Ο Νίτσε ως κριτικός της κοινωνίας του χρήματος και του κράτους

«Ο εκδικητικός τον λέει Νόμο,

κι ο τρελός Παιχνίδι,

Επιτακτικό , το Παιχνίδι του κόσμου,

Αναδύει το ον και την επίφαση»

Φ.ΝΙΤΣΕ

Ο τρόπος που αντιμετωπίζει ο Φ.Νίτσε την αστική κοινωνία , την κοινωνία που θέτει ως αξιακή  προτεραιότητα το χρήμα , καθορίζεται από την ποιητικότητα της γραφής του  και την απουσία συστηματικότητας στην σκέψη του.

Αν αναμένουμε απ’ αυτόν τις εκτενείς αναλύσεις της αστικής κοινωνίας , που συνδυάζουν διαφορετικούς επιστημονικούς χώρους  (όπως οικονομία , δίκαιο , ιστορία ,φιλοσοφία και συχνά θεολογία ) , σαν αυτές που συναντούμε στα έργα του Μάρξ ή του Μ.Βέμπερ , θα απογοητευτούμε. Ο λόγος του Νίτσε , υπαινικτικός ή αποφθεγματικός , περισσότερο χρησιμεύει ως έναρξη παρά ως κλείσιμο συζητήσεων. Η κριτική του κατευθύνεται προς τις αξίες , αποθεμελιώνοντας τις αξιακές προυποθέσεις του πρώιμου καπιταλισμού , ιδιαίτερα δε την εγκόσμια ασκητική του δυτικού χριστιανισμού.

Όσο επικριτικός είναι ο Νίτσε προς την κοινωνία του χρήματος, τόσο επιθετικός είναι προς τον ισχυρότερό αντίπαλό της , τον σοσιαλισμό , δίνοντας έτσι την βάση στον Λούκατς και σε άλλους να τον θεωρήσουν ως «ξεμοναχιασμένο πρόδρομο του Χίτλερ » , «θεμελιωτή του ιρασιοναλισμού της ιμπεριαλιστικής περιόδου »  και ως «εχθρό του σοσιαλιστικού ανθρωπισμού».[1]Βεβαίως , σήμερα , οι περισσότεροι συμφωνούν ότι οι κατηγορίες αυτές  είναι αβάσιμες ή αποτελούν προϊόν διαστρέβλωσης των σκέψεων του Νίτσε , από την αντισημίτρια αδελφή του Ε.Φόρστερ- Νίτσε. Ήδη  ,από το 1941, ο  Δ.Γληνός  αποφαινόταν ότι στον λόγο του γερμανού φιλοσόφου καθρεφτίζονταν και προβάλλονταν δυναμικά «οι πόθοι και τα ιδανικά ενός νέου κόσμου που εξορμούσε  για την κατάχτηση της ζωής »[2], ενώ σε ένα άλλο σημείο αναρωτιέται «στάθηκεν ο  Νίτσε ένας νοσταλγός ή ένας προφήτης ; »[3]

Οι αντιρρήσεις του Νίτσε προς τον καπιταλισμό  είναι ουσιαστικά ίδιας ποιότητας με τις αντιρρήσεις του προς τον σοσιαλισμό. Ο δεύτερος αποτελεί την λογική προέκταση και όχι την αντίθεση στον πρώτο. Τα δύο κοινωνικά ρεύματα ευνοούν την ισοπέδωση του ανθρώπου  , την λεηλασία της φύσης στο όνομα της προόδου και την αποθέωση του κράτους. Κατά τα άλλα , η νιτσεϊκή  κριτική προς την παιδεία των κερδοσκόπων ,προς την μηχανική εργασία , προς τον ασφυκτικό έλεγχο του πολιτικού από το οικονομικό , προς το πολυεθνικό κεφάλαιο αλλά και προς τον εθνικισμό, τον αντισημιτισμό και τον γερμανικό σωβινισμό είναι ανάλογη με την μαρξιστική. Συμμετέχουν συνεπώς και  οι δύο σκέψεις στο μεγάλο ρεύμα κριτικής του καπιταλισμού και της αστικής κοινωνίας , το οποίο χρωματίζεται από την ποικιλία όσο και την έλλειψη ομοφωνίας και σύμπνοιας για το τι πρόκειται ή πρέπει να διαδεχθεί τον καπιταλισμό.

Ο Νίτσε στους «Ανεπίκαιρους  Στοχασμούς», και  κυρίως στο κεφάλαιο που αναφέρεται  στον «Σοπενάουερ  ως παιδαγωγό » ,  επιτίθεται στον  «εγωισμό των κερδοσκόπων» , που στοχεύουν σ’ έναν «καταχρασμένο και εκμισθωμένο πολιτισμό».Οι κερδοσκόποι και ο χρηματοκρατούμενος πολιτισμός υπάγουν  την παιδεία  , αποκλειστικά στην  υπηρεσία του κέρδους : «Γιατί υπάρχει ένα είδος καταχρασμένου και εκμισθωμένου πολιτισμού – ας κοιτάξουμε γύρω μας !Και ακριβώς οι εξουσίες , οι οποίες τώρα υποστηρίζουν , όσο πιο δραστήρια γίνεται τον πολιτισμό , έχουν υστερόβουλες σκέψεις , και δεν επικοινωνούν μαζί του με καθαρή αφιλόκερδη διάθεση .Εδώ βρίσκεται κατ’ αρχήν , ο εγωισμός των κερδοσκόπων , ο οποίος χρειάζεται τη συνδρομή του πολιτισμού , και , για να τον ευχαριστήσει γι’ αυτό , ανταποδίδει τη βοήθεια. Όμως , στο σημείο αυτό  , θέλει βέβαια να δώσει δείγματα γραφής , συνάμα για το σκοπό και το μέτρο .Απ’ αυτήν την πλευρά προέρχεται  εκείνη η δημοφιλής πρόταση και  το αλυσιδωτό συμπέρασμα , το οποίο έχει περίπου ως εξής : όσο το δυνατό περισσότερο γνώση και εκπαίδευση , συνεπώς όσο το δυνατό μεγαλύτερη ανάγκη , γι’ αυτό όσο το δυνατό μεγαλύτερο κέρδος  και ευτυχία – έτσι ηχεί ο απατηλός τύπος .Η μόρφωση θα προσδιοριζόταν απ’ τους οπαδούς της ως φρόνηση με την οποία , κάποιος , στις ανάγκες και την ικανοποίησή τους , θα γίνεται όλο και πιο επίκαιρος , αλλά και με την οποία , συγχρόνως , θα διαθέτει κάλλιστα όλα τα μέσα και τους δρόμους , για να κερδίσει , όσο το δυνατό πιο εύκολα , χρήματα. Το να εκπαιδεύουμε όσο το δυνατό περισσότερους τρέχοντες (courante) ανθρώπους , με την έννοια εκείνου , το οποίο ονομάζουν τρέχον σ΄ ένα νόμισμα .Αυτό επομένως θα ήταν ο σκοπός και σύμφωνα  μ’ αυτήν την άποψη , τόσο πιο ευτυχισμένος θα είναι ένας λαός , όσο περισσότερο διαθέτει τέτοιους τρέχοντες ανθρώπους ».[4]

Η  Παιδεία στην  υπηρεσία της παραγωγής και η παραγωγή στην υπηρεσία των κερδοσκόπων ( ή του κεφαλαίου κατά την μαρξιστική ορολογία ), αυτή είναι η κρυφή όψη της επέκτασης της παιδείας. Ο αστικός πολιτισμός  απαιτεί να ταυτίσουμε την ευφυΐα  με την ιδιοκτησία  και τον πλούτο με τον πολιτισμό , ώστε : «  κάθε μόρφωση , η οποία οδηγεί στη μοναχικότητα , η οποία θέτει σκοπούς πέρα από τα χρήματα  και το κέρδος , η οποία καταναλώνει πολύ χρόνο , γίνεται εδώ αντικείμενο μίσους .Φροντίζουν επιμελώς να κατηγορήσουν  τα  σοβαρότερα είδη της μόρφωσης ως «λεπτότερο εγωισμό» ,  ως «ανήθικο επικουρισμό της μόρφωσης». Βέβαια , σύμφωνα με την εδώ ισχύουσα ηθικότητα ,εκτιμάται ακριβώς το αντίθετο , δηλαδή μια ταχεία μόρφωση , για να μπορέσει να γίνει μία ύπαρξη  που να κερδίζει πάρα πολλά χρήματα. Τόσο μόνο θα επιτραπεί στον άνθρωπο πολιτισμός , όσο εμπίπτει στο ενδιαφέρον της γενικής κερδοσκοπίας και της παγκόσμιας επικοινωνίας , τόσα όμως θα απαιτήσει κι αυτός   »[5] .

Ο εγωισμός των κερδοσκόπων  εναρμονίζεται με τον εγωισμό του κράτους, «που επιθυμεί παρομοίως την όσο το δυνατό μεγαλύτερη εξάπλωση και γενίκευση του πολιτισμού , και έχει στα χέρια του το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του».[6] Χρήμα  και κράτος αποτελούν δύο στοιχεία που αλληλοτροφοδοτούνται  .Το κράτος δημιουργεί  το είδος της παιδείας «έτσι ώστε οι πνευματικές δυνάμεις να μπορέσουν να υπηρετήσουν τους υφιστάμενους θεσμούς»[7].

Κατά τον Νίτσε ο έλεγχος του πνεύματος από το κράτος , αποτελεί αιτία διαφθοράς του. Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα είναι η διαφθορά του χριστιανισμού: «Ας φέρουμε μόνο στη μνήμη μας , τι προέκυψε βαθμιαία από τον Χριστιανισμό υπό τον εγωισμό του κράτους. Ο Χριστιανισμός είναι ασφαλώς ένα από τα πιο καθαρά φανερώματα εκείνης της τάσης προς τον πολιτισμό και , ακριβώς προς την πάντα ανανεούμενη  γέννηση του αγίου. Επειδή , αυτό, όμως , χρησιμοποιούταν εκατονταπλάσια , για να κινήσει τους μύλους των κρατικών εξουσιών , αρρώστησε βαθμιαία ως μέσα στην καρδιά , έγινε υποκριτικό και ψεύτικο και εκφυλίστηκε  ως την αντίφαση μαζί με τους αρχικούς σκοπούς του ».[8]

Ο Νίτσε έχει κατονομάσει στους «Ανεπίκαιρους  Στοχασμούς», τρείς αρνητικούς εγωισμούς : των εγωισμό των κερδοσκόπων , τον εγωισμό του κράτους καθώς και τον εγωισμό «όλων εκείνων , οι οποίοι έχουν λόγο να προσποιούνται και να κρύβονται πίσω από τη μορφή». Κοντά σε αυτούς θα προσθέσει και τον εγωισμό της επιστήμης και του λογίου .Η επιστήμη κατηγορείται  διότι «σχετίζεται με τη σοφία , όπως η αρετή με τον αγιασμό : είναι ψυχρή και πληκτική , δεν τρέφει καμιά αγάπη , και δεν ξέρει τίποτε απ’ το βαθύ συναίσθημα της ανεπάρκειας και της λαχτάρας .Είναι τόσο ωφέλιμη για τον εαυτό της , όσο είναι επιζήμια για τους υπηρέτες της στο βαθμό που μεταδίδει σ’ αυτούς το χαρακτήρα της και , έτσι , κοκαλιάζει τρόπο τινά την ανθρωπιά της  ».[9]Ο Νίτσε είναι αναγκασμένος να χαράξει  μια  γραμμή ανάμεσα στις αποδοτικές αλήθειες, που αφοσιώνονται οι πιο πολλοί  και στις μη αποδοτικές αλήθειες ,που επιλέγουν οι λίγοι. Αλλά μία δεύτερη διάκριση ,πιο σημαντική , είναι εκείνη ανάμεσα στον άνθρωπο της επιστήμης , τον λόγιο και από την άλλη τον ιδιοφυή .Οι δύο διαφορετικοί ιδεότυποι είναι σε διαρκή σύγκρουση , διότι οι  λόγιοι «θέλουν να σκοτώσουν , να διαλύσουν και κατανοήσουν τη Φύση»[10] ενώ οι ιδιοφυείς «θέλουν να ενισχύσουν τη Φύση με νέα ζωντανή Φύση»[11] .Σε κάθε εποχή αντιστοιχεί ο διαφορετικός ιδεότυπος : «Εποχές που ήταν απόλυτα ευτυχισμένες , δε χρειάζονταν και δεν ήξεραν το λόγιο .Εποχές ολοκληρωτικά άρρωστες και δύσθυμες , τον εκτιμούσαν ως τον ανώτερο και πιο αξιοσέβαστο άνθρωπο , και του έδιναν την πρώτη θέση ».[12]

Τελικά ο Νίτσε  συμπεραίνει : «Το κράτος προσφέρει τόσο μεγαλόφωνα την υπηρεσία  του , ώστε να καθιερώσει τον πολιτισμό .Τον υποστηρίζει , για να  στηρίξει τον εαυτό του , και δε συλλαμβάνει ένα σκοπό , που να βρίσκεται ψηλότερα από την ευημερία του και την ύπαρξή του .Αυτό που οι κερδοσκόποι θέλουν , όταν αδιάκοπα επιθυμούν την διδαχή  και την εκπαίδευση , είναι τελικά πάλι το κέρδος »[13]Το πλαίσιο αυτό δεν επιτρέπει να υπάρξουν ,τουλάχιστον για πολύ, ιδιοφυείς και αυθεντικές υπάρξεις .Έτσι γράφει , αν είχε γεννηθεί ο Σωκράτης στην εποχή μας «σε κάθε περίπτωση ,δε θα είχε φτάσει τα εβδομήντα χρόνια ».[14]  Είναι τόσο απαισιόδοξη η προοπτική του πολιτισμού  ώστε : «Η πίστη σε μια μεταφυσική σημασία του πολιτισμού στο τέλος δε θα ’ταν καθόλου τόσο τρομακτική : ίσως όμως να ήταν κάποια συμπεράσματα , τα οποία θα μπορούσαμε να αντλήσουμε απ’ αυτή για την αγωγή και την δημόσια εκπαίδευση ».[15]

Ενάντια στον «κοντόφθαλμο εγωισμό του κράτους , την επίπεδη σκέψη των κερδοσκόπων , την πληκτική ολιγάρκεια των  λογίων»[16] , θα προτείνει ως λύση τον «Σοπενάουερ  ως παιδαγωγό». Βεβαίως αυτός ο μεγάλος αντίπαλος του Χέγκελ , δεν θα είναι παρά μια προσωρινή διέξοδος για τον Νίτσε .Στα επόμενα κείμενα ο Σοπενάουερ, όπως και ο Βάγκνερ θα καταδικαστούν  ως μέρος μίας αρνητικής φιλοσοφίας .

Ρεαλιστική είναι η διάγνωση  που κάνει  για το είδος της φιλοσοφίας ,που ευνοεί το κράτος «Επειδή κάθε κράτος τους φοβάται και , πάντα , θα ευνοεί   μόνο τους φιλοσόφους τους οποίους δε φοβάται » [17] Η φιλοσοφία τίθεται στην υπηρεσία του κράτους  καθώς « το κράτος επιλέγει για λογαριασμό του τους φιλόσοφους υπηρέτες του , και μάλιστα τόσους , όσους χρειάζεται για τα ιδρύματά του »[18] Η αναγκαία προυπόθεση για να έχει η φιλοσοφία σοβαρότητα είναι να απαγκιστρωθεί από το κράτος και τον ακαδημαϊσμό «Όσο συνεχίζει να υφίσταται το κρατικά αναγνωρισμένο σινάφι των ψευτοστοχαστών , θα ματαιώνεται ή , τουλάχιστον , θα εμποδίζεται κάθε σημαντική επίδραση μιας αληθινής φιλοσοφίας , και μάλιστα , όχι από τίποτε άλλο , όσο από την κατάρα του γελοίου , την οποία έχουν προκαλέσει οι αντιπρόσωποι εκείνου του μεγάλου πράγματος και η οποία , όμως , έχει κτυπήσει το ίδιο το πράγμα .Γι’ αυτό , το θεωρώ μια απαίτηση του  πολιτισμού , να απαλλάξουμε τη Φιλοσοφία από κάθε κρατική και ακαδημαϊκή αναγνώριση , και , γενικά το κράτος και η Ακαδημία , να εγκαταλείψουν το άλυτο γι’ αυτά ζήτημα της διάκρισης ανάμεσα σε αληθινή και ψευδή φιλοσοφία  » .[19] Τελικά το πρόβλημα της σχέσης του κράτους με την φιλοσοφία αποσαφηνίζεται «το κράτος δεν ενδιαφέρεται ποτέ  για την αλήθεια , αλλά  πάντα , μόνο για τη χρήσιμη σ’ αυτό αλήθεια».[20]

Σε ένα κόσμο όπου  η «πορεία των ανθρωπίνων πραγμάτων καθορίζεται από βία , απάτη  και αδικία»[21]  ο Νίτσε βλέπει την ελπίδα στο γεγονός ότι δεν πεθαίνει ο τραγικός  λόγος  .Αντίθετα  «δεν υπάρχει καμιά πιο ευφραντική χαρά απ’ το να ξέρει κανείς αυτό που εμείς ξέρουμε , πώς η τραγική σκέψη γεννήθηκε και πάλι μέσα στον κόσμο».[22] Το τραγικό στοιχείο δεν επιτρέπει  στην σκέψη να εκτραπεί στην εσχατολογία  δηλαδή στην « πίστη ότι , κάποτε , η ανθρωπότητα θα βρει οριστικές ιδεώδεις διευθετήσεις»[23] Συγχρόνως θα απορρίψει τον εγελιανισμό , που είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αρνητικής σχέσης της φιλοσοφίας και του κράτους .  Επισημαίνει ειρωνικά  ,ότι  αυτό που τελικά κατάφερε ο Χέγκελ είναι να κατανοήσει την εξέλιξη του παγκόσμιου γίγνεσθαι  ως ταύτιση με «την δική του βερολινέζικη ύπαρξη» [24].Ενώ στρέφεται κατά του ευρωκεντρισμού της εποχής του: «Άμετρα περήφανε Ευρωπαίε του δέκατου ενάτου αιώνα , παραληρείς !Η γνώση σου δεν ολοκληρώνει τη Φύση ,αλλά σκοτώνει μόνο τη δική σου » .[25]

Η άμετρη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του επιστημονικού λόγου  θα είναι τελικά για την σκέψη τόσο επιζήμια «όσο είναι η οικονομική θεωρία του laisser faire για τα ήθη ολόκληρων λαών» .[26]

Ο Νίτσε θεωρεί ότι  ο μοναχικός φιλόσοφος είναι ο κύριος εχθρός της κοινωνίας του χρήματος και του ισχυρού κράτους. Είναι η ύπαρξη που  έχοντας γαλβανίσει  ένα εσωτερικό εγώ, μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε επιθετική πραγματικότητα: «Όπου υπήρξαν ισχυρές κοινωνίες , κυβερνήσεις , θρησκείες , κοινές γνώμες ,εν ολίγοις όπου υπήρχε μια τυραννία , εκεί αυτή μίσησε το μονήρη φιλόσοφο .Γιατί η φιλοσοφία εγκαινιάζει για τον άνθρωπο ένα άσυλο , όπου δεν μπορεί να εισβάλλει καμιά τυραννία , τη σπηλιά του εσώτερου , το λαβύρινθο του στήθους  και αυτό δυσαρεστεί τους τυράννους : όμως εκεί ,επίσης , παραμονεύει ο μεγαλύτερος κίνδυνος των μοναχικών. Αυτοί οι άνθρωποι , οι οποίοι έχουν φυγαδεύσει την ελευθερία τους στο εσώτερο , πρέπει επίσης να ζήσουν εξωτερικά , να γίνουν ορατοί , να εκτεθούν στη θέα των άλλων .Έχουν αναρίθμητες  επαφές μέσω καταγωγής , κατοικίας ,εκπαίδευσης , πατρίδας , σύμπτωσης , φορτικότητας των άλλων».[27]

Διαρκώς επανέρχεται σε έναν  σφοδρό αντικρατισμό, που  είναι συγχρόνως και αντιεγελιανισμός , ως φιλοσοφίας που εκπροσωπεί και δικαιώνει το πρωσικό , κατ’ αρχάς, κράτος : «Εδώ όμως , ζούμε τις συνέπειες εκείνης της διδασκαλίας , που πρόσφατα διακηρύχθηκε απ’ όλες τις στέγες , ότι,  δηλαδή , το κράτος είναι ο υψηλότερος σκοπός της ανθρωπότητας , και ότι , για έναν άνθρωπο , δεν υπάρχει κανένα υψηλότερο καθήκον , απ’ το να υπηρετεί το κράτος : στο οποίο , εγώ , δεν αναγνωρίζω μια υποτροπή στην ειδωλολατρία , αλλά στη βλακεία . Μπορεί να ισχύει , ότι ένας τέτοιος άνθρωπος , που βλέπει το ύψιστο καθήκον του στην υπηρεσία στο κράτος , δε γνωρίζει , επίσης , πραγματικά κανένα υψηλότερο καθήκον .Όμως , εξ αιτίας του , υπάρχουν άνθρωποι  και καθήκοντα  και πέρα απ’ αυτό. Και ένα απ’ αυτά τα καθήκοντα , το οποίο , για μένα τουλάχιστον , βρίσκεται ψηλότερα από την υπηρεσία στο κράτος , απαιτεί την καταστροφή της βλακείας σε κάθε μορφή , επομένως και της βλακείας αυτής    »  [28]

Η κοινωνία του χρήματος ταυτίζεται με την βαρβαρότητα .Η επιστήμη έχοντας γίνει ενεργό στοιχείο της χρηματοκρατίας πολλαπλασιάζει το πρόβλημα .Η κριτική του Νίτσε δεν περιορίζεται στον χώρο της οικονομίας ή των παραγωγικών σχέσεων – κατά το μαρξιστικό παράδειγμα , αλλά διευρύνεται στο χώρο των αξιών και συνολικά στο χώρο που δημιουργούνται οι «αξίες»:  «Οι επιστήμες , λειτουργώντας  δίχως το οποιοδήποτε μέτρο και με το πιο τυφλό  laisser  faire,  κατακομματιάζουν και διαλύουν κάθε στερεή πεποίθηση .Οι διαμορφωμένες θέσεις και τάξεις , θα παρασυρθούν από μια μεγαλόπρεπα περιφρονητική οικονομία του χρήματος. Ουδέποτε ο κόσμος ήταν περισσότερο κόσμος , ποτέ φτωχότερος σε αγάπη και καλοσύνη … όλα υπηρετούν την επερχόμενη βαρβαρότητα , συμπεριλαμβανομένης της σύγχρονης τέχνης και επιστήμης  »[29]

Επίσης θα αναρωτηθεί :« πώς δίνουμε την καρδιά μας , βιαστικά , χάρισμα στο κράτος , στην κερδοσκοπία , στην κοινωνικότητα ή στην επιστήμη , μόνο για να μην την κατέχουμε πια , πως αφοσιωνόμαστε  στην ίδια τη βαριά ημερήσια εργασία με περισσότερο πάθος και αναισθησία , σα να ήταν απαραίτητο για να ζήσουμε  »[30] Η απάντησή  του  είναι «Η βιασύνη είναι καθολική , γιατί καθένας φεύγει μπρος στον εαυτό του .Καθολική , επίσης , η έντρομη απόκρυψη αυτής της βιασύνης , γιατί θέλουμε να δείχνουμε ικανοποιημένοι , και να ξεγελούμε τους οξυδερκέστερους παρατηρητές σχετικά  με την αθλιότητά μας ».[31]

Στην εποχή που έγραψε ο Νίτσε  το «Ανεπίκαιρους  Στοχασμούς»  την απάντηση στην κοινωνία του χρήματος την βλέπει  σε μια ισχυρή κοινότητα , που δεν θα συγκροτηθεί μέσω εξωτερικών τύπων   αλλά « κυρίως με μια ιδρυτική ιδέα  ».Έτσι γράφει « η ιδέα αυτή , είναι η ιδρυτική ιδέα του πολιτισμού , στο βαθμό που αυτός ένα μόνο καθήκον ξέρει να αναθέτει στο καθένα από μας : να υποστηρίξουμε , μέσα μας  και έξω από μας , τη γέννηση του φιλοσόφου , του καλλιτέχνη  και του αγίου , και , με τον τρόπο  αυτό , να εργαστούμε για την τελείωση της Φύσης .Γιατί  , όσο το’ χει ανάγκη η φύση του φιλοσόφου , τόσο το χρειάζεται κι αυτή του  καλλιτέχνη , να τείνει

 σ ’ένα μεταφυσικό σκοπό , δηλαδή στην ίδια της τη διαφώτιση  σχετικά με τον εαυτό της , προκειμένου τελικά , κάποτε , να έχει απέναντι της ως καθαρό και τέλειο σχήμα αυτό που , στην ταραχή του γίγνεσθαί της , δεν καταφέρνει να δει με σαφήνεια – τείνει , επομένως , στην αυτογνωσία της ».[32]

Τελικά ο Νίτσε  θα βρει στην αγάπη ,την πιο σημαντική  και πιο απαραίτητη προυπόθεση για την αυτογνωσία και για τον προσδιορισμό μίας ανώτερης αξίας , στην οποία να τείνουμε  . Χάρις αυτή θα  καταφέρουμε  να αφοσιωθούμε  με όλο μας το είναι στην Φύση: «επειδή μόνο με την αγάπη αποκτά η ψυχή  όχι μόνο το καθαρό , διαλυτικό και περιφρονητικό για τον εαυτό της βλέμμα , αλλά και εκείνη την επιθυμία να δει πέρα από την ίδια και να ψάξει μ’ όλες της τις δυνάμεις για έναν κρυμμένο ακόμα  κάπου , ανώτερο εαυτό .Επομένως μόνο αυτός , ο οποίος αφιέρωσε την καρδιά του σε κάποιο μεγάλο άνθρωπο , δέχεται το πρώτο βάπτισμα του πολιτισμού ».[33]

Παρόμοιες σκέψεις για την σκοπιμότητα και τη σύσταση  της παιδείας , καθώς επεκτείνεται  σε  μεγαλύτερα πλήθη , περιέχονται  στα «Μαθήματα για την Παιδεία»[34] ,  ένα έργο που χρονολογικά προηγείται των «Ανεπίκαιρων Στοχασμών». Βασική θέση του , είναι ότι η Παιδεία καθώς επεκτείνεται ,γίνεται συγχρόνως θεραπαινίδα του χρήματος  και των κερδοσκόπων  και αδιαφορεί για την ουσιαστική πνευματική καλλιέργεια .Εξαντλεί  το μορφωτικό της ιδεώδες σε μια ταχύρυθμη  , χρησιμοθηρική εκπαίδευση  , στην υπηρεσία του χρήματος  και του κράτους. Όπως γράφει :  «Δύο φαινομενικά αντίθετα ρεύματα με εξίσου ολέθριες συνέπειες , δύο ρεύματα  που τα αποτελέσματά τους τελικά συγχωνεύονται , κυριαρχούν σήμερα στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα : Από τη μια η τάση για όσο το δυνατό μεγαλύτερη επέκταση και διάδοση της παιδείας κι από την άλλη η τάση για τον περιορισμό και την αποδυνάμωσή της. Η παιδεία , για διαφορετικούς λόγους , πρέπει να φτάσει σε όσο το δυνατό ευρύτερους κύκλους – αυτό επιδιώκει η μία τάση .Η άλλη προβάλλει την  αξίωση να εγκαταλείψει η παιδεία τις πιο ψηλές , τις πιο ευγενικές και ανώτερες απαιτήσεις  και να αρκεστεί να υπηρετήσει κάποιο  άλλο σχήμα , ας πούμε το κράτος .Πιστεύω ότι έχετε προσέξει από ποια πλευρά ακούγεται πιο απροσχημάτιστα η κραυγή για όσο το δυνατό μεγαλύτερη επέκταση και διάδοση της παιδείας .Η επέκταση αυτή είναι ένα από τα πιο προσφιλή εθνικοοικονομικά δόγματα της εποχής .Όσο το δυνατό περισσότερη γνώση και μόρφωση .Άρα όσο το δυνατό περισσότερη παραγωγή  και όσο το δυνατό περισσότερο ανάγκες .Άρα όσο το δυνατό περισσότερη ευτυχία – κάπως έτσι είναι η συνταγή. Ως στόχο και  σκοπό της παιδείας έχουμε εδώ τη χρησιμότητα  ή , ακόμη πιο συγκεκριμένα , την υλική απολαβή , το όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρηματικό κέρδος .Με αυτό το πρίσμα η παιδεία θα μπορούσε περίπου να οριστεί ως η γνώση για το πώς θα κρατηθεί  κανείς στο «ύψος της εποχής του» , η γνώση των μεθόδων , με τις οποίες αποκτά κανείς όσο το δυνατό πιο άκοπα το χρήμα , η κατοχή όλων των τρόπων , με τους οποίους συντελείται η επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους  και τους λαούς. Η κατεξοχήν επομένως αποστολή της παιδείας θα ήταν να φτιάξει ανθρώπους με όσο το δυνατό μεγαλύτερη «πέραση» – ακριβώς όπως λέμε για ένα νόμισμα ότι «έχει πέραση   ».[35]

Ο Νίτσε ισχυρίζεται λοιπόν ότι η γενίκευση της Παιδείας  αποτυγχάνει να βελτιώσει τον πολιτισμό , ακριβώς  διότι στην διαδικασία της επέκτασης  της αποβάλλει τα ουσιώδη θετικά χαρακτηριστικά , για να υπηρετήσει την τρισυπόστατη θεότητα : το χρήμα , την χρησιμότητα , το κράτος . Το παιδευτικό ιδανικό θα έπρεπε να αποτελεί αυτοσκοπό . Ο μοναχικός φιλόσοφος , αυτός που δεν ταυτίζει την ευφυΐα με την περιουσία θα ‘πρεπε να μπορεί να γονιμοποιήσει τον πολιτισμό :  «  Ο « συνδυασμός  ευφυΐας και  περιουσίας» , που προβάλλεται από την πλευρά των κοσμοθεωριών  αυτών , θεωρείται πια κυριολεκτικά ηθική επιταγή .Κάθε παιδεία που οδηγεί στη μοναξιά , που βάζει στόχους πέρα από το χρήμα και την απολαβή , που απαιτεί πολύ χρόνο , προκαλεί τώρα την απέχθεια .Έχει γίνει πια συνήθεια κάθε τάση για μια τέτοια παιδεία να την απορρίπτουν ως «εγωισμό  ανώτερου βαθμού» ως  « ανήθικο μορφωτικό επικουρισμό». Γιατί βέβαια , σύμφωνα με τις ηθικές αρχές που ισχύουν εδώ , αυτό που απαιτείται είναι κάτι εντελώς αντίθετο : μια ταχύρυθμη μόρφωση , ώστε να μπορεί κανείς γρήγορα να κερδίσει πάρα πολλά χρήματα , κι ακόμη , μια γερή μόρφωση. Στον άνθρωπο γενικά  αναγνωρίζεται το δικαίωμα για τόση μόνο μόρφωση , όση είναι απαραίτητη προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα υλικά συμφέροντά του . Δεν του ζητούν τίποτα περισσότερο. »  [36]

Ο Νίτσε καταλήγει  πως η επέκταση της Παιδείας – ίσως με τον τρόπο που γίνεται ;-  συνιστά «αποβαρβάρωση» . Δεν θεραπεύει ούτε την θρησκευτική δεισιδαιμονία , ούτε απελευθερώνει τον άνθρωπο. Το κράτος  έχει την δυνατότητα να τιθασεύσει  το μορφωτικό ιδεώδες , ώστε να υπηρετεί τους δικούς του στόχους. Όμως όσο αναγκαία είναι  η παιδεία – τόσο  αυτή που συνηθίζεται να ονομάζεται «κλασσική» ή «ανθρωπιστική» όσο και αυτή χαρακτηρίζεται περισσότερο «πρακτική »-  είναι βέβαιο ότι αυτή τελικά θα υπηρετεί  τους στόχους που επιλέγει μια κοινωνία και ένα κράτος . Δεν μπορούμε συνεπώς να φανταστούμε ότι η « σύγχρονη μαζική δημοκρατία» ,θα ευνοούσε μια άλλη παιδεία από αυτή που της είναι χρήσιμη  δηλαδή αυτή που δημιουργεί ευέλικτους εργάτες και ευπροσάρμοστους καταναλωτές . Έτσι λοιπόν ο Νίτσε γράφει : «Όπου λοιπόν ακούω τις πολεμικές ιαχές της μάζας για πλατύτερη μόρφωση του λαού , συνήθως προσπαθώ να διακρίνω αν η ιαχή αυτή ξεκινά από μια πληθωρική τάση για απόκτηση και κατοχή υλικών αγαθών ή αν οφείλεται σε κάποια παλαιότερη θρησκευτική καταπίεση  ή , τέλος , στην έξυπνη αυτοπεποίθηση ενός κράτους»[37]

Όπως και ο Μάρξ , ο Νίτσε θα δει στην εξειδίκευση έναν θανάσιμο αντίπαλο της Παιδείας  όσο και του Πολιτισμού. «Έτσι ένας εξειδικευμένος επιστήμονας που ασχολείται αποκλειστικά με έναν τομέα δεν διαφέρει από τον εργάτη της βιομηχανίας που σ’ όλη  τη ζωή του δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να στρίβει μια ορισμένη βίδα ή να κάνει κάποιο χειρισμό σε κάποιο εργαλείο ή σε κάποια μηχανή , όπου ασφαλώς αποκτά τελικά μια απίστευτη επιδεξιότητα…. Επί αιώνες ολόκληρους θεωρούσαν αυτονόητο ότι μορφωμένος είναι ο σοφός επιστήμονας και μόνον αυτός. Οι εμπειρίες της εποχής μας δύσκολα θα μας οδηγούσαν σε μια τόσο απλοϊκή εξομοίωση. Γιατί τώρα η εκμετάλλευση ενός ανθρώπου για χάρη της επιστήμης αποτελεί προυπόθεση που γίνεται παντού αποδεκτή χωρίς ενδοιασμούς .Ποιος αναρωτιέται  πια τι αξία μπορεί να έχει μια επιστήμη που καταβροχθίζει σαν λάμια τα δημιουργήματα της ;Σήμερα ο καταμερισμός της εργασίας στην επιστήμη τείνει ουσιαστικά στον ίδιο στόχο που συνειδητά κατά καιρούς επιδιώκουν οι θρησκείες : στην αποδυνάμωση της παιδείας , στον αφανισμό της  ».[38]

Ο Νίτσε θα έβλεπε ως φάρμακο σε αυτή την θλιβερή κατάσταση , την μαθητεία στον τραγικό κόσμο  του αρχαίου στοχασμού  , «στον ατέλειωτο μακρινό και δυσπρόσιτο κόσμο της Ελλάδας , στην αυθεντική πατρίδα της παιδείας  ».[39] Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και ούτε η μελέτη για παράδειγμα του Σοφοκλή ή του Ηράκλειτου μπορούν να δώσουν αυτόματα ένα διέξοδο από την κυριαρχούσα ευτέλεια .Αυτό συμβαίνει ,διότι η ανοησία παραμονεύει   καθώς «  αφού ο μαθητής αυτός την άλλη ώρα θα πιάσει στα χέρια του μια εφημερίδα ή ένα σύγχρονο ρομάντζο ή έστω κάποιο από τα « μορφωτικά »  βιβλία που ήδη στο ύφος τους έχει αποτυπωθεί το αηδιαστικό έμβλημα της σύγχρονης παιδευτικής βαρβαρότητας ».[40]

Ο Νίτσε καταλήγει σε ορισμένα πρώτα συμπεράσματα :

– όπως   ακριβώς  στην ασκητική η υπακοή είναι το πρώτο στάδιο για την θέαση της αλήθειας  , παρόμοια και η παιδεία προϋποθέτει  την αυτοπειθαρχία , την μαθητεία ,  την υπακοή δίπλα  στον στοχαστή .Αντίθετα θεωρεί την κολακεία του νέου ως «ένα δείγμα εκβαρβάρωσης».

– η διεύρυνση της παιδείας , που συνοδεύεται από την εξειδίκευση ή την φλύαρη πολυμάθεια ,την εκτρέπει από τον προορισμό της  και την μεταβάλει σε ένα μέσο βιοπορισμού ή αποκόμισης κέρδους . Βεβαίως σήμερα μπορούμε να ισχυριστούμε , ότι όσο κι αν ο Νίτσε  τον περιφρονεί ,  ένας τέτοιος στόχος δεν είναι διόλου ασήμαντος. Όμως η παιδεία  δεν μπορεί να χάνει την σημασία  της , ούτε  την αυταξία  της .Μόνο έτσι θα μπορεί να διαμορφώνει  ελεύθερα πρόσωπα.

Ο Νίτσε αντιπαραθέτει την Παιδεία , στην πολυμάθεια : «το γυμνάσιο – λίγο μετά το ιστορικό ξεκίνημά του – έπαψε να προσφέρει παιδεία και προσφέρει μόνο πολυμάθεια , και ακόμη ότι τώρα τελευταία παίρνει μια κατεύθυνση όχι καν πια προς την πολυμάθεια αλλά προς τον δημοσιογραφισμό ».[41] Ως έργο  του δασκάλου  καθορίζεται «το να καταλαβαίνει κανείς να μεταχειρίζεται το ζωντανό ως κάτι ζωντανό».[42]Η αρχαία ελληνική σκέψη  και γλώσσα υμνείται πολλαπλά και θεωρείται ως αναγκαίο στάδιο για την έξοδο από την βαρβαρότητα , και «ως  επιθετικότητα η οποία εκφράζεται με ακατάπαυτη πάλη κατά του σύγχρονου κίβδηλου πολιτισμού»[43]  .Η βαθιά γνώση της  ορίζεται , ως στόχος του γερμανικού πνεύματος.

Η σκέψη του Νίτσε θα λάβει στοιχεία ελιτισμού – αριστοκρατικότητας , καθώς ορίζεται ως στόχος της Παιδείας , όχι  «η μόρφωση της μάζας », αλλά «η μόρφωση των διαλεχτών ατόμων , αυτών που έχουν την αρματωσιά για έργα μεγάλα , προορισμένα να διαρκέσουν. Τώρα πια ξέρουμε ότι οι κατοπινές γενιές κρίνουν ακριβοδίκαια το μορφωτικό επίπεδο ενός λαού με αποκλειστικό κριτήριο τους Μεγάλους ,εκείνες τις ηρωικές μορφές που προχωρούν μοναχικά  »[44]Παρόλα αυτά θεωρεί εύλογο   και αναγκαίο ο λαός να λαμβάνει την καθολική και υποχρεωτική εκπαίδευση[45] .Όμως ως Παιδεία , που έχει μεταφυσική προέλευση και πατρίδα,  στην πιο στοχαστική και πιο βαθιά μορφή  μπορεί να κατακτήσουν  αυτοί  που ονομάζει «Διαλεχτούς »[46]  , «Αλλά ήδη το γεγονός ότι προβάλλει , ότι βγαίνει από τα σπλάχνα ενός λαού , ότι συνάμα είναι η αντανάκλαση , η ολοκληρωμένη πολύχρωμη εικόνα των ιδιαίτερων  δυνάμεων του λαού αυτού , το γεγονός ότι με την ουσία της ύπαρξης του και το αιώνιο έργό του μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε ένα ομοίωμα του λαϊκού πεπρωμένου στην πιο υψηλή έκφρασή του , ότι ενώνει έτσι το λαό του με το Αιώνιο και τον λυτρώνει από τα δεσμά της χρονικότητας – όλα αυτά τα κατορθώνει   το διαλεχτό άτομο μόνο εφόσον ωριμάσει και μεστώσει στη μητρική αγκαλιά της λαϊκής παιδείας  »[47] Κατά αυτόν τον τρόπο ο ελιτισμός αποθεώνεται , αλλά συγχρόνως υπερβαίνεται .

Ο Νίτσε  επανέρχεται στις επιθέσεις στο Κράτος , που όμως  τις συνδυάζει με  την επίθεση  στην σκέψη που κατεξοχήν το δικαιώνει , στην φιλοσοφία  που χαρακτηρίζει το κράτος , ως τον «απόλυτα ολοκληρωμένον ηθικό οργανισμό » , δηλαδή  την «εγελιανή φιλοσοφία»: «Πρόκειται για ένα καινούργιο και εν  πάση περιπτώσει πρωτογενές φαινόμενο :Το κράτος να εμφανίζεται ως μυσταγωγός του πολιτισμού. Και ενώ ουσιαστικά εξυπηρετεί τους δικούς του σκοπούς , πειθαναγκάζει τους υπηρέτες του να παρουσιάζονται μπροστά του κρατώντας μόνο  το δαυλό της γενικής κρατικής παιδείας , που στο άστατο φεγγοβόλημά του οι υπηρέτες αυτοί θα ανακαλύψουν το ίδιο το κράτος σαν τον ύψιστο στόχο ,σαν το έπαθλο κάθε προσπάθειας τους για παιδεία .Ειδικά αυτό το φαινόμενο, θα έπρεπε να τους κάνει να μείνουν άναυδοι , θα έπρεπε να τους θυμίσει λ.χ. την ανάλογη τάση που εκδηλώθηκε στο χώρο της φιλοσοφίας και , όπως σιγά σιγά  έγινε αντιληπτό , αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση του ίδιου του κράτους .Εννοούμε την εγελιανή φιλοσοφία. Και δεν είναι ίσως υπερβολή , αν υποστηρίξουμε υποτάσσοντας η Πρωσσία  όλες τις μορφωτικές προσπάθειες στους δικούς της στόχους πέτυχε να προσοικειωθεί εκείνο το κομμάτι της εγελειανής φιλοσοφίας που επιδέχεται πρακτική αξιοποίηση .Έτσι λοιπόν η αποθέωση του κράτους, η εγελειανή φιλοσοφία κορυφώνεται σ’ αυτήν ακριβώς την καθυπόταξη  »  [48]

Αντίθετα με το νεωτερικό κράτος , το αρχαιοελληνικό  « δεν ήταν φρουρός , ρυθμιστής , επιτηρητής  του πολιτισμού του , αλλά ο ψυχωμένος , ο μπρατσωμένος σύντροφος και συναγωνιστής που βγαίνει με τα άρματα στη μάχη για να ανοίξει μέσα από την κακοτράχαλη πραγματικότητα το δρόμο στον Διαλεχτό , τον ευγενικό , τον ουράνιο φίλο του , και που για τούτο δρέπει ύστερα το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη του  ».[49]

Ο Νίτσε τελικά μας δίνει μια εικόνα της παιδευτικής διαδικασίας στην ιδανική της μορφή : «Αν θέλετε να βάλετε κάποιον νέο στο σωστό μονοπάτι της παιδείας , προσέξτε να μη του ταράξετε την απλοϊκή , τη γεμάτη εμπιστοσύνη και ταυτόχρονα προσωπική , άμεση σχέση του με τη φύση. Σ’ αυτόν το νέο πρέπει το δάσος και ο βράχος , η θύελλα , το αρπαχτικό  πουλί , το κάθε λουλούδι , η πεταλούδα , το λιβάδι , η βουνοπλαγιά να του μιλάνε στη γλώσσα τους .Πρέπει να ξαναβλέπει σ’ αυτά τον ίδιο τον εαυτό του σαν σε αναρίθμητους κατοπτρισμούς και αντιφεγγίσματα , σε μια δίνη από ρευστές εκφάνσεις. Έτσι , στη μεγάλη αλληγορία της φύσης θα διαισθανθεί , ασύνειδα , τη μεταφυσική ενότητα όλων των όντων και ταυτόχρονα θα «ακουμπήσει» κι ο ίδιος στην ακατάλυτη συνέχεια και στην αναγκαιότητά τους. Πόσοι όμως  νέοι άνθρωποι μπόρεσαν κι ανδρώθηκαν έχοντας τόσο άμεση , σχεδόν προσωπική σχέση με τη φύση ; Οι υπόλοιποι υποχρεώνονται πολύ νωρίς να μάθουν μια άλλη αλήθεια : πώς να υποδουλώνουν τη φύση .  Εδώ είναι που  εκείνη η απλοϊκή μεταφυσική  χάνεται εντελώς  ».[50]

Η ανάδυση και η κυριαρχία της αστικής κοινωνίας αναγκαία συμπορεύτηκε με ένα κράτος , που την προστάτευε και την αναπαρήγαγε και που σε ορισμένες περιπτώσεις βρήκε στην εγελιανή φιλοσοφία ένα σπουδαίο απολογητή , ενώ αντιμετώπισε την φύση ως αντικείμενο έρευνας και στην συνέχεια εκμετάλλευσης και αποκόμισης κερδών. Σ’ αυτήν της , την δραστηριότητα , δικαιώθηκε από τις διάφορες ιδεολογίες της «προόδου» .Ανάμεσα σε αυτές υπήρξε ο μαρξισμός , που σε αυτό , όπως και σε άλλα σημεία ακολούθησε κατά πόδας την αστική ιδεολογία.

Στο «Ανθρώπινο πολύ Ανθρώπινο»[51] , ο Νίτσε , υποστηρίζει ότι ο πλούτος δίχως πνεύμα είναι δημόσιος κίνδυνος .Η ανόητη χρήση του προκαλεί την μήνιν και την οργή των μη εχόντων : « Μόνο εκείνος που έχει πνεύμα , θα έπρεπε να κατέχει αγαθά .Διαφορετικά η περιουσία είναι ένας δημόσιος κίνδυνος .Γιατί ,αυτός που την κατέχει , όταν δεν ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει τις ευκαιρίες που του δίνει η τύχη , θα συνεχίζει πάντα , να θέλει να αποκτά αγαθά : αυτή η επιθυμία θα είναι η ψυχαγωγία του , το πολεμικό του τέχνασμα ενάντια στον εχθρό. Είναι έτσι που η  μετριοπαθής άνεση  η οποία θα ήταν αρκετή για τη ζωή του πνεύματος , μεταμορφώνεται σε αληθινό πλούτο , απατηλό αποτέλεσμα της ανεξαρτησίας και της πνευματικής  φτώχιας .Ωστόσο , ο πλούτος εμφανίζεται τελείως διαφορετικά από αυτό που θα μπορούσε να περιμένει η άθλια προέλευσή του , επειδή μπορεί  να πάρει τη μάσκα του πολιτισμού και της τέχνης :μπορεί να αγοράσει αυτή τη μάσκα .Με αυτό , προκαλεί τη ζήλια των πιο φτωχών και των αγράμματων που ζηλεύουν , γενικά , πάντα , τη μόρφωση και που δεν βλέπουν παρά αυτό που δεν είναι παρά μια μάσκα – και ετοιμάζεται , έτσι , λίγο – λίγο ,μια κοινωνική αναταραχή : γιατί η κτηνωδία κάτω από ένα λούστρο πολυτέλειας , η καυχησιολογία του υποκριτή με την οποία ο πλούσιος επιδεικνύει τις «απολαύσεις του πολιτισμένου», προκαλούν στον φτωχό την ιδέα ότι «μόνο το χρήμα αξίζει» , – ενώ στην πραγματικότητα , αν το χρήμα αξίζει κάτι , το πνεύμα αξίζει πολύ περισσότερα  » .[52]

Ο Νίτσε νιώθει το ίδια εχθρικά τόσο προς τους αστούς , όσο και προς τους αντιπάλους τους ,καθότι αποτελούν κοινωνικές καταστάσεις ,με τα ίδια τελικώς χαρακτηριστικά  και την ίδια «ποιότητα » .Από αυτό το σημείο ξεκινούν οι αδυναμίες των αστών να αντιπαρατεθούν στους υποτιθέμενους αντιπάλους τους  : «Εμπρός , πλούσιοι αστοί που αποκαλείσθε «φιλελεύθεροι », ομολογήστε το στους εαυτού σας ,είναι το ίδιο σας το αίσθημα που βρίσκετε τόσο τρομερό και τόσο απειλητικό στους σοσιαλιστές αλλά στην ίδια σας την καρδιά που παρέχετε μια αναγκαία  θέση , σα να μην ήταν το ίδιο πράγμα .Αν δεν είχατε , έτσι όπως είστε , την περιουσία σας και την έννοια της διατήρησής της ,αυτό το αίσθημα θα σας έκανε όμοιο με τους σοσιαλιστές ;Μόνο η περιουσία κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε σας και σ’ αυτούς. Κατ’ αρχήν  , πρέπει να νικήσετε τους εαυτούς σας , αν θέλετε να θριαμβεύσετε με οποιονδήποτε τρόπο , πάνω στους εχθρούς της καλοπέρασής σας. Αν , τουλάχιστον , αυτή η καλοπέραση ανταποκρινόταν σε μια αληθινή ευημερία !Θα ήταν λιγότερο εξωτερική και θα προκαλούσε λιγότερο φθόνο , θα είχε περισσότερο ευμένεια , περισσότερη φροντίδα για την εντιμότητα και θα ήταν περισσότερο ωφέλιμη .Αλλά εκείνο που είναι ψεύτικο και κωμικό στη χαρά σας , που προέρχεται κυρίως , από ένα αίσθημα αντίθεσης  ( με άλλους που δεν έχουν αυτή τη χαρά να ζουν και  που σας φθονούν ) που με μια ορισμένη πληρότητα δύναμης και ανωτερότητας – οι απαιτήσεις του διαμερίσματος σας , τα ρούχα σας , τα εφόδια σας , τα μαγαζιά σας , οι ανάγκες του στόματος και του τραπεζιού , οι θορυβώδεις ενθουσιασμοί σας για τη συναυλία και την όπερα και τέλος , οι καλοφτιαγμένες  και καλοντυμένες γυναίκες σας αλλά που είναι από κακό μέταλλο , επιχρυσωμένες  αλλά χωρίς τον ήχο του χρυσού , διαλεγμένες από εσάς , για να παρελαύνετε μαζί τους ,φερόμενες οι ίδιες ως κομμάτια επίδειξης .Εσείς είστε οι δηλητηριασμένοι προπαγανδιστές αυτής της ασθένειας του λαού , που με τη μορφή της σοσιαλιστικής ψώρας ,εξαπλώνεται τώρα , ανάμεσα στις μάζες , με μια ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα αλλά που είχε σε σας , την πρώτη έδρα και την πρώτη εστία εκκόλαψης .Και ποιος , λοιπόν , θα ήταν ακόμη ,ικανός να σταματήσει αυτή την πανούκλα;  » .[53]

Οι αστοί είναι υπεύθυνοι για την δημιουργία και την  διάδοση  της θρησκείας , που δοξάζει το Χρήμα ως τον υπέρτατο Θεό. Σε αυτήν την θεότητα θα προσέλθουν ,ως νέοι προσήλυτοι οι σοσιαλιστές. H στράτευση στα κόμματα τους δημιουργεί νέες σκλαβιές , νέες υποδουλώσεις : «Οι τυμπανοκρουσίες με τις οποίες νέοι συγγραφείς μπαίνουν στην υπηρεσία ενός κόμματος , μοιάζουν για εκείνον που δεν ανήκει στο κόμμα , με μια κλαγγή από αλυσίδες και προκαλούν περισσότερο τη συμπόνια παρά τον θαυμασμό».[54]

Ο αστισμός παράγει τον σοσιαλισμό ,για τον Νίτσε , ιδίας φύσεως και ποιότητας μεγέθη. Παρότι εκπροσώπησαν ενάντιες κοινωνικές δυνάμεις , ιστορικά τελικώς θα συναντηθούν στο πεδίο της μαζικοδημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί την ανιαρή όψη ενός ανίερου κόσμου. Ο Λένιν , απαιτώντας , από τους εργάτες  να γίνουν κυρίαρχοι ,συνετέλεσε στο να αποβάλουν το αίσθημα μνησικακίας , να στήσουν νέες ιεραρχίες και να μυηθούν στην  «ηθική των κυρίων » , δηλαδή στην βούληση για ισχύ. Με   μια όμως σημαντική διαφορά  το πρωτοπόρο κόμμα και η «δικτατορία του προλεταριάτου » , παρείχε τα νέα αφεντικά ,  τους νέους κύριους , που κυριάρχησαν πάνω στους εργάτες.

Βεβαίως ο Νίτσε ξεκινώντας από μία άλλη αφετηρία , διατυπώνει μια εξίσου με τον μαρξισμό ,και τον χριστιανισμό  αποθεμελιωτική  κριτική της κοινωνίας του χρήματος : «Η περιουσία σκλαβώνει. Δεν είναι παρά ως ένα ορισμένο βαθμό που η περιουσία κάνει τον άνθρωπο πιο ανεξάρτητο και πιο ελεύθερο .Ένα σκαλοπάτι παραπάνω  και η περιουσία γίνεται ο αφέντης , ο ιδιοκτήτης ο  σκλάβος : από τότε , θα πρέπει να της θυσιάσει τον χρόνο του , τη σκέψη του και να αισθάνεται υποχρεωμένος για ορισμένες συναναστροφές , συνδεδεμένες με  ένα τόπο , ενσωματωμένος  με ένα κράτος –όλα αυτά μπορούν  να είναι αντίθετα στις βαθιές και ουσιώδεις ανάγκες του» [55]

Η κριτική επεκτείνεται στην μηχανή   και  στον  «μηχανικό »  τρόπο της εργασίας: «Η μηχανή που έχει παραχθεί , ακριβώς , από την υψηλότερη διανοητική ικανότητα , δεν θέτει σε κίνηση , στα άτομα που τη χειρίζονται , παρά τις κατώτερες και αστόχαστες δυνάμεις .Είναι αλήθεια ότι η λειτουργία της αποδεσμεύει μια ποσότητα δυνάμεων που , διαφορετικά , θα παρέμεινε κοιμισμένη .Αλλά δεν παρακινεί στην εξύψωση , στο να γίνεις καλύτερος , να γίνεις καλλιτέχνης .Καθιστά δραστήριο και ομοιόμορφο αλλά αυτό προξενεί ένα αντίθετο αποτέλεσμα :μια απεγνωσμένη πλήξη  κυριεύει την ψυχή που μαθαίνει να αναπνέει με τη μηχανή , με μια άπρακτη κίνηση.»[56]

Ο Νίτσε θέλει να διοχετεύσει ορισμένα συναισθήματα , όπως η ματαιοδοξία και ο εγωισμός  σε ένα δρόμο αποκλειστικά πνευματικό και αισθητικό .Για αυτό είναι έτοιμος να αναγνωρίσει την σημασία της μικρής περιουσίας – που εξασφαλίζει στον κάτοχο της έναν αέρα ανεξαρτησίας – , αλλά επιθυμεί να αποκλείσει κάθε δυνατότητα στην συγκέντρωση πλούτου και περιουσίας : «Για να έχουν , στο μέλλον , περισσότερη εμπιστοσύνη στην ιδιοκτησία και να γίνει αυτή πιο ηθική , πρέπει να ανοίξεις όλους  τους τρόπους εργασίας που οδηγούν στη μικρή περιουσία αλλά να εμποδίσεις τον εύκολο και ξαφνικό πλουτισμό .Θα έπρεπε να βγάλεις τα χέρια απ’ όλους τους κλάδους της μεταφοράς και του εμπορίου που ευνοούν τη συγκέντρωση των μεγάλων περιουσιών .Πριν απ’ όλα , λοιπόν,  το εμπόριο του χρήματος – και να θεωρήσεις αυτούς που κατέχουν πολλά πλάσματα επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια ,ακριβώς όπως εκείνους που δεν διαθέτουν τίποτα  ».[57]

Ο Νίτσε επαναλαμβάνει την αρνητική διάσταση της εκμετάλλευσης της εργασίας και πώς αυτή πολλαπλασιάζεται με την χρήση των μηχανών .: «Η εκμετάλλευση της εργασίας ήταν , όπως αντιλαμβανόμαστε σήμερα , μια ανοησία , ένα πέταγμα  στη ζημιά του μέλλοντος , ένας κίνδυνος για την κοινωνία .Τώρα έχουμε , ήδη , φτάσει σχεδόν , στον πόλεμο : και σε κάθε περίπτωση , τα απαραίτητα έξοδα για να διατηρηθεί η ειρήνη , για να συνάψουμε συνθήκες και για να εμπνεύσουμε εμπιστοσύνη , θα είναι εξαιρετικά ανεβασμένα , εφόσον η ανοησία των εκμεταλλευτών θα είναι τόσο μεγάλη και τόσο διαρκής ».[58] Ο λόγος θυμίζει πάρα πολύ τις σκέψεις του Μάρξ στα «Χειρόγραφα του ΄44».Η μηχανή όπως γράφει ταπεινώνει ,ισοπεδώνει , αφαιρεί από τα πράγματα της αξία του προσώπου , μεταβάλει τελικά τα πρόσωπα σε πράγματα , σε αντικείμενα. Η τεχνική διατηρεί απόσταση από την τέχνη .Οι μηχανές είναι για τους εργάτες ένας αργός καθημερινός θάνατος της ύπαρξής τους. Η κριτική στην μηχανοκρατία μπορεί να λάβει την μορφή ρομαντικής εξέγερσης κατά του νεωτερικού πολιτισμού , ή να περιοριστεί στην διαπίστωση της πραγματικής θέσης του εργάτη : «Η μηχανή είναι απρόσωπη ,αφαιρεί από την εργασία την περηφάνια της , την ποιότητα και τις ελλείψεις της που είναι το προσωπικό γνώρισμα κάθε εργασίας η οποία δεν έχει δημιουργηθεί για τη μηχανή – άρα , ένα τμήμα της ανθρωπότητας .Άλλοτε ,κάθε αγορά από τους τεχνίτες ήταν μια διάκριση ,αποδιδόμενη σ’ ένα πρόσωπο , η σφραγίδα του οποίου θα περιέβαλε τον αγοραστή : έτσι που τα συνηθισμένα αντικείμενα και ρούχα γίνονταν ένα είδος συμβόλων αμοιβαίας  εκτίμησης και προσωπικής σχέσης, ενώ σήμερα , μοιάζουμε να ζούμε σε μια ανώνυμη και απρόσωπη σκλαβιά .Δεν πρέπει να αγοράζουμε πολύ ακριβά την ελάφρυνση  της  εργασίας ».[59]

Ο Νίτσε βλέπει στην  σύγχρονη δημοκρατία  ως «την ιστορική μορφή της παρακμής του κράτους»[60].Αν αυτό το αποτέλεσμα δεν ήταν πρόωρο θα έβλεπε μια θετική διάσταση. Όπως αρκετά μακρινό φαίνεται να δημιουργηθεί  ένα ενιαίο έθνος στην θέση των σημερινών.

Προφητικές είναι οι διαπιστώσεις του για την εξέλιξη του σοσιαλισμού. Τον θεωρεί ως τον «φανταστικό δευτερότοκο αδελφό του ψυχορραγούντος δεσποτισμού ,την κληρονομιά του οποίου θέλει να συλλέξει .Οι προσπάθειες του ,είναι , λοιπόν , με τη βαθύτερη έννοια, αντιδραστικές .Γιατί επιθυμεί μια πληρότητα δύναμης του κράτους , τέτοια που ποτέ δεν είχε  ο δεσποτισμός , ακόμη και αν υπερβαίνει όλα όσα δείχνει το παρελθόν ,επειδή εργάζεται  για την τυπική εκμηδένιση του ατόμου».[61] Σαν να βλέπει την εφιαλτική εξέλιξη του σταλινισμού  προβλέπει την «πλήρη καθυπόταξη όλων των πολιτών του κράτους , τέτοια που δεν έχει υπάρξει ποτέ στο παρελθόν »[62]Καθότι η θρησκεία δεν  θα χρησιμοποιείται πλέον για να οργανώνεται η κρατική συναίνεση χρειάζεται μια νέα κυριαρχία που θα στηρίζεται πάνω στον τρόμο  και στην εξάλειψη κάθε πνευματικότητας. Ένα θετικό βλέπει σε όλα αυτά. Ο σοσιαλιστικός δεσποτισμός θα προκαλέσει μια γενική άρνηση του κράτους : «Ο σοσιαλισμός μπορεί να χρησιμεύσει για να διδάξει με τρόπο κτηνώδη και χτυπητό , τον κίνδυνο όλων των συσσωρεύσεων δύναμης μέσα στο κράτος και με αυτή την έννοια , να υπαινιχθεί μια δυσπιστία εναντίον του ίδιου του κράτους. Όταν η τραχιά του φωνή αναμιχθεί με την κραυγή του πολέμου : «Όσο το δυνατόν περισσότερο κράτος » , αυτή η κραυγή θα γίνει , αρχικά , πιο θορυβώδης παρά ποτέ :αλλά σε  λίγο , θα ξεσπάσει με όχι λιγότερη δύναμη , η αντίθετη κραυγή : «Όσο το δυνατόν λιγότερο κράτος».[63]

Σε ένα από τα τελευταίο του βιβλία το «Ιδε ο  Άνθρωπος », ο Νίτσε , κάνει μια αναδρομή στα προηγούμενα έργά του , και βρίσκει την ευκαιρία  να επανέλθει στις απόψεις που είχε υποστηρίξει στους «Ανεπίκαιρους Στοχασμούς»  για την αρνητικές όψεις της επιστήμης , την απρόσωπη εργασία του τεχνίτη .Επισημαίνει ότι για αυτούς τους λόγους η εποχή του είναι άρρωστη και σε αποσύνθεση: «η ζωή είναι άρρωστη από τούτο τον απανθρωποποιημένο μηχανισμό ρολογιού , από την «απρόσωπη ύπαρξη του εργαζόμενου», από την ψεύτικη οικονομία του «καταμερισμού εργασίας».Έχει χαθεί, δηλαδή η κουλτούρα , και έχει εκβαρβαριστεί η σύγχρονη ενασχόληση με την επιστήμη..  »[64].Στο ίδιο έργο θα βρει την ευκαιρία να καταδικάσει τον γερμανικό εθνικισμό και να σημειώσει την συμπάθεια του για τους Εβραίους. Θα τονίσει ότι μετά την ήττα του Ναπολέοντα  ,η Ευρώπη, πάσχει από τον εθνικισμό και την εθνική νεύρωση  που την οδηγεί στην διαιώνιση της διαίρεσης της σε «μικρά κράτη , στην μικροπολιτική»[65].Ιδιαίτερα οι Γερμανοί παρουσιάζουν σε έξαρση αυτά τα χαρακτηριστικά «Όταν φαντάζομαι έναν τύπο ανθρώπου που αντιβαίνει σε όλα τα ένστικτά μου , αυτός είναι πάντα Γερμανός…Οι Γερμανοί όμως είναι canaille (όχλος)-αχ, είναι τόσο καλοσυνάτοι !-Υποβιβάζει κανείς τον εαυτό του όταν έχει πάρε δώσε με Γερμανούς:οι Γερμανοί τους κάνουν όλους ίσους και όμοιους…Δεν ξέρουν καθόλου πόσο χυδαίοι είναι , αλλά αυτό είναι ο υπερθετικός βαθμός της χυδαιότητας-δεν ντρέπονται που είναι Γερμανοί …Ανακατεύονται με όλα ,θεωρούν πως είναι ικανοί να αποφασίζουν για όλα , και φοβάμαι πως ήδη έχουν βγάλει απόφαση ακόμη για μένα…Όλη μου η ζωή είναι η αυστηρή απόδειξη αυτών των αρχών. Μάταια έψαξα  ανάμεσά τους για κάποιο σημάδι τaκτ , delicatesse (λεπτότητας ) απέναντί μου. Στους  Εβραίους το βρήκα , ποτέ όμως στους Γερμανούς».[66]

Τέτοιου είδους απόψεις παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη αντοχή στο έργο του Νίτσε .Στο «Λυκόφως των ειδώλων» θα υποστηρίξει ότι οι Γερμανοί «βαριούνται το πνεύμα»  και έχουν παρακμάσει διότι «στοιχίζει ακριβά το να αποκτάς δύναμη :η δύναμη αποβλακώνει»[67].Η αφοσίωση τους στο κράτος  και στις υποθέσεις του , τους αφυδατώνει από πνεύμα «η κουλτούρα και το κράτος – ας μην ξεγελιόμαστε επ’ αυτού είναι ανταγωνιστές :η ιδέα ενός κράτους που δημιουργεί κουλτούρα είναι απλώς μια μοντέρνα ιδέα . » [68]

Επίσης σε επιστολή προς την Μαλβίντα  φον Μευζενμπουργκ ( 12 Μαΐου 1887) , θα εξομολογηθεί το πάθος του για τον Ντοστογιέφσκι και θα επαναλάβει ότι δεν αισθάνεται καμία συγγένεια για τους Γερμανούς διανοούμενους «οι οποίοι κρίνουν τα πάντα σύμφωνα με την αρχή « Deutshland ,Deutshland uber alles !»[69]   Ενδιαφέρον είναι  ο θαυμασμός του για τον Ντοστογιέφσκι, που σε επιστολή του στον Γ.Μπραντές εξηγείται «επειδή αποτελεί το πιο πολύτιμο ψυχολογικό υλικό που γνωρίζω – κατά περίεργο τρόπο , του είμαι ευγνώμων , παρόλο που πάντα μου προκαλεί απέχθεια , αφού ξυπνάει τα πιο ταπεινά μου ένστικτα. Αυτή είναι περίπου η σχέση μου προς τον Πασκάλ , τον οποίο παρεμπιπτόντως αγαπώ , επειδή έχω διδαχτεί άπειρα πράγματα απ’αυτόν :ο μοναδικός λογικός χριστιανός  » [70]. Σε μια άλλη επιστολή του προς την Φραντζίσκα Νίτσε ( 18 Οκτωβρίου 1887) γράφει «μου λείπει πάντα και η ελάχιστη επιθυμία να κάνω παρέα με τον αντισημίτη κύριο γαμπρό μου .Οι απόψεις του και οι δικές μου διαφέρουν μεταξύ τους – και αυτό καθόλου δεν με λυπεί.»[71] Σε επιστολή στον Ρουτζέρο Μπόνγκι (Δεκέμβριος 1988) γράφει ότι «πρέπει να βάλει κανείς ένα τέλος»[72] να θεωρείται ως απαραίτητο καθήκον και υψηλή πολιτική οι εγωισμοί των λαών ,ενώ στον Φράντς Όβερμπεκ ( 4 Ιανουαρίου 1889) γράφει «μόλις έβαλα να τουφεκίσουν όλους τους αντισημίτες.» [73]

Παρόμοια και χωρίς διακυμάνσεις , είναι η αγωνία για την φύση  : «Ύβρις είναι σήμερα ολόκληρη η στάση μας απέναντι  της φύσης , η καταδυνάστευση μας της φύσης με τη βοήθεια των μηχανών και με την τόσο απερίσκεπτη εφευρετικότητα των τεχνικών και των μηχανικών».[74]

Η επίθεση στην κοινωνία του χρήματος και στο κράτος απλώνεται στα γραφτά κάθε περιόδου του Νίτσε .Στην ΑΥΓΗ  θα γράψει : «Η εποχή μας , όσο κι αν μιλάει για οικονομία , είναι σπάταλη :σπαταλάει το πιο πολύτιμο πράγμα,  το πνεύμα »[75].Στο τελευταίο του βιβλίο στη «Θέληση για δύναμη» γράφει: «οι «πλούσιοί» μας είναι οι φτωχότεροι όλων !Ο αληθινός σκοπός κάθε πλούτου είναι η λήθη».[76]

Ο Νίτσε δεν συμμερίζεται την αισιόδοξη ανθρωπολογική άποψη για την «καλή ρίζα του ανθρώπου», που διαφθείρει η κοινωνία. Γι’ αυτό δεν αποδέχεται την δυνατότητα για την οριστική διευθέτηση των κοινωνικών προβλημάτων. Ένας επίγειος παράδεισος δεν είναι μόνο ανέφικτος , αλλά και αντίθετος στην ιδιοσυγκρασία του. Η προσμονή μίας ουτοπικά τέλειας κοινωνίας ή  είναι εσχατολογικής προέλευσης  ή αποτελεί έναν ιδεαλισμό που , αντί να περπατά με το κεφάλι κάτω, περπατάει με τα πόδια (καθώς  έλεγε ο Μάρξ για τον Χέγκελ).Ο Πλάτων και οι σοσιαλιστές (της εποχής του Νίτσε βέβαια ) λανθασμένα ισχυρίζονται ότι η εξάλειψη της ιδιοκτησίας θα καταργήσει συγχρόνως την ματαιοδοξία και τον εγωισμό .Καθώς γράφει , αυτή η «βασική και ουτοπική μελωδία του Πλάτωνα , που οι σοσιαλιστές εξακολουθούν πάντα να τραγουδούν , βασίζεται σε μια ατελή γνώση του ανθρώπου :αγνοούσε την ιστορία των ηθικών αισθημάτων , του έλειπε η διορατικότητα πάνω στην προέλευση των παλιών ιδιοτήτων της ανθρώπινης ψυχής  »[77]

Ο Νίτσε αντιπροσωπεύει ένα φωτεινό πνεύμα αντίστασης , που δεν χάθηκε σε οποιοδήποτε μονοπάτι εσχατολογίας ή τέλους της ιστορίας. Ο σκεπτικισμός είναι η μέθοδος , που ταιριάζει στο ύφος και στην ιδιοσυγκρασία του: «Ένα πνεύμα που ζητάει μεγάλα πράγματα , που ζητάει επίσης τα μέσα για να φτάσει σ’ αυτά , είναι κατ’ ανάγκη ένας σκεπτικιστής .Η ελευθερία απ’ όλα τα είδη πεποιθήσεων , η ικανότητα να βλέπεις ελεύθερα , αποτελεί μέρος της δύναμης …Η πεποίθηση ως μέσο :Το μεγάλο πάθος χρειάζεται και χρησιμοποιεί τις πεποιθήσεις , αλλά δεν υποτάσσεται σ’ αυτές –νιώθει ανώτερο απ’ αυτές. Αντίθετα , η ανάγκη για πίστη , για κάποιο είδος ανεπιφύλακτου Ναι ή Όχι , αυτός ο Καρλαυσμός , αν μου επιτρέπεται η έκφραση , είναι μια ανάγκη που γεννιέται από την αδυναμία    ».[78] Γι’ αυτό είναι κατανοητό ,ο Νίτσε , να αντιτίθεται όχι μόνο σε κάθε θρησκεία  και πίστη  , αλλά και στον αστισμό ,στην δημοκρατία ,στον σοσιαλισμό , στο κράτος [79], στην εξουσία [80], στον γερμανισμό, στον εθνικισμό[81], στον αναρχισμό[82], στον αντισημιτισμό [83].

Παρόλα αυτά στο τελευταίο και πιο αμφιλεγόμενο βιβλίο την «Θέληση για Δύναμη» προβλέπει πολλά από αυτά που ακολούθησαν , ενώ αναδύεται αρκετά θολά και ασαφές ένα πολιτικό δέον.

Διέβλεψε ότι  « ανάλωση του ανθρώπου και της ανθρωπότητας γίνεται ολοένα και πιο οικονομική»[84].Ο άνθρωπος μικραίνει , μειώνει ,εμφανίζεται «η προσαρμογή , η ισοπέδωση , ο ανώτερος κινεζισμός , η μετριοπάθεια στα ένστικτα »[85], ενώ η γη «αποκτά κοινή οικονομική διαχείριση»[86] και μεταβάλλεται σε «μηχανή στην υπηρεσία της οικονομίας αυτής»[87].Συγχρόνως ο Ευρωπαίος  γίνεται «το πιο έξυπνο δουλικό ζώο , πολύ εργατικό , κατά βάθος πολύ μετριοπαθές , περίεργο μέχρι υπερβολής ,πολυειδές ,αβροδίαιτο , με αδύναμη θέληση – ένα κοσμοπολίτικο χάος  αισθημάτων και νου»[88]

Οι εργάτες μεταβάλλονται σε στρατιώτες : «Οι εργάτες πρέπει να μάθουν να αισθάνονται σαν στρατιώτες. Μια αμοιβή , ένα εισόδημα , αλλά όχι πληρωμή! Καμιά σχέση μεταξύ πληρωμής και απόδοσης !Αλλά το άτομο , το καθένα ανάλογα με το είδος του , πρέπει να τοποθετείται έτσι ώστε να μπορεί να αποδώσει το ύψιστο που μπορεί να αποδώσει. Οι εργάτες θα ζουν μια μέρα όπως οι αστοί σήμερα – αλλά πάνω απ’ αυτούς, διακρινόμενοι από την έλλειψη αναγκών τους , η ανώτερη κάστα : δηλαδή πιο φτωχοί και πιο απλοί , αλλά κάτοχοι της δύναμης ».[89]

Οι  επισημάνσεις του Φ.Νίτσε για τον χαρακτήρα που ελάμβανε η νεωτερική κοινωνία ήδη από τον 19ο αιώνα , παρ’ ότι περιέχονται σε έναν λόγο αφοριστικό , πυκνό  και όχι ιδιαίτερα αναλυτικό και τεκμηριωμένο , αποσπασματικό – μη συστηματικό , δεν στερούνται εγκυρότητας. Αντίθετα ο προσωπικός , υποκειμενικός και ποιητικός τόνος του τον διευκολύνει σε μια ριζική και καίρια ανατομία της νεωτερικής κοινωνίας.

Στο έργό του «ΧΑΡΑΥΓΗ»[90] καταπιάνεται , ανάμεσα σε άλλα θέματα , αφοριστικά με την μοίρα του εργάτη , την θέση του εργαζόμενου μέσα στο εργοστάσιο και την κοινωνία .Βλέπει την ανθρώπινη ύπαρξη  να μετατρέπεται από πρόσωπο σε βίδα , σε γρανάζι της μηχανής .

Την αποτρόπαιη αυτή κατάσταση μπορεί , κατά τον Νίτσε , να απαλύνει η αύξηση του μισθού , αλλά δεν την αλλάζει ουσιαστικά :

« Είναι ντροπή να πιστεύουμε ότι με μια υψηλότερη αμοιβή μπορεί να αρθεί η ουσία της αθλιότητάς τους , δηλαδή η απρόσωπη υποδούλωσή τους ! Είναι ντροπή να αφήνουμε να μας πείθουν με φλυαρίες  ότι με  μια επίταση αυτής της απροσωπίας , στο εσωτερικό της μηχανικής λειτουργίας μιας  κοινωνίας , μπορεί να κάνει αρετή την ντροπή της  δουλείας ! Ντροπή να έχει μια τιμή με αντάλλαγμα το να γίνεσαι βίδα αντί να μένεις πρόσωπο ! Είστε συνεργοί στην τωρινή τρέλα των εθνών , τα οποία θέλουν να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερο και να γίνουν όσον το δυνατόν πλουσιότερα; Από  σας εξαρτάται να τους παρουσιάσετε έναν αντίθετο λογαριασμό : ποσό μεγάλα ποσά εσωτερικής αξίας θα πεταχτούν  για χάρη ενός τέτοιου σκοπού !Που όμως είναι η δική σας εσωτερική σας αξία , όταν δεν ξέρετε πια τι σημαίνει να αναπνέει κανείς ελεύθερα ;Όταν  δεν εξουσιάζετε ούτε σε περίπτωση ανάγκης τον εαυτό σας ; Όταν μπουχτίζετε πολύ συχνά  τον εαυτό σας όπως  ένα ποτό που έχει χάσει την φρεσκάδα του ; Όταν ακούτε τις εφημερίδες και λοξοκοιτάτε τον πλούσιο γείτονα , με ανοιγμένη την όρεξή σας λόγω της γρήγορου ανόδου και πτώσης της δύναμης , του χρήματος και των γνωμών ;Όταν δεν πιστεύετε πια στην φιλοσοφία , που φοράει κουρέλια , στην ελευθεροφροσύνη εκείνων που δεν έχουν ανάγκες ; ».[91]

Στο απόσπασμα του Νίτσε ,περιέχεται μια ουσιαστικά μεταμαρξιστική  κριτική του καπιταλισμού και της κυριαρχίας της τεχνικής :

  • – στο εργοστάσιο η ανθρώπινη ύπαρξη δεν κοινωνικοποιείται αλλά μετατρέπεται από  πρόσωπο σε εξάρτημα των μηχανών.
  • – ο παραγωγισμός , η συνεχής αύξηση της παραγωγής , η ανάπτυξη δίχως όρια και με κάθε κόστος αποτελεί τον χαρακτηριστικότερο ανορθολογισμό της νεωτερικότητας , την « τωρινή τρέλα των εθνών » , που συμμερίστηκε τόσο ο καπιταλισμός όσο και η μαρξιστική σκέψη.
  • – Οι διαδικασίες που επιτάσσει η καπιταλιστική κοινωνία και ο νεωτερικός πολιτισμός , εντός  και εκτός του εργοστασίου , καταστρέφουν κάθε εσωτερικότητα , κάθε «εσωτερική αξία » , για χάρη της εξωτερικότητας που θεοποιεί το χρήμα , την τεχνική , την ανάπτυξη.

Η απάντηση του Νίτσε στην καταστροφή του ανθρώπινου προσώπου δεν είναι η μεθοδική αλλαγή της κοινωνίας  αλλά είτε , όπως γράφει  , « καλύτερα να μεταναστεύσω , να προσπαθήσω να γίνω κύριος σε άγριες και δροσερές περιοχές του κόσμου και προ παντός κύριος του εαυτού μου  , να αλλάζω μέρος μόλις μου γνέψει ακόμη και το πιο μικρό σημάδι δουλείας » , είτε να στραφεί στην « περιπέτεια και τον πόλεμο και , αν έρθουν τα χειρότερα , να είμαι έτοιμος να πεθάνω : καλύτερα  όλα αυτά  παρά να υπομένω κι άλλο αυτή την ανάρμοστη δουλεία , παρά να συνεχίζω να γίνομαι  σκυθρωπός , φαρμακερός και συνεργός ».[92]

Η πρώτη επιλογή θυμίζει  ανάλογες σκέψεις ρομαντικών κοινοτιστών , όπως ο Γ.Λαντάουερ , οι οποίοι πρότειναν  ,μεταξύ άλλων ,την φυγή σε νέες χώρες και την δημιουργία νέων κοινοτήτων . Η σκέψη ότι η περιπέτεια , ο πόλεμος  μπορεί να είναι διέξοδος στην καπιταλιστική αλλοτρίωση θυμίζει ανάλογες σκέψεις του Ε.Γιούνγκερ , όπου ο πόλεμος χάνει την εφιαλτική του όψη για να γίνει μια περιπέτεια , ένα αισθητικό φαινόμενο , μια κατάφαση στον κίνδυνο.

Ο Νίτσε επιθυμεί οι στοχαστές να ζουν ως ασκητές ,  για να γίνουν απελευθερωτικά  πρότυπα για τους εργάτες , δηλαδή να ζουν με «  εθελούσια ειδυλλιακή φτώχεια » , με «αποχή από το επάγγελμα και το γάμο».[93]  Αντίθετα , η αναμονή της σοσιαλιστικής ελπίδας , η μελωδία ενός μελλοντικού παραδείσου , όταν δεν προϋποθέτει άμεσες πρακτικές αλλαγές , επιτείνει την αποδοχή της καταστροφής του ανθρώπινου προσώπου.

Η κριτική του Νίτσε ξετυλίγεται  με ριζοσπαστικό τρόπο : « Ιδού ποιο θα ήταν το σωστό φρόνημα : οι εργάτες της Ευρώπης θα έπρεπε στο εξής  να κάνουν ό,τι  είναι ανθρωπίνως  αδύνατο ως τάξη , κι όχι μόνο , όπως  συμβαίνει συνήθως , κάτι που έχει οργανωθεί  σκληρά και απρόσφορα  .Θα έπρεπε να εγκαινιάσουν μέσα στην ευρωπαϊκή  κυψέλη μια εποχή εξόδου κατά σμήνη , που , που όμοιά της δεν ξανά έγινε ποτέ , και , μ’ αυτή  την μεγαλειώδη πράξη ελεύθερης μετοικεσίας , να διαμαρτυρηθούν εναντίον της μηχανής , εναντίον του κεφαλαίου  και εναντίον του διλήμματος που τους απειλεί τώρα , να αναγκαστούν να γίνουν είτε δούλοι του κράτους , είτε δούλοι ενός ανατρεπτικού κόμματος . Μακάρι να ξαλαφρώσει η Ευρώπη από ένα τέταρτο  των κατοίκων της ! Θα είναι καλύτερο και για εκείνη  και γι’ αυτούς  !Θα είναι καλύτερο και για εκείνη και γι’ αυτούς ! Μόνο σε μακρινές χώρες και στις  επιχειρήσεις σμηνών  αποίκων θα φανεί καθαρά ποσό πολλή ορθοφροσύνη  και δικαιοσύνη  , πόσο υγιή δυσπιστία έχει δώσει στα παιδιά    της η μητέρα Ευρώπη .Σ’ αυτά τα παιδιά που δεν μπορούν πια να ζουν δίπλα σ’ αυτή τη ν μουχλιασμένη  γριά γυναίκα , που κινδυνεύουν    να  γίνουν γκρινιάρηδες  , ευερέθιστοι  και  φιλήδονοι σαν αυτήν. Έξω από την Ευρώπη θα ταξιδέψουν   μαζί με τους εργάτες και οι αρετές  της Ευρώπης  . Κι αυτό που μέσα στην πατρίδα άρχισε να εκφυλίζεται  σε επικίνδυνη δυσθυμία  και εγκληματική ροπή , θα αποκτήσει έξω μια άγρια , ωραία φυσικότητα  και θα ονομαστεί ηρωισμός. Έτσι θα φυσήξει  επιτέλους καθαρότερος αέρας στην  γέρικη  , πυκνοκατοικημένη  και απορροφημένη από τον εαυτό της Ευρώπης   ».[94]

Στο κείμενο αυτό υπάρχουν ορισμένες ευφυείς επισημάνσεις : το τέλος της εργατικής τάξης με τον τρόπο που αρχικά την είδαμε να εισβάλλει στην ιστορία , η υποδούλωση  του εργάτη στο κράτος  , στο κεφάλαιο , αλλά και στο « ανατρεπτικό κόμμα » , δηλαδή  στο κομμουνιστικό κόμμα  που μετέτρεψε την κυριαρχία των εργαζομένων σε δικτατορία του ιδίου και των στελεχών , που το απάρτιζαν. Επίσης η Ευρώπη ( ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ) παρομοιάζετε με  « μουχλιασμένη γριά  γυναίκα»  , καθ’ ότι είχε χάσει κάθε γονιμότητα και δημιουργικότητα. Βέβαια  ο κριτικός αναστοχασμός είναι από τα στοιχεία που τελικά θα χαρακτηρίσουν την ευρωπαϊκή σκέψη , και αυτό ακριβώς  πράττει ο Νίτσε , ακόμη κι αν  είναι ο λόγος  του σκληρός και αδυσώπητος. Αυτή δε  η τεράστιας σημασίας κατάκτηση , δηλαδή  η αποδοχή  όχι μόνο της κριτικής  , αλλά και της άρνησης και της αμφισβήτησης , υπήρξε  ένα πνευματικό και κοινωνικό γεγονός που οφείλει πολλά σε στοχαστές , όπως ο Νίτσε  και ο Μάρξ.

Δίπλα λοιπόν στις ευφυείς επισημάνσεις του Νίτσε , υπάρχει ένας λόγος ποιητικός , υπερρεαλιστικός , παραληρηματικός κάποτε  , που ζητά την έξοδο των εργαζόμενων  από την Ευρώπη.

Παρότι η έξοδος αυτή , υπό άλλη μορφή , έγινε, δεν προξένησε τις αλλαγές που προσδοκούσε ο Νίτσε , ούτε στην Ευρώπη , ούτε στις Νέες Χώρες. Η μετανάστευση μετέφερε την απαλλοτρίωση της ανθρώπινης ύπαρξης από την μια χώρα στην άλλη. Σε μια εποχή ειδικότερα που η οικονομία αποκτά παγκόσμια χαρακτηριστικά , παρότι η συμμετοχή στον καπιταλισμό είναι διαφορετικού χαρακτήρα και αναλογίας σε κάθε κράτος , η αντιμετώπιση των προβλημάτων που με ριζικό τρόπο θέτει ο λόγος του Νίτσε ( και φυσικά και ο Μάρξ) μπορεί να γίνει με διαφορετικό τρόπο , δηλαδή με μια οργάνωση της εργασίας , που θα συνδυάζει την εργασία με το παιχνίδι , την δημιουργία , δεν θα θυσιάζει το ανθρώπινο πρόσωπο στον βωμό της παραγωγικότητας  και θα οδηγήσει  σταδιακά  στην μείωση του χρόνου της μισθωτής εργασίας.

Δεν μας διαφεύγει ότι η εργασία , σε μια εξιδανικευμένη της τουλάχιστον μορφή , συνδέει  το άτομο με την κοινωνία , είναι στοιχείο δημιουργικότητας , αλληλεγγύης   , ανεξαρτησίας ,αξιοπρέπειας και  βέβαια βιοπορισμού. Ο  άνεργος είναι αναγκασμένος να αποδέχεται πολλές ταπεινώσεις , να οδηγείται  στο περιθώριο της κοινωνίας  και να επιζεί από την φιλανθρωπία , γεγονός που επιτείνει τον ευτελισμό του.

Ο Νίτσε επισημαίνει ορθά ότι στον εγκώμιο της εργασίας   βλέπει  « την ίδια υστερόβουλη σκέψη όπως στον  έπαινο των κοινωφελών απρόσωπων πράξεων : εκείνη του φόβου για κάθε ατομικό ».[95]

Πιστεύει ότι η σκληρή εργασία είναι μια μέθοδος  για να σιγάσει κάθε επιθυμία για ελευθερία , αλλά και να πάψει να υπάρχει το ανθρώπινο πρόσωπο: « Παρατηρώντας την εργασία , αισθάνεται κανείς σήμερα κατά βάθος – με την λέξη εργασία εννοείται πάντα εκείνη  η σκληρή εργατικότητα από νωρίς έως αργά  – ότι  μια τέτοια εργασία  είναι η καλύτερη  αστυνομία , ότι χαλιναγωγεί  τους πάντες και ξέρει να εμποδίζει δυναμικά την ανάπτυξη του λογικού , της επιθυμίας , του πόθου  για ανεξαρτησία. Διότι ξοδεύει εξαιρετικά πολλή νευρική δύναμη , την οποία έτσι αφαιρεί από τον στοχασμό , τον αναλογισμό , την ονειροπόληση , τις μέριμνες , την  αγάπη , το μίσος : βάζει έναν μικρό σκοπό πάντα εν όψει και εγγυάται εύκολες και κανονικές ικανοποιήσεις . Έτσι , μια κοινωνία , στην οποία θα υπάρχει συνεχής σκληρή εργασία , θα έχει μεγαλύτερη ασφάλεια : και την ασφάλεια ακριβώς λατρεύουν σήμερα ως την ανώτερη θεότητα .- Και τώρα ! Φρίκη ! Ο «εργάτης » ακριβώς έχει γίνει επικίνδυνος ! Ο τόπος βρίθει από «επικίνδυνα άτομα »! Και πίσω απ’ αυτά ο κίνδυνος των κινδύνων – το άτομο ! ».[96]

Είναι τραγικό μια κοινωνία που επαγγέλλεται , ως ιδρυτική της αρχή , την πρωτοκαθεδρία του ατόμου  απέναντι σε κάθε συλλογικότητα , να εκμηδενίζει τελικά  το ανθρώπινο πρόσωπο μέσα σε μια αγέλη , όπου η επιθυμία  για ελευθερία , για όνειρο , για βίωση αισθημάτων έχει αντικατασταθεί από την επιθυμία για ασφάλεια από εκείνους που βρίσκονται  εντός και εκτός των τειχών.

Η κριτική του Νίτσε στην μισθωτή εργασία , η επιθυμία για διάσωση του ανθρώπινου προσώπου , για ανεξαρτησία και ονειροπόληση φέρνει τον στοχασμό του, κοντά σε κάποιους   ρομαντικούς λόγους  του Μάρξ , όπου  ο « καθένας  μπορεί να τελειοποιηθεί σε οποιονδήποτε κλάδο θέλει , η κοινωνία ρυθμίζει την γενική παραγωγή κι έτσι κάνει δυνατό για μένα να κάνω ένα πράγμα σήμερα κι άλλο αύριο , να κυνηγώ το πρωί , να ψαρεύω το απόγευμα , να φροντίζω  τα ζώα το βράδυ , να κριτική μετά το δείπνο , όπως ακριβώς μου αρέσει , χωρίς ποτέ να γίνομαι κυνηγός , ψαράς , βοσκός ή κριτικός»[97]  – που βέβαια αντιφάσκουν με τον πρωταρχικό ρόλο που αποδίδει ο ίδιος στην ανθρώπινη εργασία  σε άλλα κείμενα του[98] – όπως  και με τον γαλλικό περσοναλισμό. Βεβαίως η σκέψη του Μάρξ για την εργασία προέρχεται από τον άλλο αντίπαλο του Νίτσε , τον Χέγκελ και την σχέση κύριου-δούλου  όπου « με την εργασία ο δούλος συνειδητοποιεί την αληθινή του φύση».[99] Παρά τις επί μέρους διαφωνίες με τον Χέγκελ του αναγνωρίζει ότι «υιοθετεί την άποψη της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας .Βλέπει την εργασία σαν ουσία , η αυτό- επιβεβαιούμενη  ουσία  του ανθρώπου. Βλέπει μόνο τη θετική και όχι την αρνητική πλευρά της εργασίας .Η  εργασία είναι ο ερχομός του ανθρώπου για τον εαυτό μέσα στην αλλοτρίωση ή ο ερχομός του σαν αλλοτριωμένου ανθρώπου»[100].Συνεπώς μπορεί ο Μάρξ διατυπώνει τις ενστάσεις  του για την αλλοτριωμένη εργασία, αλλά μαζί με τον Χέγκελ αναγνωρίζει σε αυτή την ουσία του ανθρώπου. Βεβαίως η άποψη αυτή δεν τον εμπόδισε να αναγνωρίσει , σε άλλα όπως είδαμε γραπτά του, την σημασία που έχει για τον άνθρωπο ο μη εργάσιμος χρόνος.

Σε ένα άλλο κείμενο με τον τίτλο «Το κράτος στους Έλληνες»[101] ο Νίτσε ισχυρίζεται ότι στην νεοτερικότητα  «όλοι βασανίζονται να διαιωνίσουν με άθλιο τρόπο μια άθλια ζωή .Αυτή η φοβερή ανάγκη τους οδηγεί να κάνουν μια εξουθενωτική εργασία , την οποία θαυμάζει κάθε τόσο ο εκμαυλισμένος από τη «θέληση» άνθρωπος ή ακριβέστερα ανθρώπινος νους , σαν να είναι κάτι αξιοσέβαστο.»[102]Έτσι ενώ στον σύγχρονο άνθρωπο μπορεί να συνδυάζεται ο αγώνας για την ύπαρξη με την ανάγκη της τέχνης στους αρχαίους Έλληνες «η ιδέα ότι η εργασία είναι ένα όνειδος εκφράζεται με τρομακτική ειλικρίνεια »[103]

Αντίθετα στον σύγχρονο κόσμο δεν είναι ο άνθρωπος της τέχνης , αλλά ο δούλος που καθορίζει και ονοματίζει τις σχέσεις με τον κόσμο και για αυτό έχουν έναν απατηλό χαρακτήρα «Φαντάσματα όπως η αξιοπρέπεια του ανθρώπου , η αξιοπρέπεια της εργασίας , είναι ενδεή προϊόντα της δουλείας που κρύβεται από τον ίδιο τον εαυτό της .»[104]Προχωρώντας ακόμη περισσότερο , ο Νίτσε , ισχυρίζεται ότι οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την εργασία και την δουλεία ως   αναγκαιότητα για την οποία ένιωθαν συγχρόνως ντροπή και όνειδος. Μάλιστα η ύπαρξη στρωμάτων που εργάζονται δουλικά είναι προυπόθεση για την ανάπτυξη του πολιτισμού, ενώ ο καθένας αποκτά αξιοπρέπεια καθώς γίνεται εργαλείο της μεγαλοφυΐας. Αμφίσημη είναι σε αυτό το σημείο η θέση του Νίτσε για το κράτος .Ενώ το θεωρεί  αναγκαίο συγχρόνως επισημαίνει ότι «πρέπει να δεχτούμε ότι ένα όν που ερευνά τη γέννηση του κράτους , θα αναζητούσε στο εξής ,γεμάτο  φρίκη , τη σωτηρία του μόνο στην απομάκρυνση από αυτό»[105] Παρότι εσφαλμένα γράφει ότι η εξάπλωση της καθολικής ψηφοφορίας δείχνει τον φόβο μπροστά στον πόλεμο – μετά την Γαλλική Επανάσταση ξέσπασαν πόλεμοι με τέτοια συμμετοχή του λαού που δεν υπήρξε στο παρελθόν των δυναστικών κρατών- εντοπίζει την ανάδυση μιας αριστοκρατίας του χρήματος , που απαρτίζεται από απάτριδες κοσμοπολίτες «εκείνους τους ερημίτες του χρήματος , οι οποίοι , επειδή δεν διαθέτουν εκ φύσεως το κρατικό ένστικτο , έχουν μάθει να χρησιμοποιούν καταχρηστικά το κράτος και την κοινωνία ως μηχανισμούς για να πλουτίζουν οι ίδιοι.»[106]Κατά το παράδειγμα και πάλι ,του Ε.Γιούνγκερ, θα αναζητήσει στον πόλεμο την διέξοδο από την «τη χρησιμοποίηση της επαναστατικής σκέψης στην υπηρεσία μιας ιδιοτελούς και άνευ σχέσεων με το κράτος αριστοκρατία του χρήματος»[107] .Βεβαίως  η διατύπωση ενός δέοντος από τον Νίτσε τελεί από την ριζική σχετικότητα και την αποφασιστική άρνηση να υψώσει νέες θεότητες. Όπως γράφει «Το τελευταίο που υπόσχομαι είναι να «βελτιώσω» την ανθρωπότητα .Δεν θα στήσω καινούρια είδωλα, ας μάθουν τα παλιά τι σημαίνει να έχουν πήλινα πόδια .Το αναποδογύρισμα των ειδώλων (είδωλα είναι η λέξη μου για τα «ιδεώδη») – αυτή είναι μάλλον η δουλειά μου.»[108]

 

Ο Νίτσε αφού προηγουμένως αποθεμελίωσε όλα τα υπάρχοντα πολιτικά συστήματα , διαλέγει ως την δική του ουτοπία μια πνευματική αριστοκρατία , που θα ζει ασκητικά, μοναχικά ,με ελάχιστα αγαθά , συμφιλιωμένη με την οδύνη και τις κακουχίες[109] . Απέναντι στην τάση του εκδημοκρατισμού και των ίσων δικαιωμάτων , που κάνει  «το αγελαίο ζώο κύριο»  ,αυτός κατέχεται από το πάθος της απόστασης. Στοχεύει σε νέες ιεραρχίες που δεν είναι όμως ούτε οι ιεραρχίες του χρήματος , ούτε ιεραρχίες που αποθεώνουν το κράτος. Πρόκειται βέβαια για μια δική του επιθυμία , που δεν έχει ελπίδα να γίνει μέρος της πραγματικότητας , διότι προϋποθέτει μια βαθύτατη ανατροπή , που θα έχει γίνει πρώτα στην συνείδηση των ανθρώπων και θα έχει τέτοια ισχύ ώστε να μπορεί να επιβληθεί στην πολιτική που στηρίζεται από το κράτος και τα μέσα ενημέρωσης. Σε αντίθεση με τον Δαρβίνο θεωρεί ότι αυτοί που επικρατούν δεν είναι οι ισχυροί ,αλλά οι αδύναμοι .Οι ισχυροί είναι σπάταλοι ,ενώ αποδεκατίζονται σε μάχες μεταξύ τους ,και  τα αισθήματα που έχουν τα ξοδεύουν : «η ύπαρξή τους είναι δαπανηρή »[110].

Η δημοκρατία ισοπεδώνει τους πληθυσμούς της Ευρώπης και τις ιεραρχίες που διέπονταν ,προετοιμάζοντας μια νέα κυρίαρχη  τάξη, ώστε  «οι ίδιες συνθήκες που επισπεύδουν την εξέλιξη του  αγελαίου ζώου ,επισπεύδουν και την εξέλιξη του ηγετικού ζώου»[111].Αναρωτιέται αν  την ευρωπαϊκή δημοκρατία θα την διαδέχεται «ένα ανώτερο είδος κυριάρχων και καισαρικών πνευμάτων που θα στέκονταν πάνω σ’ αυτό, , που θα διατηρούνταν απ’ αυτό , και που θα ανυψώνονταν μέσω αυτού; » και «μια τολμηρή κυρίαρχη ράτσα πάνω στη βάση μιας εξαιρετικά έξυπνης αγελαίας μάζας.»[112] Προβλέπει ότι πλησιάζει ο καιρός που η γη θα κυβερνηθεί σαν σύνολο και αναρωτιέται «Και για ποιο σκοπό θα αναδυθεί και θα εκτραφεί ο «άνθρωπος » ως σύνολο – και όχι πια ως λαός , φυλή ;».[113] Είναι ερωτήματα που μπορεί να προοιωνίζουν την παγκοσμιοποίηση , αλλά ο Νίτσε δεν μπορεί να τα απαντήσει .  Κάποιες προυποθέσεις , που θέτει , όπως είναι η αντιστροφή των αξιών , η ανάδυση ενός «είδος ανθρώπου ύψιστης πνευματικότητας και δύναμης της θέλησης »[114], μόνο ως  παιχνίδια του νου μπορούν να ερμηνευθούν. Προς το παρόν ας συγκρατήσουμε ότι καμιά κοινωνία (καπιταλιστική , σοσιαλιστική ή οποιαδήποτε άλλη) δεν μπορεί να λειτουργήσει , αν δεν υπάρχουν κάποιοι , που μπορεί και να είναι μειοψηφία, οι οποίοι δεν έχουν ως μοναδική ή κύρια αξία τους το χρήμα , αλλά η δραστηριότητά της θα διέπεται από τις μη-εγχρήματες αξίες.

Η κοινωνία του χρήματος και αυτή που ήθελε να φαίνεται ως αντίθετή της  , ο σοσιαλισμός (ο υπαρκτός σοσιαλισμός , η σοσιαλδημοκρατία ), συγχωνεύτηκαν  και δεν αποτελούν πλέον δύο διαφορετικές εκδοχές της νεωτερικότητας , αλλά μια  .Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να θριαμβολογούν , να θεωρούν τον εαυτό τους ως το τέλος της ιστορίας , αλλά δεν μπορούν να αναλογιστούν ούτε την μικροπολιτική  τους , ούτε την αντιαισθητική τους ευτέλεια  . Δεν συνιστούν μέρος της φυσικής τάξης ή έξοδο από τον μηδενισμό , αλλά μεταμφιέσεις του μηδενός.

Ο Νίτσε και ο Μάρξ αν δεν χρησιμοποιηθούν ,ως ιερά κείμενα  ,ή ως ιερά τέρατα  είναι το ίδιο αναγκαίοι για να κατανοήσουμε την νεωτερικότητα .Ξεκινώντας από δύο διαφορετικές αφετηρίες , ο ένας από το πάθος της ισότητας , ο άλλος από το πάθος της απόστασης γίνονται και οι  δύο κριτικοί της κοινωνίας που έχει ανάγει ως κύρια αξία και θεμέλιο της ,το χρήμα. Βεβαίως είναι ενδιαφέρον το που μπορούμε να φτάσουμε ακολουθώντας τα ερωτήματά τους και τις σκέψεις. Ο Νίτσε δίχως να το περιμένει γράφοντας ότι , «δεν υπάρχουν γεγονότα , αλλά μόνον ερμηνείες » [115], προανήγγειλε   τον μεταμοντερνισμό. Το πιο παράδοξο είναι ότι  οραματιζόμενος μια πνευματική αριστοκρατία εξέρχεται από τα όρια της πολιτικής και εισέρχεται στα όρια της ηθικής και της αισθητικής .Η σημαντικότερη συνεισφορά του , που τον φέρνει δίπλα στον Ντοστογιέφσκι , που θαύμαζε απεριόριστα  , είναι η τοποθέτηση του τραγικού στοιχείου     και του τραγικού  ανθρώπου – κι όχι μια τυφλά αισιόδοξης πίστης – στο κέντρο της μεταξίωσης όλων των αξιών ,στην  καρδιά της πορείας εξόδου από τον μηδενισμό : «Είναι τα ηρωικά πνεύματα που λένε Ναι στον εαυτό τους ,στην τραγική σκληρότητα :είναι αρκετά σκληρά για να αισθάνονται τον πόνο σαν ηδονή».[116]

[1] Γ.Λούκατς : «Φ.Νίτσε :Κάτω από το φως του μαρξισμού»,Πρόλογος-Μετάφραση Ξεν.Ι.Καράκαλου ,Εκδόσεις Μαρή ,Αθήνα 1980, σελ.9.Το  δοκίμιο του Λούκατς  για τον Νίτσε περιέχεται  στο έργο του «Η καταστροφή του Λόγου»

[2] όπως προηγούμενα σελ. 7

[3] Δ.Γληνός :Εκλεκτές σελίδες , Εκδόσεις Στοχαστής, Τόμος Α’ , σελ. 100 στο δοκίμιο του «Νοσταλγός ή προφήτης :ένα σύντομο σκίτσο για το Νίτσε  και τη φιλοσοφία », που πρωτοδημοσιεύθηκε ,ως πρόλογος στο έργο του Φ.Νίτσε «Η γενεαλογία της ηθικής », που μετέφρασε ο ίδιος με το ψευδώνυμο Δ.Αλεξάνδρου και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Γκοβόστη στην Αθήνα το 1942.

[4] Φ.ΝΙΤΣΕ : «Ανεπίκαιροι Στοχασμοί », ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ,Θεσσαλονίκη 1996, Εισαγωγή- μετάφραση – χρονικό Ι.Σ.Χριστοδούλου ,Πρόλογος Σ.Δεληβογιατζής σελ. 265-266.

[5] Όπως προηγούμενα σελ.266

[6] Όπως προηγούμενα σελ 267

[7] Όπως προηγούμενα σελ 267

[8] Όπως προηγούμενα σελ 267.Σε ένα άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου συνηγορεί υπέρ των γνήσιων χριστιανών (όπως ήταν για παράδειγμα  οι ασκητές  ) , που κράτησαν τον χριστιανισμό εκτός του κράτους : « Οι περισσότερο γνήσιοι  και αληθινοί  οπαδοί του Χριστιανισμού , την κοσμική του επιτυχία , την επονομαζόμενη «ιστορική ισχύ » του ,ανέκαθεν την αμφισβήτησαν και την εμπόδισαν περισσότερο παρά την υποστήριξαν .Γιατί φρόντιζαν να θέσουν εαυτούς εκτός «του κόσμου» , και δεν ανησυχούσαν για την «πορεία  της χριστιανικής ιδέας» γι’ αυτό κυρίως έχουν μείνει εντελώς άγνωστοι και ανώνυμοι στην Ιστορία »(σελ.193).

[9] Όπως προηγούμενα σελ 272

[10] Όπως προηγούμενα σελ 279

[11] Όπως προηγούμενα σελ279

[12] Όπως προηγούμενα σελ 279

[13] Όπως προηγούμενα σελ 279

[14] Όπως προηγούμενα σελ 279.Στους «Ανεπίκαιρους  Στοχασμούς» , ο Σωκράτης σε αντίθεση με άλλα έργα του Νίτσε , έχει μια απόλυτα θετική αντιμετώπιση.

[15] Όπως προηγούμενα σελ 280

[16] Όπως προηγούμενα σελ 284

[17] Όπως προηγούμενα σελ 294

[18] Όπως προηγούμενα σελ295

[19] Όπως προηγούμενα σελ 301

[20] Όπως προηγούμενα σελ 302

[21] Όπως προηγούμενα σελ332

[22] Όπως προηγούμενα σελ335

[23] Όπως προηγούμενα σελ 389

[24] Όπως προηγούμενα σελ 179

[25] Όπως προηγούμενα σελ 185

[26] Όπως προηγούμενα σελ 219

[27] Όπως προηγούμενα σελ 229

[28] Όπως προηγούμενα σελ 241

[29] Όπως προηγούμενα σελ 242

[30] Όπως προηγούμενα σελ 256

[31] Όπως προηγούμενα σελ 256-257

[32] Όπως προηγούμενα σελ 259.

[33] Όπως προηγούμενα σελ 263

[34]Φ.Νίτσε : «Μαθήματα για την Παιδεία », Εκδόσεις Ροές , Μετάφραση Νίκος Σκουτερόπουλος

[35] Όπως προηγούμενα σελ 47, 48

[36] Όπως προηγούμενα σελ 49

[37] Όπως προηγούμενα σελ 51

[38] Όπως προηγούμενα σελ 53

[39] Όπως προηγούμενα σελ 55

[40] Όπως προηγούμενα σελ 55

[41] Όπως προηγούμενα σελ 65

[42] Όπως προηγούμενα σελ 65

[43] Όπως προηγούμενα σελ 83

[44] Όπως προηγούμενα σελ 102

[45] Όπως προηγούμενα σελ 102

[46] Όπως προηγούμενα σελ 103

[47] Όπως προηγούμενα σελ 103,104

[48] Όπως προηγούμενα σελ 118

[49] Όπως προηγούμενα σελ 120

[50] Όπως προηγούμενα σελ 130,131. Ένας στοχαστής που προέρχεται από την ορθόδοξη  χριστιανική σκέψη  ο Σ .Γουνελάς σχολίασε εκτεταμένα   στο δοκίμιο του  «Ο Φ.Νίτσε , οι διαλέξεις για την παιδεία»  ,που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του « Η κρίση του πολιτισμού» , τις σκέψεις του Νίτσε και κατέληξε  ότι «Οι διαλέξεις του Νίτσε μας επαναφέρουν με σαφήνεια και ανιδιοτέλεια μπροστά στην πραγματικότητα , φωτίζοντας την ελληνικά , υπό ορισμένη έννοια. Ο πυρήνας από τον οποίο αντλεί και στον οποίο παραπέμπει δεν είναι μια στείρα αρχαιολατρία , αλλά η γονιμοποίηση του και των αισθήσεων στη σημερινή εποχή ή σε οποιαδήποτε άλλη, έτσι ώστε να βοηθηθεί ο άνθρωπος να ξαναβρεί το «μέγεθος», που έχασε »(σελ.127).

[51] «Ανθρώπινο πολύ Ανθρώπινο» , Εκδόσεις Μ. Δαμιανού , Μετ.Ε.Καλκάνη

[52] Όπως προηγούμενα σελ.441 (από το δεύτερο βιβλίο , κεφάλαιο 2, απόφθεγμα 310)

[53] Όπως προηγούμενα σελ.439,440 (από το δεύτερο βιβλίο , κεφάλαιο 2, απόφθεγμα 304)

[54] Όπως προηγούμενα σελ. 441 (από το δεύτερο βιβλίο , κεφάλαιο 2, απόφθεγμα 308)

[55] Όπως προηγούμενα σελ. 442 (από το δεύτερο βιβλίο , κεφάλαιο 2, απόφθεγμα 317)

[56] Όπως προηγούμενα σελ. 550,551 (από το δεύτερο βιβλίο , κεφάλαιο 3, απόφθεγμα 220)

[57] Όπως προηγούμενα σελ. 571 (από το δεύτερο βιβλίο , κεφάλαιο 3, απόφθεγμα 285)

[58] Όπως προηγούμενα σελ. 572 (από το δεύτερο βιβλίο , κεφάλαιο 3, απόφθεγμα 286)

[59] Όπως προηγούμενα σελ. 572 (από το δεύτερο βιβλίο , κεφάλαιο 3, απόφθεγμα 288)

[60] Όπως προηγούμενα σελ. 292(από το πρώτο βιβλίο , κεφάλαιο 10, απόφθεγμα 472)

[61] Όπως προηγούμενα σελ. 293 (από το πρώτο βιβλίο , κεφάλαιο 10, απόφθεγμα 473)

[62] Όπως προηγούμενα σελ. 293(από το πρώτο βιβλίο , κεφάλαιο 10, απόφθεγμα 473)

[63] Όπως προηγούμενα σελ. 293(από το πρώτο βιβλίο , κεφάλαιο 10, απόφθεγμα 473)

[64] Φ. ΝΙΤΣΕ:Ιδε ο Άνθρωπος ,Εκδόσεις Πανοπτικόν, Μετάφραση  Ζ.Σαρίκας ,σελ. 90

[65] Φ. ΝΙΤΣΕ:Ιδε ο Άνθρωπος ,Εκδόσεις Πανοπτικόν, Μετάφραση  Ζ.Σαρίκας ,σελ143

[66] Φ. ΝΙΤΣΕ:Ιδε ο Άνθρωπος ,Εκδόσεις Πανοπτικόν, Μετάφραση  Ζ.Σαρίκας ,σελ 146,147

[67] Φ. ΝΙΤΣΕ:Το λυκόφως των ειδώλων, Εκδόσεις Πανοπτικόν, Μετάφραση  Ζ.Σαρίκας ,σελ.65,66

[68] Φ. ΝΙΤΣΕ:Το λυκόφως των ειδώλων, Εκδόσεις Πανοπτικόν, Μετάφραση  Ζ.Σαρίκας ,σελ.69

[69] Φ.ΝΙΤΣΕ :Τελευταίες επιστολές 1887-1889, Εκδόσεις Άγρα, εισαγωγή J-M Rey, Μετάφραση Α.Μανούση, σελ.42

[70] Φ.ΝΙΤΣΕ :Τελευταίες επιστολές 1887-1889, Εκδόσεις Άγρα, εισαγωγή J-M Rey, Μετάφραση Α.Μανούση, σελ129

[71] Φ.ΝΙΤΣΕ :Τελευταίες επιστολές 1887-1889, Εκδόσεις Άγρα, εισαγωγή J-M Rey, Μετάφραση Α.Μανούση, σελ 50

[72] Φ.ΝΙΤΣΕ :Τελευταίες επιστολές 1887-1889, Εκδόσεις Άγρα, εισαγωγή J-M Rey, Μετάφραση Α.Μανούση, σελ 168

[73] Φ.ΝΙΤΣΕ :Τελευταίες επιστολές 1887-1889, Εκδόσεις Άγρα, εισαγωγή J-M Rey, Μετάφραση Α.Μανούση, σελ 183

[74] Φ.ΝΙΤΣΕ; «Γενεαλογία της Ηθικής»,Εκδόσεις Γκοβόστης, ,Μετάφραση Άρης Δικταίος , σελ.120

[75] Φ.ΝΙΤΣΕ: «Αυγή», Εκδόσεις Νησίδες, Μετάφραση Ζ.Σαρίκας, σελ.127

[76] Φ.ΝΙΤΣΕ: «Η θέληση για δύναμη», Εκδόσεις Νησίδες, Μετάφραση Ζ.Σαρίκας,σελ.44

[77]Φ.ΝΙΤΣΕ «Ανθρώπινο πολύ Ανθρώπινο» , Εκδόσεις Μ. Δαμιανού , Μετ.Ε.Καλκάνη, σελ.571,(από το δεύτερο βιβλίο , κεφάλαιο 3, απόφθεγμα 285)

[78] Φ.ΝΙΤΣΕ: «Ο Αντίχριστος», Εκδοτική Θεσσαλονίκης ,Μετάφραση Ζ.Σαρίκα ,σελ. 71.

[79] Στο «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα »(Εκδόσεις Δωδώνη , Μετάφραση Α.Δικταίου ): «Κράτος λέγεται το πιο παγερό απ’ όλα τα παγερά τέρατα. Κ’ επίσης παγερά ψεύδεται. Και τα ψέματα αυτά έρπουν από το στόμά του: «Εγώ ,το κράτος ,είμαι ο λαός .Αυτό είναι ψέμα !Δημιουργοί ήσαν αυτοί που δημιούργησαν τους λαούς  και κρέμασαν από πάνω τους μια πίστη και μιαν αγάπη :έτσι υπηρέτησαν τη ζωή »(σελ. 87), στο «Θέληση για δύναμη » (Εκδόσεις Νησίδες, Μετάφραση Ζ.Σαρίκας)  γράφει «Το κράτος ή η οργανωμένη ανηθικότητα –εσωτερικά : ως αστυνομία , ποινικό δίκαιο , τάξεις ,εμπόριο , οικογένεια .Εξωτερικά :ως θέληση για δύναμη , για πόλεμο , για κατάκτηση , για εκδίκηση»(σελ.336),ενώ δικαιολογεί την εξέγερση «Το έγκλημα ανήκει στην έννοια «εξέγερση εναντίον της κοινωνικής τάξης πραγμάτων».Δεν «τιμωρούν έναν στασιαστή :τον καταστέλλουν .Ένας στασιαστής μπορεί να είναι άθλιος και αξιοπεριφρόνητος άνθρωπος .Αλλά δεν υπάρχει τίποτε μεμπτό σε μια εξέγερση καθ’ εαυτήν – και το να είσαι στασιαστής σε σχέση με το δικό μας είδος κοινωνίας  δεν μειώνει από μόνο του την αξία ενός ανθρώπου .Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις όπου οφείλει κανείς να τιμήσει έναν στασιαστή ,επειδή αυτός βρίσκει κάτι στην κοινωνία μας εναντίον του οποίου χρειάζεται να γίνει πόλεμος : όπου μας ξυπνά από τον λήθαργό μας ….Σε όλα σχεδόν τα εγκλήματα βρίσκουν επίσης έκφραση ορισμένες ιδιότητες που δεν πρέπει να λείπουν από έναν άνθρωπο .Δεν ήταν αδικαιολόγητο που ο Ντοστογιέφσκι είπε για τους τροφίμους των σιβηριανών φυλακών του  ότι αποτελούσαν το πιο ισχυρό και πιο αξιόλογο κομμάτι του ρωσικού λαού» (σελ.343 ,344)

[80] Στο «Λυκόφως των Ειδώλων», Εκδοτική Θεσσαλονίκης , Μετάφραση Ζήσης Σαρίκας : «Στοιχίζει πολύ ακριβά η άνοδος στην εξουσία :η εξουσία σε κάνει ηλίθιο »(σελ.51)

[81] Στο «Θέληση για δύναμη » (Εκδόσεις Νησίδες, Μετάφραση Ζ.Σαρίκας)  γράφει «Λίγος καθαρός αέρας !Αυτή η παράλογη κατάσταση της Ευρώπης δεν πρέπει να συνεχιστεί άλλο ! Υπάρχει καμιά ιδέα πίσω απ’ αυτόν τον βοϊδίσιο εθνικισμό ;  » (σελ. 347)

[82] Στο «Γενεαλογία της Ηθικής  » Εκδόσεις Γκοβόστης, ,Μετάφραση Άρης Δικταίος γράφει : «Μα , πρώτ’ απ’ όλα , θα πώ κάτι στο αυτί των ψυχολόγων μας , αν υποθέσουμε πως θα τους έκανε κέφι να μελετήσουν από πιο κοντά την ίδια τη μνησικακία :το φυτό αυτό ανθίζει , σήμερα , κατά τον ωραιότερο τρόπο , ανάμεσα στους αναρχικούς και στους αντισημίτες , όπως άνθιζε , πάντα , άλλωστε , σαν τον μενεξέ , μ’ όλο που το άρωμά του διαφέρει»(σελ. 75).Στο Φ.ΝΙΤΣΕ: «Ο Αντίχριστος», Εκδοτική Θεσσαλονίκης ,Μετάφραση Ζ.Σαρίκα , γράφει «Μπορούμε να εξισώνουμε πλήρως τον χριστιανό με τον αναρχικό :ο στόχος τους , το ένστικτό τους , κατευθύνεται μόνο προς την καταστροφή. Η ιστορία αποδεικνύει αυτήν την πρόταση με μια εκπληκτική σαφήνεια»(σελ.79).

[83] Στο «Γενεαλογία της Ηθικής  » Εκδόσεις Γκοβόστης, ,Μετάφραση Άρης Δικταίος γράφει : «δε μπορώ να υποφέρω μήτε κι αυτούς τους νεοφανείς εμπόρους του ιδεαλισμού , τους αντισημίτες , που σήμερα στρέφουν άλλού τα μάτια τους και χτυπούν τα χριστιανικά , άρεια , αγαθά στήθεια τους και  που με γαϊδουρινή υπομονή και   ξεθεωτική κατάχρηση  των κοινότερων δημαγωγικών μέσων, την ηθική στάση δηλαδή , ζητούν να ερεθίσουν όλα τα στοιχεία του κερασφόρου ζώου που ‘χει ένας λαός (- αν κάθε είδος πνευματικής απάτης δεν μένει χωρίς επιτυχία στη σημερινή Γερμανία , αυτό οφείλεται στο αδιάψευστο και χειροπιαστό κιόλας φτώχεμα του γερμανικού πνεύματος , που την αιτία του τη ζητώ σε μιαν υπερβολικά αποκλειστική πνευματική τροφή που του δίνεται μ’ εφημερίδες , πολιτική , μπύρα  και βαγκνερική  μουσική , συμπεριλαμβανομένου κι αυτού που αποτελεί προυπόθεση αυτής της δίαιτας : ο εθνικός αποκλειστικισμός κ’ η εθνική ματαιοδοξία , η ισχυρή , μα και στενή αρχή : «Η Γερμανία υπεράνω όλων», μα και ,αμέσως μετά , η paralysis agitans των «μοντέρνων ιδεών» ) » (σελ. 168, 169).Επίσης στο Φ.ΝΙΤΣΕ «Η περίπτωση Βάγκνερ- Νίτσε εναντίον Βάγκνερ , Εκδοτική Θεσσαλονίκης ,Μετάφραση Ζ.Σαρίκα» γράφει : «Δεν αντέχω τίποτε το διφορούμενο .Από τότε που πήγε ο Βάγκνερ στη Γερμανία ,ενέδωσε σιγά-σιγά σ’ όλα  όσα περιφρονώ εγώ –ακόμη και στον αντισημιτισμό  »(σελ.94).

Στο «Πέρα από το καλό και το κακό »(Εκδόσεις Νησίδες, Μετάφραση –Επιμέλεια Ζ.Σαρίκας), γράφει «Τι χρωστάει η Ευρώπη στους Εβραίους;- Πολλά πράγματα , καλά και κακά , και προπαντός ένα που είναι ταυτόχρονα από τα καλύτερα και από τα χειρότερα:το μεγάλο στιλ στην ηθική , τη φοβερότητα και τη μεγαλειότητα των ατέλειωτων απαιτήσεων , των ατέλειωτων σημασιών , ολόκληρο τον ρομαντισμό και την εξοχότητα των ηθικών αμφιβολιών – και κατά συνέπεια ακριβώς το πιο ελκυστικό , ύπουλο και διαλεγμένο κομμάτι  εκείνων των χρωματικών παιχνιδιών και των σαγηνών της ζωής από  από  των οποίων την τελευταία αναλαμπή ο ουρανός της ευρωπαϊκής κουλτούρας μας , ο απογευματινός της ουρανός , τώρα φλέγεται – ίσως καίγεται. Εμείς οι καλλιτέχνες μεταξύ των θεατών και των φιλοσόφων είμαστε γι’ αυτό το πράγμα ευγνώμονες – στους Εβραίους….Το ότι οι Εβραίοι θα μπορούσαν , αν το ήθελαν – ή αν αναγκάζονταν , όπως φαίνεται να θέλουν οι αντισημίτες – ακόμη και τώρα να επικρατήσουν , και μάλιστα να κυριαρχήσουν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη είναι σίγουρο.. Εξίσου σίγουρο είναι ότι δεν δουλεύουν και δεν κάνουν σχέδια γι’ αυτό το πράγμα.. Στο μεταξύ θέλουν και επιθυμούν μάλλον , ακόμη και με κάποια φορτικότητα , να απορροφηθούν και να αφομοιωθούν από την και μέσα στην Ευρώπη , λαχταρούν να εγκατασταθούν επιτέλους μόνιμα, να γίνουν δεκτοί και σεβαστοί και να δώσουν τέλος στη νομαδική ζωή , στον «περιπλανώμενο Ιουδαίο»  »(σελ. 144,σελ.146).

Στο Φ.ΝΙΤΣΕ: «Η θέληση για δύναμη», Εκδόσεις Νησίδες, Μετάφραση Ζ.Σαρίκας : «οι αντισημίτες δεν συγχωρούν τους Εβραίους για το ότι έχουν «πνεύμα» – και χρήμα. Οι αντισημίτες – ένα άλλο όνομα για  τους «μη προνομιούχους»(σελ.403)

[84] Φ.ΝΙΤΣΕ: «Η θέληση για δύναμη», Εκδόσεις Νησίδες, Μετάφραση Ζ.Σαρίκας,σελ.406

[85] όπως προηγούμενα σελ.406

[86] όπως προηγούμενα σελ.406

[87] όπως προηγούμενα σελ.406

[88] όπως προηγούμενα σελ.407

[89] όπως προηγούμενα σελ.350

[90] Φ.Νίτσε : «Χαραυγή», Μετάφραση –Επιμέλεια Ζήσης Σαρίκας , Σκόπελος , Εκδόσεις Νησίδες , 2004.

[91] Φ.Νίτσε : «Χαραυγή», Μετάφραση –Επιμέλεια Ζήσης Σαρίκας , Σκόπελος , Εκδόσεις Νησίδες , 2004, ,Αφορισμός 206 ,σελ.147

[92] Φ.Νίτσε : «Χαραυγή», Μετάφραση –Επιμέλεια Ζήσης Σαρίκας , Σκόπελος , Εκδόσεις Νησίδες , 2004, ,Αφορισμός 206 ,σελ 147,148

[93] Φ.Νίτσε : «Χαραυγή», Μετάφραση –Επιμέλεια Ζήσης Σαρίκας , Σκόπελος , Εκδόσεις Νησίδες , 2004, ,Αφορισμός 206 ,σελ147

[94] Φ.Νίτσε : «Χαραυγή», Μετάφραση –Επιμέλεια Ζήσης Σαρίκας , Σκόπελος , Εκδόσεις Νησίδες , 2004, ,Αφορισμός 206 ,σελ 148

[95] Φ.Νίτσε : «Χαραυγή», Μετάφραση –Επιμέλεια Ζήσης Σαρίκας , Σκόπελος , Εκδόσεις Νησίδες , 2004, ,Αφορισμός  173 ,σελ.124

[96] Φ.Νίτσε : «Χαραυγή», Μετάφραση –Επιμέλεια Ζήσης Σαρίκας , Σκόπελος , Εκδόσεις Νησίδες , 2004, ,Αφορισμός  173 ,σελ.124

[97] Κ.Μάρξ – Φ.Ένγκελς : « Η Γερμανική Ιδεολογία » , μετάφραση Κ.Φιλίνη , Αθήνα ,Gutenberg  , τόμος Α’ , σελ. 78.

[98] Ο Κ.Παπαιωάννου στο έργο του «ο Μάρξ και η φιλοσοφία » επισημαίνει  «Άλλωστε , ο ώριμος Μάρξ , πιο εξοικειωμένος με την πραγματικότητα του βιομηχανικού πολιτισμού . δείχνει ένα μεγάλο σκεπτικισμό , σχετικά με τη δυνατότητα μιας τέτοιας επανεμφάνισης της παλιάς «χαράς της εργασίας».Σ’όλη του τη ζωή ο Marx ,πίστευε , ότι η βιομηχανική  εργασία φανερώνει την «ουσία» του ανθρώπου και αποτελεί την πληρέστερη πραγματοποίηση των «ουσιαστικών δυνάμεων  του ανθρώπου»! » (Κ.Παπαιωάννου:Φιλοσοφία και Τεχνική :ο διάλογος Μάρξ- Χέγκελ, Εναλλακτικές Εκδόσεις ,Εισαγωγή Γ.Καραμπελιά σελ.63)

[99] Γ.Χέγκελ: Φαινομενολογία του πνεύματος ,Εκδόσεις Δωδώνη, Εισαγωγή-μετάφραση –σχόλια Δ.Τζωρτζόπουλου, Τόμος Α’ ,σελ. 343

[100] Κ.Μάρξ:Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, Εκδόσεις Γλάρος, 1975,μετάφραση  Μπάμπη Γραμμένου, σελ.177

[101] Φ.ΝΙΤΣΕ:Κείμενα για την Ελλάδα, Εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ. Μετάφραση Ζήσης Σαρίκας σελ.89-106

[102] .ΝΙΤΣΕ:Κείμενα για την Ελλάδα, Εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ. Μετάφραση Ζήσης Σαρίκας σελ.89

[103] .ΝΙΤΣΕ:Κείμενα για την Ελλάδα, Εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ. Μετάφραση Ζήσης Σαρίκας σελ.90

[104] .ΝΙΤΣΕ:Κείμενα για την Ελλάδα, Εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ. Μετάφραση Ζήσης Σαρίκας σελ.91

[105] .ΝΙΤΣΕ:Κείμενα για την Ελλάδα, Εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ. Μετάφραση Ζήσης Σαρίκας σελ.98

[106] .ΝΙΤΣΕ:Κείμενα για την Ελλάδα, Εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ. Μετάφραση Ζήσης Σαρίκας σελ.102

[107] ΝΙΤΣΕ:Κείμενα για την Ελλάδα, Εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ. Μετάφραση Ζήσης Σαρίκας σελ.102

[108] Φ.ΝΙΤΣΕ:ΙΔΕ ο Άνθρωπος, Εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ. Μετάφραση Ζήσης Σαρίκας σελ14

[109] Φ.ΝΙΤΣΕ: Πέρα από το καλό και το κακό »,Εκδόσεις Νησίδες, Μετάφραση –Επιμέλεια Ζ.Σαρίκας : «  Νιώθουμε σαν το σπίτι μας σε πολλές χώρες του πνεύματος , ή τουλάχιστον υπήρξαμε φιλοξενούμενοι σε σ’ αυτές. Ξεφεύγαμε πάντα από τις ευχάριστες μουχλιασμένες γωνιές , στις οποίες έδειχναν να μας παραδίδουν η προτίμηση και η προκατάληψη , η νιότη , η καταγωγή , οι συγκυρίες ανθρώπων και βιβλίων , ή και η κόπωση από την  περιπλάνηση .Είμαστε γεμάτοι κακία για τα θέλγητρα της εξάρτησης , που κρύβονται  μέσα στις τιμές , στο χρήμα , στα αξιώματα ή στους ενθουσιασμούς των αισθήσεων .Είμαστε ευγνώμονες προς τη δυστυχία και τη μεταβαλλόμενη αρρώστια , επειδή πάντα μας ελευθέρωνε από κάποιον κανόνα και την  «προκατάληψή» του »(σελ. 50).

[110] Φ.ΝΙΤΣΕ : Η θέληση για δύναμη, Εκδόσεις Νησίδες ,Μετάφραση- επιμέλεια Ζ.Σαρίκας,σελ. 405

[111] όπως προηγούμενα σελ.438

[112] όπως προηγούμενα σελ.438.Παρόμοιες αντιλήψεις εκφράζει στο «Πέρα από το καλό και το κακό »(Εκδόσεις Νησίδες, Μετάφραση –Επιμέλεια Ζ.Σαρίκας) : «ο εκδημοκρατισμός της Ευρώπης είναι ταυτόχρονα μια αθέλητη διευθέτηση για τη δημιουργία τυράννων – με όλες τις έννοιες της λέξης , ακόμη και την πιο πνευματική»(σελ.138)

[113] όπως προηγούμενα σελ.438

[114] όπως προηγούμενα σελ.440

[115] όπως προηγούμενα σελ. 238

[116] όπως προηγούμενα σελ.394

 

Πηγή: https://koutroulis-spyros.blogspot.com/2010/11/blog-post_28.html