Κράτος-Έθνος, αξιακή μορφή και καπιταλιστική οικουμενικότητα, επτά σημειώσεις

(1)

Το θεμέλιο της αξιακής μορφής του κοινωνικού προϊόντος είναι ταυτοχρόνως τόσο ο διαχωρισμός των ανθρώπων που βρίσκονται στην προλεταριακή συνθήκη από τους όρους αναπαραγωγής της ζωής τους όσο και η διαιώνιση αυτού του διαχωρισμού. Αυτός ο θεμελιακός διαχωρισμός και η διαιώνισή του μπορεί να έχει τη νομική και πολιτική μορφή τόσο της ιδιωτικής όσο και της κρατικής ιδιοκτησίας[1] των “μέσων παραγωγής”[2]. Η κοινωνική σχέση του κεφαλαίου ως καθορισμένη σχέση μεταξύ ζωντανής και νεκρής εργασίας(!) (“μέσα παραγωγής”, “πρώτες ύλες” κτλ) θεμελιώνεται αναπαράγοντας τη ζωντανή ως βουβό “μέσο αξιοποίησης” της νεκρής. Τίποτα απολύτως δεν αλλάζει ως προς το γενικό περιεχόμενο της κοινωνικής σχέσης του κεφαλαίου αν τα “μέσα παραγωγής κρατικοποιηθούν” (βλέπε: Σοβιετική Ένωση), δηλαδή αν το Κράτος λειτουργεί ως συλλογικός αγοραστής και πωλητής εμπορευμάτων για να αναπαράγει το εμπόρευμα “εργασιακή δύναμη”. Επιπλέον, τόσο το Κράτος-Έθνος ως Homo Politicus όσο και η Οικονομία της Αγοράς ως Homo Economicus είναι δυο διαφορετικές και αλληλοσυμπληρωματικές όψεις μιας και της αυτής κοινωνικής πραγματικότητας, της καπιταλιστικής.

(2)

Το Κράτος των κοινωνιών του κεφαλαίου με το θεσμικό διαχωρισμό του από την Οικονομία της Αγοράς εκπληρώνει ένα διπλό ρόλο. Από τη μια είναι η ρυθμιστική-θεσμική αρχή της σχέσης του ατόμου ως σχιζοειδούς[3] (ως “Πολίτη”/Civile και ως “Ιδιώτη”/Borghese) με την Οικονομία της Αγοράς και από την άλλη αναλαμβάνει τόσο “άμεσα παραγωγικές δραστηριότητες” συσσωρεύοντας κεφάλαιο όσο και “μη παραγωγικά κόστη” (αστυνομία, στρατός, δικαστήρια, φυλακές κτλ) και “έμμεσα παραγωγικές δαπάνες” (κατασκευή δρόμων, σχολείων, πανεπιστημίων[4], νοσοκομείων, μέρος των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών και της “παραγωγής ενέργειας” κτλ) που είναι όλες “απαραίτητες” ως γενικές υποδομές για την “ελευθερία” της Οικονομίας της Αγοράς, δηλαδή για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Η ιδιωτικοποίηση αυτών των γενικών υποδομών που ανήκουν στο Κράτος φέρνει γρήγορο κέρδος σε κάποιο μεμονωμένο ατομικό καπιταλιστή (και γρήγορα έσοδα στο Κράτος) αλλά καθόλου δεν εξασφαλίζει την κερδοφορία της συνολικής τάξης των καπιταλιστών, δηλαδή τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου όπως αυτή συγκροτείται αντιφατικά και “συγκρουσιακά”, τόσο “εσωτερικά” όσο και “εξωτερικά”[5], στη διαμάχη/συμμαχία/ανταγωνισμό με άλλα Κράτη-Έθνη.

(3)

Η Νομική-Δικαιϊκή γλώσσα του Κράτους ομιλεί την αφηρημένη γλώσσα των “Υποχρεώσεων/ Δικαιωμάτων” καθώς αποτυπώνει την ίδια τη σχιζοειδή συγκρότηση (Kurz) του αστικού υποκειμένου ως προς τη διφυή σχέση του με το Κράτος και την Οικονομία της Αγοράς. Το Κράτος κατοχυρώνει “Υποχρεώσεις και Δικαιώματα” τα οποία είναι/γίνονται “αντικείμενα αέναης διεκδίκησης” και πέρα από τις όποιες νομικές μορφές που μπορεί να πάρει η όποια “διεκδίκηση/σύγκρουση/ανταγωνισμός συμφερόντων” αυτά τα τελευταία υπάρχουν ως τέτοια μέσα από την ίδια τη διαδικασία της συσσώρευσης του κοινωνικού κεφαλαίου και μορφοποιούνται εντός της πολιτικής μορφής της καπιταλιστικής κοινωνίας που δεν είναι άλλη από το Κράτος-Έθνος. Εξού και το “αέναο” και το “κακό άπειρο” (Hegel) της “διεκδίκησης/σύγκρουσης συμφερόντων”. Οι ίδιες οι αφηρημένες καθολικές έννοιες της “διεκδίκησης” ως τέτοιας, των “δικαιωμάτων / υποχρεώσεων” ως τέτοιων, της “σύγκρουσης ανταγωνιστικών συμφερόντων” ως τέτοιων αναφέρονται ως συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές και νοητικές κατηγορίες στην τυραννική σχέση της “ενσωμάτωσης δια του αποκλεισμού” που θεμελιώνει την ίδια την πολιτική μορφή της καπιταλιστικής κοινωνίας και τον ιδεώδη “κοινωνικό ορίζοντα” της αξιοποίησης της αξίας μέσω της “αφηρημένης εργασίας”, το Κράτος-Έθνος. Ως τέτοια κοινότητα που ενσωματώνει στον εαυτό της πετώντας πάντα κάποιους “Άλλους” εκτός, το Κράτος-Έθνος ομιλεί τη Νομική-Δικαιϊκή του γλώσσα και πιστοποιεί ατομικά δικαιώματα αξιοποίησης και καθεστώτα ιδιοκτησίας (κατοχή “κεφαλαίου”, “εργασιακής δύναμης” κτλ) σε όσους αναγνωρίζει ταυτολογικά ως “Πολίτες του”, δηλαδή με τρόπο αφηρημένα καθολικό (Hegel), ποτέ σε “όλους τους ανθρώπους”. Όταν η καπιταλιστική κοινωνία “δουλεύει ρολόι” το Κράτος με την πολιτική και νομική γλώσσα του επικυρώνει την ανταγωνιστική ατομικοποίηση των εθνικοποιημένων υποτελών του ως υποκειμενοποιημένων ανταλλακτικών “αξιών” (Marx) όπως αυτή αναπαράγεται στην Οικονομία της Αγοράς. Όταν “έρχεται η κρίση” ό,τι ήταν εγγυημένο από το Κράτος (δηλαδή η “δικαιωματική λογική” της αξιοποίησης, ταυτόχρονα ατομική και συλλογική) δεν είναι πια και νέες “κοινότητες διαχωρισμών και αποκλεισμών” ανατέλλουν. Και όλες αυτές θα μιλούν μια νεκρή γλώσσα Δικαίου όσο “πιανόμαστε στον ύπνο”. Από λογική και ιστορική σκοπιά κάθε μορφή δικαιοσύνης που 1) τυποποιείται, παγιώνεται μέσα από γενικές, αφηρημένες κατηγορίες Δικαίου και 2) ως τέτοια αυτονομείται στη μορφή του “θείου” ή “φυσικού” Νόμου από τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις που τη γεννούν και την αναπαράγουν προϋποθέτει, ήδη, μια έστω εμβρυακή μορφή Κράτους η οποία φυσικοποιεί ταυτολογικά – στο “Ιερό Όνομα και Γράμμα” του Δικαίου/Νόμου – ιστορικά συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής.

(4)

Το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο δεν είναι παρά ο ιστορικός τρόπος ύπαρξης του καπιταλιστικού τρόπου αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής ως εσωτερικά διαφοροποιημένης/λειτουργικά τεμαχισμένης/σχιζοειδούς ολότητας θεμελιωμένης στην παραγωγή/κυκλοφορία/κατανάλωση της “αξίας” μέσω της “αφηρημένης εργασίας” (Marx). Ως τέτοιο, το κοινωνικό κεφάλαιο, δεν μπορεί να είναι παρά Εθνικό και να υπάρχει μόνο “μαζί και ενάντια” σε όλα τα άλλα Κράτη-Έθνη. Τα εσωτερικά όρια όλων των ταξικών διαχωρισμών και διαφοροποιήσεων αναπτύσσονται πάνω στην κοινή ιστορική βάση του κοινωνικού φετίχ της αξιοποίησης του κεφαλαίου με την ιδεολογία της εθνικής ενότητας να προκρίνεται από το Κράτος εν μέσω των “αξιοπρεπών κοινωνικών συμβολαίων μεταξύ των εθνικών τάξεων” ως φενακισμένων συλλογικών υποκειμένων που “αέναα αντιμάχονται, παλεύουν και συμφωνούν” για την παραγωγή/αναδιανομή του κοινωνικού φετίχ της “αξίας” ως σχιζοειδούς και ταυτολογικού γενικού αυτο-σκοπού. Η ιστορία του εργατικού και αναρχικού κινήματος, των ταξικών αγώνων κτλ δεν συγκροτούν κάποια παράλληλη ιστορία που βρίσκεται ταυτόχρονα μέσα και έξω από το καπιταλιστικό συνεχές. Η έννοια του καπιταλιστικού συνεχούς, απαραίτητη για μια συνολική και ενιαία κριτική της νεωτερικότητας, αναφέρεται στην ιδιαίτερη μορφή της κοινωνικής κυριαρχίας μέσω των κατηγοριών, πρακτικών και νοητικών συνάμα, της αξιακής μορφής (Χρήμα, Εμπόρευμα, αφηρημένη Εργασία, Κράτος-Έθνος συγκροτούν τον κοινωνικό ιστό της) η οποία δεν υπάρχει και δεν υφίσταται ως αιώνια επανάληψη-του-ταυτόσημου αλλά ως εσωτερικά συγκρουσιακή διαδικασία αυτο-επέκτασης που δεν μπορεί να αναπτύσσεται παρά ενσωματώνοντας και καθυποτάσσοντας στον εαυτό της την ίδια την “κριτική” που “αναγκαστικά” της ασκείται από τη στιγμή που η μορφή-της-αξίας αρχίζει και εδραιώνεται ως “φυσική πραγματικότητα” και ως εκ τούτου αναπόδραστη “μοίρα και πεπρωμένο” της κοινωνικής ζωής. Μια ανάλυση περιεχομένου των “παραδοσιακών” σοσιαλιστικών ιδεωδών και των αναρχικών οραμάτων (με πλήρη επίγνωση της συμβατικότητας του όρου “παραδοσιακός” που παραβλέπει τον πλούτου των ενδιάμεσων μορφών) παρ’ όλες τις διαφορές για το “πως” και με “ποια μέσα” θα φτάσουμε στην “αταξική κοινωνία” συγκλίνουν στην κατάφαση και στην αποδοχή των αστικών ιδεωδών αφού πρωτίστως έχουν ανυψωθεί σε καθολικές/οντολογικές/διϊστορικές μορφές της ανθρώπινης σκέψης και δραστηριότητας και συγχρόνως απαλλαγεί από τις όποιες “παραμορφώσεις και αλλοιώσεις” από μέρους της “άρχουσας καπιταλιστικής τάξης”. Ο κυρίαρχος και ο κυριαρχούμενος, ο άρχων και ο αρχόμενος, ο εκμεταλλευτής και ο εκμεταλλευόμενος κτλ λειτουργούν, στην καθημερινή θεωρία και πράξη των “εργαζόμενων μαζών”, ως λίγο-πολύ αδιαμεσολάβητες υποστάσεις. Υπάρχουν δηλαδή και συγκροτούνται μέσα στην ίδια την αντίληψη των “εργατικών/προλεταριακών υποκειμένων” ως ομοιογενείς και υποστασιοποιημένες κατηγορίες που διαμορφώνονται μέσα από αδιάφορες σχέσεις αμοιβαίας εξωτερικότητας (σ.σ. ως πρωταρχικές ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης όπου το χρήμα και το εμπόρευμα μόνο σε ένα-δεύτερο-χρόνο τις επικαλύπτουν και τις μυστικοποιούν για να εκμεταλλεύονται οι “παρασιτικοί καπιταλιστές” την “παραγωγική και περήφανη εργασία”) αποσιωπώντας μέσα-από-αυτή-την-αντίληψη τους ιδιαίτερους κοινωνικούς τρόπους κυριαρχίας-χωρίς-υποκείμενο με τους οποίους η μορφή-της-αξίας και η αντικειμενική-πρόσβαση-σε-αυτήν ορίζει 1) τόσο τη μορφή και τη μεταβολή του “ταξικού ανήκειν” (“καπιταλιστές” και “εργάτες”) και των αναπόφευκτων “ταξικών ανταγωνισμών” που τέμνουν οριζοντίως και εγκάρσια την αστική κοινωνία όσο 2) και τη μορφή της κοινωνικής “κριτικής” στις καπιταλιστικές κατηγορίες όπου η “φυσικότητά” τους θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ κι έτσι δεν αμφισβητείται η “αντικειμενικότητα” και η “τελική ουσία” τους. Με άλλα λόγια το “κεφάλαιο” και η λογική της αξιοποίησής του μέσω της “αφηρημένης εργασίας” ως γενική μορφή “πλούτου” (Marx) δεν τίθενται εν αμφιβόλω από το “παραδοσιακό” εργατικό κίνημα και ο ίδιος ο ταξικός αναγωγισμός στην αντίληψη των εργατικών/προλεταριακών υποκειμένων ως “κινητήριου μοχλού της Ιστορίας” λειτουργεί ήδη στην κοινωνική πραγματικότητα ως πρακτικός και “αξεπέραστος” αναγωγισμός της μορφής-της-αξίας. Υπό ένα τέτοιο “αιρετικό πρίσμα” (Robert Kurz) ιδωμένη η ιστορία του “παραδοσιακού” εργατικού/αναρχικού κινήματος ως ετερότητα και διαφορά εντός της αναδυόμενης και επί διαμόρφωση καπιταλιστικής/νεωτερικής κοινωνίας αποτελούσε και μια μορφή πολύμορφου ηθικού “φίλτρου” με το πρόταγμα μιας ιδεώδους (σ.σ. αστικής) κοινωνίας χωρίς τις αντιφάσεις της τελευταίας (“πραγματική” Ισότητα, “πραγματική” Ελευθερία, χειραφέτηση της “Εργασίας” που φτάνει μέχρι τα πρακτικά και θεωρητικά τερατουργήματα των μπολσεβίκων για “εργατικά Κράτη” και “εργατικό Δίκαιο” κτλ) και ως τέτοιο κοινωνικό “ανάχωμα” συνέβαλλε στη δημιουργία πραγματικών “ρήξεων” και “τομών” στην ίδια την καπιταλιστική ιστορία, με άλλα λόγια πολλές φορές οι εργάτες/εργάτριες και οι πολιτικές τους οργανώσεις ήταν πολύ “πιο μπροστά” από τους καπιταλιστές όσον αναφορά την ίδια τη λειτουργικότητα των αστικών κοινωνικών σχέσεων και κατηγοριών.

(5)

O φασισμός είναι μια πρακτική και νοητική τάση που ανακύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και ως τέτοια τάση δεν είναι διαρκώς παρόν και μορφικά όμοιος αλλά πάντα υπολανθάνον και παραγόμενος ως “ετερότητα” και “διαφορά” από την ίδια τη φετιχιστική λογική και πρακτική της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Ο νεο-φασισμός ως εκφασισμός του Δημοκρατικού Κράτους Δικαίου που προέκυψε και χτίστηκε πάνω στα πτώματα αυτού που εγκυκλοπαιδικά έχουμε μάθει να αποκαλούμε “δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος” δεν είναι ταυτόσημος, από την άποψη της συγκεκριμένης του μορφής, με το φασισμό του μεσοπολέμου. Ο δεύτερος ως ιστορική πολιτική μορφή της αστικής κοινωνίας διαμορφώνεται αποκλείοντας τη δημοκρατική μορφή και αναστέλλοντας τα ατομικά δικαιώματα των λογικών της αξιοποίησης συγκεντροποιώντας στο Κράτος τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου ως το “Υπέρτατο Εθνικό Σώμα του Λαού” που βγαίνει-από και πηγαίνει-προς μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη. Ο πρώτος αναδύεται τριχοειδώς από την ίδια την Κοινότητα των Πολιτών του Κράτους-Έθνους-σε-Κρίση για να υπερασπιστεί και να προστατεύσει την ίδια τη δημοκρατική μορφή, τα ίδια τα ατομικά δικαιώματα των λογικών της αξιοποίησης του κεφαλαίου από τους “περιττούς”, “ανάξιους” και “παραπανίσιους πληθυσμούς” (μετανάστες/πρόσφυγες κτλ) που δεν ανήκουν στο Εθνικό Σώμα των Πολιτών και δεν τους αναγνωρίζεται η “ιδιότητα του ανθρώπου”. Αυτή η διαφορά δεν είναι σχολαστικού χαρακτήρα, δεν ιεραρχεί ούτε λογικά ούτε ιστορικά τη βαρβαρότητα, την κτηνωδία και το απάνθρωπο των μορφών του φασισμού ως αστικών πρακτικών και ιδεολογιών αλλά σηματοδοτεί και αποτυπώνει την κατάρρευση του τρόπου παραγωγής που βασίζεται στην αξία (Robert Kurz) και την καθ’όλα δυνατή καταβύθιση σε μια μετα-νεωτερική άβυσσο καπιταλιστικής νεο-δουλείας αν τελικά χαθεί το ιστορικό στοίχημα που πρέπει να τεθεί εκ νέου: “κομμουνισμός ή το τέλος της ανθρωπότητας”.

(6)

Το ιδιαίτερο “γενικό συμφέρον” του Κράτους των κοινωνιών του κεφαλαίου ως νομικού και πολιτικού θεσμού που εγγυάται αντιφατικά (μαζί και ενάντια στα άλλα Κράτη) τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου σημαίνει πως συνοψίζει και συμπυκνώνει ως Φυσικό Εθνικό Δίκαιο και ως Φυσικό Εθνικό Νόμο τη διαιώνιση της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης γενικά (σ.σ. το δικαίωμα του καπιταλιστή/καπιταλιστών ως “προσωποποιημένο” κεφάλαιο να αγοράζει αφηρημένη “εργασιακή δύναμη” συσσωρεύοντας “αξία” και το δικαίωμα του ατομικού/συλλογικού “φορέα” της ως “προσωποποιημένη” εργασία να την πουλά[6] για να “αξιοποιείται”). Το Κράτος-Έθνος ως πολιτική μορφή των κοινωνιών του κεφαλαίου θεσμοθετεί και αναπαριστά με τις αφηρημένες γενικές έννοιες του Νόμου και του Δικαίου αυτήν ακριβώς την πραγματική ομογενοποιητική αφαίρεση και διαφοροποίηση για-το-κεφάλαιο που πραγματοποιείται στους μακάβριους κοινωνικούς κόλπους της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Υπό αυτούς τους πρακτικά μυστικιστικούς όρους οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων είναι αμοιβαία αδιάφορες και τα άτομα ως υποκειμενοποιημένες ανταλλακτικές “αξίες” νιώθουν ως τέτοια πως-υπάρχουν-αληθινά και πως διαιωνίζονται όσο αυξάνει η εμπράγματη/αντικειμενική περιουσία τους, η αύξηση της αφηρημένης “αξίας” τους που τούς εξωθεί “στη ζωή και στο θάνατο” στη σιωπηλή οικονομική βία της εμπορικής/εκχρηματισμένης ανταλλαγής μέσα από το Ιερό Συμβόλαιο[7] (fictio juris, Marx) της αγοραπωλησίας. Με άλλα λόγια το Κράτος λειτουργεί με διπλή υπόσταση τόσο θεσμική (νομική-πολιτική) όσο και οικονομική. Δεν υπάρχουν λοιπόν “δυο οικονομίες”, μια “ιδιωτική” και μια άλλη “δημόσια-κρατική” αλλά μία και αυτή κοινωνική πραγματικότητα, η καπιταλιστική, η οποία δεν μπορεί να αναπαράγεται χωρίς το Κράτος της και χωρίς να ξοδεύει τον “αφηρημένο κοινωνικό πλούτο” της (Marx) με τρόπο “μη ή και έμμεσα παραγωγικό”.

(7)

Η καπιταλιστική οικουμενικότητα υπάρχει και αναπαράγεται εντός και διαμέσου των ξεχωριστών Κρατών-Εθνών της και η όποια “υπερεθνική” και “υπερκρατική” (στην πραγματικότητα δια/κρατική) υποδομή (βλέπε ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα κ.α.) καθώς και συμφωνία-συμμαχία (βλέπε: κοινό νόμισμα στην περίπτωση της ευρωπαϊκής ένωσης) εκφράζει μια πραγματική αντίφαση: την ιδιαίτερη και ιστορική ενότητα και διαφοροποίηση των Κρατών για μια “αποδοτικότερη ανάπτυξη”, δηλαδή για μια βαθύτερη εκμετάλλευση και “παραγωγικότερη” υποταγή των πωλητών “εργασιακής δύναμης” μέσα και έξω από κάθε εθνικό σύνορο. Με την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, η συσσώρευση της αφηρημένης “αξίας” (παραγωγή – κυκλοφορία – κατανάλωση) έχει ιστορικές μορφές διεθνοποίησης και παγκοσμιότητας οι οποίες προϋποθέτουν σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση μια συγκεκριμένη μορφή του Κράτους, τις διακρατικές συμμαχίες και το διακρατικό ανταγωνισμό που επικυρώνουν νομικά και πολιτικά (όχι χωρίς “εσωτερικές” και “εξωτερικές” ρήξεις και συγκρούσεις) τη διαρκή φυσικοποίηση του ποσοστού του κέρδους (ιδιοποίηση της αφηρημένης αξίας). Το πρόβλημα με την αύξηση του χρέους και της πίστωσης τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι το μέγεθός τους αυτό καθεαυτό αλλά η σχέση που έχουν με το υπόλοιπο της καπιταλιστικής οικουμενικότητας. Ακριβώς όπως το χρήμα στις κοινωνίες του κεφαλαίου δεν είναι μια απλή καταχώρηση σε λογιστικά βιβλία αλλά αντικειμενική συμβολική/ιδεατή αναπαράσταση αφηρημένης εργασίας(!) που “ενσωματώνεται” και παρίσταται στην εμπορευματική (αξιακή) μορφή του κοινωνικού προϊόντος, έτσι και η πίστωση και το χρέος έχει “νόημα” μόνο επειδή υποστηρίζεται από μελλοντικά κέρδη, από “πιθανή” παραγωγή αφηρημένης αξίας, συνεπώς από κερδοφόρα εκμετάλλευση “παραγωγικής” αφηρημένης εργασίας η οποία είναι ένα καπιταλιστικό στοίχημα αν θα λάβει χώρα ή όχι: αν αυτό που στηρίζει το χρέος και την πίστωση απουσιάζει (ή δεν επαρκεί) τότε αυτά τα κτήνη χάνουν την τερατώδη πραγματικότητά τους και γίνονται “φούσκες”[8]. Δίχως πιστωτικό σύστημα και χρέος δεν υπάρχει καπιταλισμός: με την πίστωση και το χρέος μετατρέπεται σε εμπόρευμα η φαντασμαγορική αντικειμενική ικανότητα του χρήματος να λειτουργεί ως κεφάλαιο και να αποδίδει κέρδος. Η πίστωση και το χρέος απορρέουν οργανικά από τον θεμελιακό φετιχισμό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή από τη “συλλογική αντικειμενική/κοινωνική πίστη” στην ικανότητα του χρήματος να λειτουργεί ως κεφάλαιο, να “αυτοπολλαπλασιάζεται” μέσω της “αφηρημένης εργασίας” και να γεννά χρήμα από τον ταυτολογικό εαυτό του.

Υποσημειώσεις

[1] Λογικά αλλά και ιστορικά η “ιδιοκτησία” στον ταυτολογικό ορισμό της είναι η νομική έκφραση της κοινωνικής σχέσης αποκλεισμού των “άλλων” ως “μη ιδιοκτητών”. Το αρχαίο ρωμαϊκό δίκαιο με τον “απόλυτο” ορισμό της ιδιοκτησίας αποτελεί προϋπόθεση του αστικού χωρίς το δεύτερο να ανάγεται και να αποτελεί συνέχεια του πρώτου.

[2] Οι κατηγορίες των “μέσων παραγωγής”, των “παραγωγικών δυνάμεων”, των “σχέσεων παραγωγής” ως συγκεκριμένες αφαιρέσεις και προσδιορισμένες γενικεύσεις που έχουν εξαχθεί θεωρητικά από το ιδιαίτερο περιεχόμενο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων αποτελούν μία από τις πολλές όψεις της κριτικής αυτών των σχέσεων. Αποτυπώνουν θεωρητικά, με άλλα λόγια, την μυστικοποιημένη κοινωνική σχέση του κεφαλαίου ως συσσώρευση αφηρημένης “αξίας” (παραγωγή – κυκλοφορία – κατανάλωση) όπου οι σχέσεις των ανθρώπων και οι σχέσεις των ανθρώπων με τη γήινη φύση πραγματοποιούνται και εννοούνται ως “παραγωγικές σχέσεις”, δηλαδή ως σχέσεις με το κεφάλαιο είτε αυτό βρίσκεται στη “σταθερή” (“μέσα παραγωγής”, “πρώτες ύλες” κτλ), είτε στη “μεταβλητή” μορφή του (αφηρημένη “εργασιακή δύναμη” ή αλλιώς μισθωτή εργασία). Η οποιαδήποτε προβολή αυτών των εννοιών στο ιστορικό παρελθόν των ανθρώπινων κοινωνιών ως δΐιστορικού “Καθολικού οδηγού ανάγνωσης της Ιστορίας” οδηγεί αυτόματα στην οντολογικοποίηση/υποστασιοποίησή τους, μετατρέποντας τις συγκεκριμένες έννοιες της κριτικής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων σε μια μια αφηρημένη καθολική “Μέθοδο Ανάγνωσης της Ιστορίας” μυστικοποιώντας με αυτό τον τρόπο όλο τον συγκεκριμένο πλούτο, την ποικιλομορφία και την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης, κοινωνικής ιστορίας.

[3] Ο νεαρός Μαρξ στο “Εβραϊκό ζήτημα” καταπιάνεται με μια εμβρυακή κριτική του αστικού Κράτους ως εμπόδιο στην ανθρώπινη χειραφέτηση καθώς διαιρεί το “άτομο” σε ιδιώτη και πολίτη: από τη μία υπάγεται στη σφαίρα της οικονομίας και από την άλλη στο πεδίο της πολιτικής και του δικαίου που επικυρώνουν το σχιζοειδή διχασμό του ατόμου ως πολίτη και ιδιώτη, τη διπλή “θρησκευτική καθημερινή ζωή” στην “υλική” Οικονομία της πραγματικής ανισότητας και στην “επουράνια” Πολιτική της ιδεώδους/αφηρημένης ισότητας.

[4] Το δημόσιο πανεπιστήμιο με τον λειτουργικό διαχωρισμό του από την οικονομία της αγοράς και την ιδεολογία της γνώσης ως “συλλογικού κοινωνικού αγαθού”, παράγει “γνώση” για την τελευταία, δηλαδή για τις επιχειρήσεις ως “έμμεση παραγωγική δαπάνη” του Κράτους. Η ιδιωτικοποίηση του πρώτου από κάποιο/α ατομικό/α κεφάλαιο/α με την ιδεολογία της γνώσης ως “ατομικής επένδυσης” μετατρέπει άμεσα το ίδιο το πανεπιστήμιο σε επιχείρηση που “παράγει γνώση” για τις επιχειρήσεις “πιο εξορθολογισμένα”, δηλαδή “πιο αποδοτικά” για τη συγκυρία της συσσώρευσης που είναι, μην το ξεχνάμε, και ένα ανοιχτό καπιταλιστικό στοίχημα αν θα είναι όντως “πιο αποδοτική” από την άποψη της κερδοφορίας/αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Παρόλα αυτά, αυτό που ουσιαστικά αλλάζει με τη μετατόπισή της ως προς τον ένα ή τον άλλο “πόλο” (Δημόσια “δαπάνη” – Ιδιωτική “επένδυση”) είναι η μορφή της γνώσης ως προς τη νομική της ιδιοκτησία (την οποία την εγγυάται πάντα – και όχι χωρίς “αντιδικίες” και “συγκρούσεις” – μόνο το Κράτος) και όχι το περιεχόμενό της αυτό καθεαυτό το οποίο και στις δυο περιπτώσεις καθορίζεται από το μουγκό κοινωνικό a priori της “αξιοποίησης της αξίας” μέσω της “αφηρημένης εργασίας” που αυτοπειθαρχεί στην αφηρημένη Γνώση ως προϋπόθεση και της δικιάς της “αξιοποίησης” – ανέλιξης στην κινούμενη κοινωνική άμμο του κεφαλαίου (Βλέπε Καριερισμός, κρετινισμός του Επαγγέλματος κτλ κτλ). Ο αριθμός των πτυχίων και τα αθροιζόμενα εν εαυτώ έτη σπουδών είναι φορτισμένα με μια μεταφυσική αίγλη παντοδύναμης γνώσης και αντίληψης. Ο λόγος του “άλλου” αμέσως ακυρώνεται και υποτιμάται ως εξω-πραγματικός αν δεν μετέχει στην “αναγνωρισμένη γνώση”, δηλαδή στη γνώση που πλάθεται και αναπλάθεται σύμφωνα με την εθνική ιδεολογία του κάθε κράτους και τις λογικές αξιοποίησης του “ανθρώπινου κεφαλαίου” ούτως ώστε η πρώτη να νομιμοποιεί τη δεύτερη και η δεύτερη να ομοιάζει ως “φυσική Αλήθεια” μέσω της πρώτης στα μυαλά των μορφωμένων αναλφάβητων. Μορφωμένοι γιατί είναι ταυτολογικά και χρονο-λογικά σπουδαγμένοι, αναλφάβητοι γιατί ανίκανοι να αντιληφθούν την ίδια τη δραστηριότητά τους, το κοινωνικό προελεύσιμό της και τους σκοπούς που αυτή εξυπηρετεί. Τελικά πίσω από τη λάμψη της παντοδύναμης αντίληψης του σπουδαγμένου υποκειμένου (Εγώ γνωρίζω ως βουβή και κουφή συμπύκνωση τάδε χρόνου σπουδών) κρύβεται η ίδια του η αδυναμία, το μαινόμενο και διαρκές άγχος της απόρριψής του από κάποιον/κάποια με περισσότερα πτυχία, περισσότερα έτη σπουδών κτλ που βρίσκουν “τελικό” αγοραστή στην αρένα του ανταγωνισμού για τη μια και μοναδική Αλήθεια που μετριέται με χρόνια σπουδών υποταγής στην κάθε εθνική ιδεολογία και στη λογική της αξιοποίησης του “ανθρώπινου κεφαλαίου”.

[5] Η ίδια η ταυτολογική διάκριση αμοιβαίας αλληλοπροϋπόθεσης και αλληλοαποκλεισμού σε “εσωτερικό” και “εξωτερικό” είναι ήδη ένας από τους όρους της κοινωνικής ύπαρξης του Κράτους ως μυστικιστικής, “αυτονόητης οντότητας”, είτε “φυσικής” είτε “θείας προέλευσης”.

[6] Αυτό που διαφοροποιεί το μισθωτό σκλάβο των κοινωνιών του κεφαλαίου από το σκλάβο των αρχαίων δουλοκτητικών κοινωνιών είναι πως ο δεύτερος είναι ο ίδιος ανταλλακτική “αξία” και εμπόρευμα που έχει απαχθεί και ανήκει “για πάντα” στον αφέντη/ιδιοκτήτη που τον απέκτησε/αγόρασε. Ο μισθωτός σκλάβος των κοινωνιών του κεφαλαίου, αντίθετα, φροντίζει ως ίδιος “ελεύθερα” να πουλάει την αφηρημένη ικανότητά του για εργασία για ένα καθορισμένο ωρομίσθιο. Επιπλέον ο μισθωτός σκλάβος ως ελεύθερος “φορέας” και πωλητής/κάτοχος/ιδιοκτήτης ο ίδιος του εμπορεύματος “εργασιακή δύναμη” αυτο-απαγάγεται όντας ταυτόχρονα αφηρημένο πολιτικό/νομικό υποκείμενο Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων που επικυρώνουν με τη σφραγίδα του Κράτους-Έθνους την ενσωμάτωσή του στο κεφάλαιο.

[7] Από την πλευρά της φαινομενολογίας των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων η κατηγορία του “συμβολαίου” ως νομικής υποκειμενικότητας 1) αποτυπώνει την ανταγωνιστική ατομικοποίηση και την εγωϊκή συγκρότηση των υποκειμένων της “αξίας” ως ιδιοκτητών (κατόχων “κεφαλαίου”, “εργασιακής δύναμης” κτλ) και 2) αποτελεί τον φενακισμένο καθολικό κοινωνικό δεσμό της “αμοιβαιότητας των συμφερόντων” που ορίζονται από τη φετιχιστική αντικειμενικότητα της πρόσβασης στην “αξία” μέσω της “αφηρημένης εργασίας”.

[8] Το Κράτος αποκτά χρέη όταν προμηθεύεται πιστώσεις από τις τράπεζες, εκδίδοντας δηλαδή κρατικά ομόλογα τα οποία πωλούνται στις χρηματαγορές. Ό,τι για το κράτος είναι χρέος, για τους καπιταλιστές του χρήματος είναι κρατικό χρεόγραφο. Όμως σε αντίθεση με την αγορά ενός εμπορεύματος, του οποίου η ιδεατή “αξία” ανταλλάσσεται με χρήμα, κατά τη λήψη της πίστωσης και την πώληση ενός κρατικού εγγράφου η ιδεατή “αξία” υπάρχει μόνο από τη μια μεριά, μόνο ως χρήμα, και όχι και ως τίτλος. Παραταύτα ο τίτλος μπορεί να μεταπωληθεί και να αγοραστεί από έναν τρίτο σαν πλασματικό κεφάλαιο.
(Βλέπε και Θέσεις για την Κρίση – Φίλες και Φίλοι της Αταξικής Κοινωνίας https://coghnorti.wordpress.com/texts/kosmoprolet2-theseis-krisi/).

Για παράδειγμα ένας Κινέζος βιομηχανικός καπιταλιστής παράγει σε ανταγωνιστικές τιμές εμπορεύματα τα οποία πουλά στο Αμερικάνικο/Ευρωπαϊκό εμπορευματικό κεφάλαιο/διανομέα βάζοντας στην τσέπη του μεγάλα χρηματικά ποσά ένα μέρος των οποίων το δανείζει στον δεύτερο δια της αγοράς αμερικανικών/ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων έτσι ώστε αυτός να μπορέσει να συνεχίσει να αγοράζει.

(Βλέπε και Μπροστά στην Καταιγίδα: Μια Κρίση Καθοδόν – Καρλ Νεζίκ & Ζιλ Ντωβέ https://coghnorti.wordpress.com/texts/troploin5-storm/).

Πηγή: theshadesmag