Σχεδιασμοί γεωστρατηγικής αναβάθμισης και πολεμική προπαρασκευή του ελληνικού κράτους.
Μέρος πρώτο: Η στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ και η δημιουργία ενός φιλοδυτικού Άξονα στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
*
Εισαγωγή
Μέσα σ’ ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον οξυμένων ανταγωνισμών, παγκοσμίων ανακατατάξεων ισχύος και εύθραυστης ισορροπίας τρόμου, το ελληνικό κράτος ακολουθεί τη δική του πολιτική επιθετικότητα (έστω και υποβασταζόμενη). Ως μεσίτης της ντόπιας αστικής τάξης συμμετέχει -στο βαθμό που αντιστοιχεί στην ισχύ του- στην πάλη για το «διαμελισμό» της Μεσογείου σε ζώνες επιρροής. Στον ανταγωνισμό του με την Τουρκία, το ελληνικό κράτος δεν διστάζει να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής και γενικευμένης αιματοχυσίας ανάμεσα στους δύο λαούς. Άλλωστε, τα συνεχή μπρα ντε φερ και οι ανακατατάξεις οικονομικής και εξωοικονομικής ισχύος αργά ή γρήγορα αντανακλώνται και στο πεδίο της στρατιωτικής ισχύος και στην προσπάθεια εξεύρεσης ζωτικών χώρων για το κεφάλαιο με πολεμικούς όρους. Υπό το πρίσμα του έρποντος παγκόσμιου πολέμου για το ξαναμοίρασμα των αγορών και τον έλεγχο των πηγών ενέργειας και των οδών μεταφοράς θα πρέπει να δούμε και τον ελληνοτουρκικό αστικό ανταγωνισμό και τις πολεμικές ιαχές που ακούγονται και από τις δύο πλευρές. Και ακολούθως να εντάξουμε την ένταση του μιλιταρισμού σε Ελλάδα και Τουρκία στην παγκόσμια τάση γενικευμένου υπερεξοπλισμού, όπως δείχνουν και τα στοιχεία του Ινστιτούτου Ερευνών για τη Διεθνή Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI). Το 2019 οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες ανήλθαν σε 1,91 τρισεκατομμύρια δολάρια, με βασική αιτία ανόδου την αύξηση της πολεμικής προετοιμασίας των δύο μεγαλύτερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων του πλανήτη (ΗΠΑ και Κίνα). Όπως αναφέρει το SIPRI: «Οι παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την άνοδο ήταν η αύξηση των δαπανών των ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία, που πραγματικά ώθησε το παγκόσμιο σύνολο ακόμα πιο πάνω, και επίσης η συνεχιζόμενη άνοδος και ανάδυση της Κίνας και της Ινδίας που συγκαταλέγονται πλέον στις τρείς χώρες με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες στον πλανήτη». Το χάσμα, βεβαίως, των ΗΠΑ με τις υπόλοιπες χώρες εξακολουθεί να είναι τεράστιο, καθώς το αμερικανικό κράτος καλύπτει το 38% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, ενώ η Κίνα ακολουθεί με το 14%. Οι 29 χώρες του ΝΑΤΟ καλύπτουν περισσότερο από το 50% των παγκόσμιων εξοπλιστικών δαπανών, ενώ οι βασικότεροι εξαγωγείς όπλων για την περίοδο 2015-2019 ήταν οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Κίνα (1). Τέλος, 9 είναι τα κράτη που κατέχουν πυρηνικά όπλα, με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ να διαθέτουν το 90% των πυρηνικών κεφαλών (2). Από τον Οκτώβριο του 2018 οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη “Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Μέσου Βεληνεκούς”, που είχε υπογραφτεί το 1987 με την ΕΣΣΔ.
Αυτή η κούρσα εξοπλισμών αναμένεται να μετριαστεί λόγω της υπερσυσσώρευσης χρεών και των δημοσιονομικών εκτροχιασμών των ανεπτυγμένων κρατών, καθώς η υγειονομική/οικονομική κρίση δημιούργησε συνθήκες έκτακτης ανάγκης για την καπιταλιστική οικονομία. Ωστόσο, η γενική κατεύθυνση είναι σαφής: η όξυνση των ανταγωνισμών ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος δημιουργεί και την ακόλουθη ανάγκη για ενδυνάμωση της στρατιωτικής τους ισχύος, με ορατό τον κίνδυνο ξεσπάσματος γενικευμένου αιματοκυλίσματος. Και μέσα σ’ αυτή την παγκόσμια αρένα συμφερόντων το ελληνικό κράτος δεν είναι “ουδέτερο” ή “Νησίδα σταθερότητας”, αλλά παίρνει κι αυτό θέση μάχης.
«Είμαστε έτοιμοι να τα κάνουμε όλα Κούγκι για την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων» (δηλαδή για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης). Αυτή η πολεμική ιαχή ακούστηκε από τον στρατηγό εν αποστρατεία και βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Νίκο Μανωλάκο, ο οποίος συμπλήρωσε σε συνέντευξή του στην ΕΡΑ1, πως βασικός κυβερνητικός στόχος είναι η ενδυνάμωση του πεδίου ισχύος του ελληνικού κράτους σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο: «Στις ένοπλες δυνάμεις υπάρχουν εξελίξεις που ακόμα δεν μπορείτε να τις δείτε». Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας και πρώην επίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας της Ε.Ε. δήλωσε για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις: «Οι διεθνείς διαφορές διευθετούνται με τρεις τρόπους. Ή με απευθείας συνομιλίες ή μέσω διεθνούς διαιτησίας ή τέλος με πόλεμο. Εκεί που οδηγηθήκανε τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις μας, καλούμεθα να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα: διάλογος ή σύγκρουση». Ταυτόχρονα, ο υπουργός Εθνικής “Αμύνης”, Νίκος Παναγιωτόπουλος, παραδέχθηκε πως στην παρατεταμένη ελληνοτουρκική κρίση του καλοκαιριού του 2020 οι δύο χώρες έφτασαν τρεις φορές κοντά στο ξέσπασμα θερμού επεισοδίου με καθολική κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεών τους. Λίγους μήνες αργότερα είδαμε την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών ανάμεσα στα δύο κράτη, οι οποίες είχαν διακοπεί μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν το 2016, το οποίο χρεώνεται από την τουρκική πλευρά σε αμερικανικό δάχτυλο. Ταυτόχρονα ξεκινάει και ο διάλογος για το κυπριακό υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, που βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή εξ αιτίας τόσο της επιμονής του καθεστώτος Ερντογάν για διχοτόμηση του νησιού με λύση δυο κρατών όσο και της σημαντικής γεωστρατηγικής και ενεργειακής σημασίας του νησιού, που χαρακτηρίζεται ως το “περιφερειακό αεροπλανοφόρο της Δύσης”.
Παρατηρούμε λοιπόν μια διαδικασία μακρόσυρτων διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τόσο τη διπλωματική “ήπια ισχύ” (π.χ. η απελπισμένη προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης ώστε να επιβάλλει η Ε.Ε. κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας), όσο και την πολεμική προετοιμασία. Μια τυχαία ή προσχεδιασμένη σύγκρουση στην Ανατολική Μεσόγειο ή στο Αιγαίο ενδεχομένως να έχει απρόβλεπτες συνέπειες, καθώς οι δύο αστικές τάξεις σαν έτοιμες από καιρό είναι πλήρως προετοιμασμένες για το σενάριο της διευθέτησης των διαφορών τους μέσω πολεμικής σύγκρουσης. Το φιλειρηνικό προφίλ που οικοδομεί το ελληνικό κράτος είναι ακόμα μια επικοινωνιακή απάτη, αφού μετά την κρίση των Ιμίων έχει υιοθετήσει ως αποτρεπτικό δόγμα την πολιτική της “ευέλικτης ανταπόδοσης” εκφράζοντας την πρόθεση απάντησης σε οποιαδήποτε επιθετική (εντός ή εκτός εισαγωγικών) κίνηση της Τουρκίας με τη δημιουργία ισοδύναμου τετελεσμένου. Η διολίσθηση, όμως, σε μια πολεμική διαπραγμάτευση κουβαλά κινδύνους πλήρους επικράτησης της βαρβαρότητας, αφού το ελληνικό κράτος έχει ανασύρει από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου τη στρατηγική της Αμοιβαίας Εξασφαλισμένης Καταστροφής (Mutual Assured Destruction). Από την άλλη, η τουρκική πολεμική μηχανή είναι ακόμα πιο ετοιμοπόλεμη και έμπειρη καθώς δοκιμάζεται σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα με μεγάλες επιτυχίες για λογαριασμό του τουρκικού κεφαλαίου. Η Τουρκία έχει επενδύσει τα τελευταία χρόνια περίπου 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ σε έρευνες υδρογονανθράκων, γεγονός που είναι ενδεικτικό για το ποιες είναι οι πραγματικές αιτίες της ελληνοτουρκικής αστικής σύγκρουσης, οι οποίες κρύβονται κάτω από το μανδύα του “πατριωτισμού”.
Ρόλο διαιτητή στη σύγκρουση παίζουν οι ΗΠΑ, οι οποίες ανησυχούν πως μια υλική ρήξη στις σχέσεις των δυο νατοϊκών συμμάχων θα ενδυναμώσει το ρόλο της Ρωσίας: «Αν θα υπάρξει οποιαδήποτε κλιμάκωση, οι μόνοι που θα επωφελούντο από αυτή, θα ήταν οι αντίπαλοί μας. Ο νικητής θα είναι ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Είναι αυτοί που αντιτίθενται στην ευρωατλαντική κοινότητα με τις αξίες και τις αρχές που αυτή και οι θεσμοί της αντιπροσωπεύει» (συνέντευξη του Τζέφρι Πάιατ στο Mega, Μάιος του 2020). Τον Ιούλιο του 2020 ο τότε βοηθός υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάθιου Πάλμερ, δήλωσε σχετικά: «Επικεντρωνόμαστε στην Ανατολική Μεσόγειο ως περιοχή αυξανόμενης στρατηγικής σημασίας και στρατηγικού ανταγωνισμού. Οι Ρώσοι είναι εκεί. Οι Κινέζοι είναι εκεί. Και σε περιφερειακό επίπεδο οι Ιρανοί είναι εκεί. Θέλουμε οι ΗΠΑ να είναι εκεί και να ανταγωνίζονται για θετική επιρροή […] Αυτή είναι μια περιοχή με σημαντικό στρατηγικό περιεχόμενο για τις ΗΠΑ. Δεσμευόμαστε να εμβαθύνουμε και να ενισχύσουμε τις εταιρικές σχέσεις ασφαλείας και τις ευρείες σχέσεις που έχουμε σε ολόκληρη την περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και με τους συμμάχους μας, όπως η Τουρκία, η Ελλάδα, το Ισραήλ και άλλα κράτη στην περιοχή» (3).
Το ελληνικό κράτος, παρά την οικονομική του χρεωκοπία, αποπειράται να εξισορροπήσει το ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος με τον προγραμματισμό -εν μέσω πανδημίας- ενός κοστοβόρου εξοπλιστικού προγράμματος ύψους 10-12 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο εξήγγειλε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία του στο Thessaloniki Helexpo Forum, τον Σεπτέμβριο του 2020. Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, σκοπός του υπερεξοπλισμού είναι η απάντηση στην “τουρκική προκλητικότητα” μέσω του πολλαπλασιασμού της ισχύος, της λειτουργικότητας και της αποτελεσματικότητας των ελληνικών όπλων: «Ήρθε η ώρα να ενισχύσουμε τις ένοπλες δυνάμεις ως παρακαταθήκη για την ασφάλεια της χώρας». Στο πλαίσιο αυτό προανήγγειλε την αγορά 18 γαλλικών αεροσκαφών Rafale (12 μεταχειρισμένα και 6 του κουτιού), 12-24 αμερικανικών F35, 4 φρεγατών (με ταυτόχρονη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό των ήδη υπαρχόντων), 4 ελικόπτερα Romeo, πυραύλων αέρος-αέρος meteor, πυραύλων Scalp και Exocet, την αναβάθμιση 84 F16 σε κατηγορία Viper (η οποία υπολογίζεται να ολοκληρωθεί το 2027 και να κοστίσει πάνω από 1 δισ. δολάρια), την πρόσληψη 15.000 επαγγελματιών οπλιτών και την ενίσχυση της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας. Ενδεικτικός της πολεμικής προπαρασκευής του ελληνικού κράτους εν μέσω υγειονομικής κρίσης, είναι ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2021, ο οποίος προβλέπει μείωση των δαπανών για την υγεία κατά 572 εκατομμύρια ευρώ(4) και ταυτόχρονη θεαματική αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών, παρότι το ΑΕΠ της χώρας βυθίστηκε στα 162,7 δισ. ευρώ, χάνοντας 20 δισ. ευρώ σε ένα έτος. Απ’ αυτόν τον πακτωλό χρημάτων (5,5 δισ. ευρώ για το 2021), τα 2,5 δις αφορούν την αγορά Rafale, τα οποία ήδη έχουν αρχίσει να ενσωματώνονται στην πολεμική μηχανή του ελληνικού κράτους με τη διεξαγωγή της άσκησης “Σκύρος 2021” (Φεβρουάριος 2021), η οποία χαρακτηρίστηκε ως: «μήνυμα στην Άγκυρα». Κατά τη διάρκεια της ψήφισης της αγοράς των Rafale από το ελληνικό κοινοβούλιο, ο υπουργός “Άμυνας” μίλησε για συνολική προσπάθεια επαύξησης της μαχητικής ικανότητας του ελληνικού στρατού, η οποία θα είναι διαρκής και εντατική: «Είναι μια εθνική υπόθεση κυριολεκτικά, που καθίσταται επιτακτική λόγω της παρούσης γεωπολιτικής κατάστασης, με τις πολλές και σύνθετες προκλήσεις και απειλές στην ευρύτερη περιοχή μας». Αξίζει να σημειωθεί η διακομματική συναίνεση, με τον ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικεί το δικό του μερίδιο στο χτίσιμο της πολιτικής αυτής: «Οι σχέσεις με το Ισραήλ, με την Αίγυπτο ή με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα χτίστηκαν κατά 90% στα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και οι σχέσεις με τη Γαλλία χτίστηκαν στα χρόνια τα δικά μας». (δηλώσεις του εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ, Γ. Τσίπρα).
Ωστόσο, οι υπερεξοπλισμοί αυτοί δεν μπορούν να ανατρέψουν τον ελληνοτουρκικό συσχετισμό δύναμης. Έτσι κι αλλιώς, πάγιο δόγμα της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή είναι η πάση θυσία αποφυγή της απόκτησης στρατιωτικής υπεροχής κάποιας από τις δύο χώρες έναντι της άλλης και η διατήρηση μιας ισορροπίας δύναμης υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ. Η Τουρκία, παρά την οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει και παρά τις διαρκείς τριβές στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, παραμένει μια πολύ ισχυρή περιφερειακή δύναμη με βλέψεις πλανητικής ακτινοβολίας. Η κυβερνητική προπαγάνδα περί “απομονωμένης” Τουρκίας είναι σαφώς μια γελοιότητα που εντάσσεται στο πλαίσιο της αντιμετώπισης υπαρκτών ζητημάτων μέσα από την κατασκευή μιας γιγαντιαίας επικοινωνιακής φούσκας (καταδικασμένης να σκάσει θορυβωδώς). Το τουρκικό κράτος εδώ και χρόνια έχει προχωρήσει σε μια μεθοδική αύξηση των συντελεστών ισχύος του, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στους τομείς της στρατιωτικής ικανότητας, του στρατηγικού σχεδιασμού και της πολιτικής βούλησης, όπως περιγράφεται από το λεγόμενο δόγμα Νταβούτογλου. Η τουρκική οικονομία ανήκει στις 20 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη και συμμετέχει στους G20, ενώ ο στρατός της είναι από τους ισχυρότερους της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας. Το ΝΑΤΟ ανέθεσε στην Τουρκία για το 2021 τη διοίκηση 6.500 ειδικά εκπαιδευμένων στρατιωτών της Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης, ενώ την ίδια ώρα συσφίγγει τους στρατιωτικούς της δεσμούς με τη Βρετανία(5). Ταυτόχρονα, το τουρκικό κράτος προχωρά σε φιλόδοξες απόπειρες ενεργειακής και εξοπλιστικής αυτάρκειας:
-Στο πρώτο πεδίο φιλοδοξεί να εγκαταστήσει σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με πυρηνική τεχνολογία, με τον πυρηνικό σταθμό στο Ακούγιου να είναι υπό κατασκευή και να αναμένεται η λειτουργία του από το 2023. Βασική επιδίωξη της Τουρκίας είναι η διέλευση αγωγών φυσικού αερίου από το έδαφός της, με σκοπό τη λήψη μεριδίου του διερχόμενου αερίου για την κάλυψη των τεράστιων ενεργειακών της αναγκών. Σκοπός της είναι να εκμεταλλευτεί την προνομιακή γεωγραφική της θέση για τον έλεγχο «σχεδόν όλων των εναλλακτικών και μη οδών μεταφοράς του αερίου από την Κασπία και τη Μέση Ανατολή και τη Ρωσία προς την Ευρώπη, ενώ επιπρόσθετα συνεχίζει να επιδιώκει την υλοποίηση και άλλων παρόμοιων έργων μεταφοράς αερίου προς την Ευρώπη πχ από το Ιράκ, το Κατάρ, ακόμη και από τη ΝΑ Μεσόγειο μέσα από την επικράτειά της».(6)
-Στο δεύτερο πεδίο, η Τουρκία επιδιώκει την απεξάρτησή της από τις ξένες πολεμικές βιομηχανίες και την ενδυνάμωση της δικής της, υλοποιώντας πρόγραμμα κατασκευής εθνικού πολεμικού πλοίου και εθνικού τυφεκίου και ετοιμάζοντας με τη βοήθεια της Ιταλίας και της Ισπανίας την κατασκευή του αεροπλανοφόρου ANADOLU. Επιπλέον, τα εξοπλισμένα drones τουρκικής κατασκευής θεωρούνται επιτυχημένα σε διάφορα θέατρα στρατιωτικών επιχειρήσεων (Συρία, Λιβύη, Αζερμπαϊτζάν)(7). Τα drones “Μπαϊρακτάρ”, μάλιστα, κατασκευάστηκαν από την Τουρκία με βρετανική τεχνολογική βοήθεια. Μέσα σε λίγα χρόνια η τουρκική πολεμική βιομηχανία κατάφερε να αυξήσει θεαματικά τη συμμετοχή της στον εξοπλισμό των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας από το 20% στο 65%. Παράλληλα, αυξάνει το μερίδιό της στις εξαγωγές όπλων, καταλαμβάνοντας τη 14η θέση παγκοσμίως. Κι όλα αυτά παρά τις κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ εξαιτίας της αγοράς από τη Ρωσία των αντιαεροπορικών συστημάτων S-400 (8).
Τέλος, η “απομονωμένη” Τουρκία έχει πολύπλευρη οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική παρουσία και ερείσματα σε πλήθος χωρών (Αζερμπαϊτζάν, Κύπρος, Συρία (9), Λιβύη, Ιράκ, Κατάρ, Αλγερία, Τυνησία, Αλβανία, Αφγανιστάν, Παλαιστίνη, Ουκρανία, Σομαλία κλπ). Είναι σαφές, λοιπόν, πως δεν αρκεί μονάχα η αγορά μερικών όπλων από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία ώστε η Ελλάδα να αντισταθμίσει την τουρκική υπεροχή. Το ελληνικό κράτος προσπαθεί να καλύψει την απόσταση που το χωρίζει από τον βασικότερό του εχθρό (και ταυτόχρονα ΝΑΤΟϊκό σύμμαχο)(10) και να αναβαθμιστεί γεωστρατηγικά στην περιοχή των Βαλκανίων, της ΝΑ Μεσογείου και της Β. Αφρικής με μια σειρά διπλωματικών, οικονομικών και στρατιωτικών κινήσεων οι οποίες βρίσκονται σε σχέση αλληλοδιαπλοκής και αλληλοδιείσδυσης. Δύο βασικοί πυλώνες της πολιτικής αυτής είναι:
-Η πλήρης υπαγωγή της οικονομικής, ενεργειακής διπλωματικής και στρατιωτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους στις επιδιώξεις των μεγάλων δυνάμεων του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού (και κυρίως σ’ αυτές των ΗΠΑ). Σε αντίθεση με την Τουρκία που διαθέτει το εκτόπισμα ώστε να ακολουθεί πολυπαραγοντική εξωτερική πολιτική, κάνοντας ασκήσεις ισορροπίας ανάμεσα στις ΗΠΑ, την ΕΕ και τη Ρωσία, τα περιθώρια του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού είναι περιορισμένα. Η μετατροπή του ελληνικού κράτους σε “γεωπολιτικό μεντεσέ”, σε προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ και η πρόσδεση στο άρμα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για τη γεωστρατηγική αναβάθμισή του. Επιπλέον, η Ελλάδα καλείται να παίξει το ρόλο του αναχώματος στην “κακοήθη ρωσική και κινεζική επιρροή” και εν ανάγκη να πάρει τα ρίσκα ακόμα και για απόκτηση νέων εχθρών (11). Η τυχοδιωκτική αυτή πολιτική βάζει τη χώρα στη δίνη ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και μετατρέπει το ελληνικό έδαφος σε πιθανό στόχο, καθώς Ρωσία και Ιράν έχουν προειδοποιήσει πως αν απειληθεί η ασφάλειά τους θα προχωρήσουν σε πυραυλικά χτυπήματα εναντίον αμερικανικών βάσεων σε οποιαδήποτε χώρα.
-Η δημιουργία συμμαχιών και πολεμοκάπηλων αξόνων με κράτη της ευρύτερης περιοχής, υπό την προστασία και την καθοδήγηση των ΗΠΑ (και δευτερευόντως της Γαλλίας). Κεντρικό ρόλο σ’ αυτές τις επιδιώξεις παίζει η στρατηγική συμμαχία μες το Ισραήλ, μέσα από την οποία το μεν Ισραήλ αποκτά στρατηγικό βάθος και ανοίγει δίοδο για μεταφορά ενέργειας στην Ευρώπη και η δε Ελλάδα αυξάνει τους συντελεστές ισχύος της για να αντισταθμίσει την τουρκική υπεροχή. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα προχωρά στη δημιουργία “συνασπισμών ευκολίας” με εκείνα τα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα που εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ, στο πλαίσιο των αμερικανικών σχεδιασμών για τη Νέα Μέση Ανατολή.
Στο πρώτο μέρος του κειμένου θα εξετάσουμε αρκετές από τις όψεις της ελληνοϊσραηλινής στρατηγικής συμμαχίας, ενώ θα ακολουθήσει κι ένα δεύτερο μέρος που θα εξετάσει το πλαίσιο των σχέσεων του ελληνικού κράτους με τις ΗΠΑ.
Το ιστορικό υπόβαθρο των σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ
Από τη στιγμή της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ οι ελληνοϊσραηλινές σχέσεις κάθε άλλο παρά ανέφελες ήταν. Ήδη από τις 29 Νοεμβρίου του 1947 η Ελλάδα καταψήφισε το σχέδιο διχοτόμησης της Παλαιστίνης για την ίδρυση του ισραηλινού κράτους από τον ΟΗΕ, προτιμώντας να προσεγγίσει τον αραβικό κόσμο. Μέχρι το 1990 το ελληνικό κράτος αρκέστηκε στη de facto αναγνώριση του Ισραήλ, παρά τις έντονες πιέσεις των ΗΠΑ και της ΕΟΚ. Οι απόπειρες του Δαυίδ Μπεν Γκουριόν, πρώτου πρωθυπουργού του Ισραήλ, να προσεγγίσει την Ελλάδα με σκοπό το σπάσιμο της απομόνωσης και του διπλωματικού αποκλεισμού, παρέμειναν άκαρπες. Τις επόμενες δεκαετίες αναπτύχθηκαν σχέσεις δυσπιστίας ανάμεσα στις δύο χώρες, καθώς η Ελλάδα συμμάχησε με τις αραβικές χώρες ενώ το Ισραήλ προχώρησε σε σχέση στρατηγικής συνεργασίας με την Τουρκία. Η φιλοαραβική στάση του ελληνικού κράτους οφειλόταν τόσο σε λόγους διεθνούς πολιτικής (προστασία των Ελλήνων παροίκων στις αραβικές χώρες, εξασφάλιση υποστήριξης στο κυπριακό κλπ) όσο και σε οικονομικούς λόγους (κάλυψη ενεργειακών αναγκών, απρόσκοπτη διέλευση πλοίων από τη διώρυγα του Σουέζ κλπ). Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η προσέγγιση υπάγονταν στις γενικότερες επιδιώξεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, με σκοπό την αξιοποίηση της Ελλάδας ως δίαυλο επικοινωνίας με τα αραβικά κράτη, αλλά και για την ανάσχεση της σοβιετικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή. Η ελληνοαραβική φιλία, λοιπόν, αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της “συναινετικής προσαρμογής” της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, οπότε προκύπταν τα φυσικά όρια που έθεταν οι ΗΠΑ(12). Τα όρια αυτά φάνηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου των Έξι Ημερών, όταν η ελληνική χούντα των συνταγματαρχών παρείχε δυνατότητα επέμβασης υπέρ του Ισραήλ παραχωρώντας τα κρητικά λιμάνια στις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ και επιτρέποντας την προσγείωση ισραηλινών ελικοπτέρων στη Ρόδο. Το 1969 οι ΗΠΑ προχώρησαν ακόμη περισσότερο επιτρέποντας στους Ισραηλινούς να χρησιμοποιούν τις στρατιωτικές τους βάσεις στην Ελλάδα.
Η μακρά πορεία εξομάλυνσης των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων ξεκίνησε με την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1980, ωστόσο η διαδικασία ήταν σταδιακή και αργή καθώς προσέκρουε -μεταξύ άλλων- στο ισχυρό εμπόδιο της στρατηγικής της τουρκοϊσραηλινής συνεργασίας. Το 1983 μετά από ισχυρές πιέσεις της ΕΟΚ υπεγράφησαν ελληνοϊσραηλινές εμπορικές και πολιτιστικές συμφωνίες, παρά την έντονη φιλοαραβική και φιλοπαλαιστινιακή ρητορική του Ανδρέα Παπανδρέου. Μετά την αναγνώριση του Ισραήλ από την Ισπανία το 1986, η Ελλάδα έμεινε η μόνη χώρα της ΕΟΚ που αρκούνταν στη de facto αναγνώριση. Το 1987 ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Κάρολος Παπούλιας, δεσμεύτηκε πως η Ελλάδα θα αναγνωρίσει de jure το ισραηλινό κράτος, κάτι που έγινε τελικά τρία χρόνια αργότερα έπειτα από νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η οποία εξασφάλιζε την κοινοβουλευτική έγκριση στις 21 Μαΐου του 1990. Η κίνηση αυτή δεν προέκυψε μόνο από την πολυετή πίεση που ασκούσαν οι ΗΠΑ και η ΕΟΚ, αλλά και από την αναγκαιότητα εξισορρόπησης των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων. Τον Δεκέμβριο του 1994 υπογράφηκε η “Συμφωνία Αμυντοτεχνικής Συνεργασίας Ελλάδας -Ισραήλ”, η οποία όμως όχι μόνο δεν υλοποιήθηκε στην πράξη, αλλά το Ισραήλ προτίμησε να δώσει περισσότερη βαρύτητα στη συμμαχία του με την Τουρκία υπογράφοντας ανάλογη συμφωνία δύο χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1996. Η “Συνεργασία Στρατιωτικής Εκπαίδευσης Τουρκίας-Ισραήλ” προέβλεπε -μεταξύ άλλων- τον ελλιμενισμό και ελεύθερο διάπλου στα χωρικά ύδατα των δύο χωρών, κοινά στρατιωτικά γυμνάσια και ανταλλαγή τεχνογνωσίας και ανθρωπίνου δυναμικού.
Μετά τη διεξαγωγή της κοινής τουρκοϊσραηλινής στρατιωτικής άσκησης Reliant Mermaid ο τότε Έλληνας υπουργός εξωτερικών χαρακτήρισε τη συνεργασία της Τουρκίας-Ισραήλ ως “συμμαχία αμαρτωλών”. Σύμφωνα με το ελληνικό κράτος ο τουρκοϊσραηλινός άξονας είχε ως σκοπό την ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή με σκοπό τη δημιουργία ψυχροπολεμικού κλίματος και την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας. Βεβαίως, η κατηγορία της ανατροπής της ισορροπίας δυνάμεων εκτοξεύονταν και από την Τουρκία προς την Ελλάδα, μετά την κύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας με τον νόμο 2321 του 1995. Το άρθρο 2 του νόμου προέβλεπε πως: «Η Ελλάδα έχει το αναφαίρετο δικαίωμα […] να επεκτείνει σε οποιονδήποτε χρόνο το εύρος της χωρικής της θάλασσας μέχρι αποστάσεως 12 ναυτικών μιλίων». Η Τουρκική Εθνοσυνέλευση απάντησε με εκχώρηση στην κυβέρνηση όλων των αρμοδιοτήτων: «Να λάβει μέτρα, ακόμα και στρατιωτικά, για τη διατήρηση και υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων της χώρας». Για την Τουρκία η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας αποτελεί res inter alios pacta (αντικείμενο συμφωνίας τρίτων), οπότε δεν έχει δεσμευτική ισχύ γι’ αυτήν. Έτσι, εν μέσω αυξανόμενης ελληνοτουρκικής έντασης (που κορυφώθηκε με την κρίση των Ιμίων), η Τουρκία και το Ισραήλ ολοένα και εμβάθυναν τη συμμαχία τους, ενώ με διάφορες αιτιολογίες συνέχεια αναβάλλονταν οι ελληνοϊσραηλινές στρατιωτικές ασκήσεις. Σαν αντιστάθμισμα, η Ελλάδα οργάνωσε κοινές ασκήσεις με το καθεστώς Μουμπάρακ στην Αίγυπτο.
Η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, όμως, θέλησε να αλλάξει σταδιακά την κατάσταση, δημιουργώντας εξισορροπητικές τάσεις στις σχέσεις των τριών χωρών. Σημαντικός σταθμός υπήρξε η υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας στη Μαδρίτη την 1η Νοεμβρίου του 1996, με την οποία η Ελλάδα αναγνώρισε την ύπαρξη νόμιμων και ζωτικών τουρκικών συμφερόντων στο Αιγαίο και δεσμεύονταν να μην προβεί σε μονομερείς ενέργειες για την άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Την άνοιξη του 2000 ο Κωστής Στεφανόπουλος έγινε ο πρώτος Έλληνας Πρόεδρος της Δημοκρατίας που επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, η πλήρης ανατροπή των συσχετισμών των σχέσεων ανταγωνισμού/συνεργασίας θα έρθει μετά την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία του τουρκικού κράτους το 2002 (13). Η κυβέρνηση του ΑΚΡ γρήγορα έδειξε την απροθυμία της να ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις εντολές των ΗΠΑ, αφού το 2003 η Τουρκία αρνήθηκε στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν τα εδάφη της για την εισβολή στο Ιράκ.
Ο συνδυασμός της ανακάλυψης υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο (κοιτάσματα Λεβιάθαν, Zohr και Αφροδίτη) και του εκτροχιασμού των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων δημιούργησε ένα εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη της ελληνοϊσραηλινής συμμαχίας και κατ’ επέκταση του άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου. (Ας σημειωθεί εδώ πως, σε αντίθεση με την επιφυλακτική στάση της Ελλάδας, η Κύπρος ήδη από το 1961 είχε προχωρήσει στην αναγνώριση του Ισραήλ, μετά από πιέσεις που άσκησε η τουρκοκυπριακή πλευρά για ανταλλαγή πρέσβεων στις δύο χώρες). Υλική βάση για τη δημιουργία του εν λόγω άξονα είναι η προσπάθεια ελέγχου της παραγωγής και διακίνησης ενεργειακών πηγών. Τον Δεκέμβριο του 2010 η Κύπρος και το Ισραήλ υπέγραψαν συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με σκοπό την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στα θαλάσσια οικόπεδά τους. Η ισραηλινή πρεσβεία στην Κύπρο δήλωσε για τη συμφωνία αυτή: «Υπό το φως της πρόσφατης ανακάλυψης πλούσιων φυσικών πόρων στη Μεσόγειο Θάλασσα, η οριοθέτηση των συνόρων του Ισραήλ θα παίξει σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση των ζωτικών οικονομικών συμφερόντων του Ισραήλ, παρέχοντας ασφάλεια στους επενδυτές και σαφήνεια στους γείτονες του Ισραήλ, ως προς την ακριβή τοποθεσία των θαλάσσιων συνόρων του Ισραήλ και ως προς τα δικαιώματά του στους φυσικούς θαλάσσιους πόρους».
Η συμφωνία Κύπρου-Ισραήλ εξόργισε την τουρκική πλευρά, η οποία ακολουθώντας την εξωτερική πολιτική που χάραξε το λεγόμενο δόγμα Νταβούτογλου προσέγγισε τον μουσουλμανικό κόσμο στο πλαίσιο της απόπειρας γεωστρατηγικής αναβάθμισης και μετατροπής της Τουρκίας σε περιφερειακή υπερδύναμη: «Είναι αδύνατον για την Τουρκία, η οποία δημιουργήθηκε στη βάση του ιστορικού και γεωπολιτικού παρελθόντος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπεισήλθε στην κληρονομιά της, να διανοηθεί και να σχεδιάσει την άμυνά της αποκλειστικά στο πλαίσιο των συνόρων που κατέχει». Στο πλαίσιο της επεκτατικής πολιτικής που περιέγραψε ο Αχμέτ Νταβούτογλου, η Τουρκία εμφανίστηκε ως ηγέτιδα δύναμη του σουνιτικού Ισλάμ (κάτι που έκανε τη Σαουδική Αραβία να δυσφορεί). Η απόπειρα του ΑΚΡ να μετατραπεί σε προστάτη των παλαιστινιακών συμφερόντων, διατηρώντας στενότατες σχέσεις με τη Χαμάς, επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τις σχέσεις της με το Ισραήλ. Κάπως έτσι, η πλήρης ρήξη στις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ ήρθε λίγους μήνες πριν την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών Κύπρου-Ισραήλ. Συγκεκριμένα, τον Μάιο του 2010 στα πλαίσια του Free Gaza Movement έγινε πολυεθνική προσπάθεια σπασίματος του σιωνιστικού ναυτικού αποκλεισμού εναντίον της Λωρίδας της Γάζας, στην οποία συμμετείχε και η φίλα προσκείμενη στο ΑΚΡ οργάνωση ΙΗΗ. Οι ισραηλινές δυνάμεις επιτέθηκαν στο πλοίο Mavi Marmara, σκοτώνοντας εννιά Τούρκους πολίτες και εξοργίζοντας των Ερντογάν που προχώρησε στη λήψη αντιμέτρων, διακόπτοντας τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ. Από τότε, παρά τις προσπάθειες εξομάλυνσης, οι σχέσεις των δύο χωρών ποτέ δεν αποκαταστάθηκαν πλήρως και φυσικά δεν απέκτησαν ξανά το βάθος που είχαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτό το κενό έσπευσε να καλύψει η ελληνική πλευρά για να αναβαθμιστεί ακόμα περισσότερο η συνεργασία των δύο πλευρών σε οικονομικούς και στρατιωτικούς τομείς.
Το Ισραήλ θέλησε να εκμεταλλευτεί τη νέα ισορροπία στην περιοχή χρησιμοποιώντας πλέον τον ελληνικό εναέριο χώρο (αντί του τουρκικού όπως έκανε μέχρι πρότινος) για τις αεροναυτικές του ασκήσεις. Έτσι, τον Οκτώβριο του 2010 ισραηλινά μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποίησαν το ελληνικό έδαφος ως βάση για να πραγματοποιήσουν το δεύτερο σκέλος της άσκησης “Μίνωας”, με σενάριο το στρατιωτικό χτύπημα εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν. Έκτοτε, η εμβάθυνση της πολύπλευρης συνεργασίας των δύο χωρών προχωρά με ταχύτατες διαδικασίες, καθώς την εποχή εκείνη μπήκαν τα θεμέλια των συζητήσεων για τη μεταφορά του ισραηλινού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω του ελληνικού εδάφους, γεγονός που ικανοποίησε τον στρατηγικό στόχο των ΗΠΑ για αλλαγή του ενεργειακού χάρτη και μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Στρατιωτική θωράκιση των ενεργειακών σχεδιασμών και διακομματική συναίνεση
Η αλληλοδιαπλοκή οικονομικού και στρατιωτικού παράγοντα έγινε ακόμα πιο σαφής με την εμπλοκή της αμερικανικής Noble Energy στη διεξαγωγή ερευνών για τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων νοτία της Κρήτης και την ταυτόχρονη κοινή αεροναυτική και ανθυποβρυχιακή άσκηση ΗΠΑ-Ισραήλ-Ελλάδας τον Μάρτιο του 2012. Είναι σαφές πως η πολιτική των ταυτόχρονων στρατιωτικών ασκήσεων σε περιοχές διεξαγωγής έρευνας για κοιτάσματα υδρογονανθράκων θέλει να δώσει ισχυρά μηνύματα προς ανταγωνιζόμενα καπιταλιστικά κράτη για ισχυρή στρατιωτική θωράκιση των οικονομικών συμφερόντων. Άλλωστε, κατ’ επανάληψη ο Μπενιαμίν Νετανιάχου έχει μιλήσει για στρατιωτική προστασία της μεταφοράς φυσικού αερίου από το Ισραήλ στην Ευρώπη μέσω της Κύπρου και της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτό ο ισραηλινός στρατός διενεργεί ασκήσεις με πραγματικά πυρά σε ελληνικό έδαφος, όπως έγινε τον Ιούνιο του 2012 όταν το ελληνικό κράτος παραχώρησε για τον σκοπό αυτό τις βραχονησίδες Καράβια ώστε ισραηλινά αεροσκάφη να διεξάγουν τέτοιου είδους στρατιωτική άσκηση. Σύμφωνα με τη λογική του ελληνικού κράτους, η διαπλοκή των οικονομικών συμφερόντων του ελληνικού κεφαλαίου με τα συμφέροντα κεφαλαίων ισχυρότερων κρατών πολλαπλασιάζει την αποτρεπτική ισχύ της Ελλάδας έναντι της “τουρκικής προκλητικότητας”. Είναι η λεγόμενη ”θετική προκλητικότητα”: όσο περισσότερα επιχειρηματικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων αναμιγνύονται τόσο διασφαλίζονται τα ελληνικά συμφέροντα, δημιουργώντας ένα προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας. Βεβαίως, η λογική αυτή προϋποθέτει πως η απέναντι πλευρά θα παρακολουθεί τις εξελίξεις με σταυρωμένα τα χέρια, χωρίς να χτίζει τις δικές της συμμαχίες και τη δική της “θετική προκλητικότητα”…
Κάπως έτσι, η ελληνοϊσραηλινή συμμαχία απέκτησε χαρακτήρα “εθνικής στρατηγικής” με διακομματική συναίνεση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την υποκριτική φιλοπαλαιστινιακή ρητορική του, ήταν αυτός που ως κυβέρνηση εμβάθυνε αυτές τις σχέσεις όσο καμιά άλλη προηγούμενη κυβέρνηση. Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, Πάνος Καμμένος, έφτασε στο σημείο να προτείνει την ένταξη του Ισραήλ στο ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας-Κύπρου, με σκοπό την από κοινού εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής. Οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις του λεγόμενου “Άξονα 3+1” (Ηνίοχος, Αστραπή, NOBLE DINA, Νέμεσις, Blue Flay, Αργοναύτης, Ονήσιλος-Γεδεόν, White and Blue Sky κλπ), εντάσσονται σ’ αυτό το πλαίσιο της οικονομικής-στρατιωτικής συνεργασίας (ή ορθότερα: της στρατιωτικής θωράκισης της οικονομικής συνεργασίας). Με τα λόγια του Π. Καμμένου: «Μπορούμε να δώσουμε τη λύση ασφάλειας στην περιοχή. Γιατί να μη δώσουμε εναέριο χώρο, αυτό που χρειάζεται το Ισραήλ από την Ελλάδα; Από το Ισραήλ στην Κύπρο και μέχρι την Κρήτη. Γιατί να μην υπάρχουν συμφωνίες προστασίας της μεγάλης οικονομικής ζώνης, στον ορισμό της οποίας θα προχωρήσουμε και στην Ελλάδα; Γιατί να μην προχωρήσουμε και σε αμυντικές συμφωνίες;». Στις 19 Ιουλίου του 2015 ο τότε Έλληνας ΥΠΕΘΑ επισκέφθηκε το Ισραήλ και υπέγραψε τη συμφωνία SOFA (Status of Forces Agreement), η οποία ρυθμίζει το ζήτημα της διαμονής στρατιωτικών δυνάμεων της μιας χώρας στο έδαφος της άλλης. Ανάλογη συμφωνία έχει υπογράψει το Ισραήλ μονάχα με τις ΗΠΑ.
Η διακομματική συναίνεση εκφράστηκε πάλι τον Μάιο του 2016 με συμφωνία που υπερψηφίστηκε από ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι, βάσει της οποίας επιτρέπονται οι στρατιωτικές ασκήσεις, οι εκπαιδεύσεις, οι επισκέψεις πλοίων και αεροσκαφών και οποιαδήποτε άλλη μορφή “αμυντικής” συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ: «Σε περίπτωση κατά την οποία τα μέρη συμφωνήσουν ότι απαιτούνται περαιτέρω διακανονισμοί προκειμένου να διευθετήσουν επιπρόσθετα ζητήματα των στρατιωτικών δραστηριοτήτων, τα μέρη είναι δυνατόν να πραγματοποιούν αυτούς τους διακανονισμούς στο πλαίσιο των Συμφωνιών Εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας». Αυτές οι “συμφωνίες εφαρμογής” δεν είναι υποχρεωτικό να δημοσιοποιηθούν ή να εγκριθούν από το κοινοβούλιο: «Μετατρέποντας την Ελλάδα σε στρατιωτική βάση του Ισραήλ, όπου σε περίπτωση πολέμου θα μπορούν πχ να αποθηκεύονται καύσιμα ή στρατιωτικός εξοπλισμός, να γίνεται χρήση στρατιωτικών αεροδρομίων (αφού ακόμα και το αεροδρόμιο του Τελ Αβίβ βρίσκεται σε εμβέλεια των πυραύλων της Παλαιστινιακής Αντίστασης) και ναύσταθμων»(14).
Τέλος αξίζει να αναφερθεί πως ο Αλέξης Τσίπρας σε επίσκεψή του στο Μνημείο Ολοκαυτώματος Yad Vashem στις 25 Νοεμβρίου του 2015 χαρακτήρισε την Ιερουσαλήμ “ιστορική πρωτεύουσα” του ισραηλινού κράτους, πολλά χρόνια προτού ο “διαβολικά καλός” Ντόναλντ Τραμπ προχωρήσει στη μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ…
Η απόπειρα ενίσχυσης του ενεργειακού ρόλου της Ελλάδας
Λίγους μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ ο Π.Καμμένος ήταν σαφέστατος για τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες του ελληνικού κράτους ως “προμαχώνα της Ευρώπης”. Με αφορμή τις “προκλήσεις ασφαλείας” που δημιουργούνται από την ανεύρεση και αξιοποίηση πλουτοπαραγωγικών πηγών καθώς και από τον έλεγχο του συστήματος διαμετακόμισης ενέργειας, ο τότε ΥΠΕΘΑ δήλωνε τον Απρίλιο του 2015: «Η Ελλάδα θα συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στη νέα αυτή πρόκληση και θα αποτελέσει κόμβο για τη μεταφορά της ενέργειας, ιδιαίτερα μέσω των αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου. Η γεωπολιτική εγγύτητα με περιοχές όπου μαίνονται κρίσεις αναδεικνύει την πρόσθετη αξία της Ελλάδας ως βασικής πύλης προς τις μεγάλες θαλάσσιες εμπορικές οδούς ανάμεσα στην Ευρώπη και τον ανατολικό κόσμο». Τον Ιούνιο του 2016 στο πλαίσιο της “20ης Συζήτησης Στρογγυλής Τραπέζης με την Ελληνική Κυβέρνηση” του Economist, ο Πάνος Σκουρλέτης δήλωνε για τις προθέσεις αναβάθμισης του ενεργειακού ρόλου της Ελλάδας: «Οι ανάγκες της Ευρώπης για ενέργεια μεγαλώνουν κάθε χρόνο, με αποτέλεσμα να επιδιώκει πολλαπλές πηγές τροφοδοσίας και όσο γίνεται περισσότερες απευθείας συνδέσεις. Εδώ μπορεί να βοηθήσει η Ελλάδα ως ενεργειακός κόμβος. Ένας κόμβος δομημένος σε ένα σημαντικό γεωγραφικό και γεωπολιτικό σταυροδρόμι. Ένα σημείο διαμετακόμισης που διακρίνεται για τη σταθερότητά του σε έναν ασταθή κόσμο».
Η Ελλάδα στερείται των απαραίτητων ενεργειακών κοιτασμάτων για να μετατραπεί σε κυρίαρχο ενεργειακό προμηθευτή της ευρύτερης περιοχής. Η θέση της είναι εμφανώς μειονεκτική σε σχέση με την Τουρκία, η οποία σήμερα είναι ένας τεράστιος ενεργειακός περιφερειακός κόμβος, με έξι διεθνείς διασυνδετήριους αγωγούς φυσικού αερίου, με δύο διεθνείς αγωγούς μεταφοράς, με τέσσερις τερματικούς σταθμούς LNG και δύο διεθνείς αγωγούς πετρελαίου. Επιπλέον, συγκριτικό πλεονέκτημα για την Τουρκία δίνει ο έλεγχος του στενού των Δαρδανελίων απ’ όπου διέρχεται καθημερινά σημαντική ποσότητα της παγκόσμιας πετρελαϊκής τροφοδοσίας. Από τον Ιανουάριο του 2020 ξεκίνησε ο τεράστιος τουρκορωσικός αγωγός Turk Stream, για την κατασκευή του οποίου συνεργάζονται η ρωσική Gazprom και η ελβετική Swiss και μεταφέρει αέριο μέσω της Μαύρης Θάλασσας στην Τουρκία και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η “απομονωμένη” Τουρκία αναβαθμίζει τον ενεργειακό της ρόλο και φιλοδοξεί να αποκτήσει τον ενεργειακό έλεγχο στην ευρύτερη περιοχή ώστε να μετατραπεί σε διεθνή ηγεμονική δύναμη. Η Ελλάδα από την άλλη, βρίσκεται στη δύσκολη θέση να εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών είτε από τη Ρωσία (ως βασικού προμηθευτή φυσικού αερίου), είτε από την Τουρκία (αφού βασικές αρτηρίες τροφοδοσίας φυσικού αερίου ελέγχονται από το τουρκικό κράτος). Η Ελλάδα προσπαθεί να μεταβάλει τον δυσμενή συσχετισμό μέσω της υπαγωγής της ενεργειακής της πολιτικής στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ (εισαγωγή LNG, διασυνδετήριος αγωγός φυσικού αερίου Ελλάδας-Βουλγαρίας IGB, αγωγός Θεσσαλονίκης-Σκοπίων, μονάδα υπόγειας αποθήκευσης στην Καβάλα κλπ). Σκοπός της Ελλάδας είναι να μετατραπεί σε ενεργειακό αντίβαρο έναντι της Τουρκίας και βασικό εναλλακτικό προμηθευτή αερίου στη ΝΑ Ευρώπη. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα μπαίνει στο επίκεντρο των Ευρω-αμερικανικών προσπαθειών για μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία, καθώς το φυσικό αέριο αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα για το καθεστώς Πούτιν (15). Και όπως είναι φυσικό η Ρωσία χρησιμοποιεί αυτό το πλεονέκτημα για να πλασαριστεί με ευνοϊκότερους όρους στην αρένα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Η διαφοροποίηση των πηγών και των οδών ενέργειας είναι κομβικό ζήτημα στην ευρωατλαντική ατζέντα και στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα επιδιώκει να μετατραπεί σε “διατλαντική γέφυρα μεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ”.
Η ελληνοϊσραηλινή συμμαχία έχει βαρύνουσα σημασία γι’ αυτούς τους ενεργειακούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και της ΕΕ. Τον Απρίλιο του 2017 εγκρίθηκε η κατασκευή του αγωγού East Med, με κοινή δήλωση των υπουργών ενέργειας της Ελλάδας, του Ισραήλ, της Κύπρου και της Ιταλίας, σε συνάντηση κορυφής που πραγματοποιήθηκε στο Τελ Αβίβ παρουσία εκπροσώπου της Ε.Ε. Ο East Med εντάχθηκε στον ευρύτερο ευρωενωσίτικο σχεδιασμό και συγκεκριμένα στην κατηγορία των Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος του Κανονισμού 347/2013 της ΕΕ. Παρά τις τεράστιες επιφυλάξεις που υπάρχουν για το φαραωνικό αυτό πρότζεκτ, η ΕΕ το έχει κρίνει ως τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς βιώσιμο και συμπληρωματικό με άλλες εξαγωγικές δυνατότητες και επιλογές. Το κόστος του East Med υπολογίζεται να ανέλθει στα 6 δισεκατομμύρια ευρώ, μεγάλο τμήμα του οποίου θα καλυφθεί από ευρωενωσίτικους πόρους. Ταυτόχρονα, ενεργή ανάμειξη έχουν και οι ΗΠΑ, καθώς τον Δεκέμβριο του 2019 επικυρώθηκε από τη διοίκηση Τραμπ η East Med Act. Ο εν λόγω αγωγός αξιολογείται από τους Αμερικανούς ως σοβαρό εργαλείο εναντίον της ρωσικής διείσδυσης, την ίδια ώρα που οι Γερμανοί δεν αποδέχονται την πλήρη ευθυγράμμιση και συνεργάζονται με το καθεστώς Πούτιν (παρά τις τριβές που προκαλούνται, με τελευταία αφορμή την υπόθεση Ναβάλνι). Όπως δήλωνε ο Τζέφρι Πάιατ στην Καθημερινή τον Ιούνιο του 2020: «Η ενέργεια είναι σαφώς ο τομέας στον οποίο έχουμε κινηθεί πιο γρήγορα όσον αφορά την κοινή συνεργασία μας (…) Νομίζω ότι τα καλά νέα είναι πως το 3+1 είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένο με την αμερικανική διπλωματία και την εξωτερική πολιτική, καθώς αποτελεί και νόμο μέσω της πράξης East Med». Στην ίδια συνέντευξη ο Πάιατ εξέφρασε και τη νοσταλγία του για την ειδυλλιακή εποχή που η Ανατολική Μεσόγειος αποτελούσε αποκλειστική λίμνη του ΝΑΤΟ…
Σκοπός του East Med είναι να ενταχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο της ευρωατλαντικής πολιτικής για διαφοροποίηση των πηγών και των οδεύσεων μεταφοράς ενέργειας ώστε να μειωθεί η ρωσική επιρροή: «Μεταφέροντας φυσικό αέριο από τη Λεκάνη της Λεβαντίνης (Levant Basin) και συγκεκριμένα από τα κοιτάσματα Αφροδίτη και Λεβιάθαν στην Ελλάδα, μέσω Κύπρου και Κρήτης. Εκτιμάται ότι ο αγωγός θα μεταφέρει 8-15 δις. κ.μ. φυσικού αερίου ετησίως. Να σημειωθεί ότι η Λεκάνη της Λεβαντίνης που είναι περίπου τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την έκταση της Κύπρου, μοιράζεται μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ. Το φυσικό αέριο θα μεταφέρεται μέσω του ελληνικού Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου στους αγωγούς Poseidon (αγωγός ITG, Ελληνοϊταλική κοινοπραξία) και στη συνέχεια από τη Θεσπρωτία στην Ιταλία, ενώ μέσω του ελληνοβουλγαρικού αγωγού IGB στη Βουλγαρία και εκείθεν στη Κεντρική Ευρώπη. Με την ήδη υπογραφείσα συμφωνία (Ελλάδα, Ισραήλ, Κύπρος), το Ισραήλ αναλαμβάνει την ασφάλεια μεγάλου τμήματος του αγωγού». (16)
Τι επιδιώκει το ελληνικό κράτος από τη συμμαχία του με το Ισραήλ
Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να πούμε πως το ελληνικό κράτος επιδιώκει μέσω της στρατηγικής συμμαχίας του με το Ισραήλ και μέσα στο πλαίσιο των ευρωατλαντικών ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών: την αύξηση της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος του, την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας μέσα από χρυσοφόρες για το κεφάλαιο συμφωνίες, την ενίσχυση της θέσης του στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω της οικοδόμησης ενός “ενεργειακού άξονα σταθερότητας”, την αναβάθμισή του ως κόμβου μεταφοράς και πώλησης ενέργειας, την “αμυντική” θωράκιση απέναντι στον κοινό εχθρό (την Τουρκία)(17) και την στρατιωτική προστασία της οικονομικής/ενεργειακής πολιτικής, με τη μιλιταριστική επιτήρηση των εγκαταστάσεων εξόρυξης και μεταφοράς υδρογονανθράκων. Όπως αναφέρει και το Think Tank του Ελληνικού Συλλόγου Αποφοίτων του London School of Economics and Political Science, σε έκθεση που δημοσίευσε το 2016:
«Για την ελληνική πλευρά η στρατιωτική συμμαχία [με Ισραήλ] θεωρήθηκε απαραίτητη και επωφελής για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, εξυπηρετούσε την αμυντική θωράκιση της ενεργειακής συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Συγκεκριμένα, εξασφάλιζε τη δυνατότητα της Ελλάδας και της Κύπρου να προχωρήσουν τις διαδικασίες εκμετάλλευσης των ενεργειακών τους κοιτασμάτων με ασφάλεια, λειτουργώντας αποτρεπτικά για άλλους περιφερειακούς παίκτες, κυρίως της Τουρκίας, που επιθυμούσαν είτε να αμφισβητήσουν τα δικαιώματα των κρατών στην εξόρυξη των υδρογονανθράκων, είτε να παρεμποδίσουν με άλλους τρόπους τη μεταφορά τους προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Το γεγονός ότι το Ισραήλ θα έχει ισχυρά συμφέροντα στην κυπριακή ΑΟΖ αλλά και στο δρόμο της μεταφοράς του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω της Ελλάδας, θα το ωθούσε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια εναντίον των εγκαταστάσεων εξόρυξης ή των υποδομών μεταφοράς. Σε μεγάλο βαθμό δηλαδή, ο στρατιωτικός βραχίονας της συμμαχίας δομήθηκε με άξονα την απειλή και τις ενεργειακές επιδιώξεις της Τουρκίας στην περιοχή. Δεύτερον, η στρατιωτική συνεργασία θα αναβάθμιζε τη θέση της Ελλάδας καθώς θα αντικαθιστούσε την Τουρκία στους στρατηγικούς σχεδιασμούς του Ισραήλ. Η ελληνική πλευρά είδε τη στρατιωτική συμμαχία με το Ισραήλ και κατ’ επέκταση με τις ΗΠΑ ως παράγοντα ενδυνάμωσης των ελληνικών θέσεων και επιδιώξεων σε βάρος της Τουρκίας. Το Ισραήλ θεωρήθηκε ο παράγοντας εκείνος που θα υποστήριζε διπλωματικά και στρατιωτικά τις ελληνικές θέσεις στην πολυετή αντιπαράθεσή της με τη γείτονα». Με δυο λόγια: τα κράτη όταν μιλάνε για “πατρίδα” εννοούν κέρδη για το κεφάλαιο…
Τέλος, η ελληνοϊσραηλινή στρατηγική συμμαχία ευθυγραμμίζεται με τις στρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ και της ΕΕ που θέτουν ως βασικό στόχο την ενδυνάμωση των διευρωπαϊκών υποδομών ενέργειας και την εξεύρεση εναλλακτικών πηγών που θα καλύψουν τις αυξανόμενες ευρωπαϊκές ενεργειακές ανάγκες, ώστε να μειωθεί τόσο ο ρόλος της απείθαρχης Τουρκίας αλλά κυρίως του βασικού ανταγωνιστικού παίκτη, της Ρωσίας, η οποία χρησιμοποιεί το ενεργειακό της προβάδισμα ως μοχλό πίεσης για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων. Στο πλαίσιο αυτό το Ισραήλ επιδιώκει να προσθέσει στη φαρέτρα του τον ευρωπαϊκό ενεργειακό διάδρομο, με σημαντικούς διαμετακομιστικούς κόμβους την Ελλάδα και την Κύπρο.
Στην προσπάθεια για την δημιουργία ενός “υπονατοϊκού θύλακα” στη Μεσόγειο η Ελλάδα έχει ποντάρει στην αναβάθμιση της θέσης της μέσω της αντίστοιχης υποβάθμισης της συμμαχίας της Τουρκίας με τη Δύση. Ωστόσο, η πολιτική αυτή είναι δίκοπο μαχαίρι. Οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις παρά την επιφυλακτικότητά τους προς το καθεστώς Ερντογάν θέλουν να αποφύγουν πάση θυσία τον πλήρη γεωπολιτικό αναπροσανατολισμό της Τουρκίας. Η βραδύτητα και η διστακτικότητα της ΕΕ και οι ήπιες κυρώσεις των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την οικονομική αλληλοδιαπλοκή (αλλά και τη στήριξη που παρέχει το Κατάρ προς τον Ερντογάν, έχοντας επενδυμένα 100 δισεκατομμύρια ευρώ σε ευρωπαϊκές χώρες) δείχνουν πως στόχος τους δεν είναι η “απομόνωση” της Τουρκίας, όπως ονειρεύεται το ελληνικό κράτος, αλλά η επαναρυμούλκησή της, ώστε να περιορισθεί η ρωσική επιρροή. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα οδηγήσει σε υποβάθμιση του ρόλου του ελληνικού κράτους. Όπως επισημαίνει η επιστημονική συνεργάτιδα του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων, Άννα Κουκκίδη-Προκοπίου: «Παρά τις φωνές που πληθαίνουν για την ανάγκη επιβολής συνεπειών στην Τουρκία για την “ασεβή” συμπεριφορά της προς του Αμερικανούς πλανητάρχες (ειδικά αναφορικά με τη στάση της στη Συρία αλλά και τη σχέση της με τη Μόσχα), η γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας ως παροχέα ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή μας παραμένει αναλλοίωτη. Έστω κι αν κάποιος παραδεχτεί ότι μέρος της αστάθειας παράγεται από τις πράξεις της ίδιας της Άγκυρας, αυταπόδεικτα οδηγείται και στο συμπέρασμα της ανάγκης της εμπλοκής της ίδιας και πάλι για την επίλυση των ντε φάκτο προβλημάτων που πρέπει έτσι κι αλλιώς να αντιμετωπιστούν.
Η εδραίωση της Τουρκίας στο παγκόσμιο σύστημα ως ενός περιφερειακού παίκτη, που θα αποτελεί ένα ανεξέλεγκτο απολωλός πρόβατο από τη Δύση, ακολουθώντας το μονοπάτι του Ιράν μετά την πτώση του Σάχη το 1979, δεν είναι κάτι που η Ουάσιγκτον επιθυμεί. Γι’ αυτό ας μη διαβάζουμε τα μηνύματα του σήμερα προβάλλοντας τις δικές μας επιθυμίες για το μέλλον ως πρίσμα ανάλυσης». (“Η Κύπρος στο Μάτι του Κύκλωπα”, Huffington post, 23/1/2021)
Η πώληση της ΕΛΒΟ, το Κέντρο Εκπαίδευσης Πιλότων στην Καλαμάτα και οι συζητήσεις Τουρκίας-Ισραήλ
Η δημιουργία του Κέντρου Εκπαίδευσης Πιλότων στην Καλαμάτα και η πώληση της ΕΛΒΟ είναι δύο πολύ σημαντικά γεγονότα που εδραιώνουν ακόμα περισσότερο τα συμφέροντα του ισραηλινού κεφαλαίου στην Ελλάδα. Ήδη από την μνημονιακή περίοδο το ισραηλινό κεφάλαιο είχε εκφράσει το ενδιαφέρον του για τις ιδιωτικοποιήσεις και τις επενδύσεις στην Ελλάδα. Η ισραηλινή επιχείρηση ELBIT με μια επενδυτική πρόταση ύψους 1,4 δις ευρώ επικράτησε της καναδικής CAE, παρότι η τελευταία είναι η μεγαλύτερη εταιρία εκπαίδευσης στον κόσμο με εμπειρία 7 δεκαετιών και 65 εκπαιδευτικά κέντρα σε 35 χώρες, ενώ θεωρείται ο μεγαλύτερος εκπαιδευτικός ιδιωτικός φορέας της Δύσης με πιστοποίηση ΝΑΤΟϊκών προδιαγραφών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως η ισραηλινή “σφήνα” στο διαγωνισμό προέκυψε κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Κ. Μητσοτάκη και του ΥΠΕΘΑ Ν. Παναγιωτόπουλου στο Ισραήλ τον Μάιο του 2020. Έτσι, η ELBIT ανέλαβε το έργο της κατασκευής εκπαιδευτικού κέντρου για την πολεμική αεροπορία, με την Ελλάδα να γίνεται η πρώτη ΝΑΤΟϊκή χώρα που αναθέτει την εκπαίδευση του στρατού της σε μη ΝΑΤΟϊκή χώρα, συμμαχώντας από κοινού εναντίον μιας άλλης ΝΑΤΟϊκής χώρας! Κι όλα αυτά παρότι η ELBIT δεν έχει πιστοποίηση από το ΝΑΤΟ! Σύμφωνα με την ισραηλινή πρεσβεία στην Αθήνα, η συμφωνία αυτή είναι η μεγαλύτερη μπίζνα: «Για αμυντική προμήθεια μεταξύ Ισραήλ και Ελλάδας μέχρι σήμερα». Η γεωπολιτική σημασία της συμφωνίας αποτυπώνεται κι από την πρόθεση το Κέντρο να αποτελέσει πεδίο εφαρμογής της αμερικανοκίνητης προσέγγισης της Ελλάδας και του Ισραήλ με τις αυταρχικές φιλοδυτικές μοναρχίες της Μέσης Ανατολής (ΗΑΕ, Σαουδική Αραβία, Ιορδανία).
Ταυτόχρονα, κοινοπραξία ισραηλινών συμφερόντων (με μειοψηφική ελληνική συμμετοχή) εξαγόρασε την Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων. Στο νέο Δ.Δ. της ΕΛΒΟ συμμετέχουν αποκλειστικά τέσσερις ισραηλινοί, ενώ κατά 47,6% η NASΚΑ Industries -SK Group Ltd και κατά 4,8% ο επιχειρηματίας Αριστείδης Γλύνης. Κύριος στόχος του ισραηλινού κεφαλαίου είναι να διευρύνει την αγορά των προϊόντων του μέσω του ευρωπαϊκού και ΝΑΤΟϊκού διαβατηρίου της Ελλάδας. Η νέα ΕΛΒΟ θα έχει τη δική της συνεισφορά στην επιβολή ενός καθεστώτος μιλιταρισμού και αστυνομοκρατίας στην Ελλάδα, κατασκευάζοντας στρατιωτικά οχήματα, ειδικού τύπου πολιτικά οχήματα και ηλεκτροπτικό εξοπλισμό και προμηθεύοντας με οχήματα την Ελληνική Αστυνομία, καθώς η Plasan είναι η κατασκευάστρια εταιρία του θωρακισμένου λεωφορείου Guarder, που χρησιμοποιείται από τις κατασταλτικές δυνάμεις σε χώρες όπως το Μεξικό, η Κολομβία, το Καζακστάν και η Νιγηρία. Επίσης, η ΕΛΒΟ θα προμηθεύσει με οχήματα και τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, καθώς ήδη έχει ανακοινωθεί η αντικατάσταση 10.000 οχημάτων Mercedes και Steyr.
Ταυτόχρονα, γίνονται ολοένα και στενότερες οι σχέσεις του Έλληνα ΓΕΕΘΑ με τον ισραηλινό ομόλογό του και αναπτύσσονται σχεδιασμοί επιχειρηματικής συνεργασίας στο χώρο της πολεμικής βιομηχανίας και της παραχώρησης, συντήρησης και εκσυγχρονισμού οπλικών συστημάτων, ενώ παραμένουν ακόμα εκκρεμείς οι ισραηλινές προτάσεις για εθνικό τυφέκιο και ανάπτυξη εθνικού UAV με ισραηλινή τεχνογνωσία. Σε όλη αυτή την πολεμική μπίζνα το βασικό κριτήριο για το ελληνικό κράτος είναι η συνολική στρατηγική συμπόρευση με το Ισραήλ και όχι η στενή οικονομική ματιά, όπως φάνηκε και από την περίπτωση του Εκπαιδευτικού Κέντρου στην Καλαμάτα που προκάλεσε τη δυσφορία σε ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού εθνικισμού. Διακηρυγμένος στόχος του ελληνικού κράτους είναι να δημιουργήσει ένα πλέγμα επιχειρηματικών και στρατιωτικών συμφωνιών με το Ισραήλ με τέτοια βαρύτητα που θα λειτουργήσει ανασχετικά σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο ισραηλινοτουρκικής επαναπροσέγγισης.
Ωστόσο, στις διεθνείς σχέσεις δεν επιχειρεί ο ιδεαλισμός και η φιλία, αλλά η ωμή realpolitik. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 2020 ξεκίνησαν μυστικές επαφές μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ με σκοπό τη διερεύνηση του ενδεχόμενου εξομάλυνσης των ταραγμένων σχέσεων των δύο χωρών. Σύμφωνα με δηλώσεις πρώην διπλωμάτη του τουρκικού κράτους στο Al-Monitor «Πολλοί στην Άγκυρα σήμερα τονίζουν ότι η επιστροφή του Τούρκων και των Ισραηλινών πρεσβευτών, η δυνατότητα υπογραφής μιας συμφωνίας θαλάσσιας οριοθέτησης και η κατασκευή ενός ισραηλινού αγωγού φυσικού αέριου στην Ευρώπη μέσω της Τουρκίας, οι κοινές προσπάθειες για σταθεροποίηση στη Συρία και οι αυξανόμενες τουρκοϊσραηλινές βάσεις στον Καύκασο, τη Μαύρη Θάλασσα και τις λεκάνες της Κασπίας, θα είναι όλα οφέλη για τις δύο χώρες […] Αυτό που πρέπει να κάνει η Τουρκία είναι να εξομαλύνει τους δεσμούς με το Ισραήλ βάσει των εθνικών συμφερόντων, υποστηρίζοντας παράλληλα τη γενική θέση που περιγράφουν οι αραβικές χώρες προς το Ισραήλ. Μια τέτοια πολιτική θα επιτρέψει στην Τουρκία να απομακρύνει το Ισραήλ από την Ελλάδα και τους Ελληνοκύπριους και να κερδίσει ξανά την εύνοια του εβραϊκού λόμπι στις ΗΠΑ με την πάροδο του χρόνου» (18).
Καθοριστικός παράγοντας της απόπειρας επαναπροσέγγισης υπήρξε η σύγκλιση συμφερόντων των δύο χωρών στον Καύκασο και ο ισραηλινός στρατιωτικός εφοδιασμός του Αζερμπαϊτζάν μέσω της Τουρκίας κατά τη διάρκεια της πολεμικής σύγκρουσης στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, γεγονός που οδήγησε στην απόφαση για ανάκληση του ισραηλινού πρέσβη από την Αρμενία. Το Ισραήλ επιδιώκει σχέσεις με το πλούσιο σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο Αζερμπαϊτζάν, όχι μονάχα εξαιτίας των ενεργειακών πόρων αλλά και λόγω της γειτνίασης με το Ιράν. Αν πραγματοποιηθεί η εξομάλυνση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ θα υπάρξει ραγδαία ανακατάταξη δυνάμεων και θα δημιουργηθεί μια νέα γεωπολιτική ισορροπία που θα υποβαθμίζει τη θέση της Ελλάδας και της Κύπρου. Ωστόσο, η απόπειρα αυτή δεν είναι ούτε απλή, ούτε εύκολα υλοποιήσιμη. Από τη μια οι δυο χώρες αναπτύσσουν σχέσεις οικονομικής αλληλεπίδρασης και ο Ερντογάν που προτείνει win-win σχέση με τον Μπάιντεν, γνωρίζει πως «ο δρόμος της Τουρκίας προς τις ΗΠΑ περνάει μέσω του Ισραήλ και τη μεσολάβηση αυτού». Από την άλλη, το Ισραήλ χαρακτηρίζει τις επαφές ως “χαμηλού επιπέδου” και κρατάει επιφυλακτική στάση απέναντι στο καθεστώς Ερντογάν, ερμηνεύοντας τα μηνύματα συμφιλίωσης που εκπέμπει η Τουρκία ως διπλωματικούς ελιγμούς που προκύπτουν μετά την αντικατάσταση της διοίκησης Τραμπ από αυτήν του Μπάιντεν. Όπως γράφει η ιστοσελίδα Israel Hayom: «Αφού συνέκρινε το Ισραήλ με τη ναζιστική Γερμανία, ο Ερντογάν ξεκινά επίθεση ισχυρού φλερτ. Πίσω από την αλλαγή: απελπισμένη ανάγκη για υπηρεσίες μεσολάβησης και υποστήριξης απέναντι στον Πρόεδρο Μπάιντεν που είναι εχθρικός προς τον Ερντογάν. Το Ισραήλ προσέχει να μη βλάψει τις νέες συμμαχίες του με την Ελλάδα, την Κύπρο και τις χώρες του Κόλπου, και θέτει ως προϋπόθεση για τη βελτίωση των σχέσεων, την παύση της τρομοκρατικής δραστηριότητας της Χαμάς από το έδαφος της Τουρκίας. Απάτη ή απροσδόκητη προσέγγιση;». Άλλωστε, ο υπουργός Ενέργειας του Ισραήλ, Γ. Στάιονιτς, σε συνέντευξή του στο CNBC έθεσε ως προϋπόθεση της ενεργειακής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες (η οποία συμπεριλαμβάνει και το ενδεχόμενο κατασκευής αγωγού φυσικού αερίου) την αλλαγή συμπεριφοράς της Τουρκίας. Ταυτόχρονα, οι ισραηλινοί αξιωματούχοι καθησυχάζουν την ελληνική πλευρά πως θα μείνουν πιστοί στη στρατηγική συνεργασία του Άξονα 3+1 και θα είναι: «Πολύ προσεκτικοί όσον αφορά το τουρκικό ζήτημα και πολύ καχύποπτοι για τις προθέσεις του Τούρκου Προέδρου». Το μέλλον θα δείξει που θα κάτσει η μπίλια των συνεχών ανακατατάξεων. Το μόνο σίγουρο είναι, για να παραφράσουμε τη φράση του Τζον Κουίνσι Ανταμς πως τα κράτη δεν έχουν μόνιμους φίλους. Έχουν μόνιμους στόχους και μόνιμα συμφέροντα…
Η δημιουργία φιλο-δυτικού Άξονα στη Μέση Ανατολή και ο ρόλος του ελληνικού κράτους
Οι δολοφονίες του Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί από τις ΗΠΑ και του επικεφαλής του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος Μοχσέν Φαχριζαντέχ από πράκτορες της Μοσάντ ήταν δύο παράνομες ενέργειες κρατικής τρομοκρατίας που κλιμάκωσαν επικίνδυνα τη λεγόμενη “στρατηγική της μέγιστης πίεσης” που ασκεί ο αμερικανοϊσραηλινός άξονας έναντι του καθεστώτος της Τεχεράνης. Οι δολοφονίες αυτές αποτύπωσαν με σαφήνεια τις επιδιώξεις των ΗΠΑ και του Ισραήλ για το μέλλον της Μέσης Ανατολής και την απόπειρα μεταβολής του συσχετισμού ισχύος στην ευρύτερη περιοχή. Βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση και ενδυνάμωση της ισραηλινής ηγεμονίας είναι η αποδυνάμωση της περιφερειακής ισχύος του Ιράν, το οποίο έχει ισχυρά ερείσματα σε πολλές χώρες της περιοχής (Ιράκ, Συρία, Υεμένη, Λίβανος, Παλαιστίνη). Είναι ενδεικτικό πως οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις έπληξαν περίπου 50 στόχους στη Συρία το 2020, όπως οι ίδιες έχουν δημοσιεύσει. Από το 2011 έχουν εξαπολύσει εκατοντάδες πυραυλικά χτυπήματα εναντίον της Συρίας, στοχεύοντας τα στρατεύματα του καθεστώτος Άσαντ και τις πολιτοφυλακές της Χεζμπολλάχ και των Φρουρών της Επανάστασης. Το Ισραήλ επικαλείται κινδύνους για την ασφάλειά του, γεγονός που προκαλεί την έντονη αντίδραση της Ρωσίας που θέλει να αποτρέψει τη μετατροπή της Συρίας σε αρένα σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σ. Λαβρόφ, δήλωσε με σαφή ειρωνική διάθεση: «Αγαπητοί ισραηλινοί συνεργάτες, εάν διαθέτετε γεγονότα που καταδεικνύουν πως το κράτος σας αντιμετωπίζει απειλές από το συριακό έδαφος, τότε να τα αναφέρετε επειγόντως και εμείς θα πάρουμε κάθε απαραίτητο μέτρο για να εξουδετερώσουμε αυτή την απειλή».
Εάν οι πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του Ιράν και των συμμάχων του είναι το πρώτο σκέλος του σχεδιασμού μεταβολής του γεωπολιτικού χάρτη στη Μέση Ανατολή, στο δεύτερο σκέλος θα συναντήσουμε την έντονη διπλωματική κινητικότητα που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Τραμπ και οδήγησε στον κατ’ ευφημισμό “κύκλο φιλίας” του Ισραήλ με μια σειρά από αντιδραστικά καθεστώτα του αραβικού/μουσουλμανικού κόσμου: ΗΑΕ, Μπαχρέιν, Μαρόκο και Σουδάν(19). Να σημειωθεί πως η Αίγυπτος και η Ιορδανία είχαν ήδη εξομαλύνει τις σχέσεις τους με το Ισραήλ το 1979 και το 1994 αντίστοιχα. Στο ίδιο πλαίσιο ανάπτυξης “συμφωνιών του Αβραάμ” συναντάμε κι άλλες διπλωματικές κινήσεις, όπως οι συνομιλίες της Σαουδικής Αραβίας με το Κατάρ για αποκατάσταση των σχέσεων τους, οι οποίες είχαν διακοπεί το 2017 με την επιβολή διπλωματικού, εμπορικού και ταξιδιωτικού αποκλεισμού του Κατάρ από τη Σ. Αραβία, την Αίγυπτο, το Μπαχρέιν και τα ΗΑΕ. Επίσης, δείγμα προθέσεων προσέγγισης του Ισραήλ με τα καθεστώτα του σουνιτικού Ισλάμ (20) είναι η μυστική επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Νεντανιάχου στη Σ. Αραβία για να συναντήσει τον διάδοχο του θρόνου, Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν (τον οποίο ο Μπάιντεν δεν τον πολυσυμπαθεί, καθώς του χρεώνει τη δολοφονία του δημοσιογράφου Κασόγκι). Η συνάντηση Νεντανιάχου-Σαλμάν πραγματοποιήθηκε στο θέρετρο του Νεόμ στα στενά του Τιράν στην Ερυθρά Θάλασσα, με τη συμμετοχή του τότε Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο και τον επικεφαλής της Μοσάντ Γιόσι Κοέν. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός ταξίδεψε με το ιδιωτικό αεροσκάφος του επιχειρηματία Εχούντ Ασγκέλ, το οποίο είχε ξαναχρησιμοποιήσει ο Νεντανιάχου για μυστική επίσκεψη στο Ομάν.
Η έντονη διπλωματική κινητικότητα μεταφράζεται και στον τομέα της οικονομικής συνεργασίας με τον σχεδιασμό δύο γιγαντιαίων επιχειρηματικών projects που φιλοδοξούν να εντοπίσουν γεωοικονομικά την περιοχή, μέσω του εμπορίου και της ενέργειας. Συγκεκριμένα σχεδιάζεται:
-Η κατασκευή σιδηροδρομικής σύνδεσης του λιμανιού της Χάιφα με τα λιμάνια του Περσικού Κόλπου μέσω της σαουδαραβικής ερήμου. Το έργο αυτό φιλοδοξεί να μειώσει την ιρανική γεωπολιτική ισχύ, καθιστώντας εφικτή τη μεταφορά εμπορευμάτων από τη Μεσόγειο και την Ευρώπη στις χώρες του Περσικού Κόλπου, χωρίς να περνάνε από τη «δαμόκλειο σπάθη» των Στενών του Ορμούζ. Με τον τρόπο αυτό το Ισραήλ αποκτά πρόσβαση στη μεγάλη αγορά της Σαουδικής Αραβίας και των πλούσιων χωρών του Περσικού Κόλπου. Το περιφερειακό εμπόριο μεταξύ των χωρών της περιοχής απ’ όπου θα διέρχεται η σιδηροδρομική σύνδεση αναμένεται να φτάσει στα 250 δις δολάρια μέχρι το 2030.
-Η κατασκευή της “έξυπνης πόλης” ΝΕΟΜ στη Βορειοδυτική Σαουδική Αραβία, η οποία θα ενώνει γεωοικονομικά το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο και την Ιορδανία. Η ΝΕΟΜ σχεδιάζεται ως “φουτουριστική Μέγα-Πόλη”, με τεράστια γεωγραφική έκταση και κόστος που εκτιμάται πως θα φτάσει στα 500 δις δολάρια. Οι Σαουδάραβες προσδοκούν την προέλκυση ισραηλινών εταιριών υψηλής τεχνολογίας για να επενδύσουν και να εγκατασταθούν στη ΝΕΟΜ.
Το ελληνικό κράτος δεν λείπει από αυτό το αλισβερίσι δημιουργίας ενός φίλο-δυτικού γεωπολιτικού μπλοκ που υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ (και δευτερευόντως της Γαλλίας) θα ανταγωνίζεται τη συμμαχία Κίνας-Ρωσίας-Ιράν και θα μειώνει την επιρροή της ΝΑΤΟϊκής μεν αλλά απείθαρχης Τουρκίας. Έτσι, οι φίλοι του Ισραήλ μετατρέπονται και σε φίλους της Ελλάδας, κάτι που αυτόματα καθιστά τους εχθρούς του Ισραήλ σε εχθρούς της Ελλάδας. Η τυχοδιωκτική αυτή πολιτική βάζει την Ελλάδα στη δίνη ανταγωνισμών που όσο και αν καλυφθούν με κορώνες εθνικιστικής ρητορικής και με μανδύα “πατριωτισμού” δεν μπορούν να κρύψουν το πραγματικό τους περιεχόμενο. Έτσι, παράλληλα με τη στενή στρατιωτική συνεργασία της Ελλάδας με το Ισραήλ και τη χούντα του Αλ Σίσι στην Αίγυπτο επεκτείνεται και η συνεργασία με τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ: «Τόσο τα Εμιράτα όσο και η Αίγυπτος ενώπιον του κινδύνου ενεργοποίησης των Αδελφών Μουσουλμάνων στο εσωτερικό τους και αποσταθεροποίησης με ενθάρρυνση της Άγκυρας έχουν στραφεί προς την Ελλάδα […] Η προσέγγιση τόσο της Αιγύπτου και των ΗΑΕ όσο και του Ισραήλ με την Αθήνα δεν περιορίζεται πλέον σε διπλωματικό επίπεδο αλλά γίνεται όλο και πιο έντονα αισθητή τόσο στον στρατιωτικό τομέα αλλά και στο κρίσιμο πεδίο των πληροφοριών. Άλλωστε, αναφέρεται έντονα ότι το Τελ Αβίβ είχε σπεύσει το καλοκαίρι του 2020 να ενημερώσει την Αθήνα πως η Άγκυρα σχεδιάζει να εκτινάξει την ένταση στη θάλασσα και να προχωρήσει σε σεισμογραφικές έρευνες κοντά στο Καστελόριζο»(21).
Τα ΗΑΕ με αμερικανική προτροπή έχουν δηλώσει πρόθεση για εμβάθυνση της σχέσης τους με την Ελλάδα τόσο στον οικονομικό και διπλωματικό τομέα όσο και στους τομείς των “αμυντικών” επενδύσεων και της στρατιωτικής συνεργασίας, με συνεκπαιδεύσεις των ενόπλων δυνάμεων και συμμετοχή σε ασκήσεις όπως ο Ηνίοχος και η Μέδουσα (στις οποίες συμμετέχουν επίσης το Ισραήλ, η Γαλλία, η Αίγυπτος και η Κύπρος). Στο πλαίσιο αυτό οι ΗΑΕ εκφράζουν το ενδιαφέρον τους για το Κέντρο Εκπαίδευσης Πιλότων στην Καλαμάτα, στέλνουν στελέχη για εκπαίδευση στην Ελληνική Βιομηχανία και προωθούν την αμοιβαία επικοινωνία στρατιωτικών στελεχών, ενώ εμιρατιανά (όπως και σαουδαραβικά) F16 φιλοξενούνται σε ελληνικό έδαφος (Σούδα και 115 Πτέρυγα Μάχης). Το σημαντικότερο, όμως, είναι η υπογραφή από την κυβέρνηση Μητσοτάκη της “ρήτρας αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής σε περίπτωση επίθεσης από τρίτο μέρος”. Αυτή η επικίνδυνη και πρωτοφανής συμφωνία αποτελεί, όπως διαρρέουν κυβερνητικές πηγές, το πρόπλασμα για την ανάπτυξη πολυμερούς συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τον Περσικό Κόλπο, που θα λειτουργήσει ως “ασπίδα” έναντι των τουρκικών επιδιώξεων. Ανάλογη συμφωνία αναμένεται να υπογραφεί και με τη Σαουδική Αραβία! Το ελληνικό κράτος είχε προχωρήσει στις επαφές με τον οίκο του Σαούδ ήδη από την εποχή της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, παραδίδοντας πυρομαχικά για το αιματοκύλισμα του λαού της Υεμένης. Σήμερα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κάνει ακόμα στενότερες τις επαφές στέλνοντας συστοιχίες Patriot μαζί με προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων στη Σαουδική Αραβία, ενισχύοντας την αντι-ιρανική αντιαεροπορική ομπρέλα.
Ενδεικτικό της έντονης διπλωματικής κινητικότητας στην ευρύτερη περιοχή είναι η διοργάνωση με πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης του Filia Forum τον Φεβρουάριο του 2021, λίγες μέρες μετά τη δεύτερη (μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα) επίσκεψη του Κ. Μητσοτάκη στο Ισραήλ. Στη συνάντηση συμμετείχαν οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας, της Κύπρου, της Αιγύπτου, της Σαουδικής Αραβίας, των ΗΑΕ, της Γαλλίας και του Μπαχρέιν, ενώ στο περιθώριο του φόρουμ ο Ν.Δένδιας συνάντησε και τον ιρακινό ομόλογό του. Παρότι οι εμπλεκόμενες πλευρές το αρνούνται επισήμως, ωστόσο όλοι οι αναλυτές παραδέχονται πως στόχος του φόρουμ και της ανάλογης διπλωματικής κινητικότητας είναι το χτίσιμο ενός συμμαχικού αντιτουρκικού μπλοκ, υπό την ηγεσία της Γαλλίας. Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της; Τουρκίας, Χαμί Ακσόι, σχολίασε σχετικά: «Οι αβάσιμες κατηγορίες και συκοφαντίες, που απευθύνονταν εναντίον της χώρας μας από τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών στο τέλος του φόρουμ, το οποίο υποτίθεται πως “δεν στοχεύει καμία χώρα”, καταδεικνύουν ότι αυτή η πρωτοβουλία είναι στην πραγματικότητα μια προσπάθεια να οικοδομηθεί μια συμμαχία όχι στη “φιλία”, αλλά πάνω στην εχθρότητα προς την Τουρκία». Και λίγες μέρες μετά, το καθεστώς Ερντογάν έδειξε κι αυτό με τη σειρά του τι εννοεί με τη λέξη “φιλία” διενεργώντας τη γιγαντιαία άσκηση πολεμικής προετοιμασίας “Γαλάζια Πατρίδα”…
Ένας ακόμα άξονας που διαμορφώνεται στην ευρύτερη περιοχή είναι η τετραμερής συντονισμένη παρουσία της Ελλάδας, της Κύπρου, της Ιταλίας και της Γαλλίας που στοχεύουν στην εδραίωση της ασφάλειας των επιχειρηματικών τους συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο (ασκήσεις Ευνομία).
Το ελληνικό κράτος προσπαθεί να αξιοποιήσει τη γαλλική αντίδραση στην προσπάθεια διείσδυσης του τουρκικού κεφαλαίου σε περιοχές που η Γαλλία έχει έντονη ή προνομιακή παρουσία ή αποικιακό παρελθόν: «Με σημαία το “Ελλάς-Γαλλία-Συμμαχία” επιχειρεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της η εγχώρια αστική τάξη, εμπλεκόμενη -με το αζημίωτο- στις γεωστρατηγικές αντιθέσεις μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Η παρουσία Μακρόν -ως άτυπος εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού- στη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Ιράκ), εντάσσεται στην προσπάθεια ανάσχεσης της τουρκικής επιρροής στην περιοχή, με τη Γαλλία να προωθεί τα δικά της ενεργειακά συμφέροντα, είτε με το να στηρίζει τους Κούρδους της Συρίας και του Ιράκ είτε με το να παίρνει “διεθνείς πρωτοβουλίες” για το Λίβανο με πρόσχημα την έκρηξη στη Βηρυτό, επιχειρώντας να περιφρουρήσει την ενεργειακή έξοδο της Μέσης Ανατολής προς τη Μεσόγειο.
Αντίστοιχα, στο μέτωπο της Αφρικής, πέρα από τους ανταγωνισμούς για την εκμετάλλευση των πετρελαίων της Λιβύης και την άρνηση των Γάλλων να καταστεί άνευ όρων η Τουρκία ως κεντρικός ρυθμιστικός παράγοντας στη Μεσόγειο και ενεργειακός κόμβος προς την Ευρώπη, η σύγκρουση αφορά και την ηγεμονία στη ζώνη του Σαχέλ, με την Τουρκία και τον Νίγηρα, εισβάλλοντας έτσι στις παραδοσιακές σφαίρες επιρροής της Γαλλίας και στα κοιτάσματα ουρανίου που χρειάζονται τα πυρηνικά της προγράμματα.
Οι ανταγωνισμοί Γαλλίας-Τουρκίας και η μετατροπή της Μεσογείου σε εμπόλεμη ζώνη γίνονται στο φόντο της κεντρικής ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας, με το ελληνικό κράτος να παίρνει ολοένα και πιο ενεργή συμμετοχή»(22).
Για να λάβει την προστασία της Γαλλίας το ελληνικό κράτος είναι έτοιμο τόσο να μπουκώσει με μπόλικο χρήμα τη γαλλική πολεμική βιομηχανία (23) όσο και να παρέχει γεωπολιτικές εξυπηρετήσεις, όπως το να συνδράμει τις γαλλικές ένοπλες δυνάμεις στην “αντιτρομοκρατική” επέμβαση στο Μάλι της Δυτικής Αφρικής, από το οποίο η Γαλλία εισάγει ουράνιο για τους πυρηνικούς της σταθμούς. Για την υπεράσπιση της “πατρίδας”, βεβαίως-βεβαίως. Όπως παλιότερα στην Ουκρανία και την Κορέα…
Αντί επιλόγου
Κάποτε ο Τούρκος κομμουνιστής ποιητής Ναζίμ Χικμέτ έλεγε πως υπάρχουν δυο Ελλάδες και δυο Τουρκίες. Η Ελλάδα του Μπελογιάννη και των χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων και η Ελλάδα του Πλαστήρα. Η Τουρκία των χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων και η Τουρκία του Μεντέρες. Εφτά δεκαετίες μετά ο πυρήνας του μηνύματος του Χικμέτ παραμένει αναλλοίωτος. Σε κάθε χώρα υπάρχουν δύο πατρίδες. Η πατρίδα των εργαζομένων, των εκμεταλλευόμενων, των καταπιεσμένων, των αποκλεισμένων και η πατρίδα των αφεντικών, των επιχειρηματικών συμφερόντων και του πολιτικού τους προσωπικού. Αυτές οι δυο πατρίδες βρίσκονται σε ανειρήνευτο πόλεμο μεταξύ τους. Όταν η πατρίδα του κεφαλαίου οξύνει τον ανταγωνισμό της με άλλα αστικά κράτη ζητά ταξική ανακωχή και στοίχιση των καταπιεσμένων πίσω από την ηγεμονία της. Βαφτίζει αυτήν την υποταγή των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων ως “εθνική ενότητα” και στέλνει τους προλετάριους να πολεμήσουν κάτω από ξένες σημαίες, να αιματοκυλιούνται με τα αδέρφια τους «για του αφέντη του φαΐ». Σήμερα που οξύνονται ολοένα και περισσότερο οι αστικοί και ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και βαθαίνει η κρίση και το σάπισμα του καπιταλιστικού συστήματος πρέπει να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά για να μην πέσουμε στην παγίδα της αλληλοεξόντωσης των λαών για να οχυρωθεί η κερδοφορία των κεφαλαίων. Καμιά “εθνική ενότητα” της πατρίδας του εργαζόμενου λαού με την πατρίδα του κεφαλαίου…
Στο πρώτο μέρος του ανά χείρας κειμένου παρακολουθήσαμε όψεις των στρατηγικών επιλογών και συμμαχιών του ελληνικού κράτους μέσα στο πλαίσιο της απόπειρας γεωστρατηγικής αναβάθμισης, καθώς και του ελληνοτουρκικού αστικού ανταγωνισμού. Στο δεύτερο μέρος θα μας απασχολήσει η παρουσία των αφεντικών του ελληνικού κράτους, των ΗΠΑ, από τότε που πήραν τη σκυτάλη από τους Βρετανούς για να μας “σώσουν” από τον κομμουνισμό μέχρι την εποχή της μετατροπής της Ελλάδας σε “γεωπολιτικό μεντεσέ”….
Σημειώσεις
- Η διεθνής κατάταξη των στρατιωτικών δαπανών για το 2019 είναι: ΗΠΑ (732 δις δολάρια), Κίνα (261 δισ), Ινδία (71,1 δισ), Ρωσία (65,1 δισ), Σαουδική Αραβία (61,9 δισ), Γαλλία (50,1 δισ), Γερμανία (49,3 δισ), Βρετανία (48,7 δισ), Ιαπωνία (47,6 δισ) και Νότια Κορέα (43,9 δισ).
- Η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη με 6.375 πυρηνικές κεφαλές. Οι ΗΠΑ κατέχουν 5.800 πυρηνικές κεφαλές, ενώ ακολουθούν: Κίνα (320), Γαλλία (290), Βρετανία (215), Πακιστάν (160), Ινδία (150), Ισραήλ (90) και Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας (30-40).
- Σε έκθεση σχετικά με τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο που συνέγραψαν για λογαριασμό του αμερικανικού think tank FDD, ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία, Έρικ Έντελμαν, και ο πρώην βουλευτής του κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, Αϊκάν Ερντεμέρ, αναφέρουν: «Η στρατηγική βάση της Ανατολικής Μεσογείου, ως σταυροδρόμι της Αφρικής, της Ασίας και της Ευρώπης, τοποθετεί την περιοχή στο επίκεντρο μεγάλου ανταγωνισμού για πάνω από δύο χιλιετίες. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη κίνηση των ΗΠΑ ενάντια στον σοβιετικό επεκτατισμό ξεκίνησε εδώ, το 1947, με το ελληνοτουρκικό πακέτο βοήθειας του δόγματος Τρούμαν». Τα δύο στελέχη του FDD μιλάνε για την επανεμφάνιση της Ανατολικής Μεσογείου ως πεδίο ανταγωνισμού αντίρροπων δυνάμεων και καλούν τις ΗΠΑ να μην απομακρυνθούν από την περιοχή, δίνοντας χώρο σε εχθρικά κράτη (όπως η Ρωσία και το Ιράν). Ταυτόχρονα, στρέφονται κατά της πολιτικής του ΑΚΡ: «[η Τουρκία], ένα κάποτε φιλοδυτικό προπύργιο στη νοτιοανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ, έχει μεταμορφωθεί σε κράτος-αμφισβητία ύστερα από σχεδόν 18 χρόνια διακυβέρνησης από τον ισλαμιστή Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η εχθρική στάση της Άγκυρας δεν στρέφεται μόνο κατά της Κύπρου, της Αιγύπτου, της Ελλάδας και του Ισραήλ, αλλά θέτει επίσης σε κίνδυνο τις προσπάθειες των ΗΠΑ να προωθήσουν την περιφερειακή ενεργειακή ανάπτυξη που θα περιορίσει την εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο» (“Πιο ενεργός ο ρόλος των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο”, Καθημερινή, 16 Δεκεμβρίου 2020).
- Σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό οι δαπάνες για την υγεία θα μειωθούν από 4,829 δις το 2020 στα 4,257 δις το 2021. Αξιοσημείωτη θα είναι και η μείωση των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, οι οποίες θα μειωθούν από τα 523 εκατομμύρια ευρώ το 2020 στα 131 εκατομμύρια το 2021. Η απαξίωση της δημόσιας υγείας (με σκοπό την εμπορευματοποίησή της και την παράδοση των κερδοφόρων τομέων της στην αρπακτικότητα του κεφαλαίου) δεν είναι κάτι καινοφανές. Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ για την υγεία στην ΕΕ (Health at a glance, Europe 2020), οι κατά κεφαλήν δαπάνες δημόσιας υγείας μειώνονταν στην Ελλάδα με ρυθμό 7,3% ετησίως την πενταετία 2008-2013, ενώ κατά τα έτη 2013-2019 υπήρξε οριακή αύξηση ύψους 0,4% (με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να φτάνει το 3%). Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατά το 2020 ήταν προτελευταία στην ΕΕ σε έκτακτες δαπάνες για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
- Τελευταίο δείγμα της στενής συνεργασίας των δύο χωρών είναι η συμφωνία ανάμεσα στη βρετανική ΒΑΕ System Air και την τουρκική TUSAS για την κατασκευή πολεμικών αεροπλάνων.
- Σπύρος Παλαιογιάννης: “Ενεργειακές και Γεωπολιτικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή και η θέση της Ελλάδας” (Αθήνα, 25 Ιανουαρίου 2018).
- Οι εξελίξεις στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων αντανακλώνται και στη βιομηχανία των οπλισμένων drones. Πριν το 2011 μόνο τρεις χώρες κατείχαν οπλισμένα drones: οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Ισραήλ. Από το 2011 ως το 2019 οι χώρες αυξήθηκαν σε 18, με την Κίνα να είναι προμηθεύτρια σε 11 από αυτές, ενώ οι ΗΠΑ εξάγουν drones μόνο στη Γαλλία. Η Τουρκία παράγει και εξάγει οπλισμένα drones σε τρίτες χώρες, ωστόσο αρκετά από τα υποσυστήματά τους παράγονται από ξένες βιομηχανίες, καθιστώντας τα ευάλωτα στο ενδεχόμενο βιομηχανικής κατασκοπείας για αρπαγές ολόκληρων συστημάτων ή βασικών εξαρτημάτων.
- Για μια στιγμή η Τουρκία φάνηκε να οπισθοχωρεί μπροστά στις αμερικανικές πιέσεις και να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο της αποθήκευσης των S-400, ωστόσο γρήγορα ο εκπρόσωπος του Ερντογάν, Ιμπραχίμ Καλίν, δήλωσε πως η συμφωνία με την Ρωσία θα ολοκληρωθεί και θα τηρηθεί μέχρι τέλους.
- Χρησιμοποιώντας το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και επικαλούμενη το “δικαίωμα στην αυτοάμυνα”, η Τουρκία εισέβαλε στη Συρία και με την ανοχή των ΗΠΑ και της Ρωσίας κατέχει το 10% των εδαφών της χώρας.
- Το παράδοξο αυτό έγινε φανερό και στις αρχές του 2021, όταν η ελληνοτουρκική αστική σύγκρουση ήταν οξυμένη, αλλά ταυτόχρονα δρομολογήθηκε η δημιουργία του 27ου Κέντρου Αριστείας Ενοποιημένης Αντιαεροπορικής και Αντιπυραυλικής Άμυνας του ΝΑΤΟ, με έδρα τα Χανιά. Στο εν λόγω κέντρο επικεφαλής έθνος θα είναι η Ελλάδα και υποστηρίζοντα έθνη θα είναι η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Τσεχία και η “απομονωμένη” Τουρκία!
- Αναφέρει σχετικά ο Αλέξης Παπαχελάς: «Οι Έλληνες πολιτικοί συνήθιζαν να ευλογούν τα γένια της χώρας αναφερόμενοι στη γεωπολιτική της θέση. Σημασία όμως δεν έχει να έχεις καλό οικόπεδο, αλλά και τι κάνεις με αυτό […] Μια ματιά στον χάρτη δείχνει ότι είμαστε το τελευταίο ανάχωμα απέναντι στην τρομοκρατία, την ανεξέλεγκτη ροή μεταναστών και προσφύγων και μια περιοχή που έχει μετατραπεί σε μια μεγάλη “μαύρη πέτρα». Η Ελλάδα είναι χώρα πρώτης γραμμής για τη Δύση και ενδέχεται να κληθεί να -παίξει ενεργά αυτόν τον ρόλο. Θα χρειασθούν ισχυρή πολιτική βούληση και συναίνεση για να παιχθεί αυτό το παιχνίδι. Δεν είναι αστείο, ούτε παιχνίδι να αναλάβεις ρόλους και αποστολές όταν επί δεκαετίες φοβόσουν να στείλεις έναν στρατιωτικό αστυνομικό στο Αφγανιστάν. Και επίσης θα αποκτήσουμε εχθρούς με αυτή την επιλογή και θα αναλάβουμε και ρίσκα, όπως πχ το να γίνουμε στόχος φανατικών ισλαμιστών. Οι εξελίξεις, όμως, τρέχουν. Η ώρα των αποφάσεων μπορεί και να μην απέχει πολύ» (Αλέξης Παπαχελάς: “Γεωστρατηγικά Οικόπεδα”, Καθημερινή, 2 Απριλίου 2017).
- Το ίδιο συνέβη και με την ελληνοσερβική φιλία της δεκαετίας του 1990. Η Ελλάδα αρχικά αξιοποιήθηκε ως δίαυλος επικοινωνίας της Δύσης με το καθεστώς Μιλόσεβιτς, αλλά η “φιλία” πήγε περίπατο όταν το ελληνικό έδαφος έγινε ορμητήριο της στρατιωτικής επέμβασης εναντίον της Σερβίας το 1999.
- Τυπικά, λόγω νομικού κωλύματος, ο Ερντογάν ανήλθε στον πρωθυπουργικό θώκο το 2003, ένα χρόνο αργότερα από την εκλογική νίκη του ΑΚΡ.
- Από το άρθρο “Ελληνική εξωτερική πολιτική και γεωστρατηγικής αναβάθμισης. Μέρος Β’: Σχέσεις Ελλάδας-Ισραήλ”, που δημοσιεύθηκε στο τρίτο τεύχος της πολιτικής αναθεώρησης ΜΟΛΟΤ (Νοέμβριος 2016).
- Ενδεικτικό είναι πως το 2016 η ρωσική Gazprom προμήθευσε το 30% περίπου της ποσότητας φυσικού αερίου που κατανάλωνε η ΕΕ.
- Θεόδωρος Πανάγος: “Ο ρόλος του Ισραήλ στην ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου. Ο αγωγός East Med και η συνεργασία με την Ελλάδα σε όλους τους τομείς” (foreign affairs, 30/12/2020).
- Βέβαια, δεν ισχύει μονάχα πως ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος αλλά και το ότι σε μια λυκοφιλία ο εχθρός του φίλου γίνεται κι αυτός εχθρός. Έτσι, οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις δεν έχουν το βλέμμα στραμμένο μόνο προς την Τουρκία, αλλά στοχοποιούν ταυτόχρονα κράτη εχθρικά προς το Ισραήλ, όπως η Συρία και το Ιράν.
- “Τα κοινά συμφέροντα Τουρκίας στον Καύκασο και η πιθανή αλλαγή ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο” (capital.gr, 11/12/2020).
- Σύμφωνα με τον Τραμπ: «Εδώ και δεκαετίες, το Σουδάν βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου με το Ισραήλ […] Δεν υπήρχε καμιά απολύτως σχέση. Η σημερινή συμφωνία θα ενισχύσει την ασφάλεια του Ισραήλ και θα βάλει τέλος στη μακρόχρονη απομόνωση του Σουδάν από τον κόσμο εξαιτίας αυτού που συνέβαινε. Θα ξεκλειδώσει νέες ευκαιρίες για το εμπόριο, την εκπαίδευση, την έρευνα, τη συνεργασία και τη φιλία των λαών».
- Μια προσέγγιση που υποβαθμίζει το παλαιστινιακό ζήτημα και σπρώχνει ακόμα περισσότερο το παλαιστινιακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στη σφαίρα επιρροής του τουρκικού κράτους.
- “Συμμαχική ασπίδα στις πολεμικές απειλές της Τουρκίας. ΗΑΕ-Αίγυπτος-Ισραήλ σε κοινό άξονα με την Ελλάδα” (Newpost.gr, 19/11/2020).
- Απόσπασμα από το κείμενο “Η Μεσόγειος φλέγεται” που δημοσίευσε η σελίδα αντιπληροφόρησης της Ταξικής Αντεπίθεσης “Έφοδος στον Ουρανό”.
- Σε συνέντευξή της στην Καθημερινή στις 26/01/2021 η υπουργός “Αμύνης” της Γαλλίας, Φλοράνς Παρί, δήλωσε για τα επόμενα βήματα της ελληνογαλλικής στρατιωτικής συνεργασίας μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας για τα Ραφάλ: «Με την Ελλάδα χτίζουμε μια στέρεη αμυντική σχέση. Η προμήθεια των Ραφάλ για την Αθήνα είναι μόνο μια πλευρά αυτής της σχέσης. Ανταλλάσσουμε τακτικά απόψεις πάνω στα στρατηγικά διακυβεύματα στο μεσογειακό χώρο κι αλλού, οι ένοπλες δυνάμεις μας διεξάγουν ασκήσεις από κοινού. Ελπίζω, επίσης, ότι οι αμυντικές μας βιομηχανίες θα συνεργαστούν στενότερα. Διαθέτουμε γι’ αυτό νέα εργαλεία στο πλαίσιο της ΕΕ, όπως η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας. Θα ήθελα άλλωστε να υπογραμμίσω ότι έχουμε εγγύτητα απόψεων στο διακυβεύματα και στις προκλήσεις της ευρωπαϊκής άμυνας».
Πολύκαρπος Γεωργιάδης
Φεβρουάριος-Μάρτιος 2021
Φυλακές Λάρισας
Πηγή: Athens Indymedia
Leave a Reply