Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ. -Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο, Χιμαίρας!- Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ἡμέρας, δὲν εἶχε λάμψει τόσο, σὰ πετράδι… Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-, σὲ κήπους, ὅλο βάλσαμα γιομάτους, τ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τους, μέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία… Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύση, μήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφων. Ἀκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφων, μιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει… Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνει κι ἡ νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθει, τὸ φεγγάρι, παντοῦ, σὰ φλόγα ἁπλώθη… Κι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει… Ναπολέων Λαπαθιώτης Πριν 10 χρόνια σαν σήμερα, μετρώντας πάντα στο […]