο εκείνη η αδελφοποίηση που είναι τόσο αχαλίνωτη όσο και προσωπικά περιορισμένη. Δεν έχει σημασία αν πίνουν σε ένα μπαρ ή αν ιδρύουν ένα σύλλογο σε κάποιο καφέ. Όλες αυτές οι πρακτικές αποτελούν απλώς μια αγορά του προπαρασκευαστικού και του προσωρινού, όπως και η δραστηριότητα εκείνων που πηγαινοέρχονται στις αίθουσες διαλέξεων ή στα καφέ· βρίσκονται εκεί απλώς για να γεμίσουν τον κενό χρόνο αναμονής, παρεκκλίνοντας από τη φωνή που τους καλεί να οικοδομήσουν τη ζωή τους με ένα ενιαίο πνεύμα δημιουργικής δραστηριότητας, έρωτα και νεότητας. Υπάρχει μια αγνή και λιτή μορφή νεότητας που σέβεται εκείνους που την πραγματώνουν, και αυτή αντηχεί στα λόγια του Stefan George:
Εφευρέτες του τροχαϊκού μέτρου και των σπινθηροβόλων διαλόγων
ανάμεσα σε πνευματώδεις ρήτορες: ο χρόνος και η απόσταση μού επιτρέπουν να χαράξω στη μνήμη μου τον παλιό μου εχθρό. Κάντε κι εσείς το ίδιο!
Γιατί στην κλίμακα της έκστασης και του πάθους βρισκόμαστε και οι δύο σε παρακμή.
Ποτέ πια δε θα με κολακεύσει η εξύμνηση και η χαρά της νεότητας.
Ποτέ ξανά δε θα ηχήσουν στίχοι τόσο βροντερά στα αυτιά σας [4].
Η λιποψυχία έχει αποξενώσει τη ζωή των φοιτητών από τέτοιου είδους ενοράσεις. Αλλά κάθε τρόπος ζωής, με τον δικό του ιδιαίτερο ρυθμό, απορρέει από τις εντολές που καθορίζουν τη ζωή των δημιουργών. Εφόσον παρεκκλίνουν από αυτές τις εντολές, η ύπαρξή τους θα τους τιμωρήσει με την ασχήμια και η απελπισία θα πλήξει την καρδιά ακόμα και των πλέον αναίσθητων. Σήμερα, διακυβεύεται ακόμα αυτή η απειλούμενη αναγκαιότητα· απαιτείται αυστηρός έλεγχος. Καθένας θα ανακαλύψει τα δικά του καθήκοντα, τα οποία θα αποτελέσουν τις ύψιστες απαιτήσεις στη ζωή του. Μέσω αυτής της κατανόησης, καθένας θα πετύχει να απελευθερώσει το μέλλον από την παραμορφωμένη ύπαρξή του στη μήτρα του παρόντος.
[1] Freie Studentenschaft [Ελεύθερη Φοιτητική Ένωση]: Ριζοσπαστική φοιτητική ομάδα που δημιουργήθηκε από το Γερμανικό Κίνημα Νεολαίας. Αυτοί οι “ανεξάρτητοι φοιτητές” βρίσκονταν σε αντιπαράθεση τόσο με τις συντηρητικές αντιμαχόμενες αδελφότητες (Korps), οι οποίεςαντλούσαν την καταγωγή τους από τον εθνικισμό του Ρομαντικού κινήματος, όσο και με το πιο πρόσφατο κίνημα Wandervögel που υποστήριζε μια ιδεολογία υπέρ της επιστροφής στη φύση. Ο Μπένγιαμιν εκλέχτηκε πρόεδρος του Βερολινέζικου τομέα τής Freie Studentenschaft το εαρινό εξάμηνο του 1914 και παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου.
[2] Gaudeamus igitur (‘Ας χαρούμε λοιπόν’): Τραγούδι που αποτελεί τον επίσημο ύμνο πολλών Ευρωπαϊκών πανεπιστημίων και εκτελείται συνήθως από τους φοιτητές κατά τη διάρκεια των τελετών αποφοίτησης [Σημείωση της ελληνικής μετάφρασης].
[3] “Mεγάλα αγόρια”: Οι alterHerrn είναι τα πρώην μέλη αδελφοτήτων που διατηρούν την επιρροή τους σε αυτές τις οργανώσεις και λειτουργούν ως παράγοντες που προστατεύουν την επόμενη γενιά.
[4] StefanGeorge (1868-1933), “H.H”, από το ‘Έτος της Ψυχής’ [DasJahrderSeele, 1897].
Πηγή theshadesmag
Leave a Reply