I
Το να είσαι αναρχικός σημαίνει να αρνείσαι την εξουσία και να απορρίπτεις την οικονομική απόρροιά της: την εκμετάλλευση — και αυτήν σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο αναρχικός επιθυμεί να ζήσει χωρίς θεούς ή αφέντες· χωρίς πάτρονες ή διευθυντές· ά-νομα, χωρίς νόμους και προκαταλήψεις· ανήθικα, χωρίς υποχρεώσεις και συλλογικά ήθη. Θέλει να ζει ελεύθερα, να ζει τη δικιά του συγκεκριμένη αντίληψη της ζωής. Στο βάθος της καρδιάς του, είναι πάντοτε αντικοινωνικός, ένας ατίθασος, ένας παρείσακτος, περιθωριακός, η εξαίρεση, ένας απροσάρμοστος. Και μολονότι μπορεί να είναι υποχρεωμένος να ζει σε μια κοινωνία η σύνθεση της οποίας είναι αποκρουστική για το ταπεραμέντο του, είναι σαν να έχει κατασκηνώσει σε ξένη χώρα. Αν κάνει στο περιβάλλον του αναπόφευκτες παραχωρήσεις — πάντοτε με την πρόθεση να τις πάρει πίσω — προκειμένου να αποφύγει να ρισκάρει ή να θυσιάσει τη ζωή του βλακωδώς ή άσκοπα, είναι επειδή τις βλέπει ως όπλα για την άμυνά του στον αγώνα για την ύπαρξη. Ο αναρχικός εύχεται να ζήσει τη ζωή του, όσο πληρέστερα γίνεται, ηθικά, διανοητικά, οικονομικά, χωρίς να νοιάζεται για τον υπόλοιπο κόσμο, τους εκμεταλλευτές ή τους εκμεταλλευόμενους· χωρίς να θέλει να κυριαρχήσει ή να εκμεταλλευτεί άλλους, αλλά έτοιμος να απαντήσει με όλα τα μέσα εναντίον οποιουδήποτε θελήσει να παρέμβει στη ζωή του ή να τον αποτρέψει απ’ το να εκφράσει τη σκέψη του γραπτώς ή προφορικώς.
Ο αναρχικός έχει για εχθρό του το Κράτος και όλους τους θεσμούς που τείνουν να διατηρούν ή να διαιωνίζουν τον ασφυκτικό κλοιό τους γύρω από το άτομο. Δεν υπάρχει πιθανότητα συμφιλίωσης μεταξύ του αναρχικού και οποιασδήποτε μορφής κοινωνίας βασισμένης στην εξουσία, είτε αυτή εκπορεύεται από ένα δικτάτορα, από μια αριστοκρατία ή από μια δημοκρατία. Κανένα κοινό έδαφος μεταξύ του αναρχικού και οποιουδήποτε περιβάλλοντος κυβερνιέται απ’ τις αποφάσεις της πλειοψηφίας ή τις επιθυμίες μιας ελίτ. Ο αναρχικός πολεμάει για τον ίδιο λόγο την Κρατικά παρεχόμενη εκπαίδευση και αυτήν που μοιράζεται από την Εκκλησία. Είναι ο αντίπαλος των μονοπωλίων και των προνομίων, είτε αυτά είναι διανοητικής, ηθικής ή οικονομικής τάξεως. Με μια λέξη, είναι ο ασυμβίβαστος ανταγωνιστής κάθε πολιτεύματος, κάθε κοινωνικού συστήματος, κάθε κατάστασης πραγμάτων που συνεπάγεται την κυριαρχία του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος πάνω στο άτομο και την εκμετάλλευση του ατόμου από ένα άλλο ή από την ομάδα.
Το έργο του αναρχικού είναι πάνω απ’ όλα ένα έργο κριτικής. Ο αναρχικός προχωρεί, σπέρνοντας την εξέγερση ενάντια σε ό,τι καταπιέζει, εμποδίζει, αντιτίθεται στην ελεύθερη ανάπτυξη της ατομικής ύπαρξης. Είναι της άποψης πρωτίστως να απαλλάξει το μυαλό από προκατειλημμένες ιδέες, να απελευθερώσει ταπεραμέντα που έχουν αλυσοδεθεί από το φόβο, να προκαλέσει νοοτροπίες να απελευθερωθούν απ’ την κοινή γνώμη και τις κοινωνικές συμβάσεις· γι’ αυτό ο αναρχικός θα ωθήσει όλους τους ελθόντες να πορευτούν μαζί του για να επαναστατήσουν πρακτικά εναντίον της νομοτέλειας του κοινωνικού περιβάλλοντος, να επιβεβαιωθούν ατομικά, να λαξεύσουν το εσώτερό τους άγαλμα, να καταστήσουν τον εαυτό τους, όσο το δυνατόν περισσότερο, ανεξάρτητο απ’ το ηθικό, πνευματικό και οικονομικό περιβάλλον. Θα παροτρύνει τον αδαή να διδάξει τον εαυτό του, τον απαθή να αντιδράσει, τον αδύναμο να γίνει δυνατός, τον καμπουριασμένο να ορθώσει το ανάστημά του. Θα ωθήσει τους πτωχά προικισμένους και λιγότερο ικανούς να βγάλουν απ’ τον εαυτό τους όλους τους δυνατούς πόρους και να μην στηρίζονται σε άλλους.
Άβυσσος χωρίζει τον αναρχισμό απ’ το σοσιαλισμό σε αυτές τις διαφορετικές εκτιμήσεις, συμπεριλαμβανομένου του συνδικαλισμού.
Ο αναρχικός τοποθετεί στη βάση όλων των αντιλήψεων της ζωής του: την ατομική πράξη. Και αυτός είναι ο λόγος που πρόθυμα αποκαλεί τον εαυτό του αναρχικό–ατομικιστική.
Δεν πιστεύει ότι όλα τα δεινά απ’ τα οποία υποφέρουν οι άνθρωποι προέρχονται αποκλειστικά απ’ τον καπιταλισμό ή την ατομική ιδιοκτησία. Πιστεύει ότι οφείλονται κυρίως στην προβληματική νοοτροπία των ανθρώπων, λαμβανομένου ως μπλοκ. Υπάρχουν αφεντικά επειδή υπάρχουν δούλοι και οι θεοί συντηρούνται επειδή κάποιοι πιστοί γονατίζουν. Ο ατομικιστικής αναρχικός χάνει το ενδιαφέρον του σε μια βίαιη επανάσταση που έχει ως στόχο το μετασχηματισμό του τρόπου κατανομής των προϊόντων με την κολεκτιβιστική ή κομμουνιστική έννοια, η οποία μόλις και μετά βίας θα επέφερε μια αλλαγή στη γενική νοοτροπία και η οποία δεν θα προκαλούσε καθόλου τη χειραφέτηση της ατομικής ύπαρξης. Σε ένα κομμουνιστικό καθεστώς στο οποίο κάποιος θα ήταν τόσο εξαρτημένος όσο σήμερα στην καλή θέληση του περιβάλλοντος: θα έβρισκε τον εαυτό του τόσο φτωχό, τόσο δυστυχισμένο όσο τώρα· αντί να είναι κάτω απ’ την εποπτεία της σημερινής μικρής καπιταλιστικής μειοψηφίας, θα κυριαρχούνταν από το οικονομικό σύνολο. Τίποτα δεν θα ανήκε σωστά σ’ αυτόν. Θα ήταν παραγωγός, καταναλωτής, βάλε λίγο ή πάρε κάτι απ’ το σωρό, αλλά ποτέ δεν θα ήταν αυτόνομος.
II
O ατομικιστής-αναρχικός διαφοροποιείται απ’ τον αναρχικό-κομμουνιστή κατά την έννοια ότι θεωρεί (εκτός απ’ την ιδιοκτησία σε ορισμένα αντικείμενα απόλαυσης που έχουν να κάνουν με την προσωπικότητα) την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και της ελεύθερης διάθεσης του προϊόντος ως τη βασική εγγύηση για την αυτονομία του ατόμου. Εξυπακούεται ότι η ιδιοκτησία περιορίζεται στην πιθανότητα του να βάλει στη δούλεψη (ατομικά, ανά ζευγάρια, ανά οικογενειακές ομάδες, κλπ.) την έκταση του εδάφους ή τις μηχανές παραγωγής που είναι απαραίτητες για τις ανάγκες της κοινωνικής ενότητας· υπό τον όρο, για τον ιδιοκτήτη, να μην τις μισθώσει στον οποιονδήποτε ή να μην καταφεύγει στο να ρίχνει τη βελτίωσή τους σε κάποιον στην υπηρεσία του.
Ο ατομικιστής–αναρχικός δεν σκοπεύει πια να ζει με κάθε κόστος, όπως ο ατομικιστής, απ’ το να ζει σύμφωνα με κανόνες, υπό την προϋπόθεση ότι ένα πιάτο φαί είναι εξασφαλισμένο, ο ρουχισμός σίγουρος και η κατοικία εγγυημένη.
Η ατομικιστικής–αναρχικός, εξάλλου, δεν διεκδικεί κανένα σύστημα που θα δέσμευε το μέλλον. Αξιώνει να θέσει τον εαυτό του σε κατάσταση νόμιμης άμυνας σχετικά με οποιαδήποτε κοινωνική ατμόσφαιρα (Κράτος, κοινωνία, περιβάλλον, ομαδοποίηση, κλπ.) που θα επέτρεπε, θα αποδεχόταν, θα διαιώνιζε, θα ενέκρινε ή θα καθιστούσε δυνατή:
α) την υποταγή στο περιβάλλον του ατομικού όντος, τοποθετώντας το αυτό σε μια κατάσταση εμφανούς κατωτερότητας απ’ τη στιγμή που δεν μπορεί να συμπεριφερθεί με το συλλογικό σύνολο ως ίσος προς ίσον, δύναμη με δύναμη·
β) την υποχρέωση (σε οποιονδήποτε τομέα) της αλληλοβοήθειας, της αλληλεγγύης, του συνεταιρίζεσθαι·
γ) τη στέρηση της ατομικής και αναπαλλοτρίωτης κατοχής των μέσων παραγωγής και της πλήρους και απεριόριστης διάθεσης του προϊόντος·
δ) την εκμετάλλευση του οποιουδήποτε από κάποιον απ’ τους συντρόφους του, που θα τον έκανε να μοχθήσει για λογαριασμό του και προς όφελός του·
ε) τη μονοπώληση, δηλ. την πιθανότητα για ένα άτομο, ένα ζευγάρι, μια οικογενειακή ομάδα να κατέχει περισσότερα απ’ ό,τι είναι απαραίτητα για την κανονική της συντήρηση·
στ) το μονοπώλιο του Κράτους ή κάθε εκτελεστικής μορφής που το αντικαθιστά, δηλαδή την παρέμβασή της — στο ρόλο του ως συγκεντρωτιστής, διαχειριστής, διευθυντής, οργανωτής — στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων, σε οποιονδήποτε τομέα·
ζ) το δάνειο με τόκο, τοκογλυφία, επικαταλλαγή, συναλλαγή, κληρονομιά, κ.λπ., κ.λπ.
ΙΙΙ
O ατομικιστικής–αναρχικός κάνει «προπαγάνδα» προκειμένου να επιλέξει ατομικιστικές–αναρχικές διαθέσεις που θα έπρεπε να έχει, για να καθορίσει τουλάχιστον μια πνευματική ατμόσφαιρα ευνοϊκή στην εμφάνισή τους. Μεταξύ ατομικιστών–αναρχικών οι σχέσεις είναι εδραιωμένες με βάση την «αμοιβαιότητα». Η «συντροφικότητα» είναι ουσιαστικά ατομικής τάξεως, ποτέ δεν επιβάλλεται. Ο «σύντροφος» που τον ικανοποιεί ατομικά να συναναστραφεί, είναι κάποιος που κάνει μια αξιόλογη προσπάθεια προκειμένου να αισθάνεται ότι ζει, που παίρνει μέρος στην προπαγάνδα του της εκπαιδευτικής κριτικής και της επιλογής των προσώπων· που σέβεται την επιλογή υπάρξεως του καθενός, μην εμποδίζοντας την ανάπτυξη εκείνων που προοδεύουν μαζί του και εκείνων που τον αγγίζουν πιο στενά.
Ο ατομικιστής–αναρχικός δεν είναι ποτέ ο δούλος κάποιου τύπου–φόρμουλας ή ενός αποδεκτού μηνύματος. Αναγνωρίζει μονάχα απόψεις. Προτείνει μονάχα θέσεις. Δεν επιβάλλει ένα τέλος στον εαυτό του. Αν υιοθετεί μια μέθοδο ζωής σε κάποια μικρή λεπτομέρεια, είναι για να εξασφαλίσει περισσότερη ελευθερία, περισσότερη ευτυχία, περισσότερη ευημερία, αλλά επ’ ουδενί για να θυσιάσει τον εαυτό του. Και την τροποποιεί, και τη μεταμορφώνει όταν του φαίνεται ότι εξακολουθώντας να παραμένει πιστός σ’ αυτήν θα μείωνε την αυτονομία του. Δεν θέλει να αφήσει τον εαυτό του να κυριαρχείται από αρχές που καθορίζονται a priori· είναι μονάχα a posteriori, απ’ τις εμπειρίες του, που βασίζει τους κανόνες συμπεριφοράς του, μολαταύτα οριστικές, πάντοτε υποκείμενες στις τροποποιήσεις και τους μετασχηματισμούς που η καταγραφή νέων εμπειριών μπορούν να εγγράψουν, και στην αναγκαιότητα απόκτησης νέων όπλων στον αγώνα του ενάντια στο περιβάλλον — χωρίς να κάνει ένα απόλυτο a priori.
Ο ατομικιστικής–αναρχικός δεν λογοδοτεί ποτέ σε κανέναν άλλον πέρα απ’ τον εαυτό του για τις πράξεις και τις χειρονομίες του.
Ο ατομικιστικής–αναρχικός θεωρεί τη συναναστροφή μονάχα ως ένα τελεσφόρο, ένα προσωρινό. Γι’ αυτό, θέλει να συναναστρέφεται μονάχα σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης αλλά πάντοτε σε εθελοντική βάση. Και επιθυμεί μονάχα να συμβάλλεται, σε γενικές γραμμές, για σύντομο χρονικό διάστημα, θα είναι πάντα κατανοητό ότι κάθε συμβόλαιο μπορεί να ακυρωθεί απ’ τη στιγμή που βλάπτει ένα απ’ τα συμβαλλόμενα μέρη.
Ο ατομικιστής–αναρχικός δεν απαγορεύει καμιά αποφασισμένη σεξουαλική ηθική. Είναι στο χέρι του καθενός να καθορίσει τη σεξουαλική, συναισθηματική ή αισθηματική του ζωή, τόσο για το ένα φύλο όσο και για το άλλο. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι σε προσωπικές σχέσεις μεταξύ αναρχικών διαφορετικών φύλων ούτε η βία ούτε ο περιορισμός λαμβάνουν χώρα. Πιστεύει ότι η οικονομική ανεξαρτησία και η δυνατότητα τού να είναι μητέρα όπως επιθυμεί είναι οι αρχικές συνθήκες για τη χειραφέτηση της γυναίκας.
Ο ατομικιστής–αναρχικός θέλει να ζει, θέλει να είναι σε θέση να εκτιμά τη ζωή ατομικά, ζωή θεωρούμενη σε όλες της τις εκφάνσεις. Παραμένοντας κύριος στο μεταξύ της βούλησής του, λαμβάνοντας υπόψη τόσους πολλούς υπηρέτες που τίθονται στη διάθεση του «εαυτού» του οι γνώσεις του, οι ικανότητές του, οι αισθήσεις του, τα πολλαπλά όργανα αντίληψης του σώματός του. Δεν είναι δειλός, αλλά δεν θέλει να μειώνει τον εαυτό του. Και ξέρει καλά ότι εκείνος που επιτρέπει στον εαυτό του να καθοδηγείται απ’ τα πάθη του ή να κυριαρχείται απ’ τις αρεσκείες του είναι δούλος. Θέλει να διατηρεί «την κυριότητα του εαυτού» προκειμένου να οδηγεί προς τις περιπέτειες στις οποίες η ανεξάρτητη έρευνα και η ελεύθερη μελέτη τον οδηγούν. Θα συνιστούσε πρόθυμα μια απλή ζωή, την αποκήρυξη του ψεύτικου, της υποδούλωσης, των άχρηστων αναγκών· την αποφυγή των μεγάλων πόλεων· μια λογική διατροφή και σωματική υγιεινή.
O ατομικιστής–αναρχικός θα ενδιαφερθεί για τις συναναστροφές που συγκροτούνται από συγκεκριμένους συντρόφους με σκοπό να τους σχίσει απ’ την εμμονή σε ένα περιβάλλον που τους αηδιάζει. Η άρνηση της στρατιωτικής θητείας, ή της πληρωμής των φόρων θα έχει όλη του τη συμπάθεια· ελεύθερες ενώσεις, μονές ή πολλαπλές, σαν διαμαρτυρία εναντίον των κοινών ηθών· ιλλεγκαλισμός ως βίαια ρήξη (και με ορισμένες επιφυλάξεις) με την οικονομική σύμβαση που έχει επιβληθεί δια της βίας· αποχή από κάθε ενέργεια, από κάθε δουλειά, από κάθε λειτουργία που σχετίζεται με τη διατήρηση ή την εδραίωση του επιβεβλημένου πνευματικού, ηθικού ή οικονομικού καθεστώτος· ανταλλαγή ζωτικών προϊόντων μεταξύ ατομικιστών–αναρχικών ιδιοκτητών των αναγκαίων μηχανών παραγωγής, μακριά από κάθε καπιταλιστικό μεσάζοντα· κ.λπ., είναι πράξεις εξέγερσης σύμφωνες ουσιαστικά με το χαρακτήρα του ατομικιστικού–αναρχισμού.
Μετάφραση: Αιχμή
Πηγή: aixmh
Leave a Reply