Μοντερνισμός και μεταμοντερνισμός ή προς μια ριζοσπαστική κριτική του μεταμοντερνισμού

Μοντερνισμός και μεταμοντερνισμός, ή προς μια ριζοσπαστική κριτική του μεταμοντερνισμού*
του Βασίλη Φιοραδάντε

 

«Κάθε αισθητική ουτοπία προσλαμβάνει σήμερα αυτή τη μορφή: να γίνουν πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουμε τι είναι».

Αντόρνο

 

Ο μοντερνισμός ορίζεται cog η τέχνη της ρήξης με το παρελθόν (1903-10), με τον ρεαλισμό, τον νατουραλισμό, την παραδοσιακή τέχνη και το παραδοσιακό πνεύμα. Ο διεθνισμός του στυλ. της γλώσσας, της μορφής και της ιδεολογίας είναι κυρίαρχος· ο βολονταρισμός. ο ιστορικισμός και ο μαχόμενος ανθρωπισμός, αναδεικνύονται σε καθοριστικά, καθώς και σε κυρίαρχα ηγεμονικά στοιχεία.

Μέσα από την ανάπτυξη καινούργιων (μοντέρνων) αντιλήψεων και πρακτικών αναφορικά με τα χρώματα, τον χ(όρο. το σχέδιο, το υλικό (materiaux). την καλλιτεχνική γλώσσα γενικά, αλλά και ειδικά σε σχέση με την αντίστοιχη μορφή τέχνης (ποίηση, λογοτεχνία, μουσική, πλαστικές τέχνες κ.λπ.). θεμελιώνεται και αναπτύσσεται μια καινούργια (μοντέρνα) ορθολογικότητα (rationalite) σ’ αντίθεση με την κυρίαρχη. Προς αυτή την κατεύθυνση καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο πειραματισμός, ο συνεχής και αδιάκοπος πειραματισμός, αλλά πάντα συνδεδεμένος με τους παραπάνω στόχους.

Ο μοντερνισμός είναι η τέχνη και γενικότερα η θεώρηση που συνδέεται στενά με την εμφάνιση των πρωτοποριών, φαινόμενο πρωτόγνωρο σ’ όλη την ιστορία και που εμφανίζεται για πρώτη φορά στις αρχές του αιώνα. Η εμφάνιση των πρωτοποριών είναι ένα καθαρά κοινωνικό φαινόμενο, συνδεόμενο με τις βαθιές αλλαγές της κοινωνίας στην περίοδο της μονοπωλιοποίησης ιμπεριαλιστικοποίησής της, σαν η έκφραση μιας αρνητικής θέσης και δυναμικής απέναντι σ’ αυτήν την καταστροφική μετατροπή για τον άνθρωπο, την κοινωνία και την φύση.

Οι πρωτοπορίες είναι εικονοκλαστικές, καθαρές (pures et puristes), ριζοσπαστικές και προσπαθούν να ξεφύγουν από κάθε κυρίαρχη λογική – σ’ ένα κάποιο βαθμό δε, το καταφέρνουν. Όλο το βάρος της δραστηριότητας τους συγκεντρώνεται αναγκαστικά σε μια προσπάθεια να σπάσουν την όλο και εντονότερα κυριαρχούσα πραγμοποίηση, στο ξεπέρασμα της γενικευόμενης αλλοτρίωσης: Στην αναζήτηση της χαμένης και διαλυμένης αυθεντικότητας.

Η κρίση των μορφών και η κρίση της κοινωνίας στη μεταδοτική της περίοδο στις αρχές του αι. δημιούργησαν τις προϋποθέσεις του ιστορικού ξεπεράσματος της παραδοσιακής τέχνης. Αυτή η ίδια κρίση και η μεταδοτικότητα έκαναν δυνατή την ιστορική θεμελίωση του μοντερνισμού σαν κοινωνικό και αισθητικό ρεύμα. Στο βαθμό του μη ξεπεράσματος των μοντερνιστικών σχεδίων μεταρρύθμισης του καπιταλισμού, ο μοντερνισμός κουβαλούσε στην πλάτη του την σύμφυτη μοντερνιστική ουτοπία του συστήματος. Ο ριζοσπαστικός μοντερνισμός, αντίθετα, εργάστηκε προς την κατεύθυνση ενός δυνατού ξεπεράσματος του συστήματος και των κοινωνικά αλλοτριωτικών του μηχανισμών.

Από την πρώτη δεκαετία του ΧΧου αι. μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 η μοντέρνα τέχνη συνεχίζει ν’ αναπτύσσεται έστω και με σοβαρές διαφορές (μετά το 1945 εμφανίζονται νέες πρωτοπορίες που διαδέχονται τις ιστορικές των αρχών του αι.). Η συνεχής αυτή ανάπτυξη συνδυάζεται με την σταθερή άρνηση των πρωτοποριών στην ενσωμάτωση, κύριο χαρακτηριστικό του μονοπωλιακού και του ύστερου καπιταλισμού. Έτσι γίνεται κατορθωτή η προοδευτική συγκρότηση της μοντερνιστικής ορθολογικότητας σε Λόγο, σε ριζοσπαστικό και αισθητικό κοινωνικό Λόγο. Ριζοσπαστική και κριτική διάσταση σημαίνουν συνεχή άρνηση, αντίσταση στην ορθολογικοποίηση, τεχνοκρατικοποίηση, γραφειοκρατικοποίηση: Ολική αντίθεση στην προϊούσα εργαλειοποίηση του λόγου.

Η σύνδεση του μοντερνισμού με τις κοινωνικές ουτοπίες, σε σταθερή ανάπτυξη και διάδοση από την αρχή του αι. μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, είναι σαφής και καθοριστική στην κοινωνικοποίηση του σαν τέχνη και σκέψη, ακόμη και στις πιο απαισιόδοξες εκδοχές, ακόμη και στις πιο αυτονομημένες μορφές του. Ενδεικτικά αναφέρουμε το έργο του Μπέκετ, του Ράιυχαρτ κ.ά.

Ο ριζοσπαστικός μοντερνισμός αυτονομείται από την κατεστημένη πράξη και τις κυρίαρχες ιδεολογίες, ειδικότερα δε από την ιδεολογία της προόδου (και ιδιαίτερα της τεχνολογικής), χωρίς να εγκαταλείπει τον ύστατο αγώνα για την πραγματική πρόοδο της κοινωνίας που συνδυάζεται με τον γενικότερο αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.

Ο μοντερνισμός είναι η τέχνη του περιεχομένου, ενός κριτικού έως και ανατρεπτικού περιεχομένου. Οι καλλιτεχνικές του μορφές παρουσιάζουν ένα άμεσο και έντονο ενδιαφέρον σαν τέτοιες, αλλά και σαν η συμπύκνωση του παραπάνω συγκεκριμένου περιεχομένου τους. Έτσι καθορίζονται και σε κάθε περίπτωση αλληλεξαρτώνται απ’ αυτό. Μ’ αυτήν την έννοια, η διαλεκτική μορφή περιεχόμενο είναι πρωταρχική, όπως και η διαλεκτική του μοντερνισμού με την κοινωνία. Μια ακόμη διαλεκτική, επί μέρους εκδήλωση του ολικού κοινωνικού φαινομένου που είναι ο μοντερνισμός, αναδεικνύεται σε καθοριστική: Μορφή υλικό περιεχόμενο. Η εργασία των πρωτοποριών αναφορικά με το υλικό, βοηθά στο ξεπέρασμα του παραδοσιακού δυαδισμού μορφή-περιεχόμενο, το περιεχόμενο δε με τον μοντερνισμό αποκτά κοινωνικές και ιστορικές διαστάσεις (κατασταλαγμένο περιεχόμενο, περιεχόμενο αλήθειας, ιστορικό και κοινωνικό περιεχόμενο).

Στην όλη διαμόρφωση του μοντερνιστικού προγράμματος, η συνείδηση παίζει καθοριστικό ρόλο. Αυτή δημιουργείται, και κατά κάποιο τρόπο εδραιώνεται και ισχυροποιείται μέσα από και την ριζική αντίθεση των πρωτοποριών στην ψευδή συνείδηση, η εμφάνιση της οποίας συμβαδίζει με την μονοπωλιοποίηση και στην συνέχεια τεχνοκρατικοποίηση της κοινωνίας. Το ξεπέρασμα, έστω υποθετικό ή και ουτοπικό, της πραγμοποίησης καταλήγει σε προϋπόθεση sine qua non κάθε αυθεντικής και πρωτοποριακής δημιουργίας, και συνδέεται στενά με την ύπαρξη ή όχι συνειδητοποιημένων ατομικών και συλλογικών υποκειμένων. Η ιστορικότητα, με την έννοια της (συνειδητής) σύνδεσης της μοντέρνας τέχνης με την προηγούμενη ιστορία της κοινωνίας και της τέχνης, αλλά κυρίως από την άποψη της αποδοχής της (από την μοντέρνα τέχνη) σαν δρώσα δύναμη και επί πλέον από την συνειδητοποίηση της, σαν δύναμης που προετοιμάζει το μέλλον (που σαν τέτοια ταυτίζεται με το ιστορικό υποκείμενο), αποτελεί την κινητήρια δύναμη του μοντερνισμού.

Η πραγματικότητα είναι έτσι πάντα παρούσα στον μοντερνισμό, αλλά κατά κανόνα αρνητικά και μόνον αφετηριακά θεωρητικοποιημένη. Η πραγμοποιημένη πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να είναι αρνητικά ενταγμένη στην τέχνη – διαφορετικά η μοντέρνα τέχνη θα ξέπεφτε σ’ ένα φτωχό και στείρο ρεαλισμό της πραγμοποιημένης και εκ των πραγμάτων μη ιστορικής πραγματικότητας (ή δεν θα ξέφευγε από διάφορες αντανακλαστικές, μηχανιστικά ρεαλίζουσες ή νατουραλίζουσες αναπαραστάσεις της).

Ο μοντερνισμός αναπτύσσεται στο όλο και περισσότερο ελαχιστοποιούμενο περιθώριο που ξέφευγε από την γρήγορα αναπτυσσόμενη βιομηχανία της κουλτούρας στον ύστερο καπιταλισμό. Η μονοδιαστατοποίηση και η μαζοποίηση της (καταφατικής) κουλτούρας είναι εντελώς ξένες στην τέχνη των πρωτοποριών, χωρίς οι τελευταίες να φθάνουν και σ’ ελιτισμό. Η μοντέρνα τέχνη είναι, πολύ απλά, πρωτοποριακή και η πρωτοποριακή τέχνη είναι η μοντέρνα: ούτε ελιτισμός ούτε λαϊκισμός και, ιδιαίτερα, βιομηχανοποιημένος.

Η φυγή από την πραγμοποιημένη πραγματικότητα, όπως και η άρνηση της ώθησαν (αναπόφευκτα;) ένα σοβαρό τμήμα της μοντέρνας τέχνης προς τον σπιριτουαλισμό. Η προσπάθεια επανεισαγωγής του πνεύματος, απέναντι σε μια έντονα υλιστικοποιημένη πραγματικότητα και σ’ αντίθεση σ’ αυτήν, μπορεί να οδήγησε μέχρι και σε διάφορες μορφές ιδεαλισμού, ακόμη και άκρατου ιδεαλισμού, αλλά αυτό ήταν το βαρύ τίμημα που πλήρωσαν οι πρωτοπορίες στην πραγμοποίηση, στην αλλοτρίωση και στην διάλυση της αυθεντικότητας, της κάθε αυθεντικότητας. Όμως αυτός ο «ιδεαλισμός» είναι η κινητήρια δύναμη του μοντερνισμού, και ταυτόχρονα, αποτελεί βασικό στοιχείο των θεωρήσεων του του κόσμου, της απελευθερωτικής του διάστασης.

Μια από τις σημαντικότερες εισφορές της μοντέρνας τέχνης, και κυρίως του ριζοσπαστικού τμήματος της, είναι η επεξεργασία ενός απελευθερωτικού οράματος. Μ’ αυτή την έννοια, η μοντέρνα τέχνη αποκτά μια έντονα κοινωνικοπολιτική, και κατ’ επέκταση ιδεολογική διάσταση. Η ιδεολογική κριτική αναδεικνύεται σε μοναδικής αξίας συνισταμένη στον αδυσώπητο αγώνα της εναντίον της κατεστημένης τάξης και των κυριάρχων ιδεολογιών, καθώς και της ίδιας της καλλιτεχνικής δημιουργίας καθαυτής.

Ο Μεταμοντερνισμός (μ-μ) συνίσταται στην ταύτιση της εικόνας με την πραγματικότητα (ή στηρίζεται στην αναπαράσταση της πραγματικότητας μ’ ένα φωτογραφικό λίγο πολύ τρόπο). Μ’ αυτή την έννοια, πρόκειται για τέχνη θεωρητικοποίηση της συνθηκολόγησης. Επιστρατεύει δε ακόμη τον αντιδραστικό ιστορικισμό (ή τον αναχρονισμό) και τον κυνισμό σαφώς αντιουμανιστικού περιεχομένου.

Ο μ-μ αντιπροσωπεύει την κατάργηση sine die του κοινωνικού στοιχείου της τέχνης, θεωρεί κάθε αμφισβήτηση, αντίθεση, κάθε κριτική ή αρνητική θέση σαν πουριτανισμό. Ξεκόβει έτσι από τις μορφικές επεξεργασίες του μοντερνισμού και επιχειρεί μια άγρια επιστροφή σ’ εντελώς ξεπερασμένες μορφές, δηλαδή σ’ αυτές της τέχνης των προηγουμένων ιστορικών περιόδων και ακόμη των εντελώς απομακρυσμένων, οι οποίες έχουν αποστεωθεί από την ίδια την ιστορική εξέλιξη, επιστροφή που αποπειράται να τις ιδανανικοποιήσει αποκαθιστώντας τες, δεδομένης της υποτιθέμενης προγραφής τους από τον «δογματικό» μοντερνισμό. Μ’ αυτό τον τρόπο ο μανιερισμός, το μπαρόκ, το δωρικό στυλ κ.λπ., ξαναεπιστρέφουν με τη μεταμοντερνίζουσα αναθεώρηση τους στην επικαιρότητα. Επί πλέον, η εντελώς οπισθοδρομική θεωρία του metier, καθώς και η στείρα ακαδημαϊκή τέχνη pompier, «επαναξιοποιούνται», καταλαμβάνοντας πρωτεύουσα θέση στο μ-μ πάνθεον!

Η ένταξη του μ-μ στη βιομηχανία της κουλτούρας είναι πλήρης με καταστροφικές συνέπειες για τη σύγχρονη τέχνη και κουλτούρα. Το ίδιο καταστροφική είναι και η κυριάρχηση του μ-μ από την τεχνική, την τεχνοκρατία και την ανεξέλεγκτη τεχνική αναπαραγωγή, αν και στις προθέσεις του είναι να τους προσδώσει ωραιοποιητικές διαστάσεις.

Η εμφάνιση και η ραγδαία εξάπλωση του μ-μ εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο την κρίση του κοινωνικού κινήματος, την προϊούσα διάλυση και αποσύνθεση των θεωρήσεων του κόσμου που βρισκόταν σ’ αλληλοσύνδεση με τον μοντερνισμό (ιστορικό και νεώτερο). Έτσι η διαλεκτική τέχνης κοινωνίας, που είναι κυρίαρχη στον μοντερνισμό, εξαφανίζεται, προς όφελος της απόλυτης εμπορευματοποίησης της μ-μ ψευδοτέχνης.

Ο μ-μ ταυτίζεται με την εξαφάνιση κάθε αυθεντικότητας στην τέχνη· με την κατάργηση κάθε έννοιας του έργου τέχνης (ακόμη δε περισσότερο του έργου σαν αυτονόητη ολότητα)· με την άρνηση της πνευματικότητας (spiritualisme) και της διανοητικότητας της τέχνης και αντικατάστασης της με την ιδανικοποίηση της ψευδούς συνείδησης. Ανάγει την ισοπέδωση γενικά σε κυρίαρχη, και ειδικότερα αυτή της διαλεκτικής υποκείμενο αντικείμενο, με μόνο στόχο την ιδανικοποίηση του αντικειμένου και την αντικειμενικοποίηση, βλ. πραγμοποίηση, στη λατρεία της οποίας υποτάσσεται πλήρως μετατρέποντας την σε ιδεολογία του.

Ο μεταμοντερνισμός σαν στυλ, συνοδευόμενος και ταυτιζόμενος με το άδειασμα του ιδεολογικού στοιχείου της μοντέρνας τέχνης, ενώ φαινομενικά παρουσιάζεται σαν ηγεμονικός, δεν είναι τίποτε άλλο από μια στείρα ανάδειξη της μη δημιουργικότητας, καθώς και της έλλειψης της οποιασδήποτε δημιουργικότητας σε ιδεολογία. Έτσι το αμάλγαμα και το συνοθύλευμα (pastiche) παίζουν πρωταρχικό ρόλο στον μ-μ, τόσο σαν ιδιαίτερα στυλμόδες, όσο και σαν ιδεολογία γενικότερα. Ειδικότερα δε μ’ αυτόν τον τρόπο ο μ-μ προσπαθεί να αποκρύψει τον ψευτορεαλισμό, τον αντιουμανισμό, τον αντιρασιοναλισμό και τον αντιιστορικισμό του.

Ο μ-μ έχει επιστρέψει στην ιστορικά ξεπερασμένη αφήγηση. Νομιμοποιεί οτιδήποτε στην προσπάθεια του να μετατρέψει την τέχνη σε θέαμα ή να την υποβιβάσει σ’ αυτό. Η θεαματικοποίηση της τέχνης συμβαδίζει με την αντίστοιχη μετατροπή σε θέαμα της πολιτικής και με την massmediation όλης της κοινωνικής ζωής. Η τέχνη έτσι δεν διαφορίζεται σε τίποτε από τα παραγόμενα σ’ ασύλληπτες ποσότητες επικοινωνησιακά και άλλα gadgets (δηλ. διάφορα μικροαντικείμενα χωρίς κανένα νόημα και λόγο ύπαρξης). Στην καλύτερη δε περίπτωση δεν ξεπερνά το επίπεδο του bricolage (μαστόρεμα).

Οι πρωτοπορίες θεωρούνται από τον συνθηκολογημένο μ-μ εικονοκλαστικές. Κατ’ επέκταση και η ριζοσπαστική ιδεολογία του μοντερνισμού στο σύνολο του, σαν ιστορικό και κοινωνικό αισθητικό κίνημα, αντικαθίσταται από την ιδανικοποίηση του αμαγάλματος, τη θεολογία του συνοθυλεύματος, της εξαφάνισης κάθε έννοιας και νοήματος. Ταυτόχρονα, ανάγεται σε ιδεολογία η αντιιστορική προσέγγιση της ιστορίας της τέχνης (και της κοινωνίας), και ειδικότερα όσον αφορά την ιστορική ρήξη του μοντερνισμού με την παράδοση. Ο μοντερνισμός μετατρέπεται έτσι σε ένα γεγονός και σ’ ένα καλλιτεχνικό ρεύμα όπως όλα τ’ άλλα. Αμφισβητούνται οι αφετηριακές και προγραγραμματικές προθέσεις του σαν ριζοσπαστικό κίνημα, στο όνομα της κυριαρχούσας σήμερα «καταστροφής» (A.B. Oliva) και της επιδιωκόμενης «ηρεμίας» (A.B. Oliva). H ανατροπή του μοντερνισμού που επιχειρείται, και σ’ ένα πολύ σημαντικό βαθμό επιτελείται από τον μ-μ, είναι πλήρης.

Τα ίδια ακριβώς είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του μ-μ στη φιλοσοφία και στην αισθητική θεωρητικοποίησή του, αποτέλεσμα μιας γενικότερης εκφυλισμένης (degeneree) στάσης που τον καθορίζει ολοκληρωτικά. Ο μ-μ συνδέεται με τον νεοσυντηρητισμό στην πολιτική και κοινωνική πρακτική, σαν απόρροια της σχετικής έλλειψης της πράξης και της έντονης κρίσης του υποκειμένου.

Η ανάγκη όμως για μια σταθερή μοντερνιστική, βλέπε κριτική, αρνητική και ριζοσπαστική πρακτική δεν έχει εκλείψει. Η αποδόμηση (και η μέχρι παροξυσμού συνδρομική λατρεία και διάδοση της) δεν είναι δυνατό να διατηρείται για πάντα: Εμφανίζεται και η τάση προς την ανασύνθεση.

 

III

Η λατρεία του αντικειμένου αρχίζει με τον ντανταϊσμό (ντανταϊστικό αντικείμενο), γενικεύεται με τον Νέο Ρεαλισμό και κυριαρχεί στον μ-μ, ενώ στον Μάλεβιτς, για παράδειγμα, και σε πολύ σημαντικό τμήμα της αφηρημένης τέχνης, η τέχνη ορίζεται σαν κατ’ εξοχήν μη-αντικειμενική (nonobjective).

Η γενική τάση προς το γκρέμισμα του Dada, που στόχευε στην απελευθέρωση της δημιουργικής φαντασίας, άφησε ορθάνοικτες τις πόρτες στην μ-μ μπουλντόζα. Δεν δημιουργήθηκε κανένα ξεπέρασμα των καθιερωμένων (παραδοσιακών) καλλιτεχνικών αξιών και κατηγοριών (όπως η ζωγραφική, η γλυπτική, η χρήση των παραδοσιακών υλικών: μουσαμάς, λάδι κ.λπ.). Η ονειρική ψυχαναλυτική χίμαιρα που οδηγούσε στον αισθητικό ηδονισμό, θεωρητικά απαραίτητο για κάθε απελευθερωτική τάση στην τέχνη κατέληξε σε ιδανικοποίηση της ψευδούς συνείδησης, της ρεαλίζουσας ταυτότητας και της κατάργησης του οποιουδήποτε νοήματος από τον μ-μ.

Ένα τόσο ριζοσπαστικό κίνημα, όπως ήταν ο ντανταϊσμός, και στη συνέχεια ο σουρεαλισμός, και το οποίο εκμηδένιζε κάθε διάκριση ανάμεσα στη ζωγραφική, το ανάγλυφο, την γλυπτική και το προκατασκευασμένο αντικείμενο, στην αναθεωρημένη μορφή του που διαπερνάται από την χωρίς όρια συνθηκολόγηση όπως αυτή ενσαρκώνεται από τον μ-μ, κατέληξε σ’ ένα αδιέξοδο ή στη δημιουργία των ακριβώς αντιθέτων του. Αντιθέτων, τόσο από την άποψη των μορφικών επεξεργασιών και αισθητικών αποτελεσμάτων, όσο και από την άποψη της ανατροπής των ριζοσπαστικών αφετηριακών προθέσεων του. Ειδικότερα δε στην πέννα του ιδεολόγου του μ-μ. J. Clair η τάση ακριβώς της σουρεαλιστικής πρωτοπορίας προς το ξεπέρασμα των διαφόρων λίγο πολύ παραδοσιακών μορφών τέχνης, αποτελεί, via πάντα τον νέο ρεαλισμό, ακρογωνιαίο λίθο της επίθεσης του εναντίον των πρωτοποριών και του κοσμοπολιτισμού, ουτοπισμού, βολονταρισμού και του διεθνισμού τους.

Η ριζοσπαστική αισθητική και επιστημολογική απόπειρα του Duchamp: αντεστραμμένη ρόδα, ουροδόχος από πορσελάνη κ.λπ., κατέληξε σ’ ένα οργανωμένο θέαμα με βασική την παράμετρο της ξενάγησης (τουριστική αλλοτρίωση), σε πλήρη ενσωμάτωση στις γκαλερί της μόδας και στα ψευτομοντερνίζοντα μουσεία. Η πραγματικά μοντέρνα καλλιτεχνική πρακτική είναι υποχρεωμένη σήμερα να λάβει αρνητικά υπόψη της, τόσο το χώρο του οργανωμένου θεάματος, όσο και την μ-μ ιδιοποίηση των πρωτοποριών γενικά, και του Duchamp ειδικότερα.

Η αναγεννησιακή όσο και μοντέρνα διαδικασία που αναδείχτηκαν για την τέχνη τα collages, πρόδρομος του ready made, ήταν διαδικασία που παρά τα εξ ορισμού πτωχά μέσα της (ίσως και εξαιτίας τους), κατέληξε σε προτάσεις ιδεολογικής ηγεμονίας μοντερνιστικού χαρακτήρα. Δηλαδή στην προοδευτική δημιουργία μιας ριζοσπαστικής ορθολογικότητας, που συγκροτούνταν σ’ αντίθεση με την επίσημη και την κατεστημένη.

Η σουρεαλιστική εμβληματικότητα, καθώς και η ντανταϊστική άρνηση «καλλιτεχνικών επιλογών και μέσων» δεν υποδήλωνε ουδετερότητα, και ακόμη λιγότερο ιδεολογική ουδετερότητα. Αντίθετα ήταν μια συνειδητή επιλογή άρνησης των κατεστημένων αισθητικών και γενικότερα κοινωνικών κριτηρίων. Μ’ αυτή την έννοια περιέκλειε μια θετικότητα, αναγκαία προϋπόθεση κάθε ιδεολογικής κριτικής, κάθε ριζοσπαστικής αισθητικοκοινωνικής στάσης.

Η σχεδόν συστηματική χρήση του μη «χρηστικού αντικειμένου με συμβολική σημασία» (Dali) συνεισέφερε στην απελευθέρωση από τον ορθολογισμό, ο οποίος είχε πάρει ήδη μαζικές διαστάσεις, αναδεικνυόμενος σε κυρίαρχο, λόγω της στενής του σύνδεσης με την ορθολογικοποίηση της οικονομίας και της κοινωνίας. Ο ορθολογισμός ήταν εξάλλου βασική ιδεολογική έκφραση αυτής της διαδικασίας και της «ορθολογιστικής» πρακτικής του σύγχρονου κράτους.

Το χιούμορ της άχρηστης μηχανής εκδήλωνε την αντίθεση στην αυξανόμενη κυριάρχηση του τεχνοκρατισμού και του προντουκτιβισμού. Το συνοθύλευμα από aspirateurs και άλλα κιτς βιομηχανικά προϊόντα των σημερινών μ-μ αναδειγμένα σε «τέχνη» εκδηλώνει το τραγικό αδιέξοδο του βιομηχανικού πολιτισμού και της συνεπαγόμενης ενσωμάτωσης ή και ακόμη διάλυσης κάθε δημιουργικότητας. Παραφράζοντας τον Β. Μπένζαμιν, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η τεχνική αναπαραγωγή δεν σκοτώνει απλά την αύρα του έργου τέχνης, αλλά ανάγει τη βιομηχανική τεχνική και τα προϊόντα της σε «τέχνη»: Τα αυροποιεί! Διαφορετικά δεν θα είχε κανένα ιδεολογικό επιχείρημα για να δικαιολογήσει και σ’ ένα σημαντικό

βαθμό να επιβάλλει την άκρατη και πρακτικιστική (εργαλειακή) κυριαρχία της.

Ο πειραματισμός ήταν πάντα βασικό χαρακτηριστικό της πρωτοποριακής τέχνης στη συνεχή προσπάθεια της ν’ αναζητά την κρυμμένη αυθεντικότητα και την πάντα καινούργια (μοντέρνα) μορφοποίηση. Ο ψευτοπειραματισμός των μ-μ, παραμορφώνοντας την παραπάνω ριζικά αποδομητική και ταυτόχρονα αναδομητική διαδικασία των πρωτοποριών, εξωραΐζει το άσχημο, αρνείται την πλαστικότητα και την αισθητικότητα. Τέλος, ανάγει σε τέχνη το ακατέργαστο με μόνο και κύριο στόχο την εμπορευματοποίηση.

Η διαδικασία αποδόμησης αναδόμησης ήταν ανέκαθεν μια διαδικασία διαλεκτική, είτε στο χώρο της οικονομίας, είτε στο χώρο της κοινωνίας, είτε, τέλος στο χώρο της τέχνης. Κατά κανόνα δε και οι τρεις αυτές διαστάσεις συνυπήρχαν στη μοντέρνα τέχνη υποστασιοποιημένες. Στη μοντέρνα τέχνη η αφετηρία ήταν πάντα αποδομητική, αλλά κατέληγε είτε σε αναδόμησησύνθεση, είτε σε ριζοσπαστικό κενό ή σε τραγικό αδιέξοδο, βαθύτατη έκφραση μιας έντονα αρνητικής στάσης απέναντι στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων.

Ο μ-μ ιδανικεύει, τόσο στο χώρο της τέχνης όσο και της φιλοσοφίας, την αποδόμηση, η οποία παραμένει πάντα αποδόμηση και την θεωρητικοποιεί σαν τέτοια. Δεν πρόκειται για καμιά αρνητική διαλεκτική, σύμφωνα με το πνεύμα του Αντόρνο. Και ακριβώς το αρνητικό αντορνικό πνεύμα είναι που βάλλεται και αναθεωρείται από τους διάφορους ανανήψαντες πρώην μοντέρνους και σημερινούς μ-μ. Στον Αντόρνο πάντα η αρνητικότητα, ακόμη και στην πιο ακραία και απαισιόδοξη έκφραση της, και όταν ακόμη είχε καταλήξει να θεμελιώνεται, θεωρητικά, μόνο και μόνο στον εαυτό της (όπως και η αισθητική και η κριτική σκέψη γενικότερα), δεν ξέφευγε ποτέ από τα χεγκελιανά σχήματα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Αντόρνο τα θεωρούσε δύσκολα πραγματοποιήσιμα στα νεώτερα χρόνια. Δεν ξέφευγε ποτέ από την αναζήτηση (μιας κάποιας) θετικότητας ακόμη και της σύνθεσης. Ακριβέστερα, η ίδια η αρνητικότητα ήταν μια εγγενής θετικότητα αισθητικά και κοινωνικά ριζοσπαστική έστω και ουτοπική. Στους μ-μ αντίθετα, ο αποδομητισμός είναι η ιδανικοποίηση της κοινωνικά συντηρητικής στάσης, της ψευδοηθικής φιλοσοφίας τους: του πραγματικού όσο και ιδεολογικά χυδαίου κυνισμού τους. Η ιστορία για μερικούς απ’ αυτούς σταμάτησε ή επέστρεψε πάλι για νιοστή φορά στον Καντ, για άλλους στον μανιερισμό, για τους τρίτους στο δωρικό στυλ, για τους υπόλοιπους στον Νίτσε ή (και) στον Χάιντεγκερ… Ακόμη είναι σταθερή η επιλογή τους για ανιστορικά αντιδραστικά συνοθυλεύματα, για ανορθολογικές λύσεις και θεωρίες.

Η επίθεση του νεοσυντηρητισμού, και του ουσιαστικά ίδιας ποιότητας και ιδεολογίας μ-μ, εναντίον της «εξισωτικής» κοινωνικής διάστασης της νεώτερης σκέψης, αρχής γενομένης από τον J.J. Rousseau (Le Contrat Social), δεν αποσκοπεί σε τίποτα άλλο από την αμφισβήτηση του δημιουργικού και ζωογόνου ρόλου των επαναστάσεων στην ιστορία, από την ιδανικοποίηση της υπάρχουσας κοινωνικής διαίρεσης της εργασίας (τις ανώτερες σφαίρες της οποίας καταλαμβάνουν και οι ίδιοι οι νεοσυντηρητικοί και μ-μ ιδεολόγοι), από την προσπάθεια να γίνει ευρύτερα πιστευτό και τέλος αποδεκτό ότι κάθε απόπειρα απελευθέρωσης οδηγεί αναπόφευκτα σε γκουλάγκ. Ο φόβος τους μπροστά στον διαγραφόμενο κίνδυνο, μια ολική επανάσταση ν’ ανατρέψει και τους ίδιους από τ’ ανώτερα σημεία της κοινωνικής πυραμίδας, είναι η βάση του αντιεξισωτισμού, δηλαδή του ελιτισμού και του συντηρητισμού τους. Η ριζοσπαστική μοντέρνα τέχνη ήταν πάντα αντίθετη σ’ αυτά τα σοφίσματα, ήταν πάντα στο πλευρό της απελευθέρωσης και της έκφρασης «του συσσωρευμένου πόνου» (Αντόρνο) της κοινωνίας. Συνέλαβε, ίσως αυτή πρώτη, την ανάγκη της ολικής επανάστασης και της απόλυτης χειραφέτησης του ανθρώπου (σουρρεαλισμός). Στις σημερινές, το ίδιο ή και πολύ περισσότερο αλλοτριωτικές και καταπιεστικές, συνθήκες δεν απομένει στην τέχνη παρά να επεξεργαστεί ένα νέο, το ίδιο ριζοσπαστικό όσο το ιστορικό, μοντερνιστικό πρόγραμμα σαν ιστορική του συνέχεια. Να επεξεργαστεί νέες και πρωτοπόρες καλλιτεχνικές μορφές, νέα απελευθερωτικά και ανατρεπτικά οράματα απέναντι στην ολική κυριάρχηση της σύγχρονης απάνθρωπης βαρβαρότητας.

 

IV

Η συστηματική και σε βάθος μελέτη του ιστορικά μοναδικού φαινομένου που είναι η μοντέρνα τέχνη, συνιστά μια από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για τη γνώση της, για την αισθητική και κοινωνιολογική γνώση γενικότερα. Μέσα από τη γνωστική αυτή διαδικασία θα γίνει δυνατό να φωτιστεί η σημερινή συζήτηση: ανάμεσα στον μοντερνισμό και τον μ-μ και ν’ αποσαφηνιστούν οι μ-μ παραμορφώσεις και υποχωρήσεις σε σχέση με το ανεκπλήρωτο ακόμη μοντερνιστικό πρόγραμμα. Αυτή η γνωστική διαδικασία μπορεί να οδηγήσει στη συνειδητοποίηση της ανάγκης να συνεχιστεί ο μοντερνισμός σαν αισθητικο-κοινωνικό ρεύμα (στάση ζωής) και παράλληλα να υποβοηθηθεί η κριτική της μ-μ αντιδραστικής ανατροπής.

Η πορεία της μοντέρνας τέχνης μέχρι τον μινιμαλισμό, την arte povera και την land art ήταν συνεχής και διαδοχική, έστω και με μικρές τομές και ρήξεις στο εσωτερικό της. (Μήπως θα μπορούσε να ήταν και διαφορετικά;) Αυτή η πορεία όμως, παρά το σχετικό αδιέξοδο της σήμερα, δεν είχε καμιά σχέση με την οποιαδήποτε έννοια γλωσσολογικού εξελικτικισμού. Αντίθετα επρόκειτο για την ορθολογική ανάπτυξη στα πλαίσια της συγκρότησης μιας γενικότερης κοινωνικής και αισθητικής ορθολογικότητας (ρασιοναλιτέ) που αντιπροσώπευε η μοντέρνα τέχνη (ιστορική και νεώτερη πρωτοπορία). Όμως αυτή η ορθολογικότητα, και εδώ είναι το πρόβλημα και όχι τα αντιδραστικά ανέκδοτα του A.B. Ολίβα και του Ζ. Κλαιρ, ίσως κατέληξε σ’ ένα σχετικό ξεπέρασμα που η ίδια της η εξελικτική πορεία δημιούργησε. Ίσως ακόμη να μην ταιριάζει απόλυτα με τις αισθητικές ανάγκες της ονομαζόμενης από τους τεχνοκράτες μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Ίσως να υπερεκτιμούνται και τα υπάρχοντα αρνητικά στοιχεία της κατάστασης της σημερινής τέχνης και κοινωνίας, λόγω ακριβώς της γενικευμένης ιδεολογικής επίθεσης από τους μ-μ μανδαρίνους εναντίον της. Ότι και να συμβαίνει πάντως ο μοντερνισμός στην οποιαδήποτε μορφή του, δηλ. μεταρρυθμισμένος, ανανεωμένος, καινούργιος ή με την «παραδοσιακά μη παραδοσιακή» του μορφή, ιστορικά δεν έχει ξεπεραστεί. Αυτό το επιβεβαιώνει και η σημερινή τάση επιστροφής σ’ αυτόν.

Οι επιστημονικές και επιστημολογικές επαναστάσεις στις οποίες στηρίχθηκε σ’ ένα πάρα πολύ σημαντικό βαθμό ο μοντερνισμός, και που χωρίς αυτές ίσως να ήταν αδύνατη η κάθε μοντερνιστική απόπειρα, κατά κάποιο τρόπο ξεχάστηκαν, ξεπεράστηκαν από την ίδια την επιστημονική και κοινωνική ανάπτυξη. Νέες επιστημονικές και επιστημολογικές επαναστάσεις μικρότερης ίσως κλίμακας τις διαδέχτηκαν. Απέναντι τους όμως ο μοντερνισμός κράτησε μια μάλλον ουδέτερη αν όχι κριτική στάση. Και αυτό, διότι αυτές οι επαναστάσεις αφ’ ενός βοήθησαν, ίσως άθελα τους, την ανάπτυξη της εργαλειοποίησης του λόγου, και αφετέρου τη γενίκευση της αλλοτρίωσης. Μοντερνισμός όμως χωρίς μια επιστημονική επιστημολογική στήριξη και με μια αντίστοιχη θεμελίωση δεν γίνεται να υπάρχει και να διατηρηθεί. Στον επιστημολογικό όμως χώρο, η κυριαρχία του ποζιτιβισμού καθιστά δύσκολη, αν όχι ανέφικτη, τη σύνθεση σε ένα κοινό σχέδιο πρόγραμμα του μοντερνισμού με την επιστήμη.

Η ψυχανάλυση που βρίσκεται στη βάση του αισθητικού ηδονισμού του σουρεαλισμού και της action painting οδήγησε (ή ξέπεσε) σε μια κανονιστική πρακτική επαναφοράς των ατόμων στην κοινά αποδεκτή κοινωνική ζωή και στον παραγωγικό μηχανισμό, και όχι στην ψυχική σεξουαλική και κοινωνική απελευθέρωση. Η οπισθοχώρηση του φεμινισμού, για παράδειγμα, και η επιστροφή σε παραδοσιακά οικογενειακά και σεξουαλικά πρότυπα και αξίες, αφαιρούν μια σημαντική βάση από τον μοντερνισμό. Τα νέα κινήματα, που και αυτά βρίσκονται γενικότερα σε υποχώρηση σήμερα, δεν έχουν κατορθώσει να επεξεργαστούν μια κοινή και ιστορική θεώρηση του κόσμου, απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε μοντερνιστικό πρόγραμμα. Ο μοντερνισμός μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ίσως να χρειάζεται μια σοβαρή μεταρρύθμιση, στο βαθμό που η αποσπασματοποίηοη και η αποσύνθεση έχουν πάρει τέτοιες διαστάσεις, που κατά συνέπεια είναι αδύνατο να οδηγήσουν σε μια σύνθεση. Ακόμη και σαν τάση, μια τέτοια προσπάθεια είναι πολύ δύσκολη. Επιπλέον οι διάφορες μικροουτοπίες κινδυνεύουν να ξεπέσουν σε αντιδραστικές κατευθύνσεις.

Η ανυπαρξία όμως της τάσης προς τη σύνθεση και η έλλειψη της οποιασδήποτε ριζοσπαστικής κοινωνικής ουτοπίας δεν διαγράφουν κάθε μοντερνιστική προοπτική όπως προπαγανδίζουν οι διάφοροι μ-μ ιδεολόγοι. Αντίθετα, αυτή η προοπτική μπορεί να συλληφθεί ως ένα απόσπασμα (κομμάτι) – όλο. Η τέχνη έτσι μπορεί να αρνηθεί τα μ-μ μικρά recits (αφηγήματα), μέσα από τη συνειδητή δημιουργία μοντέρνων και ριζοσπαστικών έργων κομματιών, ως έκφραση μιας δύσκολα συντιθέμενης ολότητας (και καθολικότητας), που θα την εμπεριέχουν όμως σπερματικά και θα την αντικαθιστούν μέχρι την πλήρη συγκρότηση της σαν τέτοια. Ακόμη και αν αποδεικνυόταν κάτι τέτοιο αδύνατο, ίσως αυτά τα έργα, τα οποία θα κατέληγαν μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία σε αυτόνομα, να έπαιρναν στο νοηματικό επίπεδο τη θέση του παλιού και ως ένα βαθμό ανέφικτου πλέον χεγκελιανού συστήματος, αρκεί η ολότητα ν’ αναπαράγεται, να προβάλλεται ή και να συλλαμβάνεται έστω και περιορισμένα, και τέλος να είναι διαλεκτικά παρούσα στα μικρά κομμάτια ολότητες. Μπορεί ακόμη να υποτεθεί, ότι η αυτονόμηση τους θα εμφανιζόταν ακόμη και αφετηριακά ως μια συνθήκη sine que non του ριζοσπαστισμού τους. Η υπό ανεύρεση ολότητα όμως δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά, είναι η ίδια: Η ολική επανάσταση και η πλήρης κοινωνική χειραφέτηση.

Η ανάγκη ανανέωσης των μορφικών και αισθητικών (με τη στενή έννοια της λέξης) προτύπων του μοντερνισμού ίσως είναι για πολλούς καλλιτέχνες περισσότερο από προφανής: επιβεβλημένη. Αυτή η ανανέωση δεν μπορεί να γίνει ακριτικά, όπως και ο πειραματισμός δεν μπορεί να γίνεται για τον πειραματισμό. Η συστηματική μελέτη της τέχνης και η βαθιά συνειδητοποίηση των πραγματικών κοινωνικών αναγκών, σε συνδυασμό με την αναζήτηση αυθεντικών και νέων μορφών καλλιτεχνικής έκφρασης μπορούν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις αυτής της ανανέωσης. Και η ανάγκη όμως της κουλτούρας είναι απόλυτα απαραίτητη. Μόνο με μια διανοητική εργασία βάθους και πλάτους, εσωτερική κι εξωτερική, είναι δυνατόν να γίνουν βήματα προς τη δημιουργία νέων πλαστικών και καλλιτεχνικών μορφών, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες για κάθε ρεύμα ή καλλιτέχνη επί μέρους μορφές και διαδικασίες έκφρασης. Είναι πάντα δυνατό ένα προχώρημα του μοντερνισμού προς νέες κατευθύνσεις, σε αντίθεση με τα μ-μ κηρύγματα περί τέλους της τέχνης, ολικής καταστροφής και ιστορικής ανακύκλωσης, αλλά πάντα με τις παραπάνω προϋποθέσεις, που βοηθούν ν’ αποφευχθεί το εύκολο, το κιτς, το εύκολα πωλήσιμο, το «λαϊκό» κ.λπ. Η έλλειψη έστω και μιας από τις παραπάνω προϋποθέσεις οδηγεί σχεδόν πάντα την καλλιτεχνική έκφραση σε αδυναμίες, σε ρηχότητα ή σ’ εντυπωσιασμό, στον άχαρο αγώνα αναζήτησης του «μοναδικού» ή του εντελώς νέου, ενώ τέτοια δεν υπάρχουν, ούτε έχουν υπάρξει ποτέ στην ιστορία, (είναι προφανές ότι αυτός ο ψευτομοντερνισμός προκαλεί ίσως μεγαλύτερη ζημιά στον μοντερνισμό παρά ο μ-μ ο ίδιος).

Είναι γνωστό, και γενικότερα αποδεκτό, ότι η τέχνη διέρχεται μια περίοδο κρίσης, που σε συνδυασμό με την ευρύτερη κοινωνική και ιδεολογική κρίση οδηγεί σε κρίση κριτηρίων. Η κρίση όμως εμπεριέχει ένα δυνατό ξεπέρασμα της, όπου το καινούργιο και δυναμικό θα κυριαρχήσει πάνω στο παλιό και το ξεπερασμένο. Αυτό το ξεπέρασμα θα συνδυαστεί εκ των πραγμάτων με την εμφάνιση νέων (μοντερνιστικών) κριτηρίων συνδεδεμένων, σύμφωνα με την αρχή της ομολογίας, με την εμφάνιση νέων κοινωνικών και ιδεολογικών θεωρήσεων του κόσμου, στο βαθμό που θα είναι απελευθερωτικές. Μπορεί ακόμη μια νέα μοντερνιστική απόπειρα να προηγηθεί της γενικότερης κοινωνικής κίνησης. Κατά μια τρίτη άποψη, ο μοντερνισμός στην αφηρημένη του έκφραση και συγκεκριμενοποίηση (αφηρημένη τέχνη) δεν έπαψε ποτέ να είναι επίκαιρος: βρίσκεται ακόμη σε μια πρώτη φάση ανάπτυξης του και είναι ουσιαστικά ανεξάντλητος και με ζωντανές πάντα τις προοπτικές του. Κατά μια ακόμη άποψη ο μοντερνισμός πάντα επαναπροσδιοριζόταν αναφορικά με την αρχαιότητα και ίσως χρειάζεται και πάλι μια τέτοια κριτική επιστροφή.

Αυτό όμως που είναι σίγουρο, είναι το γεγονός, ότι ο μοντερνισμός σ’ όλες του τις εκφράσεις και εκδηλώσεις διατηρούσε ή αναζητούσε κριτικά μια προοδευτική διάσταση, συνιστούσε μια απόπειρα ανασύνθεσης του Λόγου, και κατά συνέπεια αποκτούσε την αναπαλλοτρίωτη ριζοσπαστική διάσταση του (του Λόγου). Ο μοντερνισμός οριζόταν ως η έκφραση της συνειδητής άρνησης της πραγμοποίησης, ως η αναζήτηση, στο αισθητικό επίπεδο, της διαλεκτικής της κοινωνίας προς την απελευθέρωση της. Κατά συνέπεια, ήταν αντίθετος με κάθε στατική αντίληψη της κοινωνίας, με κάθε ρεαλίζουσα και οντολογίζουσα αντίληψη του υπαρκτού (αλλοτριωμένου) είναι.

Δεν έχει γίνει ακόμη σαφές από τις μ-μ επιθέσεις γιατί ο μοντερνισμός πρέπει να υποχωρήσει απ’ αυτούς τους στόχους, γιατί πρέπει ν’ αλλάξει ριζικά τη φύση του μετατρεπόμενος στο αντίθετο του, γιατί πρέπει να παραιτηθεί από το ιστορικά μη πραγματοποιημένο πρόγραμμα του, από τη συνεχή θέληση της αναζήτησης εκ μέρους του νέων εκφραστικών τρόπων και μορφών.

Η μοντέρνα τέχνη εκφράζει μια κριτική ερμηνεία του κόσμου, που στηρίζεται στη συσσωρευμένη γνώση, στην εξωτερική σύνδεση της με τη φύση και ταυτόχρονα στην πρόθεση της για καθολικότητα, αποτέλεσμα της γενικότερης τάσης της προς την ορθολογικότητα (ρασιοναλιτέ) που εκφράζεται μέσα στην μοντέρνα σύλληψη του κόσμου. Σαν τέτοια, εξωτερικεύει καλλιτεχνικά και νοηματικά αυτή την εσωτερικευμένη σχέση της και συνεισφέρει στο προχώρημα της συνολικής γνώσης. Ταυτόχρονα, μετατρέπεται από μερικό σε καθολικό φαινόμενο. Επιπλέον εμπεριέχει μια αρνητική (κριτική) στάση απέναντι στον αλλοτριωμένο κόσμο και μια θετική στάση, που απορρέει από την κατανόηση σε βάθος αυτού του ίδιου κόσμου, στη σύνθεση του. Και με μια πιο γενική έννοια, ο μοντερνισμός ορίζεται από το καλλιτεχνικό, το αισθητικό, το κοινωνικό, το ιδεολογικό και το γνωστικό στοιχείο στη σύνθεση τους. Είναι μέσα στις νέες και αρκετά διαφοροποιημένες συνθήκες ο ιστορικός κληρονόμος του καθολικού πνεύματος της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού.

Ο μοντερνισμός είναι η έκφραση της κρίσης που συνειδητοποιείται από την μεσολάβηση της οξείας συνείδησης των πρωτοπόρων καλλιτεχνών, η έκφραση των αδιεξόδων του σύγχρονου ανθρώπου και της υπαρξιακής του αγωνίας: Είναι τέχνη ορίων και οριακών καταστάσεων. Ταυτόχρονα αναζητεί εναγώνια το ξεπέρασμα, το ολικό ξεπέρασμα.

Η μοντερνιστική και ανανεωτική θέληση βρίσκεται στη βάση της αντίστοιχης μοντερνιστικής πρακτικής, με την έννοια ότι απελευθερώνει ένα προφανές ενδιαφέρον για την κοινωνική ζωή. Αυτή η θέληση συνδέεται με την ύπαρξη του δημιουργικού υποκειμένου, και ξεπερνά ταυτόχρονα κατά πολύ τα ηθικά πλαίσια της δραστηριότητας του.

Κατά κανόνα, η μοναδική γνωστικο-αισθητική εργασία της μοντέρνας τέχνης στην ορθολογική της διάσταση πραγματοποιούταν με πολύ φτωχά υλικά, και μέσα στο ίδιο φτωχό ατελιέ. Αυτή η επιλογή συνδεόταν με τη ριζική αντίθεση σε κάθε αντίληψη αποδοχής του λουξ· συμβάδιζε με την άρνηση της αλλοτρίωσης και τη θέληση ξεπεράσματος της. Στον Α. Τζιακομμέτι, για παράδειγμα, αυτή η αντίληψη-κατάσταση είχε πάρει μορφές παροξυσμού: Ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης δεν διέφερε ουσιαστικά από έναν σύγχρονο Διογένη. Τόσο ο Τζιακομέτι όσο και οι περισσότεροι πρωτοπόροι καλλιτέχνες δούλευαν μ’ ένα σχεδόν αναρχικό τρόπο, (εργασία τη νύχτα και χωρίς κανένα σύστημα, κ.λπ.), ώστε με το ξεπέρασμα κάθε νόρμας εξωτερικά επιβεβλημένης να γίνει κατορθωτή η σύλληψη, η επεξεργασία και η έκφραση συγκεκριμενοποίηση μέσα στο έργο μιας εντελώς απελευθερωτικής διάστασης. Η εικαστική-αισθητική συγκεκριμενοποίηση της κοινωνικής ουτοπίας γινόταν κατορθωτή, χειροπιαστή. Η πρακτική των καλλιτεχνών της πρωτοπορίας αποσκοπούσε ακριβώς σ’ αυτόν τον στόχο. Ο μ-μ ανατρέπει ακριβώς τη βασική προϋπόθεση ουσιαστικής δημιουργίας, θυσιάζοντας την αυτονομία της τέχνης στη βιομηχανία της κουλτούρας, στα Μουσεία, στις μόδες πυν γκαλερί και των υπεραναπτυγμένων πολιτιστικών μηχανισμών. Ως προς τις συγκεκριμένες δημιουργίες του, αυτές δεν απέχουν αισθητά από τις παραδοσιακές.

Το μ-μ πισωγύρισμα είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης ενός έντονου συναισθήματος ασφάλειας και προφύλαξης στο γενικότερο κοινωνικό επίπεδο’ στον καλλιτεχνικό και πολιτιστικό χώρο αυτό το συναίσθημα εμφανίζεται μ’ έναν πολύ πιο έντονο τρόπο. Το κίνημα του Μάη καταρρέει και μαζί μ’ αυτό διακόπτεται κάθε ανανεωτική προσπάθεια στο χώρο της τέχνης και της κουλτούρας. Ο νεοσυντηρητισμός αναδύεται μέσα απ’ αυτές τις συνθήκες, αμφισβητώντας συστηματικά τις κατακτήσεις του Μάη. Ο μ-μ σαν ρεύμα αισθητικό αναλαμβάνει, μ’ ένα συστηματικό τρόπο, όχι μόνο να θέσει σε αμφισβήτηση την τάση προς τον πειραματισμό και την ανανέωση των καλλιτεχνικών μορφών που βγήκαν από την ευφορία του Μάη, αλλά ακόμη περισσότερο να καταφύγει στο παρελθόν για να ιδανικοποιήσει (αγνοώντας ακριβώς τον Μάη) εντελώς ξεπερασμένα και νεκρά πρότυπα. Έτσι η καταστροφή που προκαλεί των σύγχρονων αισθητικών κριτηρίων και αντιλήψεων είναι πλήρης. Όλο και περισσότερο κατανοείται το γεγονός ότι ο ανορθολογισμός, η αλχημεία και το αμάγαλμα, κύρια χαρακτηριστικά του μ-μ, δεν αποτελούν απάντηση στην κρίση.

Η σημερινή «γενική καταστροφή» (Ολίβα) δεν είναι μεγαλύτερη από την καταστροφή που επέφερε ο 2ος Πόλεμος όταν, όπως έλεγε και ξανάλεγε ο Αντόρνο, δεν μπορούσε να υπάρξει η ποίηση στην οποιαδήποτε μορφή της. Παρ’ όλα αυτά η τέχνη, μέσα στις απόλυτα καταστροφικές συνθήκες του 2ου Πολέμου, δεν σταμάτησε ποτέ ν’ αναζητά τον αισθητικό ηδονισμό, σαν έκφραση της ύστατης πίστης της στις ανθρωπιστικές, κοινωνικές και ιστορικές αξίες· στις δυνατότητες της κοινωνίας ότι τελικά μπορεί να σωθεί. Δηλαδή αυτόματα καταρρέει και αυτό το ψευδο-επιχείρημα του μ-μ, ότι δηλαδή στις σημερινές συνθήκες είναι αδύνατη κάθε μοντέρνα δημιουργία, χωρίς να παραβλέπονται και οι δυσκολίες πραγματικά αυθεντικής καλλιτεχνικής δημιουργίας μέσα σε συνθήκες άπειρα πιο αλλοτριωτικές, όπως είναι οι σημερινές, σε σχέση με τη δεκαετία του ’40, όπου εμφανίστηκε ορμητικά η νέα πρωτοπορία. Βέβαια η αλλοτρίωση επιτείνεται σήμερα και από τον μ-μ, που δεν παύει να είναι ενεργό τμήμα της, και ο αναπόφευκτος αποπροσανατολισμός που αυτός επιφέρει, παίζει εντελώς ανασταλτικό ρόλο προς κάθε προσπάθεια ξεπεράσματος της κρίσης στο χώρο της τέχνης.

Η αναγέννηση της τέχνης σήμερα έχει ανάγκη επεξεργασίας ενός προγράμματος ανασυγκρότησης της (κοινωνικής) θεωρίας. Και, αντίθετα: ένα μοντερνιστικό προχώρημα της τέχνης σήμερα είναι δυνατό να συνεισφέρει στην ανασυγκρότηση της θεωρίας. Και με μια πιο γενική έννοια, η φιλοσοφία και η κοινωνική θεωρία έχουν ανάγκη την τέχνη στη σύλληψη της ανθρώπινης συνθήκης σήμερα, όταν οι λεγόμενες ανθρωπιστικές επιστήμες έχουν ξεπέσει σ’ έναν άκρατο ποζιτιβισμό και εμπειρισμό. Η μοντέρνα τέχνη στο σύνολο της ανέδειξε μορφές της κοινωνικής ζωής που ξέφευγαν εντελώς από τη (θεωρητική) σκέψη. Γιατί θα πρέπει η τέχνη να σταματήσει ν’ αναπτύσσεται προς την ίδια κατεύθυνση; Γιατί θα πρέπει να σταματήσει να διερευνά τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες και τη φύση του σύγχρονου ανθρώπου; Γιατί θα πρέπει να σταματήσει να αναζητά την αποδέσμευση των αποθεμάτων φαντασίας και θέλησης για την απελευθέρωση της κοινωνίας;

Η ακμή της αφαίρεσης, μια από τις βασικότερες συνιστώσες του μοντερνισμού στο χώρο της λογοτεχνίας, της μουσικής, και κυρίως στη ζωγραφική και τη γλυπτική, συμβάδισε με τον λίγο πολύ ρεντουξιονιστικό χαρακτήρα της. Παρά το γεγονός ότι, στην ηρωική της περίοδο, η αφαίρεση συνεισέφερε στη λύση και στο προχώρημα πολλών και δύσκολων αισθητικών προβλημάτων, η πορεία της προς τον ρεντουξιονισμό-φορμαλισμό συμβάδισε με την διαπίστωση-έκφραση του τέλους του υποκειμένου (ή ενός τέλους). Ταυτόχρονα, η πορεία προς ένα σχετικά έντονο φορμαλισμό, από τον μινιμαλισμό ειδικότερα, οδήγησε την αφαίρεση προς ένα σχετικό αδιέξοδο, σε μια κρίση εκφραστικών μέσων από μια συγκεκριμένη άποψη την οδήγησε σ’ ένα κάποιο τέλος. Ένα δυνατό ξεπέρασμα αυτού του συγκεκριμένου τέλους ίσως επέλθει μέσα από μια επιστροφή στην ιστορία, μέσα από μια επανεξέταση της ιστορίας της ίδιας της αφαίρεσης στον ΧΧο αι. Η μ-μ περίοδος, που ξεκίνησε αμέσως μετά τον μινιμαλισμό δυστυχώς δεν οδήγησε ούτε σ’ αυτήν την επανεξέταση, αλλά ούτε και στη λύση του αφαιρεσιακού αδιεξόδου, διότι μετέθεσε τη συζήτηση σ’ ένα άλλο επίπεδο ριζικά διαφορετικό και καθόλου ευνοϊκό για το οποιοδήποτε παραπέρα προχώρημα, για την οποιαδήποτε κριτική επανεξέταση του προβλήματος. Η κατεδάφιση του μοντερνισμού που προτείνει (ο μ-μ) οδηγεί σε νέα αδιέξοδα, σε παράταση της κρίσης ή στην καλλιτεχνική μηχανιστική αναπαραγωγή της. Μ’ άλλα λόγια το πρόβλημα της επικαιρότητας και της ιστορικής δυνατότητας της αφαίρεσης παραμένει ακέραιο, και μια πιθανή λύση του θα δοθεί μόνο υπερβαίνοντας τα μ-μ υποπροϊόντα.

Ο μ-μ στηρίζεται στη θεωρητικοποίηση όχι της συνείδησης, αλλά του «αποικιοποιημένου βιωμένου κόσμου» (Χάμπερμας), σαν αποτέλεσμα της οριζόντιας σύλληψης του της κοινωνίας. Η κοινωνία εκλαμβάνεται χωρίς κρίση, χωρίς ανισότητες κ.λπ., χωρίς δυνατότητες ριζικής αλλαγής της. Δηλ. ιδανικοποιείται στη σημερινή της ταξική μορφή. Το ενεργητικό υποκείμενο των πρωτοποριών αντικαθίσταται από το «ήσυχο υποκείμενο» (Ολίβα) της Transavantgarde!

Στα τελευταία χρόνια η πειθάρχηση της εργατικής τάξης στις χώρες του ύστερου καπιταλισμού συμβαδίζει με την εμφάνιση και επέκταση της κρίσης, και της παράλληλης ενσωμάτωσης τεχνοκρατικοποίησης των συνδικάτων, ισχυροποίησης των διοικητικών ιεραρχικών μηχανισμών του σύγχρονου κράτους. Η νομιμοποίηση επιτελείται μέσα από την ισχυροποίηση του κράτους και των μηχανισμών του. Στο ιδεολογικό επίπεδο εμφανίζονται σαφείς τάσεις προς τον μεσσιανισμό και τον παγανισμό μεσαιωνικού τύπου. Στο καθαρά κοινωνικό επίπεδο η ατομικοποίηση συμπληρώνει το τοπίο σήψης και αποσύνθεσης που κυριαρχεί. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, ο μ-μ αποτελεί μια από τις συνιστώσες της πολιτιστικής ιδεολογικής ενσωμάτωσης, βοηθητική των μηχανισμών κοινωνικής ενσωμάτωσης και καταστολής.

Η επιρροή του μεταστρουκτουραλισμού (ο στρουκτουραλισμός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της νεώτερης τεχνοκρατικής σκέψης και της νέας φιλοσοφίας που αποτελούσαν βασικές παραμέτρους του μ-μ) συνδέεται με τις προσδοκίες των νεώτερων διανοουμένων, των οποίων ο ορίζοντας έχει γίνει τόσο ζοφερός, ώστε συμβάλλει αποφασιστικά στη διάδοση μιας αριστοκρατικής διάθεσης, η οποία πολλές φορές καταντά ακόμη και σ’ αποκαλυπτικές προσδοκίες αναζωπύρωσης ενός θρησκευτικού αισθήματος. Η μεταμοντερνιτέ συνδέεται αδιαχώριστα με τις έννοιες της μεταϊστορικότητας και με τις νεοσυντηρητικές συνέπειες του μεταστρουκτουραλισμού, δηλαδή της φιλοσοφικής της θεμελίωσης. Το φράγμα που δημιουργείται έτσι στη μοντερνιστική, και γενικότερα στη γνήσια καλλιτεχνική και κοινωνική πρακτική, ορθώνεται αδιαπέραστο.

Ο Αντόρνο θεωρητικοποιώντας τις καταστάσεις της μοντέρνας τέχνης, ριζοσπαστικοποιεί την κριτική του Λόγου μέχρι το σημείο της αυτοαναφορικότητας, μέχρι το σημείο που η κριτική αρχίζει να υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια της. Μ’ αυτήν την έννοια διαφέρει απόλυτα από τους σημερινούς νιτσεϊκούς χαϊντεγγεριανούς, στο ότι δεν θέλει να ξεφύγει από τα παράδοξα της κριτικής του Λόγου, αν και η κριτική μπορεί σήμερα να μην έχει υποκείμενο. Η φιλοσοφία του Αντόρνο αντέχει μέσα στην ενεργό αντίφαση μιας αρνητικής διαλεκτικής, η οποία στρέφει το αναπόφευκτο μέσο της σκέψης, που γνωρίζει και αντικειμενοποιεί τα πράγματα, εναντίον του ίδιου του εαυτού της. Η ολική αμφισβήτηση του Λόγου, αντίθετα, θα έβαζε σε αμφισβήτηση την ίδια την θεμελίωση της μοντερνιτέ, όπως συμβαίνει με τους κυνικούς μεταστρουκτουραλιστές με τους μεταμοντέρνους ιδεολόγους.

Η αισθητική θεωρία της μοντέρνας τέχνης καταρρέει μόλις λυθεί ο δεσμός της με τη φιλοσοφία της ιστορίας και σ’ ένα βαθμό αυτονομείται από τη θέση, σύμφωνα με την οποία κάθε πρόοδος της αντικειμενοποίησης οδηγεί την ανθρωπότητα όλο και περισσότερο προς στην πραγμάτωση. Το ίδιο αναγκαίο είναι και η τέχνη να ξεφύγει από την επέκταση των πραγμοποιητικών διαδικασιών που προκαλούνται από την κάθε νέα πρόοδο, διότι μέχρι τώρα η πραγμοποίηση όλο και περισσότερο γενικεύεται και ισχυροποιείται…

Η μέχρι τώρα πρακτική της μοντέρνας τέχνης και η αισθητική δεν κατόρθωσαν να προβάλλουν επιθυμητές μορφές ζωής για το μέλλον, δεν κατόρθωσαν να εισάγουν στην καθημερινή ζωή πρότυπα επεξεργασμένα απ’ αυτές χωρίς αλλοτριωτικές και παραμορφωτικές επιδράσεις και διαφοροποιήσεις από την κατεστημένη τάξη και τη λογική της. Αντίθετα η κριτική της κουλτούρας και η σύγχρονη ανάπτυξη των διαφόρων μορφών αντικουλτούρας συνεισφέρουν στη θεμελίωση της ανάγκης μιας νέας κοινωνικής δόμησης ή μιας νέας οργάνωσης της κοινωνίας από τα κάτω, στην ανάγκη επεξεργασίας μιας ιδεολογίας μ’ έναν οργανικό τρόπο και με σαφή την τάση συγκρότησης της σε ηγεμονική.

Η πτώση των πρωτοποριακών αξιών και προτύπων είναι σχεδόν ολική. Η κριτική της ιδέας της προόδου, και ιδιαίτερα της τεχνολογικής, ήταν, και παραμένει, μια από τις βασικές προϋποθέσεις αυτονόμησης της τέχνης, ξεπεράσματος της οπισθοδρόμησης, του τεχνολογισμού και του παραδοσιασμού. Αλλά είναι αδύνατη η σύλληψη ενός κάποιου μέλλοντος στο οποίο μπορεί να προσβλέπει η τέχνη. Με μια πιο γενική έννοια το πρόβλημα που τίθετα είναι: Μπορεί η θεωρία της χειραφέτησης ν’ αποφύγει την ιδέα της προόδου;

Η σημερινή αντιμεταμοντερνιστική καμπή μπορεί να αποτελέσει αφετηρία μιας γενικευμένης και σε βάθος συζήτησης αναφορικά με την τέχνη, αλλά με σαφώς – ΐ μοντερνιστική προοπτική. Μπορεί ν’ αποτελέσει την αρχή ώστε να ραγίσει το κυρίαρχο και πλατιά διαδεδομένο μ-μ πνεύμα. «Σήμερα καθήκον μας είναι να βεβαιώσουμε ότι στο μέλλον δεν θα αφήσουμε την ικανότητα για θεωρία και για πράξη που απορρέει από τη θεωρία να χαθεί, ακόμη και αν έρθει μια περίοδος ειρήνης όπου η καθημερινή ρουτίνα θα αποκρύψει για μια ακόμη φορά το πρόβλημα. Καθήκον μας είναι να αγωνιζόμαστε συνεχώς για να μην απελπιστεί εντελώς η ανθρωπότητα από τα φοβερά δεινά του παρόντος για να μη χαθεί από το πρόσωπο της γης η πίστη του ανθρώπου στη δυνατότητα πραγμάτωσης μιας αξιόλογης, ειρηνικής και ευτυχισμένης κοινωνίας» (Μ. Χορκχάιμερ).

 

* Υπάρχουν πολλά γνωστά κείμενα και μελέτες σχετικά με την πολεμική μοντερνισμοΰμεταμοντερνισμού που χρησιμοποιούμε σαν Βάση. όπως επίσης και οι ιστορικές αναλύσεις της Σχολής της Φραυκφούρτης στη συνέχεια των οποίων τοποθετείται η όλη μας θεωρητική προσπάθεια. Βλ. μεταξύ άλλων. Β. Buckloch. Regression el totalitarisme ed. Terriloires. J. Habermas, «La moderniie: Un projet inacheve». in Critique No 413. F. Guaitari. «Impasse postmoderne» in Flash Art No 11. κ.ά.

Πηγή: theseis
Τεύχος 27, περίοδος: Απρίλιος – Ιούνιος 1989

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.